Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

Παιδάκι

Καθόμασταν στο παγκάκι με τα παιδιά και περιμέναμε να μπούμε στο μαγαζί
Και ενώ μιλούσαμε και έκανα την χειρονομία εκείνη
Με είπε παιδάκι και απαράδεκτο.
Και τον κατάλαβα καλύτερα από όσο νόμιζε
Και πίστεψε
Παρ' όλη την φαινομενική μου αδιαφορία.
Γιατί δεν τον αμφισβητώ, γνωρίζω κάπως τον εαυτό μου.
Παιδάκι είμαι και έτσι μάλλον
Θα παραμείνω.
Ένα παιδάκι στην ψυχή και στην καρδιά
Ένα παιδάκι που νιώθει σαν παιδάκι
Ένα παιδάκι που εκφράζεται σαν παιδάκι
Ένα παιδάκι που κάνει τα ίδια λάθη με ένα παιδάκι
Τα αναγνωρίζει και όμως συνεχίζει όπως πιστεύει καλύτερα.
Και ας νιώθω τόσο γέρος μέσα μου.
Αν ήταν όλοι έτσι ίσως ο κόσμος να ήταν διαφορετικός
Τι λέω, αφού οι περισσότεροι έτσι είναι κατά βάθος
Ευτυχώς όχι όσο εγώ.
Πως άραγε θα ήταν ο κόσμος αν αποτελούνταν από
Εκατομμύρια σαν και εμένα;
Θεέ μου, τι δυστοπία!
Αλλά χαίρομαι όταν φέρομαι έτσι κάποιες φορές
Παιδάκι με την αρνητική χροιά της λέξης
Γιατί κάποιος θα με δει και θα πει
<<Μάλιστα!>>, με τόνο αρνητικό
Και αυτό ίσως του προκαλέσει ερεθίσματα
Και δεν θελήσει να γίνει ή να πράξει σαν και εμένα
Να μην καταλήξει σαν και εμένα
Εμένα που την λίγη αξία που μου απέμεινε
Την μετέδωσα στα γραπτά μου.
Όχι πως δεν αναγνωρίζω την αξία μου ως άνθρωπο
Αλλά δεν μου έχω και τόση εμπιστοσύνη.
Τότε ο κόσμος γίνεται λίγο καλύτερος, έτσι πιστεύω
Κατά κάποιο τρόπο τον κάνω λίγο καλύτερο έτσι.
Οι άλλοι να παραδειγματίζονται κάπως από σένα
Και να χαράζουν πιο θετική πορεία
Αυτή που εσύ την ονειρεύεσαι μόνος στο δωμάτιο.
Και μετά ίσως νιώσουν και λίγο καλύτερα με τον εαυτό τους
Και την κατάντια σου
Έστω και αν είναι χειρότεροι από εσένα σε ορισμένους τομείς.
Και αυτό θέλω, αυτό ελπίζω πραγματικά
Προτού πεθάνω
Να καταφέρω να δω τον κόσμο ένα κλικ καλύτερο
Και το απειροελάχιστο αρκεί
Δεν έχει σημασία πόσο
Κάτι
Και τότε θα μπορώ να απολαύσω το βράσιμο στα καζάνια.

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

Και όμως

Γιατί πάλι νιώθω αγχωμένος, πάλι νιώθω πίεση;
Δεν είναι πως έπαθα ή έμαθα κάτι σήμερα που με τάραξε.
Τουναντίον, η μέρα μου κύλησε όμορφα.
Και όμως, και όμως
Τι είναι αυτό το αναθεματισμένο βάρος
Που έχει πλακώσει ένα μέρος της καρδιάς μου;
Είναι το μέλλον αυτό που ταράζει έτσι τα νερά μου;
Μα αν ήταν να κάνω εικόνα το πως είμαι τώρα
Είναι σα να στέκομαι στη μέση του πουθενά και αέρας δεν φυσάει να με κουνήσει.
Σίγουρα όχι το παρελθόν, όχι αυτό μέχρι τώρα.
Τότε γιατί το κεφάλι μου είναι τόσο ανάκατο
Και τόσο θολό;
Τα ματόκλαδά μου αν κλείσω δεν πρόκειται να με πάρει αμέσως ο ύπνος
Και έχω τόσα να κάνω αύριο και πάλι θα παρακοιμηθώ!
Και όμως, και όμως
Τι πάει να αναβλύσει από μέσα μου;
Μήπως είναι η αναθεματισμένη προσμονή για όσα μέλλονται
Ή δεν είναι προσμονή και είναι ανασφάλεια;
Έφτασα στο σημείο να μπερδεύω τα συναισθήματά μου, θεοί;
Ή μήπως είναι η ψυχή μου που εναγωνίως αποζητά
Εκείνο το κάτι που της λείπει τόσο καιρό;
Μια μικρή ψιχάλα ενόψει της μανιασμένης καταιγίδας αναμένεται
Που θα με συντρίψει και θα με πνίξει;
Δεν υπάρχει δόξα ούτε αγάπη στον πόλεμο
Ούτε η λάμψη των αστεριών μπορεί να μας ευλογήσει σήμερα.
Σήμερα, χθες, αύριο, τι διαφορά έχει;
Οι μέρες φαίνονται τόσο ίδιες για όσο καιρό αναμένεις.
Και μαζεύονται, όλο μαζεύονται, συσσωρεύονται μέσα οι σκέψεις
Θες να ουρλιάξεις αλλά ξέρεις πως δεν θα είναι αρκετό
Και ονειροπολείς και βαυκαλίζεσαι και τίποτα δεν αλλάζει.
Το σημαντικό είναι να πατάς τα πόδια σου δυνατά στη Γη
Ενώ κοιτάς τον ουρανό, που τόσο θες να κατακτήσεις.
Δεν είναι πως δεν σε αφήνουν, είναι αν θα τα καταφέρεις.
Όσα γεμίζουν την αποθήκη σου τώρα μετά μπορεί να έχουν χαλάσει.
Και όμως, και όμως
Δεν θα του κάνω την χάρη, όσο κακό και να προκαλέσει.
Προσδοκώ ανάσταση ζωντανών
Και ζωή του μέλλοντος αιώνων
Αμήν.

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Φοίνικας

Ήταν στο δεύτερο ποτό. Δεν έπινε πια από όρεξη μα από συνήθεια. Ναι, είχε συνηθίσει πλέον να κατεβάζει τουλάχιστον μισό μπουκάλι μέσα στην μέρα. Παλιά δεν ήταν έτσι, μα έτσι κατάντησε. Τι να πεις. Ήταν πρωί, κοντά στις δέκα. Είχε ξυπνήσει εδώ και μια ώρα. Όχι πως κοιμόταν πολύ συνήθως , λαγοκοιμόταν μερικές ώρες και αυτές σπαστά και με δυσκολία, εκτός από εκείνες τις λίγες μέρες που ήταν πάρα πολύ κουρασμένος. Δεν ήξερε αν έπασχε από αϋπνίες ή ημικρανίες ή απλά το κεφάλι του τού έπαιζε παιχνίδια.
Εκείνη την ημέρα δεν είχε δουλειά και θα την εκμεταλλευόταν όπως νόμιζε καλύτερα, δηλαδή μόνος, με συντροφιά τα φαντάσματά του. Είχε πάψει από καιρό να φοβάται εκείνα που υποτίθεται πως υπήρχαν κάτω από τα κρεβάτια ή μέσα στις ντουλάπες. Είχε ανακαλύψει ,δίχως κόπο, πως τα πιο τρομακτικά ελλόχευαν μέσα στο μυαλό του και καρτερούσαν, οποιαδήποτε στιγμή, να βγουν και να του μιλήσουν. Για την ακρίβεια να μονολογήσουν, εκείνος απλώς τα άκουγε. Όχι πως είχε σηκώσει εξ' αρχής άσπρη σημαία, παλιότερα προσπαθούσε να κάνει συζήτηση, αλλά άκαρπα. Δεν έβαζαν μυαλό, σα να είχαν μπαμπάκι στα αυτιά τους, αν υποθέσει κανείς πως τα φαντάσματα έχουν αυτιά και,γενικά, μορφή.
Σηκώθηκε για να πλύνει τα δόντια του. Δεν το έκανε αυτό αν δεν περνούσαν τουλάχιστον δύο ώρες αφότου είχε ξυπνήσει, για τον πολύ απλό λόγο πως τόσο του χρειαζόταν για να σηκωθεί από το κρεβάτι του. Δεν είχε κάποιο θέμα που να μην του επέτρεπε να κουνάει ελεύθερα τα άκρα του ή κάτι τέτοιο. Πολύ απλά, απολάμβανε τον μοναδικό ρεμβασμό που θα είχε μέσα στην μέρα. Γιατί όταν έπινε τα πρωινά του ποτά δεν σκεφτόταν τίποτα, απλώς απολάμβανε τη στιγμή. Αστείο πράγμα, χαχα, αστείο. Απολάμβανε τη στιγμή, την ίδια στιγμή που αμφέβαλε αν απολάμβανε την ίδια του τη ζωή.
Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη και χαμογέλασε. Τα δόντια του τα είχε ακόμη, παρά το γεγονός πως ξερνούσε μέρα παρά μέρα, τουλάχιστον μια φορά. Τα μάγουλά του ήταν συνεχώς κόκκινα και φουσκωμένα, σαν χάμστερ άτριχο. Είχε ξεθωριάσει λίγο το χρώμα του δέρματός του. Αναπολούσε τις στιγμές που ένιωθε γεμάτος. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε; Σίγουρα τρία. Ή μήπως τέσσερα; Δεν το γνώριζε με σιγουριά. Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να αραιώνουν, απόρροια της έλλειψης βιταμινών και ιχνοστοιχείων, αλλά και μιας καταραμένης κληρονομικότητας. Είχε πάψει να τρώει σωστά εδώ και καιρό. Το στομάχι του δεν άντεχε πολλά πολλά πλέον. Ούτε λεφτά είχε αρκετά για να αγοράζει τα απαραίτητα κάθε εβδομάδα, καθώς όσα του απέμειναν αφού ξεπλήρωνε τους λογαριασμούς και τα σχετικά, τα έδινε στα ,γεμάτα με αργή αυτοκτονία, μπουκάλια. Δεν τον πείραζε, όμως. Μέσα σε όλη αυτή την σκοτοδίνη αισθανόταν, κατά ένα μυστήριο τρόπο, εντάξει.
Το σπίτι του ήταν ένα μαύρο χάλι. Όλα ανάκατα, παντού σκουπίδια, στο νεροχύτη μια στοίβα άπλυτα. Περπατούσε σταθερά ακόμη, δεν τρέκλιζε. Στις αρχές οι πονοκέφαλοι ήταν επίπονοι και αφόρητοι, αλλά τους συνήθισε και αυτούς. Κατευθύνθηκε προς το λάπτοπ του, το άνοιξε και έβαλε ένα τυχαίο κομμάτι να παίζει. Δεν άκουγε κάποιο συγκεκριμένο είδος μουσικής, ήθελε μονάχα να μην επικρατεί ησυχία στο σπίτι του. Έστριψε ένα τσιγάρο και το κάπνισε νωχελικά, όπως νωχελικός καθόταν και σταυροπόδι , προσπαθώντας να κάνει κυκλάκια με τον καπνό. Κοίταζε το ταβάνι και παρατήρησε πως σε μια γωνία είχε μούχλα. Δεν τον ένοιαξε καθόλου, άλλωστε δεν ήταν δικό του το σπίτι, το νοίκιαζε.
Πίεσε τον εαυτό του να σηκωθεί πάλι, για να κατουρήσει. Αλλά γιατί; Τι θα άλλαζε αν σηκωνόταν όρθιος; Σίγουρα όχι ο κόσμος. Ο κόσμος. Δεν το απογοήτευε, ούτε ένιωθε κάποιο κακό συναίσθημα για αυτόν. Μόνο μια μικρή απάθεια και αδιαφορία. Κάποτε είχε και φίλους, οι οποίοι έγιναν κολλητοί στη συνέχεια. Είχαν καταλάβει τι περίπου έπαιζε με αυτόν και προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν. Τους καθησύχαζε λέγοντάς τους πως ήταν μια χαρά και πως δεν χρειαζόταν να ανησυχούν για εκείνον. Δεν θα πάθαινε τίποτα όσο αυτοί ήταν στο πλάι του και όσο το λειψό κεφάλι του ήταν στη θέση του. Και η κοπέλα του- . Δεν είχε. Με το αντίθετο φύλο δεν τα πήγαινε πολύ καλά. Όσο θράσος και θάρρος και αυτοπεποίθηση είχε στους άλλους τομείς, τόσο πιο άχαρος ένιωθε στον συγκεκριμένο. Είχε κάνει βέβαια τις προσπάθειές του αλλά τίποτα σημαντικό. Αλλά δεν τα παρατούσε, δούλευε πάνω στον εαυτό του συνεχώς, ήθελε να αλλάξει, να γίνει καλύτερος, παρά τις μικρές παρεκκλίσεις . Ίσως αυτός, σκεφτόταν, να είναι ο λόγος που πίνω, να είμαι πιο χαλαρός και συγκρατημένος, για να ανταπεξέλθω πιο επάξια στις προσδοκίες τους.
Μυαλό είχε. Και ενδιαφέροντα είχε. Και κομματάκι έξυπνος ήταν. Αλλά αυτά δεν αρκούν και τόσο για τις κοπέλες, τουλάχιστον σε πρώτο βαθμό. Δεν ήταν θρασύς, ούτε έπαιρνε ιδιαίτερα ρίσκα. Κατά κάποιο τρόπο ήταν ρομαντικός, αλλά πάνω από όλα δειλός και με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Και την καλύτερη εντύπωση δεν μπορούσε να την δώσει εξ αρχής. Έπρεπε να νιώθει καλά με το περιβάλλον του, να συνηθίσει λίγο τον άλλον και να μάθει κάποια πράγματα γι αυτόν. Κατά μια έννοια φοβόταν. Ο φόβος τον κυνηγούσε από μικρό παιδί και τον καταδίωκε σαν ένας ντετέκτιβ κάποιον εγκληματία που κυνηγάει για μήνες. Παρομοίαζε τον εαυτό του με εγκληματία και δεν ήξερε γιατί. Ίσως για να νιώθει κομματάκι σημαντικός.
Ωστόσο, υπήρχε ένα μέρος στο οποίο ένιωθε την μέγιστη ελευθερία και κυριαρχία του εαυτού του: η κιθάρα του. Μικρό και αθώο ψεματάκι το γεγονός πως δεν τον ενδιέφερε η μουσική. Τον ενδιέφερε και τον παραενδιέφερε. Μόνο τα πρωινά δεν του κινούσε και πολύ το ενδιαφέρον, μεταξύ έξι και έντεκα. Στις έντεκα και ένα ακριβώς έπιανε το όργανό του και του έκανε έρωτα. Όχι την κιθάρα του, το άλλο, που βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια ενός άνδρα. Με αργές και ήρεμες κινήσεις στην αρχή, με γρήγορες και βίαιες κινήσεις στην αποκορύφωση, στη διάρκεια της οποίας, μερικές φορές, κρατούσε την ανάσα του. Είχε πάντα ένα ρολό χαρτιού υγείας δίπλα του για να σκουπίζεται. Μετά πήγαινε να πλύνει τα χέρια του και επέστρεφε στην προηγούμενη θέση.
Είχε πάει δώδεκα. Τρίτο ποτό. Τι ποτό; Αναλόγως την διάθεση. Συνήθως έπινε τζιν, για να μην βρωμάει ιδιαίτερα η ανάσα του όταν θα αναγκαζόταν να βγει έξω. Και πότε έβγαινε έξω; Σίγουρα όταν δούλευε, ήτοι τα βράδια. Και καμία φορά το μεσημέρι, όταν θα έπρεπε να πάει στο σούπερ μάρκετ. Και κάποιες φορές με τους φίλους του. Αυτά σε γενικές γραμμές.
Αναρωτιόταν αν οι γονείς του ήταν περήφανοι γι 'αυτόν. Κάποτε σίγουρα ήταν, πιο παλιά, μέχρι την περίοδο που σπούδαζε. Μετά δεν ασχολήθηκε με το αντικείμενο του, αλλά χάραξε δικιά του πορεία. Φαντάστηκε πως θα τον μίσησαν λίγο τότε, παρόλο που τον επιβεβαίωσαν πως θα στήριζαν κάθε επιλογή του. Είχε καιρό να μιλήσει μαζί τους. Άδραξε το τηλέφωνο και πήρε την μητέρα του. Θα ήταν ξύπνια εκείνη την ώρα. Τουυυυ,τουυυυ.τουυυ....Ναι; Έλα μητέρα, τι κάνεις; Μια χαρά και εγώ! Δεν ενοχλώ έτσι; Ω, όχι, τώρα ξύπνησα γι'αυτό ακούγομαι έτσι. Α, έτσι πήρα, να δω τι κάνετε. Ο μπαμπάς; Για δουλειές; Ωραία. Τι; Ναι, παίζω αυτό το Σαββάτο στο μαγαζί. Ναι, πες της να έρθει να με δει αν είναι στην πόλη, θα χαρώ πολύ. Εντάξει μαμά, σε κλείνω. Ναι μαμά, και εγώ σε αγαπάω. Αντίο!
Στη μία ήρθαν για τα κοινόχρηστα. Άνοιξε και τους έδωσε τα χρήματα. Πάντα φύλαγε τα χρήματα για τους λογαριασμούς. Δεν ήθελε να χρωστάει σε κανέναν εκτός από τον εαυτό του. Γιατί του χρωστούσε του άτιμου πάρα πολλά. Ζούσε με την πεποίθηση πως κάποτε θα του τα ξεπλήρωνε όλα. Τα πάντα. Κάποια στιγμή θα γινόταν και αυτό. Προς το παρόν, έπρεπε να βάλει το τέταρτο ποτό. Τώρα ήταν μουδιασμένο ένα μέρος του εγκεφάλου του. Θα έπρεπε να σταματήσει την κατάχρηση κάποια στιγμή, αλλά μέχρι να ξερνούσε αίμα δεν θα το έκανε. Ήταν άνθρωπος των άκρων και έτσι θα πέθαινε. Ήταν στον χαρακτήρα του και δυσκολευόταν να το αποβάλλει.
Κατά τις δύο σταμάτησε να πίνει. Το τηλεφώνημα στην μητέρα του άλλαξε κάπως την διάθεσή του. Αποφάσισε να μαγειρέψει. Μακαρόνια με σάλτσα, κάτι απλό αλλά νόστιμο. Τα έφαγε με βουλιμία, πράγμα ασυνήθιστο. Έπλυνε και τα πιάτα μετά. Αποφάσισε να συγυρίσει κιόλας. Γιατί τα έκανε όλα αυτά, αφού δεν περίμενε κανέναν. Ούτε ο ίδιος γνώριζε, αλλά δεν σταμάτησε. Μετά από αρκετή ώρα και κούραση, τα κατάφερε. Το σπίτι του έλαμπε. Χαμογέλασε και άναψε ένα ακόμη τσιγάρο.
Μετά από πάρα πολύ καιρό του ήρθε η όρεξη να διαβάσει κάτι. Βιβλία δεν είχε στο σπίτι του, όσα είχε διαβάσει τα είχε δανειστεί από το δανειστικό τμήμα της βιβλιοθήκης της πόλης του. Να πήγαινε εκεί άραγε να δανειστεί τίποτα; Μετά από λίγη σκέψη, αυτό αποφάσισε να κάνει. Πρώτα έπρεπε να πλυθεί και να σενιαριστεί , για να μην τρομάξει τους καημένους τους ανθρώπους. Ξεντύθηκε και με πηδηματάκια μπήκε στην ντουζιέρα.
Τον νερό έπεφτε σαν βροχή πάνω στο πρόσωπό του. Έτριψε τα μαλλιά του και μετά το σώμα του. Έπειτα ξεπλύθηκε. Πρώτα στο σώμα, στη συνέχεια στο κεφάλι. Όταν οι τελευταίες σαπουνάδες από το κεφάλι έπεσαν στο έδαφος, έφερε τα χέρια του στα μάτια του και άρχισε να τα τρίβει, γιατί είχε μπει λίγο σαμπουάν μέσα. Έτριψε και έτριψε και η σαπουνάδα έφυγε. Αλλά συνέχισε να τρίβει. Και τότε άρχισε να κλαίει.  Πάψε, πάψε, έλεγε στον εαυτό του. Αλλά το ήρεμο κλάμα μετατράπηκε σε αναφιλητό. Κούρνιασε στην γωνία της ντουζιέρας και μαζεύτηκε σε εμβρυϊκή στάση. Δεν ήξερε γιατί συνέβαινε πάλι. Δεν ήξερε γιατί έκλαιγε τόσο συχνά. Δεν γνώριζε τον λόγο και αυτό ήταν το χειρότερο.
Στάθηκε στα γόνατά του, σκουπίστηκε στα γρήγορα και έτρεξε να πάρει την κιθάρα του. Έπαιξε μέχρι να ματώσουν οι ρώγες των δακτύλων του. Όλα θα πήγαιναν καλά, όλα θα ήταν εντάξει. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και κούνησε το κεφάλι του. Όχι, όχι σήμερα. Ποτέ ξανά δεν θα γίνει. Ένας φοίνικας-. Φοίνικας; Άρχισε να παίζει διάφορες συγχορδίες οι οποίες κατέληξαν σε τραγούδι. Επιτέλους, είχε φτιάξει ένα τραγούδι. Στα εικοσιοκτώ τα είχε καταφέρει. Ένα δικό του τραγούδι! Το όνειρο της ζωής του. Τόσα νυχτοκάματα και δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει και να τα καταφέρει! Τώρα έπρεπε να γράψει στίχους. Ναι, ένα τραγούδι. Ίσως και άλλα, γιατί όχι; Μπορεί ένα ντέμο, ίσως και ένας δίσκος. Ένα βίντεο στο Youtube. Είχε προοπτικές, αρκετές! Και ίσως τα κλάματα και όλα αυτά να συνέχιζαν. Όμως κάτι νέο άρχιζε: μια νέα προοπτική που μπορεί να οδηγούσε σε μια νέα ζωή. Ναι, ναι, μια νέα ζωή.
Με γοργές κινήσεις ντύθηκε και βγήκε έξω, στον ήλιο. Είχε κάψα , αλλά δεν τον ακουμπούσε. Γιατί η κάψα που είχε στην ψυχή του εκείνη την στιγμή ήταν πολύ πιο δυνατή και από το πιο καυτό αστέρι. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, αυτό πίστευε με όλη του την καρδιά. Η μοίρα τα φέρνει κουτσά-στραβά όπως αυτή μόνο ξέρει, αυτό πίστευε με όλη του την καρδιά. Στη βιβλιοθήκη, λοιπόν. Ένα τραγούδι λοιπόν. Κάτι. Είχε κάτι επιτέλους! Μαμά, μπαμπά, κοιτάχτε με! Έχω κάτι και εγώ να δείξω! Επιτέλους!, φώναξε και άρχισε να τρέχει. Σε λίγο, σε πολύ λίγο, στα σίγουρα! Θα το δείτε! Αυτό φώναζε. Και συνέχισε να τρέχει.

Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Πλάτωνας

Κάθομαι και σκέφτομαι πως
Καμία φορά ο έρωτας ο πλατωνικός ή μια σχέση πλατωνική
Να είναι προτιμότερα από την πραγματοποίησή τους.
Γιατί τα πρώτα τα πλάθεις όπως θες στο μυαλό σου
Ρομαντικά, ζεστά, όμορφα
Αναλόγως τις ανάγκες που έχεις.
Ακόμη και οι καυγάδες και τα σχετικά μπορούν να τελειώσουν ωραία
Ή να είσαι σχεδόν πάντα κύριος
Ή όπως εσύ τα έχεις στο μυαλό σου
Όλα αρμονικά, με κάποια στάνταρ.
Και τα λάθη σου εκεί μέσα μπορεί να τα σκεπάζει πιο ελαφρύ χώμα
Γιατί είναι υποθέσεις και τις υποθέσεις καμία φορά μπορείς να τις βαστάξεις
Ειδικά εκείνες που δεν έχουν πραγματοποιηθεί ακόμη.
Όχι πως έχω ζήσει έρωτες και σχέσεις και ανυψώσεις ιδιαίτερες στην πραγματικότητα
Οπότε μιλάω λίγο εκ του ασφαλούς.
Δεν στάθηκα ακόμη τόσο τυχερός ή έτοιμος ή αρκετός
Και υπάρχουν φορές που χαίρομαι γι' αυτό.
Αλλά υπάρχουν άνθρωποι σαν και μένα- ίσως και εσύ-
Που τον έρωτα τον έχουν εξιδανικεύσει
Και η ιδέα και μόνο μιας σχέσης, μιας σμίξης με κάποιον άλλον
Είναι κάτι το μαγικό.
Πέρασε τόσο καιρός και τα έχουμε εξιδανικεύσει όλα αυτά σε τέτοιο βαθμό
Που όταν έρθει η στιγμή πάλι δεν θα νιώθουμε όπως πιστεύαμε
Και ίσως αρρωστήσουμε και κολλήσουμε μποβαρισμό .
Και θέλω να αγαπήσω και να πληγωθώ και να πάθω και να μάθω-
όχι απλά να ξεχαστώ, το να ξεχαστείς είναι εύκολο
χρησιμοποιείς το χέρι σου ή δίνεσαι σε ανθρώπους δανεικούς.
Αλλά μέσα μου βαθιά φοβάμαι πως θα φερθώ
Χειρότερα από αυτά που κράζω και κατακρίνω
Και ίσως να είναι αλήθεια.
Τα μάτια μου τότε βαραίνουν όπως και το κεφάλι μου
- λένε πως τα μάτια είναι ο καθρέπτης της ψυχής
και πιστεύω πως καμιά φορά αυτή με εκδικείται για τον τρόπο που της έχω φερθεί.
Ναι, μπορεί ο έρωτας και όλα αυτά να σου κάνουν κακό
Αλλά αν ψάξεις βαθιά μέσα σου
Θα δεις πως στην τελική σου κάνουν καλό
-αρκεί να μην μείνεις κουτός για πάντα.
Δεν μας μαθαίνουν να συγχωρούμε και να μην κρατάμε κακίες
Γιατί αυτά δεν μαθαίνονται εύκολα, ή τα έχεις ή τα κατακτάς.
Μιλούσα, λοιπόν, περί πλατωνικών σχέσεων και ερώτων
Όσο βλέπω ανθρώπους που έχουν πληγωθεί από άλλους
Και άλλους που εμμένουν στα παλιά ενώ είναι εις βάρος τους
Με δικαιολογίες που τους αρκούν.
Οι άνθρωποι φοβούνται να εμπιστευτούν μήπως πληγωθούν
Και κάνουν γενικεύσεις για να κοιμούνται ήσυχα τα βράδια
Γιατί είχαν όνειρα και σχέδια που τα καταπλάκωσε η τρικυμία.
Και πράγματι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν καταστραφεί-
Πόσο κρίμα, πόσο άδικο!
Μα ποτέ δεν πρέπει να ξεχάσουμε πως
Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που θέλουν το καλό μας
Άνθρωποι που θα είναι εκεί για εμάς
Άνθρωποι που θα ολοκληρώσουν και εμάς σαν ανθρώπους
Ίσως ένα έτερον ήμισυ
Αρκεί να έχουμε την καρδιά μας ανοικτή.
Και ας είμαι εγώ και εσύ άνθρωποι αφελείς
Δεν θέλουν όλοι το κακό μας.
Υπάρχουν και ευγενικές ψυχές εκεί έξω
Δυστυχία αν τις είχες και τις έδιωξες
Ή δεν προσπάθησες αρκετά για να τις κρατήσεις κοντά σου!
Τι περίεργο πράγμα, πραγματικά!,
Τα ίδια πράγματα που μπορούν να μας σώσουν
Τα ίδια να έχουν την δύναμη να μας πνίξουν.

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Χρόνος

Ο χρόνος είναι ένα μέγεθος σχετικό.
Για άλλους τρέχει με ταχύτητες ασύλληπτες
Ενώ άλλοι προσπαθούν να τον σταματήσουν μετά βίας.
Και ενώ νομίζουμε πως τον έχουμε όλο στα χέρια μας
Εκείνος μετατρέπεται σε άμμο και ξεφεύγει.
Είμαστε κλεψύδρες τρυπημένες.
Πεθαίνουμε πριν καταλάβουμε πως έχουμε ζήσει
Και στιγμές που ζούμε πραγματικά δεν τις εκτιμάμε συχνά
Όσο θα έπρεπε παρά μόνο όταν νιώθουμε εκείνο το βάρος
Να μας καταπλακώνει.
Και είναι αστείο, ίσως και θλιβερό
Το γεγονός πως μέρα με την μέρα
Γνωρίζουμε λιγότερα από όσα ξέραμε την προηγούμενη.
Αυτό μας καθιστά σοφούς, δίχως αμφισβήτηση
Με την προϋπόθεση πως θέτουμε ερωτήματα στον εαυτό μας
Πως τον δοκιμάζουμε, τον αλλάζουμε
Τον διαφοροποιούμε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο
Από την προηγούμενή του κατάσταση.
Γιατί πολλοί είναι εκείνοι που απλά τα δέχονται όπως είναι
Όπως μας τα έμαθαν ή όπως τους βολεύει
-δεν τους βγάζει από τη ζώνη ασφαλείας τους-
Και συνεχίζουν τη ζωή τους με μια συγκεκριμένη συνισταμένη
Ενώ η ζωή είναι κάτι το μεταβλητό.
Όχι πως είναι απαραίτητο να τα ρίξεις όλα στα σκάρτα
Και να υποστείς ολική αναγέννηση
Αλλά για να φτάσεις από το Α στο Ω
Πρέπει να περάσεις πρώτα από όλη την αλφάβητο.
Να πάρεις ρίσκα και να αποτύχεις
Να λάβεις εύσημα αν πετύχεις.
Ο χρόνος είναι κάτι το τόσο απίστευτο και μαγικό
Μπορείς να τον παγώσεις μέσω μιας φωτογραφίας
Να τον επιταχύνεις μέσω μιας διαδικασίας
Να τον αφήσεις να σε παρασύρει σαν τσουνάμι
Και τελικά να πεις πως
Δεν ήταν αρκετός.
Και αν νομίζεις πως ξέρεις πως να  αξιοποιείς το ελεύθερό σου χρόνο
Αναρωτιέμαι
Τι κάνεις όταν δεν έχεις Internet?

Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

Ηρεμία

Δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου
Ηρέμησε λίγο.
Όλα πρόκειται να γίνουν και τίποτα δεν θα γίνει τελικά.
Είναι πολύ εύκολο να δημιουργείς υποθετικά σενάρια που ποτέ δεν θα πραγματοποιηθούν
Μην αγχώνεσαι, συγκεντρώσου.
Αλλά σε βλέπω,εμένα και σένα,πως καθόμαστε σε μια καρέκλα και κοιτάμε δεξιά και αριστερά με την ανάσα μας κομμένη
Όσο ένα βάρος στην καρδιά μας πάνω να κατακάθεται
Λες και αν σπάσουμε τόσο τα κεφάλια μας κάτι θα αλλάξει.
Και είναι τόσο απλό να τα αφήσουμε όλα πίσω και να πούμε πως δεν μας  νοιάζει πια
Αλλά μας νοιάζει και μας παρανοιάζει.
Και οι τερμίτες τρώνε λίγο λίγο το σαράκι μας
Καθώς ο γερο-θανατος γελάει με το τομάρι μας γιατί ξέρει πως
Όταν το θελήσει θα μας έχει στο πλάι του.
Μα κοίτα τίποτα δεν έγινε
Τζάμπα όλες οι άσπρες τρίχες.
Ίσως είναι και αυτό μέρος του σχεδίου
Του σχεδίου που έχει πλαστεί για σένα χωρίς να το ξέρεις
Υποτακτικοί μιας μοίρας ξεφτυσμένης.
Αλλά όλα γίνονται για ένα σκοπό αυτό να θυμάσαι.
Απλά συμβαίνουν και μετά τα ξεχνάμε.
Όμως δύσκολα θα ξεχάσουμε εγώ και εσύ πολλά
Οπότε μάλλον γίνονται για να τα θυμόμαστε
Όσο οι γύπες περιφέρονται γύρω από τα σώματα μας αναμένονταςτην μέρα που θα πάψουμε να αναπνέουμε.
Κοιμήσου ύπνο γαλήνιο, τον έχεις  ανάγκη.
Κοιμήσου αλλά φρόντισε όταν πρέπει να είσαι ξύπνιος.
Αλλά άσε  και κανέναν άλλον να ανησυχήσει για μια φορά.
Χαλάρωσε και μην σκας.
Θα τα καταφέρεις
-γιατί να είναι τόσο δύσκολο ώρες-ώρες;
Θα τα καταφέρεις
-και μην ακούς κανέναν
ούτε καν τις φωνές στο κεφάλι σου.
Θα τα καταφέρεις.













Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Σκατά

Καμία φορά φαντάζομαι αυτόν τον κόσμο
σαν έναν τεράστιο βόθρο με σκατά
και εκεί που νομίζεις πως έφτασες στον πάτο του
ξάφνου ανακαλύπτεις πως
αυτό που ακούμπησες ήταν μια καταπακτή
που οδηγεί σε περισσότερα σκατά.

Καμία φορά φαντάζομαι πως
δεν κολυμπάμε στα σκατά μα πως
είμαστε εμείς τα ίδια τα σκατά
που κολυμπάμε σε κρυστάλλινα νερά
και προσπαθούμε να απαλύνουμε την βρώμα
-και να καθαρίσουμε λίγο την επιφάνεια
και ελάχιστα βάθος-
με παστίλιες και χημικά και όλων των ειδών τα καλούδια
αλλά ο πάτος-
ω, όχι, τον πάτο δεν μπορούμε να τον καθαρίσουμε
γιατί
και να φτάσουμε μέχρι εκεί κάποια στιγμή
πάλι θα μείνουν υπολείμματα και θα αναπαυθούμε
και τότε σκουλήκια και αρουραίοι θα βγουν
και ξανά μανά τα ίδια.

Προσπαθώ όσο πιο συχνά μπορώ
να γίνω χαρτί υγείας ή σκουπάκι
ή ό, τι στο καλό καθαρίζει τα σκατά
αλλά τελικά πέφτω και εγώ στην παγίδα
ή δεν προσπαθώ αρκετά
ή προσπαθώ πάρα πολύ.
Καμία φορά όμως τα καταφέρνω.

Δεν ξέρω αν θα αλλάξει ποτέ η κατάσταση
εδώ δεν άλλαξε σε άλλους καιρούς
πως γίνεται να αλλάξει τώρα;
Μα αρνούμαι να υποκύψω!
Αρνούμαι να γίνω μέρος όλης αυτής της σκατομάζας
να πω και εγώ με την σειρά μου πως
τίποτα δεν αλλάζει καταλυτικά
και να αφήσω τον ήλιο να με ξεράνει.

Αν είναι να είμαι ένα ακόμη σκατό
προτιμάω τουλάχιστον να είμαι ένα αφράτο, ζεστό σκατό.
Είμαι βρώμικος, δεν θα το αρνηθώ.
Και τα απορριμματοφόρα αδειάζουν κάθε μέρα
περισσότερα σκατά από όσα μπορούμε να χωνέψουμε
και αυτό μας αφήνει πολλές φορές έκπληκτους.
Ο βούρκος δεν έχει πάτο
αλλά μπορούμε να βάλουμε μια σημαδούρα έστω
Κάτι
για να προσέξουν οι επόμενες γενιές
γιατί αν εμείς είμαστε χαμένοι από χέρι
οι επόμενοι από εμάς έχουν μια ελπίδα να σωθούν
και να βγουν στην επιφάνεια να περπατήσουν και να αναπτυχθούν.
Δεν είναι δύσκολο πιστεύω.
Ή μήπως είναι η δυσκολότερη δοκιμασία που έχουμε να αντιμετωπίσουμε
το γεγονός πως
για να καθαρίσει πρώτα ο βόθρος
πρέπει να καταλάβουμε πως
πρέπει να καθαρίσουμε εμείς οι ίδιοι;

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Δεσμοί αίματος αποκομμένοι

Πήγα να δω τον μπαμπά μου απροσδόκητα. Είχα να τον δω δεκαοκτώ χρόνια, από τότε που η μητέρα μου με γέννησε, στα εικοσιδύο της,  και εκείνος μας παράτησε. Δεν την ρώτησα ποτέ για ποιο λόγο το έκανε, ο καθένας έχει τους λόγους του και κάνει τις επιλογές του. Άσε που δεν ήθελα και να την στενοχωρήσω με αυτά, της έφταναν οι δύο δουλειές της και οι κακοί μου βαθμοί. Πάντα της έλεγα, <<Μαμά, δεν θα μας σώσει το πανεπιστήμιο, εγώ θα γίνω καλλιτέχνης και τότε θα δούμε το φως στην άκρη του τούνελ.>>. Δυσκολευόταν ,αλλά με καταλάβαινε. Ευτυχώς ο παππούς μου - ο πατέρας της- είχε κάποια λεφτά στην άκρη και έτσι τα βγάζαμε κάπως πέρα. Την απόφαση την πήρα αυτοστιγμεί, λίγο πριν την περίοδο των Πανελληνίων. Εγώ δεν θα έδινα, είχα πιάσει μια δουλειά τα απογεύματα και παράλληλα δούλευα πάνω σε ένα project με τους δύο κολλητούς μου, τον Θωμά και τον Αλέξανδρο. Το συγκρότημά μας ονομαζόταν ''Λασποαίματοι''. Λίγο ηλίθιο, αλλά ήταν το μόνο που σκαρφιστήκαμε δίχως να γελάσουμε. Είχαμε μερικά τραγούδια στην άκρη, κάμποσα live σε διάφορους χώρους, απλώς ελπίζαμε.
Το που θα τον συναντούσα το έμαθα από τον δικό του πατέρα. Σε αντίθεση με εκείνον, φαίνεται πως αυτός ο παππούς μου είχε ευαισθησίες και ένα αίσθημα ευθύνης . Είχαμε καλές σχέσεις, Η γιαγιά είχε πεθάνει λίγο καιρό πριν γεννηθώ, από καρκίνο. Όλοι μέναμε στην ίδια πόλη.Ο μπάσταρδος- συγγνώμη για την έκφραση- θα ερχόταν να μείνει για λίγο καιρό στο πατρικό του και μετά θα έφευγε για λιμάνια ξένα, έτσι ήξερα. Δεν ρώτησα τον παππού για ποιόν λόγο θα μας έκανε την τιμή, ούτε και με ένοιαζε. Απλά ήθελα να τον δω. Ήθελα μονάχα να τον δω....
Έτσι, τα κανόνισα και θα πήγαινα στο σπίτι λίγη ώρα αφότου θα κατέφθανε. Ο παππούς μου  θα προφασιζόταν κάτι για να έλειπε εκείνη την ώρα. Ήθελα να τον πιάσω τη στιγμή που θα ήταν απόλυτα χαλαρός. Λογικά θα έκανε μπάνιο ή θα κάπνιζε κανένα τσιγάρο ή θα άκουγε μουσική. Σκατά. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να κάνει. Μπορεί να ήρθε να γλιτώσει από καμία άλλη γυναίκα. Δεν ξέρω. Δεν ήξερα τίποτα για τον πατέρα μου. Το μόνο που γνώριζα ήταν πως είχα πατέρα, τίποτα παραπάνω. Α, και πως το έλεγαν Σωτήρη. Αυτά. Και την μαμά μου την έλεγαν Ιωάννα. Εφόσον μοιράστηκα το όνομα εκείνου, γιατί να μην μοιραστώ το όνομά της;
Ήταν απόγευμα. Ο ήλιος κόντευε να δύσει, βασικά. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου. Τα πόδια μου έτρεμαν και η καρδιά μου κόντευε να εκραγεί. Όμως ήταν κάτι που έπρεπε να κάνω. Όχι για κάποιον άλλον, μα για μένα. Ίσως να ήταν η μοναδική ευκαιρία που θα είχα ποτέ να βρεθώ πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν τον άνθρωπο. Μπήκα στην πολυκατοικία την στιγμή που ο παππούς μου έβγαινε. Με κοίταξε ταραγμένος, συγκαταβατικά. Ζεστό βλέμμα, γεμάτο θλίψη, που μιλούσε, μου έλεγε << Όλα είναι στη θέση τους, δική σου η τελική απόφαση, θα είμαι εδώ κάτω μέχρι να τελειώσεις.>>. Με το δεξί του χέρι ακούμπησε τον αριστερό μου ώμο και τον έσφιξε στοργικά. Έβγαλε ένα τσιγάρο που φαντάστηκα πως θα είχε στρίψει πριν λίγη ώρα και το άναψε. Μου έδωσε μια τζούρα, <<Για να σε χαλαρώσει>>. Είχε περίεργη γεύση, γλυκιά. Την γνώριζα αυτή την γεύση. Ήταν μόρτης ο παππούς μου.
Πήρα τα κλειδιά και ανέβηκα τις σκάλες. Έμενε στον πρώτο όροφο. Έκανα πάνω από δέκα λεπτά να φτάσω στο διαμέρισμα. Έκλεισα τα μάτια μου και, για μερικές στιγμές, φαντάστηκα έναν κόσμο στον οποίο τίποτα από όλα αυτά δεν θα ήταν αναγκαίο. Φαντασιώσεις ενός έφηβου άνδρα, ενός ονειροπαρμένου. Τι να πεις;
Έβαλα το κλειδί ήρεμα μέσα στην κλειδαρότρυπα και με απαλές κινήσεις άνοιξα την πόρτα.Σιωπή. Τίποτα δεν ακουγόταν. Λες να είχε φύγει; Να το είχε σκάσει από πουθενά; Αδύνατο! Την έκλεισα σιγανά και εισήλθα. Δεν υπήρχε χολ , έβγαζε κατευθείαν στο σαλόνι. Τα παπούτσια του ήταν κάτω, δεξιά μου, αφημένα. Ήταν μέσα! Μια διαολεμένη χαρά αναπήδησε και κάθισε πάνω στην καρδιά μου. Γιατί; Γιατί ένιωθα έστω και την ελάχιστη ευτυχία που θα τον έβλεπα; Ο καταραμένος! Ο ποταπός! Το κτήνος! Πήρα μερικές βαθιές ανάσες. Δεν έπρεπε να φανώ ταραγμένος, δεν έπρεπε να φανώ τίποτα. Θα τον αντιμετώπιζα σαν έναν τέλειο άγνωστο, σαν κάποιον οφειλέτη που του είχα δώσει δανεικά πριν καιρό και τώρα έπρεπε να μου τα επιστρέψει.
Ένα δυνατό ροχαλητό ήταν ο ήχος που με επανέφερε στην πραγματικότητα. Εστίασα για λίγο και περπάτησα. Προερχόταν από τον καναπέ. Και νά' τος! Φαρδύς πλατύς, είχε σωριαστεί μέσα στην αγκαλιά του Μορφέα. Μου πέρασε φευγαλέα η σκέψη να πάρω ένα μαχαίρι και να δημιουργήσω ένα συντριβάνι στο λαιμό του. Κούνησα το κεφάλι μου για να την διώξω και κάθισα στον καναπέ. Είχα ενώσει τα χέρια μου σα να προσευχόμουν και ακούμπησα πάνω τους το σαγόνι μου. Και περίμενα. Θα περίμενα να ξυπνήσει. Κάποια στιγμή θα ξυπνούσε. Εννοώ ήταν ένα κοιμισμένο βουβάλι και στον ξύπνιο του, αλλά από τον ύπνο μας όλοι ξυπνάμε κάποτε, εκτός αν πεθάνουμε. Και αυτού δεν του άξιζε τέτοιος θάνατος, γαλήνιος και ειρηνικός.
Δεν ξέρω πόση ώρα τον περίμενα σε εκείνη την στάση. Πρέπει πάντως οι δείκτες να έκαναν αρκετούς κύκλους, διότι η πόρτα ακούστηκε και ήταν ο παππούς μου. Έτρεξε μέσα,φαινόταν έντρομος. <<Πέρασαν τρεις ώρες και τρόμαξα πως->>. Τον διέκοψε ο πατέρας μου, που σηκώθηκε όρθιος και πήγε προς την τουαλέτα δίχως να σαλέψει. <<Όλα εντάξει>>, ψιθύρισα στον παππού μου. <<Κοιμόταν όλη αυτή την ώρα. Τον περίμενα να ξυπνήσει. >>
<<Όπως και να έχει, εγώ θα μείνω εδώ. Σε φοβάμαι λίγο τώρα.>>.
<<Όπως νομίζεις>>, απάντησα.
Ο πατέρας μου κατούρησε και λίγο αργότερα επέστρεψε. Τώρα τον παρατηρούσα για πρώτη φορά. Φορούσε μια βερμούδα τσαλακωμένη και μια μπλούζα μαύρη, απλή. Ήταν γεματούλης και τα κατσαρά μαύρα μαλλιά του τα ολοκλήρωναν κάτι διάσπαρτες τρίχες στην μούρη του, που πιθανόν τις θεωρούσε γένια. Χαμογέλασε και φάνηκαν τα δόντια του, που ήταν λίγο αραιά μεταξύ τους. <<Έφερες μπύρες πατέρα; Και έναν καλεσμένο βλέπω. Ποιος είναι;>>.
Δεν μίλησα, ούτε και ο παππούς μου.
<<Τι έγινε ρε όμορφοι, σας έφαγε η γάτα την γλώσσα;>>, είπε και γέλασε.
Σηκώθηκα όρθιος αλλά δεν τον πλησίασα.
<<Ξέρεις ποιος είμαι. Έλα, κοίταξέ με στα μάτια και θα καταλάβεις.>>.
Στράβωσε λίγο αλλά το έκανε. Και, όταν κατάλαβε τελικά, γούρλωσε τα μάτια του και με αγκάλιασε. Και με φίλησε. Και με αγκάλιασε πιο σφιχτά. Και με ξαναφίλησε. Ώσπου το βαρέθηκα και τον σιχάθηκα και τον έκανα πέρα. Κατάλαβε και δεν έφερε αντίρρηση. Ο παππούς μου είχε ανοίξει τρείς μπύρες. Τις αρπάξαμε. <<Στην υγειά του γιόκα μου, του λεβέντη μου>>, είπε και ήπιε μια γερή γουλιά. Και μετά ξεκίνησε μια λογοδιάρροια.
<<Πωπω, πως μεγάλωσες έτσι; Πραγματικός άνδρας έγινες. Μπράβο, μπράβο, τελικά είσαι γιός μου ,χαχα! Πέρασαν τα χρόνια, πέρασαν! Πασάκο μου,είμαι περήφανος για σένα και...>>. Μπλα, μπλα, μπλα. Τον άφησα να μιλήσει και να πει τα λόγια του αέρα. Σαν πορδές που βγαίνουν απο τον κώλο και άμα τις συγκρατήσεις γίνονται χειρότερα. Έτσι μίλησε για τα επόμενα πέντε λεπτά. Σα να μην είχε συμβεί τίποτα όλα αυτά τα χρόνια. Σα να έλειπε κάποιο ταξίδι για δουλειά και να ήρθα να τον πάρω για να πάμε σπίτι. Μωρέ δεν τον έπαιρνε ο διάολος να ησυχάσουμε;
Όταν σταμάτησε, είχα τελειώσει την μπύρα μου. Εκείνος χαμογελούσε και πήγαινε. Θα έφταιγα εγώ αν του πετούσα το μπουκάλι στο κεφάλι;
<<Δεν έχεις να πεις τίποτα γιε μου;>>, είπε.
<<Ιωάννα. Την θυμάσαι; Πρέπει να την θυμάσαι, οφείλεις να την θυμάσαι.>>.
<<Ιωάννα; Ιω-. Μα φυσικά, την μητέρα σου! Πως γίνεται να την ξεχάσω; Ήταν η πρώτη γυναίκα που ερωτεύτηκα. Είχε και έναν κώλο χάρμα, χα->>.
<<Κομμένα τα αστεία, πατέρα. Έλα κόψε, δεν είσαι πια δεκαοκτώ. Και δεν ήρθα εδώ για να συμφιλιωθούμε, εντάξει; Ούτε για να τα πούμε, ούτε τίποτα. Την έχασες την ευκαιρία σου. Το μόνο.... το μόνο που θέλω να ξέρω είναι, γιατί; Γιατί μας παράτησες; Γιατί παράτησες την μαμά; Ε μπαμπά; Ε πατερούλη;>>.
Το πρόσωπό του σκοτείνιασε αμέσως. Του έδωσα να καταλάβει πως δεν είχα έρθει για να παίξω. Πως δεν ήμουν ένα κωλόμωρο που θα του τα συγχωρούσε όλα και θα τον αγκάλιαζε. Πως οι δεσμοί αίματός μας δεν είχαν απολύτως καμία σημασία. Κουνούσε τα χείλη του και μονολογούσε αθόρυβα, σα να έκανε πρόβα τα λόγια του. Τον άφησα να πάρει τον χρόνο του.
<<Κοίτα γιε μου- μου επιτρέπεις να σε λέω έτσι,ε; Καλώς! Την μητέρα σου την αγαπούσα και αυτό μπορεί να το επιβεβαιώσουν οι πάντες. Της φέρθηκα όπως θα ήθελα να φέρονται στην αδερφή μου. Τα είχαμε δύο χρόνια περίπου και όλα ήταν υπέροχα! Αλλά κάποια στιγμή έγινε το κακό! Έμεινε έγκυος σε σένα. Ήμασταν ακόμη πιτσιρίκια, το καταλαβαίνεις; Είχαμε όλο το μέλλον μπροστά μας! Σχολή, όνειρα, φιλοδοξίες! Ένα παιδί; Πατέρας; Όχι, δεν μπορούσα να το βαστάξω! Έπρεπε πρώτα να->>.
Πετάχτηκα όρθιος και ήρθαμε μύτη με μύτη. Τον έπιασα από τον γιακά και τον κούνησα πέρα δώθε. Ήμουν εξοργισμένος.
<<Πές μου μόνο αυτό! Προφυλάξεις παίρνατε; Προσέχατε; Ήμουν ατύχημα ή δυστύχημα; ΜΙΛΑ!>>.
Ένιωσα ένα χέρι να με ακουμπάει στον σβέρκο. Ήταν ο παππούς μου. Αμέσως χαλάρωσα τα χέρια μου και έκανα πίσω.
<<Με....με την μητέρα σου δεν χρησιμοποιούσαμε προφυλακτικό. Ούτε και αυτή έβαζε τίποτα. Δεν ξέρω. Μας άρεσε....της άρεσε. Και δεν κάναμε ποτέ λόγο για τίποτα. Όλα ήταν τόσο ωραία. Ήμουν πραγματικός άνδρας και αυτή γυναικάρα. Μια φορά ταραχτήκαμε μόνο, που είχε μια βδομάδα καθυστέρηση. Αλλά ήταν καλοκαίρι και ο κύκλος τους τότε είναι διαφορετικός και.... Όπως και να έχει, την γλυτώσαμε. Και συνεχίσαμε κανονικά! Δεν μας πείραζε.Το κεφάλι μας ήταν ήσυχο. Είχαμε πει εξ'αρχής πως, αν τύχαινε κάτι τέτοιο, θα κάναμε έκτρωση. Δεν θα είχα τύψεις εγώ , ούτε εκείνη, άλλωστε μέχρι το σημείο που σου επιτρέπουν να την κάνεις, δεν υπάρχει ουσιαστικά άνθρωπος. Όμως, όταν έγινε το κα-.... όταν κάναμε το τεστ και ήταν θετικό, κάτι άλλαξε μέσα της. Όχι, είπε, δεν το πετάω. Θα το κρατήσω. Είδα βίντεο. Είδα τι επιπλοκές μπορεί να έχει. Όχι, όχι, και εσύ δεν πρέπει να είσαι αναίσθητος, Σωτήρη. Μαζί, μαζί, όπως λέμε πάντα ε; Μαζί!
>> Μαζί! Καταλαβαίνεις; Ταράχτηκα. Ο κόσμος άνοιξε στα δύο αλλά η Γη δεν με κατάπινε. Και είχα τόσα.... Το είχα πάρει απόφαση μόνος, πως δεν ήμουν έτοιμος ακόμη! Ένιωθα πως με πρόδωσε, πως μου είπε ψέμματα. Την μίσησα λίγο. Έτσι μίλησα με τον παππού σου και δέχθηκε να με βοηθήσει. Ήμουν ο μοναχογιός του και πόνταρα στην αγάπη του. Ήμουν ένα χαζό παιδί , στον κόσμο μου. Τελείωσα στα μπαμ την σχολή μου και την έκανα για Αθήνα. Όμως δεν το άντεχα άλλο. Ήθελα να κάνω μια νέα αρχή. Γι' αυτό ήρθα εδώ. Για συμφιλίωση. Για εξαγνισμό. Για συγχώρεση. Θέλω να βρω την μητέρα σου και να μιλήσουμε. Δεν είναι αργά ακόμη. Μπορούμε να->>.
Σήκωσα τον χέρι μου και τον παρακάλεσα να πάψει.
<<Ήσασταν..... ήσουν.... το καταλαβαίνω. Λίγο μετά τα είκοσι, ακόμη το μυαλό σας πετάριζε. Και ας υπήρχαν τόσοι τρόποι να προφυλαχτείτε. Κανένα πρόβλημα. Αλλά τι μαλακίες είναι αυτές που μου λες; Τι είχες προτεραιότητες και σχολές και τα αρχίδια μου τα δύο κάνουν τραμπάλα; Δική σου ήταν η ευθύνη! Δική σου! Και της μαμάς δεν διαφωνώ, αλλά εκείνη έκανε ό, τι μπορούσε μετά! Ενώ εσύ; Εσύ τι έκανες; Το έβαλες στα πόδια! Κοίταξες τον κώλο σου να δεις αν η ουρά χωρούσε εκεί μέσα και το έσκασες! Και τι συγχώρεση μου λες; Πως γίνεται να σε συγχωρήσουμε τώρα; Να σε δικαιολογήσουμε με κάποιο τρόπο ναι, αλλά συγχώρεση; Όχι!  Οτι τι, θα ποντάρεις στην αγάπη που μπορεί να σου κρατάει ακόμη η μαμά για να την πας με τα νερά σου; Στο απαγορεύω! Όπως έστρωσες να κοιμηθείς! Ούτε ένα μήνυμα, ούτε ένα τηλεφώνημα, τίποτα! Φαντάζομαι πέρασες μια χαρά όλα αυτά τα χρόνια ε; Χωρίς άχγη και έγνοιες τόσο σημαντικές. Ξέρεις τι περάσαμε εμείς; Ξέρεις τι είναι να προσεύχομαι για έναν πατέρα που ποτέ δεν είχα να εμφανιστεί μια μέρα στην πόρτα και να μου πει <<ΕΚΠΛΗΞΗ!>>; Ξέρεις τι είναι να βλέπω τα άλλα παιδιά με τους πατεράδες τους ; Αλλά τα κατάφερα μια χαρά! Έμαθα να περπατάω χωρίς εσένα, έμαθα να παίζω μπάλα χωρίς εσένα, να γράφω, να διαβάζω, να ΖΩ χωρίς εσένα. Όχι, δεν σε χρειαζόμαστε. Δεν σε έχουμε ανάγκη...Σωτήρη!>>.
Ήταν σαν κάθαρση αυτά τα λόγια που ξεστόμισα. Ένιωθα πιο ελαφρύς. Εκείνος δεν απάντησε. Κοιτούσε κάτω και έπαιζε με το μπουκάλι της μπύρας του. Δεν το περίμενε σίγουρα αυτό. Αλλά δεν με ένοιαζε. Τα εννοούσα αυτά τα λόγια.
<<Και κάτι τελευταίο. Στην μαμά δεν πρόκειται να αποκαλύψω τι έγινε εδώ. Αρκετές σκοτούρες έχει, δεν χρειάζεται παραπάνω. Εσύ έσβησες από τις ζωές μας. Θα είσαι μόνο μια ανάμνηση γι' αυτήν, τίποτα παραπάνω. Και θα τα καταφέρω καλύτερα από εσένα. Θα σε κάνω να θες να είσαι περήφανος για μένα και να χτυπιέσαι που δεν θα μπορείς να με πλησιάσεις. Θα δεις! Θα το δεις! ΘΑ ΤΟ ΔΕΙΣ !>>.
Σηκώθηκα πάνω αργά, νικητής. Τον είχα κατατροπώσει. Έκανα να φύγω , όταν στάθηκα κοντά στην εξώπορτα και τον κοίταξα για μια τελευταία φορά. <<Ωστόσο, δεν είμαι κακός άνθρωπος. Έλα να κάνουμε μια τελευταία αγκαλιά, για να έχεις κάτι να θυμάσαι από εμένα.>>.
Δειλά- δειλά με πλησίασε και τον έσφιξα πάνω μου. Σχεδόν αμέσως άρχισε να τινάζεται και να προσπαθεί να ξεφύγει. Τον άφησα όταν τελείωσα. Ένα μικρό αυλάκι είχε δημιουργηθεί κάτω. Το κατούρημα που συγκρατούσα όλη αυτή την ώρα το άφησα πάνω του.
<<Μια σου και μία μου, έτσι; Συγγνώμη παππού, αλλά θα πρέπει να τα καθαρίσεις. Επικοινώνησε όταν φύγει, εντάξει;>>.
Τους αποχαιρέτησα και μαζί ένα κομμάτι από το παρελθόν μου. Ένιωθα πιο γεμάτος. Μπήκα στο σπίτι. Η μαμά είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ. Πήρα ένα σεντόνι και την σκέπασα. Την φίλησα στο μέτωπο και ξύπνησε.
<<Θα-...Θανάση; Τι έπαθες, κλαις;>>.
<<Όχι μαμά. Δεν κλαίω. Απλά βρέχει έξω. Κοιμήσου σε παρακαλώ, μια χαρά είμαι! Πες μου μόνο, είσαι περήφανη για μένα;>>.
<<Θανάση, έγινε τί->>.
<<Δεν έγινε τίποτα! Πες μου μόνο, είσαι;>>.
<<Φυσικά και είμαι! Γίνεται να μην είμαι για σένα;>>
<<Σε ευχαριστώ μαμά! Άντε, ξεκουράσου τώρα!>>.
<<Καλό βράδυ Θανάση!>>.
<<Καλό βράδυ μητέρα!>>.
Κλείστηκα στο δωμάτιό μου και δάγκωσα το μαξιλάρι μου και έκλαψα.




Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Μαμά έπεσα και χτύπησα και κλαίω και γερνάω

Μεγαλώνω μητέρα.
Δεν είμαι πια εκείνο το μικρό παιδί που έβγαλες μέσα από τα σπλάχνα σου πριν χρόνια.
Αν και εσύ έτσι με βλέπεις ακόμη
Και εγώ ακόμη έτσι φέρομαι μερικές φορές.
Και ανησυχείς για εμένα όσο ελάχιστοι
Λυπάσαι και χαίρεσαι για εμένα με τρόπο μοναδικό.
Προσπαθείς να με συμβουλέψεις όσο καλύτερα μπορείς
Και να με καταλάβεις -αν και αυτό δεν το μπορείς
αλλά με ξέρεις καλύτερα από όσο νομίζω.
Συγγνώμη μαμά αν σε στενοχωρώ αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.
Και θα μπορούσα να είμαι άγγελος επί γης,έτσι θα με βλέπεις εσύ
Αλλά είμαι ένα διαβολάκι με φωτοστέφανο.
Και όταν με μαλώνεις και μου φωνάζεις
Ξέρω πως δεν το κάνεις από κακία
Ξέρω πως τα λόγια σου προσπαθείς να τα μετατρέψεις σε ασπίδα
Για να με προφυλάξουν από τον κόσμο
Και κυρίως από τον εαυτό μου.
Και με έχεις φροντίσει τόσο καλά
Στις αρρώστιες και τις θλίψεις μου ήσουν πάντα δίπλα μου
Ήξερα πως έχω έναν άνθρωπο δικό μου στα σίγουρα
Τις στιγμές που φοβόμουν περισσότερο από ποτέ.
Και στα πρώτα μου βήματα ήσουν εκεί να χαμογελάς.
Και σε έχω πληγώσει τόσο πολύ, τόσο συχνά
Μα δεν πτοείσαι, δεν με παράτησες.
Δίνετε τα πάντα με τον μπαμπά για να μην ταλαιπωρηθώ
Τα κάνετε όλα για εμάς, για το μέλλον και το παρόν μας
Χωρίς να το έχουμε ζητήσει και είμαστε πιο ευγνώμονες από όσο δείχνουμε.
Και σε νευρίασα τόσες πολλές φορές:
<<Θα με πεθάνετε, δεν θα σας ανεχτεί κανείς, δεν σας αντέχω άλλο, δεν βάζετε μυαλό>>
Και άλλα τόσα λόγια που δεν χρειάζονται.
Μας έτριξες τα δόντια σου και μας σφαλιάρισες
Και μας χτύπησες και μας μάλωσες
Και όλα ήταν για το καλό μας, πάντα για το καλό μας.
Βλέπω άλλους που δεν τους μεγάλωσαν έτσι
Και γελάω και οργίζομαι με το πως είναι τώρα.
Έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες για εμάς
Και εμείς δεν το εκτιμήσαμε όπως θα έπρεπε.
Το ''σ'αγαπώ'' δεν στο λέω από μόνος μου, αλλά πιστεύω
Πως το  ξέρεις, δεν είναι αναγκαία τα λόγια.
Και εγώ προσπαθώ για σένα ξέρεις, και για τον μπαμπά και τα αδέρφια μου
Να σας κάνω περήφανους.
Το ξέρεις αυτό μαμά;
Συγχώρεσέ με μαμά
Σε αγαπάω πολύ μαμά.
Και δεν χρειάζομαι άλλο τα νανουρίσματά σου για να κοιμηθώ.
<<Να προσέχεις το κεφάλι σου να μην το χάσεις>>, μου έχεις πει.
Όταν φύγεις το κενό σου θα είναι τεράστιο μέσα στην καρδιά μου
Για εσάς δεν έχω φύγει ακόμη , να το ξέρεις- και για εσάς.
Είναι τόσα πράγματα μαμά....
Χαίρομαι που ήσουν πάντα δίπλα μου μαμά
Αλλά μεγαλώνω,μάνα.
Και τα φτερά μου πρέπει να ανοίξω
Τα μονοπάτια μου να εξερευνήσω
Και να πάθω για να μάθω.
Έγνοια σου, μητέρα μου, και μην σκας
Θα προσπαθήσω και όπου με βγάλει.
Εσύ να προσεύχεσαι για μένα όπως πάντα
Και να χαμογελάς πιο συχνά.
Κάποτε θα αναπαυτείς εν ειρήνη.
Ελπίζω μέχρι τότε να σε αναπαύσω και εν ζωή
Γιατί το αξίζεις.

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

Στο έλεος σας

Δυσκολεύομαι ακόμη να συλλάβω συλλογισμούς όπως
''Ο τάδε είναι σπουδαγμένος άρα έξυπνος''- και άλλα τόσα καλά
''Ο δείνα είναι ήσυχος ,δεν λέει πολλά ,είναι καλό παιδί''- και τα σχετικά.
Και άλλα τόσα λόγια του αέρα.
Και να ισχύουν, τι πάνε να πούνε όλα αυτά;
Γιατί μας βάζουν μέσα σε καλούπια
Και ρίχνουν τόσο βάρος στις πλάτες μας;
Γιατί περιμένουν τόσα πολλά από εμάς επειδή έτυχε να διαθέτουμε ένα ή δύο χαρακτηριστικά;
Απορώ ώρες -ώρες πραγματικά με κάποιους.
Και σίγουρα ως έναν βαθμό ισχύουν αυτά που λένε
Μα πάνω από όλα είμαστε άνθρωποι
Και όχι μηχανές
Ούτε προγράμματα με συγκεκριμένες ρυθμίσεις
- που ακόμη και αυτά δυσλειτουργούν που και που.
Και αν κάνεις ή πεις κάτι που ξεφεύγει από την εικόνα που έχουν στο μυαλό τους για σένα
Νευριάζουν και απογοητεύονται
Βαριανασαίνουν και οδύρονται
Γιατί περιμένουν τόσα πολλά και δεν έχουν και άδικο πολλές φορές.
Κάνουν πως σε καταλαβαίνουν ενώ στην πραγματικότητα το προσπαθούν
Και εσύ προσπαθείς να τους δώσεις να καταλάβουν και δεν μπορείς όσο θα ήθελες.
Μα κάποιοι κύκλοι δεν γεννήθηκαν για να χωράνε ολόκληροι στα τετράγωνα κουτιά.
Και εγώ τις καμπύλες μου τις έχω σφίξει τόσο δυνατά
Που νιώθω έτοιμος να σκάσω.
Θέλω να τα αφήσω όλα, να τα παρατήσω και να φύγω μακριά
Αν είναι τόσο να απογοητεύω τους άλλους με την εικόνα που εμφανίζω.
Ακόμη και αν το κάνω επίτηδες ή και καταλάθος, αδιαφορώ.
Γιατί ήμουν εκείνο το τίποτα που προσπαθεί να γίνει κάτι.
Δεν έχουν δει τίποτε ακόμη, μόνο την κορυφή
Από ένα παγόβουνο που δεν ξέρει ακόμη πού ριζώνει.
Η οθόνη στο στήθος μου δείχνει παράσιτα, δεν έχω πιάσει σήμα ακόμη.
Κουνάω την κεραία μου μπας και η οθόνη καθαρίσει.
Αργεί ακόμη η ανάλυση να γίνει υψηλή.
Όσο και να πονάει
Αυτό είναι το ωραίο.
Και όποιος δεν το αντέχει
Ας πάει να δει καμία φωτογραφία στο Instagram
Όσο εγώ και κάποιοι άλλοι συνομιλούμε με την σκιά μας
Και προσπαθούμε να γίνουμε ένα ιδανικό ''Ένα''.
Γιατί είμαστε άνθρωποι σπασμένοι
Είμαστε άνθρωποι σπασμένοι....


















Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Μια μέρα θα σβήσουμε αλλά δεν πειράζει

Ευχήθηκα τόσο πολύ που κατέληξαν οι ευχές μου κόκκοι αλατιού στη θάλασσα.
Έφαγα τόσες πολλές τρικλοποδιές που τα πόδια μου θα έπρεπε να είναι σπασμένα τώρα.
Ράγισε τόσες πολλές φορές η καρδιά μου που από τα θραύσματα της έφτιαξα μια δεύτερη,εφεδρική
- μα, θαύμα, δεν ξεράθηκε στο ελάχιστο!
Έξυσα τόσο έντονα τις πληγές μου που ,και από την κόλαση μέσα να περνούσα, τέτοιο κάψιμο δεν ξέρω αν θα ενιωθα.
Έχω πει τόσα ψέματα για καλό και κακό σκοπό που ο Τζεπέτο θα με είχε απόκληρωσει αν ήμουν γιος του.
Έχω κάνει τόσα λάθη -μα δεν είναι αρκετά.
Έχω διαβάσει τόσο πολύ -μα δεν είναι αρκετό.
Έχω ζήσει- μα όχι αρκετά.
Έχω νιώσει υπερβολικά- μα όχι αρκετά.
Έχω κάτι διαλυμένα φτερά στην πλάτη μου αλλά δεν είναι διαλυμένα αρκετά.
Και σε πόθησα τόσο πολύ που ήταν -πιστευω- αρκετό.
Αλλά δεν είχα στην αυλή μου εκείνο το ρόδο που θα ήθελες να σου προσφέρω και ντρέπομαι γι'αυτό.
Και έχω γευτεί τόσες φορές τον θανατο
και φοβάμαι πως δεν θα αργήσει η ώρα εκείνη να ερθει.
Όχι πως τον φοβάμαι, αλλά να, με πιάνουν που και που οι κωλοσυναισθηματισμοί μου ρε Μανόλη
και φοβάμαι πως θα φύγω μονάχος.
Γιατί να πρέπει να ανθιζουμε τόσο αργά;
Τόσο πολύ μας μας μισεί ο κηπουρός για τα εκείνα τα πανέμορφα πεταλα που κόψαμε μόνοι μας και εκείνα τα υπεροχα  που αφήσαμε να ξεραθούν;






Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Κρίμα

Ερχεται τη στιγμή που δεν το περιμένεις.
Όταν  είσαι χαλαρός και ξέγνοιαστος.
Όταν όλες σου οι αισθήσεις είναι σε αδράνεια.
Σε χτυπάει και δεν ξέρεις πως να αντιδράσεις ούτε τι δικαιολογία να πεις.
- όπως όταν  κοιμάσαι και ξυπνάς και λες ποτέ βγήκε ο ήλιος μα τα μάτια σου τα έχεις ήδη ανοίξει.
Και εύχεσαι να μη το είχες κάνει γιατί θα μπορούσες να γλιτώσεις.
Αλλά πάει, τελείωσε ,  πρέπει να υποστείς  τις συνέπειες οποίες και αν είναι.
Και ίσως φοβηθείς και  προσπαθήσεις να υπεκφύγεις, αλλά  μετά ξέρεις πως θα τα κάνεις χειρότερα, δειλέ.
Οπότε το μόνο που εύχεσαι είναι η ζημιά να είναι όσο το δυνατόν λιγότερη αλλιώς...
Τι αλλιώς;
Εσύ πρέπει να σταθείς τώρα  στο ύψος των περιστάσεων και να κάνεις ότι πρέπει.
Και αυτό είναι που πονάει περισσότερο:
Εσύ
Που έλεγες πως  θα πάψεις πια να φέρεσαι έτσι....πως θα άλλαζες τους παλιούς σου τρόπους.
Εσύ
Ποσο  κρίμα είναι!
Και το έκανες εσύ
Πόσο κρίμα.....

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Ρεμβασμός και ελεγεία

Έψαξα για λίγη ησυχία μα δεν τη βρήκα.
Γι'αυτό αποφάσισα να φάω ένα νεκταρίνι
και μετά να ξαπλώσω.
Όνειρο δεν είδα γιατί δεν κατάφερα να χωθώ βαθιά στην αγκαλιά του Μορφέα.
Τα πουλιά κελαηδούν, οι φωνές είναι τσιριχτές και ,όταν παύσουν,η ηχώ τους θα έχει χαρακτεί βαθιά μέσα μου.
Ποιος μας έκλεψε το χαμόγελο για να ανοίξει με αυτό μια ρωγμή στον ουρανό  έτσι ώστε να μας βρέξουν οι καταρράκτες του Παραδείσου;
Και αν ήλπιζα παλιά σε κάτι τώρα το κάνω περισσότερο.
Μα ο μαγικός αυλός είναι χαλασμένος, δεν μπόρεσα να πνίξω όλα τα ποντίκια
Και τώρα ξέμειναν να μασουλανε το μουχλιασμένο μου τυρί.
Όλοι μου οι έρωτες ήταν πλατωνικοί και όλες μου οι υποθέσεις φρούδες
Και κάποια βράδια τα σκέφτομαι ολα αυτά και αναστενάζω και απογοητεύομαι.
Είμαι τόσο μικρός μα νιώθω τόσο γέρος
Και με τον εαυτό μου πολλές φορές νιώθω τόσο ξένος....
Τα λάθη που έκανα συχνά δεν τα βαστάω
Και τα πάθη μου με κυνηγάνε για να με καταστρέψουν.
Εκ βαθέων, Κύριε, τι αρχίδι που είμαι!




Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Υπόθεση

Αν πέσω κάτω ,θα είσαι εκεί για να με σηκώσεις;
Αν λιθοβολίσω το σπίτι μου ξανά, θα είσαι εκεί στο τέλος  για να μαζέψεις τα συντρίμμια;
Αν πεθαίνω της δίψας , θα είσαι εκεί για να σφίξεις πάνω από το στόμα μου το σφουγγάρι;
Αν τα ψάρια στη λίμνη μου αρχίσουν να κάνουν θόρυβο με τις ουρές τους και τα τύμπανα μου σπάσουν ,θα μου φέρεις νέες μεμβράνες;
Αν η τύχη μου αποφασίσει να με εγκαταλείψει μια μέρα , θα ερθεις να μου ζωγραφίσεις ένα πέταλο στην πατούσα;
Αν οι υποθέσεις που έχω κάνει τόσο καιρό καταστούν πραγματικότητα, θα είσαι εκεί για να με σφαλιαρίσεις πριν φουσκώσουν τα μυαλά μου από αέρα;
Αν θελήσω ποτέ να σε σφίξω στην αγκαλιά μου ,θα φροντίσεις τα χέρια σου να είναι ζεστά;
Και αν καταλάβεις πως θέλω να το κάνω αλλά φοβάμαι ,θα με γραπώσεις με χάρη;
Και αν σου ζητήσω πότε πολλά ,θα φροντίσεις να μου το επισημάνεις;
Αν βρεθώ μπροστά σε έναν γκρεμό χαμηλό ,θα φροντίσεις να με σπρώξεις μέσα;
Και αν χαθώ πάλι στους λαβύρινθους μου, θα μου πετάξεις από ψηλά τον μίτο;
Και αν με το καλό πεθάνω ,θα ζήσεις εσύ για να με θυμάσαι;







Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Τώρα σιωπή

Και το προτιμάω ξέρεις
Όταν δεν έχω κάτι να πω να μην μιλάω
Γιατί όταν τόλμησα το αντίθετο μερικές φορές
Την πάτησα.
Είμαι σαν εκείνα τα ζωάκια που διαθέτουν κέλυφος, αλλά λιγότερο σιχαμερός.

Προτιμάω το σεντούκι να έχω κλειστό
Από το να το ανοίξω και να γεμίσω την κάμαρα
Με χνώτα που μυρίζουν ή απλά γεμίζουν το χώρο
Το προτιμάω από το να μετανιώνω μάλιστα τα λόγια που είπα 
Ενώ κανέναν δεν ενδιέφεραν,ούτε εμένα τον ίδιο
-Μα μην θεωρήσεις το ίδιο σαν με πετύχεις μεθυσμένο- ανάθεμα το γλυκό νέκταρ!

Και δεν είμαι άνθρωπος που θα ξεκινήσει εύκολα συζητήσεις
Ούτε για τον ίδιο θα ανοιχτεί από το πρώτο "Χάρηκα για τη γνωριμία"
Μα να είσαι σίγουρος πως μπορώ να σταθώ σε μια κουβέντα
Και να σου πω πέντε πράγματα 
Πολύ καλύτερα από τους περισσότερους Που απλά είναι καλοί ομιλητές-
Το να είσαι καλός ακροατής είναι χαμένη τέχνη.

Και έχω κάνει λάθη, δεν με δικαιολογώ
Μα με το πέρασμα του χρόνου βελτιώνομαι
Και αυτό είναι το άσχημο με πολλούς
Νομίζουν πως είναι σε καλό δρόμο επειδή είπαν δύο και τρεις καλές κουβέντες
Μα δεν βλέπουν πως κινούνται με σκασμένο λάστιχο.

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Δεν είναι κακό

Και αν δεν έχεις όρεξη για τίποτα  σήμερα δεν πειράζει.
Υπάρχουν και τέτοιες μέρες
Που το κεφάλι παίζει παιχνίδια  και δεν σε αφήνει
Να κάνεις όσα θα ήθελες.
Άκου λίγη μουσική, απόλαυσε παλιές φωτογραφίες
Κάνε πλάνα για το μέλλον και μετά ακύρωσε τα.
Και αν έχεις να πας στη δουλειά, απλά θα την υποστείς
Αν έχεις κάποια άλλη σημαντική ασχολία, ίσως ξεχαστείς.
Γιατί δεν είναι πάντα όλες οι μέρες παραγωγικές
Ούτε καταπράσινες και ουσιαστικές.
Αγνάντεψε την θέα από το μπαλκόνι σου
Και σάλπαρε με το νου σου σε μέρη εξωτικά.
Ίσως δια μέσου αυτής της ατονίας
Ανακαλύψεις κάτι άλλο που διαφορετικά
Δεν θα είχε περάσει καν από το νου σου.
Η πασχαλίτσα στέκεται πάνω στο υγρό γρασίδι
Και οι γάτες νιαουρίζουν δίχως αρμονία.
Προσποιήσου πως δεν χρωστάς τίποτα σε κανέναν
Και πως όλοι είναι υπόχρεοι σε σένα.
Και να θυμάσαι πως υπάρχουν άνθρωποι λιγότερο τυχεροί από εσένα
Βιοπαλαιστές με στέγη γεμάτη τρύπες
Αγωνιστές ενός αγώνα που δεν διακρίνει και δεν συγχωρεί.
Που δεν μπορούν
Να απολαύσουν και τέτοιες μέρες.
Είσαι πολύ πιο τυχερός από όσο πιστεύεις πολλές φορές πως είσαι.
Να μην το ξεχνάς αυτό.

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

44/2

Με το που τελείωσε την σχολή του, ο Κωνσταντίνος έψαξε δουλειά προκειμένου να βγάλει κάποια χρήματα για να κάνει το μεταπτυχιακό του. Όχι πως δεν θα είχε τη στήριξη των γονιών του άμα αποφάσιζε να γραφτεί εκεί κατευθείαν, απλώς ήθελε να αρχίσει να αυτονομείται, αλλά και να ξεκουραστεί, τρόπον τινά, για λίγο καιρό. Δεν θα άντεχε να πέσει πάλι με τα μούτρα στα βιβλία. Ήταν κάτι που θα το έκανε επειδή το ήθελε, οπότε ήθελε και να μπορέσει να ανταποκριθεί πλήρως στο επόμενο στάδιο σπουδών του. Έτσι, αφού πρώτα γράφτηκε στο ταμείο ανεργίας του ΟΑΕΔ, έπειτα από κάποιους μήνες αναζήτησης και δωρεών βιογραφικού, βρήκε δουλειά σε ένα σουβλατζίδικο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Δοκιμάστηκε για δύο εβδομάδες, τις οποίες και πληρώθηκε, και ανέλαβε τα καθήκοντα του σερβιτόρου. Και εκεί είναι που γνώρισε την Μελπομένη.
Την φώναζαν χαϊδευτικά Μένη. Ήταν ωραία κοπέλα, μέτριου αναστήματος, με κομμένα καρέ καστανά μαλλιά και μαύρα μάτια. Δούλευε από πριν εκεί, στο ίδιο πόστο. Ήταν πάντοτε χαμογελαστή και φιλική με τους πάντες. Μέσα στο μαγαζί υπήρχε γενικά μια χημεία μεταξύ των εργαζομένων. Ο Κώστας και η Μένη δεν άργησαν να αρχίσουν να δουλεύουν στις ίδιες βάρδιες. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας ιδιαίτερος δεσμός . Έκαναν πλάκες, πειράζονταν και τα σχετικά. Στον Κώστα άρχισε να αρέσει η Μένη.
Ξεκίνησαν να μιλάνε στο Facebook. Ο Κώστας ήθελε να βγούνε καιρό. Εκείνη δεν το απέρριπτε, αλλά το άφηνε στάσιμο. Η αλήθεια είναι πως και τα ωράρια τους δεν το διευκόλυναν. Τον καιρό εκείνο, ο Κώστας θα δούλευε μεσημέρι με βράδυ και η Μένη βράδυ μέχρι το κλείσιμο. Δύο εβδομάδες μετά ,όμως, τα κατάφεραν.
Είχαν κάνει κάτι σαν συμφωνία. Θα πήγαιναν πρώτα στο μαγαζί που είχε επιλέξει ο Κώστας, ένα στην Ροτόντα και μετά σε ένα κλαμπ. Ο Κώστας ήταν από τους ανθρώπους που σε τέτοια μαγαζιά θα πατούσε μόνο αν υπήρχε σπουδαίος λόγος. Κατά τα άλλα, τα απεχθανόταν. Προτιμούσε να έχει το χώρο του , λίγη καλή μουσική, και σχετική ησυχία. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έτσι, αφού ήπιαν από ένα κοκτέιλ - γιατί η Μελπομένη ήταν κιουρία- και ένα σφηνάκι, κίνησαν για το Tres. Ήταν οι δύο τους στο τραπέζι, ωστόσο, λίγο πιο πέρα ήταν ένας ακόμη υπάλληλος του μαγαζιού, ο Παναγιώτης. Τον είδε πρώτα η Μένη, καθώς πήγαινε στην τουαλέτα. Ο Κώστας, που θα τον χαιρετούσε ούτως ή άλλως, θεώρησε καλό να το κάνει μια ώρα αρχύτερα, προκειμένου να τον παρακαλέσει να μην αναφέρει τίποτα στο μαγαζί, διότι φοβόταν, μεν , να μην δημιουργηθεί κανένα θέμα, αλλά και επειδή υποψιαζόταν πως ένας από τους υπεύθυνους, ο Στέλιος, γούσταρε την Μένη, χωρίς εκείνη να νιώθει κάτι γι' αυτόν.
Έτσι τον πλησιάζει.
<<Που σαι ρε Πάνο, τι λέει;>>.
Ο Πάνος ήταν αθλητής και από εκείνους τους ανθρώπους που, με ένα ποτό, βγαίνουν γκολ.
<<Ωωωωωωωωωω, π σαι ρε Κώστα, τ λέει, με ποιον είσαι;>>
Του λέει.
<<Ωωωωωωωωωωωω παιχτούρα μου!>>.
Ο Πάνος τον πιάνει από τον ώμο και του μιλάει σαν αδερφός προς αδερφό.
<<Φίλε , μείνε ήσυχος, ΔΕΝ πρόκειται να πω ΤΙΠΟΤΑ.>>.
Ο Κώστας επιστρέφει στο τραπέζι. Μένουν στο μαγαζί για αρκετή ώρα ακόμη και φεύγουν. Στο δρόμο, στέκονται σε ένα σημείο για αποχαιρετηθούν. Όπως μιλάνε, ο Κώστας κάνει κίνηση να την φιλήσει, αλλά εκείνη τον σταματάει. Δεν το πιέζει όμως.
Συνεχίζουν να μιλάνε στο Facebook. Από μια άλλη κοπέλα στη δουλειά, την Αγγελική- που θα μπορούσε να θεωρηθεί φίλη του πια , όπως και να έχει ήταν μια κοπέλα που μπορούσαν να μιλήσουν άνετα και για διάφορα πράγματα, είχαν αράξει και τρείς- τέσσερις  φορές, από τις κουλ κοπέλες - που της έχει εξηγήσει το σκηνικό μαθαίνει πως δεν έχει κάποιο αγόρι και πως πράγματι την γουστάρει ο Στέλιος.
Ο Κώστας δεν τα παρατάει. Για αρκετό ακόμη καιρό ανταλλάσσουν μηνύματα, ο Κώστας μάλιστα μια μέρα βροχερή, αφού το έχουν διαλύσει με την παρέα του, παίρνει ταξί και πάει έξω από το σπίτι της. Η Μένη του είχε πει να μην πάει και, όταν τον είδε, δεν το περίμενε, εξεπλάγην. Φιλιούνται σταυρωτά και τον ρωτάει αν θέλει να ανέβει πάνω στο σπίτι της, απλώς να περίμενε πρώτα πέντε λεπτά. Ο Κώστας από πείσμα δεν ήθελε. Έκαναν μια κάπως σοβαρή κουβέντα, αλλά και πάλι δεν την φίλησε. Λίγο καιρό πριν είχε βγει από μια περίεργη κατάσταση και φοβόταν. Ένας φόβος υποσυνείδητος, σκόπελος στο συνειδητό του. Η Μένη τα μασούσε. Του είπε πως της αρέσει και αυτός και μα και μου και σου και του και στο τέλος του πετάει ένα <<Εεεεε.....έχω αγόρι>>. Ο Κώστας γέλασε, δεν την πίστεψε. Γιατί να μασήσει τα λόγια της τόση ώρα, να τον προσκαλέσει στο σπίτι της και στο τέλος να το πετάξει αυτό; Δεν έδωσε σημασία, συνέχισαν να μιλάνε αρκετή ώρα και έφυγε.
Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε για πολύ καιρό. Στη δουλειά, όμως, δεν υπήρχε κάποιο θέμα, συμπεριφέρονταν όπως και προηγουμένως. Αλλά ο Κώστας τώρα ένιωθε πιο έντονα, πιο ζεστά. Την έβλεπε και ήθελε να της ορμήσει. Έπρεπε να συγκρατεί κάθε φορά τον εαυτό του. Προσπαθούσε ,παράλληλα, αρκετά να δει που πήγαινε το πράγμα, αλλά δεν έβρισκε αντίκρυσμα. Είχε αρχίσει να ξενερώνει.
Μια βραδιά άραζε μαζί με τον κολλητό του, τον Αλέξανδρο. Του είχε αναφέρει τι είχε παιχτεί γενικά και τώρα τον ενημέρωνε για όσα είχαν συμβεί.
<<.... και είμαστε εκεί στο μαγαζί, περιμένουμε έξω μήπως μας φωνάξουν ή έρθει νέος πελάτης και αυτή είναι από πίσω μου και με πειράζει στην πλάτη.>>.
<<Αυτό είναι!>>, είπε ο Αλέξανδρος.
<<Ποιο ρε;>>.
<<Την άλλη φορά που θα στο κάνει, πάρε το χέρι της και βάλτο πάνω στον πούτσο σου και πες της δες τι μου έκανες.>>
<<Ναι ρε , πως και δεν το σκέφτηκα, εκεί μέσα στον κόσμο, να μας βλέπουν όλοι, φάτσα φόρα στις κάμερες! Ιδιοφυές! Αϊ μωρέ!>>.
Ωστόσο, κάτι βαθιά μέσα του εκστασιαζόταν με αυτή την ιδέα. Ήξερε πως δεν ήταν καθόλου σωστό, αλλά κάτι τον γαργαλούσε, του έλεγε , δοκίμασε το, κάν' το, γίνε εκείνος ο κάφρος που είσαι!
Δύο μέρες μετά δούλευε νύχτα. Και η Μένη το ίδιο. Πάλι πειράγματα και τα σχετικά. Δεν είχαν πολύ κόσμο, καθώς ήταν Αύγουστος και οι περισσότεροι απολάμβαναν τις διακοπές τους. Ήταν στο κλείσιμο. Ο Κώστας έβαζε μερικές κόκες στο ψυγείο να κρυώσουν. Τότε, νιώθει ένα χάιδεμα στους ώμους. Τα φώτα ήταν κλειστά και δεν καθόταν κόσμος στα τραπέζια. Παίρνει το αριστερό της χέρι και το τοποθετεί αισθησιακά στον καβάλο του, ενώ ψελλίζει τις λέξεις εκείνες που υποτίθεται θα την ερέθιζαν..
<<Ε;>>.
Άκουσε το φωνήεν και γύρισε έντρομος. Τα χέρια εκείνα ανήκαν στην Αγγελική, η οποία είχε έρθει για να τον αποχαιρετήσει. Τώρα τον κοίταζε με τα μάτια γουρλωμένα.
Κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει στο μέτωπο. Χαμογελούσε αμήχανα και ηλίθια.
<<Τι....;>>.
<Εεεεεε>>.
<<Τι....;>>.
<<Γρήγορα, πες κάτι, οτιδήποτε>>, φώναζε ο εγκέφαλος του στον Κώστα. 
<<Κάτι....οτιδήποτε;>>, είπε ο Κώστας.
<<Τι στο...>>, αντέδρασε η Αγγελική.
<<Ήρθα λίγο φτιαγμένος..... κάτι.....δεν...να κάνουμε πως ποτέ δεν συνέβη;>>.
<<Σύμφωνοι>>.
<<Αλήθεια;>>
<<Ξέρω γω;>>.
<<Να ξεμπερδέψω από εδώ και μετά να σου πώ;>>.
<<Θες να μου εξηγήσεις στο σπίτι μου ;>>.
<<Ε...Οκ!>>.
Ο Κώστας αλλάζει ρούχα και καληνυχτεί τους πάντες. Τελευταία ήταν η Μένη. Του λέει πως θα ήθελε να πάνε μια βόλτα, αλλά ο Κώστας αρνείται ευγενικά, με την δικαιολογία πως ήταν κουρασμένος αρκετά, <<έχω και έναν πονοκέφαλο γάμησέ τα>> και ήθελε να πάει για ύπνο.
Η Μελπομένη χαμογελάει, του εύχεται καλή ξεκούραση και πάει να αλλάξει και αυτή.
Ο Κώστας ανεβαίνει πάνω στο μηχανάκι της Αγγελικής. Αν είχε μαλλιά μακριά, θα τα άφηνε να ανεμίσουν ανέμελα στο δρόμο.

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

Αμαζόνα

Στέκομαι απέναντι από τον τοίχο μου γυμνός.
Δεν αντικρίζω τη μορφή μου αλλά μπορώ να τη φανταστώ.
<<Είναι εντάξει, όλα είναι εντάξει>>, μουρμουρίζω.
<<Είμαι ένας ώριμος άνδρας, δεν χρειάζεται να κλαις καρδιά μου
Δεν θέλω να κλαις άλλο.
Τι νόημα έχουν τα αναφιλητά;
Είναι για τη ζωή που δεν έζησες ε;
Εκείνη που σου στέρησα;
Και όμως, δες πόσα έχεις καταφέρει, αδηφάγα καρδιά μου!
Δες σε πόσες δοκιμασίες σε έβαλα και βάσταξες!
Μην τους κοιτάς εκείνους, δεν ξέρουν να ζουν πραγματικά
Εσύ είσαι διαφορετική, είσαι ξεχωριστή.
Αν δεν ήσουν, θα βρισκόμασταν εδώ τώρα;
Δες πόσο μακριά έχουμε φτάσει!
Σου λείπουν οι αγκαλιές και τα φιλιά και όλα αυτά ε;
Έγνοια σου και θα έρθουν, το ξέρουμε πως θα έρθουν.
Με το που ραφινάρω τα φτερά μου, θα εύχεσαι να μην το είχα κάνει.
Το ταξίδι μας έχει μέλλον ακόμη.
Έχουμε πολλές στάσεις να κατέβουμε
Αλλά θα συνεχίσουμε.
Μην απελπίζεσαι και βλαστημάς, δεν είσαι τέτοια.
Θα παλέψουμε και θα νικήσουμε
Θα σηκώσουμε τις σημαίες μας.
Ακόμη μικροί είμαστε και ας νιώθεις γριά.>>

Παρατηρώ τη μορφή μου στον τοίχο
Και ο τοίχος μου φαίνεται λίγο πιο άσπρος τώρα.

Τα πουλιά κελαηδούν ακόμη και όταν ο ήλιος δύσει

Όταν άνοιξε τα μάτια του, ένιωσε μια απίστευτη γαλήνη και ηρεμία. Για λίγη ώρα παρέμεινε ασάλευτος. Έπειτα, σηκώθηκε ράθυμα και μηχανικά. Φορούσε πυτζάμες μακρυμάνικες, μπλε η πάνω, γκρι η κάτω. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και από τα κατεβασμένα στόρια κατάλαβε πως ακόμη δεν είχε ξημερώσει. Έψαξε το κινητό του και δεν το βρήκε πουθενά. Και τότε, σα να ήχησαν καμπάνες, πανικοβλήθηκε. Τι κινητό έχω; Τι είναι αυτό το δωμάτιο; Που βρίσκομαι; Ποιος είμαι.....; Άρχισε να φωνάζει και να παραπατάει. Βήματα ακούστηκαν τότε από μέσα και προσπάθησε να κρυφτεί. Μα πού; Σαν σκηνικό από ταινία, μπαίνουν μέσα στο δωμάτιο ένας άνδρας και μια γυναίκα. Ο άνδρας τον παρακαλάει να ηρεμήσει και η γυναίκα τον κοιτάει με μάτια δακρυσμένα. Και μετά όλα σκοτείνιασαν.
Όταν ξύπνησε -πάλι- είχε ξημερώσει. Δεν θυμόταν τίποτα από πριν. Είχε μόνο έναν μικρό πονοκέφαλο. Σηκώθηκε .Στο ίδιο δωμάτιο. Δεν ταράχτηκε αυτή την φορά, γιατί κάτι μέσα του τού έλεγε πως βρισκόταν σε γνώριμο μέρος, πως ήταν ασφαλής. Πήγε στο μπάνιο, κατούρησε και έπλυνε τα δόντια του. Όταν ξεπλύθηκε, αναρωτήθηκε αν χρησιμοποίησε τη σωστή οδοντόβουρτσα.
Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη. Ήταν μπερδεμένος. Δηλαδή, έβλεπε έναν άντρα λιπόσαρκο, με σγουρά μαύρα μαλλιά, χνούδι, καστανά μάτια και μια μύτη γαμψή αλλά δεν μπορούσε να αντιληφθεί ποιος ακριβώς ήταν. Άνοιξε την πόρτα. Με τη ματιά του εξερεύνησε το μέρος. Στα αριστερά του βρισκόταν ένα δωμάτιο. Πλησίασε. Ήταν φτωχικό : ένα κρεβάτι- όπου κάποιος κοιμόταν- και ένα γραφείο με καρέκλα. Στα δεξιά ήταν το δικό του- φαντάστηκε - δωμάτιο. Ένα κρεβάτι, ένα χαλί, μια ντουλάπα.  Βγαίνοντας απ' το δωμάτιο του, έκανε δύο-τρία βήματα προς τα δεξιά και στα αριστερά του είδε ένα σαλόνι. Βαμμένο άσπρο, με ένα γραφείο μεγάλο και μια καρέκλα, μια βιβλιοθήκη, ένα τραπεζάκι και ένας καναπές που-.
Μια κοπέλα καθόταν πάνω του. Έτρωγε τα νύχια της και κάπνιζε ένα τσιγάρο. Έπαιζε μουσική. Το ήξερε αυτό το κομμάτι. Η κοπέλα δεν τον είχε πάρει χαμπάρι και αυτό του έδωσε χρόνο. Ήταν Fleetwood Mac. Songbird .Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Πολύ δυνατά. Οι ανάσες του έγιναν κοφτές. Τότε αντιλήφθηκε την παρουσία του η κοπέλα. Σηκώθηκε αναστατωμένη και  έσπευσε κοντά του. Γι' αυτόν, ερχόταν κατά πάνω του σε αργή κίνηση. Πίσω από τα μαύρα μακριά μαλλιά της, τις γωνίες του προσώπου της, τα μαύρα μάτια που ήξερε πως είχε, το νοτισμένο πρόσωπό της, και την κορμοστασιά της, γνώριζε ποια ήταν. <<Λάμπρο είσαι καλά;>>. Ήταν...
Την γνώρισε στο πάρτι  γενεθλίων του κολλητού του, του Μάνου, ο οποίος το έκανε στο σπίτι του, κάπου στην Κάτω Τούμπα. Είχε αρκετό κόσμο και αυτός, ον ντροπαλό και λίγο αντικοινωνικό, απέμεινε συχνά μόνος του. Από τους φίλους του, ο Μάνος έπρεπε να είναι λίγο με τον κάθε καλεσμένο, ο Γιώργος είχε μεταμορφωθεί σε Δον Ζουάν, ο Θεόφιλος είχε κλειδωθεί σε ένα δωμάτιο με μια κοπέλα,ο Κώστας καυλάντιζε με μια άλλη και ο Αραμαύρος έκανε σεξ μέσα την αποθηκούλα. Αποφάσισε να βάλει ένα ποτό από το αυτοσχέδιο μπαρ- το τραπέζι της κουζίνας. Τοποθέτησε το ποτήρι του κάτω, έχυσε μερικά παγάκια, βότκα και λίγη sprite. Το σήκωσε και ήπιε μια γουλιά. Οι αναλογίες ήταν σωστές.
Παρατήρησε με την άκρη του ματιού του μια κοπέλα να στέκεται αναποφάσιστη. Δίχως να το σκεφτεί, της πρότεινε να δοκιμάσει από το δικό του ποτό και ,αν της άρεσε, να έβαζε το ίδιο. Πράγματι, της άρεσε! Τον ευχαρίστησε για την πρόταση και αυτός έκανε ένα κακό αστείο. Εκείνη χαμογέλασε.Είχε πρόσωπο φωτεινό, χαμόγελο υπέροχο και μάτια γεμάτα ζωντάνια. Χαμογέλασε, έσκυψε το κεφάλι του, της ευχήθηκε καλό πάρτι και έφυγε.
Συνειδητοποίησε πως έκανε χαζομάρα. Πάντοτε το ίδιο έκανε. Έχανε ευκαιρίες , γιατί πίστευε πως ο ίδιος δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο και πως καμία κοπέλα δεν θα ήθελε να μιλήσει μαζί του. Πως θα την ξενέρωνε και μετά θα έφευγε απογοητευμένος. Τέτοιος άνθρωπος ήταν, ματαιόδοξος, του έλειπε η εμπιστοσύνη στον εαυτό του.
Μαζί με το ποτό του ρουφούσε και λίγες σταγόνες από την θλίψη του. Στεκόταν μόνος σε μια γωνία όταν τον πλησίασε ο Γιώργος. Ήταν λίγο φτιαγμένος και αρκετά ζωηρός. Του μιλούσε, αλλά αυτός  σκεφτόταν το προηγούμενο σκηνικό. Ακόμη και κάτι τόσο μικρής σημασίας ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει την αλυσίδα των σκέψεων και υποθέσεων. Την αλυσίδα αυτή , όμως, την έκοψε η ίδια κοπέλα , καθώς περνούσε από μπροστά του με μια φίλη της. Ο Γιώργος σταμάτησε να μιλάει και τις ακολούθησε με το βλέμμα του.
<<Καύλα η δεξιά, ε Λάμπρο;>>.
<<Εεεε, ναι,ναι>>, συμφώνησε ο Λάμπρος.
<<Τι έπαθες ρε; Δεν φαίνεσαι καλά.>>.
<<Όχι ρε μια χαρά είμαι, απλώς κατουριέμαι και έχει κόσμο μέσα>>.
<<Μάλιστα! Πήγα σε αυτή πριν , που σου λεγα,  την μαυρομάλλα που πέρασε τώρα, αλλά με γείωσε. Η καριόλα.>>.
<<Άσε, πουτάνες όλες!>>.
<<Γάμησε τα! Βρήκα μετά μια, μου λέει πρέπει να φύγω να πάω σε άλλο πάρτι, της λέω που θα βρεις καλύτερα από εδώ και  την έπεισα να μείνει μετά από λίγο διάλογο. Είναι στο μπαλκόνι τώρα καπνίζει, πάω να μας βάλω κάτι να πιούμε. Θες τίποτα;>>.
<<Μπα, μια χαρά είμαι!>>, είπε αδιάφορα ο Λάμπρος.
<<Ξεκόλλα ρε μαλάκα, πάρτι είναι! Πέρνα λίγο καλά!>>.
<<Μια χαρά είμαι ρε! Όπως και ο Θεόφιλος μέσα.>>, απάντησε ο Λάμπρος και του έκλεισε το μάτι. Γέλασαν δυνατά και ο Γιώργος έφυγε. Ο Λάμπρος έμεινε μόνος του πάλι. Ο Κώστας πέρασε από εκεί με την κοπέλα, ανταπέδωσε το φευγαλέο κλείσιμο του αριστερού ματιού στον Λάμπρο, γέλασαν και έφυγε. Ο Μάνος είχε αρχίσει να ανησυχεί λίγο για το σπίτι καθώς είχε μπει κάμποσος κόσμος που δεν γνώριζε και φοβόταν. Μίλησαν λίγο και έφυγε πάλι. Ο Λάμπρος απέμεινε μόνος, ενώ ο Αραμαύρος επιδιδόταν σε σεξουαλικές δραστηριότητες ακόμη.
Είχε πιει αρκετά και είχε κάνει κεφάλι. Περίμενε να μπει στην τουαλέτα, όταν τυχαία την είδε να στέκεται κοντά στην εξώπορτα, προκείμενου να πάρει το μπουφάν την για να φύγει. Επικράτησε μια έντονη εσωτερική πάλη μέσα του και αποφάσισε να πάει all in. Καλύτερα πληγωμένος, παρά μετανιωμένος, σκέφτηκε. Την πλησίασε.<<Εχμ...εχμμμ..εχμμμ>>, ήταν αυτό που κατάφερε να πει.
<<Ναι;>>, του είπε εκείνη.
<<Πάει την ξενέρωσα>>, σκέφτηκε. <<Με...με λένε Λάμπρο, ήθελα να πω πριν , και το όνομα σου δεν...να το ζητήσω.>>. Τον κοίταζε λίγο σκεπτική.
<<Με λένε Ραφαέλα>>, απάντησε.
<<Πολύ ωραίο όνομα το Ραφαέλα>>.
<<Μου το λένε πολλοί>>.
<<Ναι ,αλλά δεν είναι εγώ. Ok, στο μυαλό μου ακούστηκε πιο καλό, χαχα>>.
<<Χαχα>>.
<<Ξέρεις ήθελα να σου μιλήσω πριν αλλά κόμπιασα. Μπορώ....μπορώ να έχω το Facebook σου;>>. <<Χμμμμμμμμμμμμμ.....ξέρεις θα στο έδινα, αλλά  για τιμωρία θα σου πω μόνο το επίθετό μου. Βρες με! Είναι Παπαγεωργίου. Χάρηκα για τη γνωριμία, αλλά πρέπει να φύγω! Bye!>> . Η πόρτα έκλεισε.
<<Θέλω τα παιδιά σου>>, μονολόγησε. <<Ραφαέλα, λοιπόν! Μα το παίζεις και δύσκολη, Ραφαέλα! Ρα-φα-έ-λα! Σκατά ,πρέπει να το γράψω κάπου να το θυμάμαι αύριο!>>.
Την έκανε όντως add και τον αποδέχθηκε,ωστόσο, δεν έστειλε την επομένη. Ούτε την μεθεπόμενη. Είχε κάποιες αναστολές. Έβλεπε τις περίτεχνες φωτογραφίες της με τον τριψήφιο αριθμό like και τα ποστ της. <<Αποκλείεται να ασχοληθεί με κάποιον σαν και μένα>>, και τέτοια παρόμοια τριβέλιζαν το μυαλό του. Στους φίλους του δεν είχε πει τίποτα. Φοβόταν πως αν  εκμυστηρευόταν κάτι, θα τον γρουσούζευαν ή θα τον έφερναν σε αμηχανία και άλλα παλαβά.
Τελικά το πήρε απόφαση. Όχι αυτός, αλλά ο εγκέφαλός του. Είχε βγει έξω και ήπιε. Γυρίζοντας σπίτι, είδε πως ανέβασε κάτι και της έστειλε ,με αφορμή αυτό.Και ήταν πανευτυχής. Όταν ξύπνησε ευχόταν να μην το είχε κάνει. Μα, αντί για διαβάστηκε, του απάντησε! Έτσι, έπιασαν μια χαλαρή κουβέντα που εξελίχθηκε σε έξοδο και σε φιλί και σε σχέση και ούτω καθεξής. Οι φίλοι του το κατάλαβαν προτού τους αναφέρει το οτιδήποτε. <Πρώτη φορά σε βλέπουμε τόσο αναζωογονημένο, τόσο λαμπερό, επιτέλους γαμάς>>, ήταν κάποια από τα λόγια τους. Και πράγματι! Το ηθικό του Λάμπρου ήταν ακμαιότατο. Αισθανόταν φιλόδοξος, χαρούμενος, πανευτυχής. Έκαναν ρομαντικές βόλτες, πήγαιναν στο σινεμά, σε συναυλίες, όλα τα γλυκανάλατα που συμβαίνουν σε μια σχέση. Μέχρι και ένα ταξίδι κατάφεραν να κάνουν. Ήταν οι καλύτεροι μήνες της ζωής του.
Ενάμισι χρόνο μετά, όμως, συνέβη!
Ήταν τα γενέθλια του Μαύρου και είχαν βγει στα Λαδάδικα . Ο Λάμπρος πήγε μόνο με το σώμα του εκεί ,γιατί πιο πριν είχε μαλώσει με την Ραφαέλα, για λόγο χαζό.Γενικά, εκείνη την περίοδο η σχέση τους περνούσε κρίση. Ήταν πολύ σκεπτικός και συνέχεια στο κινητό του, περιμένοντας ένα μήνυμα. Εκείνη είχε πάει σε ένα κλαμπ με τις φίλες της. Κάποια στιγμή ο Γιώργος τα πήρε και ξεκίνησε ένα πρελούδιο με νότες όπως <<Ήρθαμε να γιορτάσουμε τον Μαύρο και εσύ είσαι μέσα στη μιζέρια>>, <<Ναι αλλά αν την πλήγωσε κάτι που την είπα, αν φταίω εγώ>>, <<Όλοι καυγαδίζουν κάποια στιγμή, θα ξαναγίνουν όλα όπως πριν>>.<<Έλα κόψε την πλάκα δεν είναι αστείο>>, <<Μας γράφεις που μας γράφεις στα αρχίδια σου τόσο καιρό γι' αυτήν και δεν σου λέμε τίποτα, τώρα μας το βγαίνεις και από πάνω>>, <<Όλοι το ίδιο κάνατε, μην βγαίνεις εσύ από πάνω>>, <<Γι αυτό στα λέμε, γιατί ξέρουμε πως είναι>>, κλπ κλπ.
<<Όχι δεν ξέρετε πως είναι! Πως μπορείτε να ξέρετε πως είναι για μένα;>>, ήταν τα τελευταία λόγια του Λάμπρου πριν αφήσει ένα δεκάευρω και σηκωθεί όρθιος. <<Συγγνώμη , αλλά δεν μπορώ άλλο. Μαύρε->>. Ήταν έτοιμος να κλάψει, γι' αυτό έφυγε δίχως άλλη κουβέντα. Ήξερε πως αυτό που έκανε ήταν λάθος. Τους φίλους σου, τα στηρίγματά σου, τους ανθρώπους σου δεν τους βάζεις σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο αίσθημά σου. Γιατί αυτό θα φύγει κάποια στιγμή- όλοι φεύγουν. Εκείνοι είναι που θα βρίσκονται πάντα δίπλα σου. Αλλά ήταν άπειρος σε αυτά. Η Ραφαέλα ήταν η πρώτη του σχέση και την είχε ερωτευτεί σφόδρα. Είχε πέσει με τα μούτρα, που λένε.  Οι φίλοι του τον είχαν προειδοποιήσει ,αλλά πίστευε πως  καταλάβαιναν.
Δεν του σήκωνε το κινητό, ούτε στα μηνύματα απαντούσε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Σε ποιο κλαμπ πήγε δεν του είχε πει. Το σπίτι της βρισκόταν μακριά, κοντά στο Ράδιο Σίτυ. Ώρα δύο τα χαράματα. Νωρίς για να γυρίσει. Πάντα κοιμόταν στο σπίτι της, το ήξερε αυτό. Έτσι έκανε το μόνο πράγμα που φαντάστηκε πιο λογικό: θα την περίμενε στην πυλωτή της πολυκατοικίας της, με δύο μπύρες συντροφιά και μερικά τσιγάρα. Βάρεσε το κουδούνι της φυσικά, μήπως και κοιμόταν, αλλά δεν έλαβε απάντηση.
Ώρα πέντε το πρωί. Είχε αρχίσει να νυστάζει αλλά επέμενε.Θα τα ξεκαθάριζε όλα, ελπίζοντας πως όλα θα ήταν όπως πριν. Η Ραφαέλα εμφανίστηκε μαζί με την ανατολή του ήλιου. Φορούσε το κόκκινο κολλητό της φόρεμά, το αγαπημένο φόρεμα του Λάμπρου, που της είχε κάνει δώρο στην επέτειό τους. Την κολάκευε υπέροχα! Πετάχτηκε πάνω ο Λάμπρος, αλλά γρήγορα του κόπηκε το χαμόγελο. Το δεξί χέρι της αρκετά χαρωπής Ραφαέλας κρατούσε το χέρι ενός άνδρα.
Τα βλέμματα των οιονεί εραστών συνάντησαν το σοκαρισμένο βλέμμα του Λάμπρου. Κανείς δεν είπε τίποτα. Τι να πεις σε τέτοιες περιστάσεις. Καλύτερο είναι να το βουλώνεις. Το στόμα της Ραφαέλας, όμως, έτρεμε. Ήθελε να πει κάτι, το οτιδήποτε.
Τότε ο Λάμπρος τους πλησίασε. <<Φίλε, να την προσέχεις. Θα είναι ότι καλύτερο θα συμβεί στη ζωή σου. Είναι χρυσή κοπέλα. Να περνάτε πάντα...καλά.>>, ψιθύρισε και χτύπησε την Ραφαέλα απαλά στην πλάτη. Τα πόδια του έτρεμαν αλλά το βήμα του γινόταν όλο και πιο γοργό. Άκουγε τα αναφιλητά και τις βραχνές κραυγές της Ραφαέλας , αλλά δεν σταμάτησε. Ίδρωνε. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Έβαλε ακουστικά και άφησε ένα τραγούδι να παίζει, εκείνο που της είχε αφιερώσει όταν τα πρωτοέφτιαξαν. <<For you, there' ll be no crying...>>. Τώρα έκλαιγε, με εκείνο το πνιχτό, βουβό κλάμα, με το οποίο δεν βγαίνουν δάκρυα. Περπατούσε δίχως προορισμό συγκεκριμένο, στα χαμένα.  Το τραγούδι τελείωσε. Δεν την βαστούσε την ησυχία. Κάλεσε όλους τους φίλους του, αλλά δεν του το σήκωνε κανείς. <<Παρακαλώ, παρακαλώ, σηκώστε το. Και ας μην μου ξαναμιλήσετε μετά, ποτέ ξανά. Σας παρακαλώ....>>, μουρμούριζε. Τελικά το σήκωσε ο Μάνος. <<Την είδα Μάνο! Την είδα. Φορούσε το φόρεμα της εκείνο το κόκκινο και ήταν σαν άγγελος ρε Μάνο! Γιατί το έκανε αυτό ρε Χρήστο; Είμαι κακός άνθρωπος και απαίσιος, αλλά γιατί σε μένα;>>.
<<Μαλάκα Λάμπρο ηρέμησε. Που είσαι; Ερχόμαστε να σε βρούμε!>>.
<<Που να πάω; ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΩ; Ελάτε Λευκό Πύργο. Σας παρακαλώ! Και μετά μην μου ξαναμιλήσετε, δεν το αξίζω>>. Και το έκλεισε.
Ήταν αρκετά μακριά. Αυτοί είχαν φτάσει και τον περίμεναν, ήταν σίγουρος. Σε μια στιγμή, έπεσε κάτω στα γόνατα και κοιτούσε στα χαμένα. Αλλά έπρεπε να πάει στους φίλους του. Δεν θα τους απογοήτευε για ακόμη μια φορά. Έφτασε στην λέσχη αξιωματικών. Τους έβλεπε όλους να τον περιμένουν. Κραύγασε. Γύρισαν τα κεφάλια τους. Άρχισε να τρέχει, αλλά δεν είδε πως το φανάρι ήταν κόκκινο. Και τότε-.
Είχε πέσει κάτω. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα, όμως δεν επικοινωνούσε με αυτή την πραγματικότητα. Το κεφάλι του κουδούνιζε. Πάνω του, η Ραφαέλα να φωνάζει. Ο Θεόφιλος, που κοιμόταν στο μέσα δωμάτιο, είχε τρέξει δίπλα τους. Του έριχναν νερό, αλλά δεν ανταποκρινόταν. Ξαφνικά, σα να ήταν όλα μια φάρσα που τους σκάρωσε, τους παρακάλεσε να κάνουν ησυχία και σηκώθηκε πάνω. Μια πρόταση βγήκε από το στόμα του: <<Φωνάξτε τους όλους εδώ. Όταν έρθουν, τα ξαναλέμε.>>. Άδραξε ένα μπουκάλι νερό  από την κουζίνα και κλείστηκε στο δωμάτιό του.
Το άλλο βράδυ υπήρξε απαρτία. Ο Λάμπρος στάθηκε στον τοίχο, σαν κατάδικος, και τους παρατηρούσε όλους. Είχε τόσα ερωτήματα, τόσες απορίες, αλλά αρκέστηκε στο : <<Λοιπόν;>>.
Έκανε να μιλήσει η Ραφαέλα, αλλά την διέκοψε. <<Μετά εσύ.>>. Τον λόγο πήρε ο Θεόφιλος.
<<Από την αντίδρασή σου φαντάζομαι πως θυμάσαι μέχρι πριν το δυστύχημα. Σε χτύπησε αμάξι. Τρέξαμε κοντά σου συγκλονισμένοι και είδαμε πως είχες σφυγμό. Αμέσως καλέσαμε ασθενοφόρο. Για μια εβδομάδα ήσουν σε κόμμα. Μια εβδομάδα μαρτύριο. Όλοι ήμασταν δίπλα σου, αλλά περισσότερο η Ραφαέλα. Όταν την ενημερώσαμε, έχασε τη Γη κάτω από τα πόδια της. Θεώρησε τον εαυτό της σαν το μόνο υπεύθυνο και δεν έφυγε στιγμή από δίπλα σου. Ώσπου ξύπνησε μια ωραία πρωία και δεν θυμώσουν τίποτα! Ουάου! Τίποτα! Ωστόσο, ήμασταν παραπάνω από ευτυχισμένοι που ζούσες. Οι γιατροί μας ενημέρωσαν για την κατάστασή σου. Συνέστησαν φροντίδα, χαλάρωση και όλα τα σχετικά. Ξέρεις πόσος καιρός πέρασε από τότε; Έξι μήνες! Όσο εμείς βράζαμε και κοχλάζαμε, εσύ έκανες ακριβώς τα ίδια. Κάθε μέρα, τα ίδια! Και μετά έβγαινε το φεγγάρι και μετά ανέβαινε ο ήλιος και ξανά μανά από την αρχή! Οι γονείς σου ήταν οι πιο δυστυχισμένοι, δεν άντεχαν να βλέπουν το παιδί τους σε τέτοια κατάσταση-.>>.
Ο Λάμπρος τον διέκοψε. <<Αρκετά άκουσα. Ραφαέλα μου; Και μην αρχίσεις την κλάψα, σε παρακαλώ!>>.
Στη μέση μπήκε ο Γιώργος. <<Ρε μαν, μην είσαι τόσο σκατόψυχος!>>.
<<Όπως θέλω θα είμαι, μαν! Λέγε!>>.
Η Ραφαέλα σηκώθηκε όρθια. Έκανε να τον πλησιάσει, αλλά αποφάσισε να κρατήσει μια μικρή απόσταση.
<<Όταν μου το είπαν τα παιδιά, σκέφτηκα μέχρι και την αυτοκτονία. Τόσο χάλια ένιωσα. Ποταπή, τιποτένια! Αλλά κατάφερα να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Εγώ ήμουν η υπαίτια, άλλωστε. Δεν μπορείς να φανταστείς πως ένιωσα όταν σε είδα καλωδιωμένο, με το οξυγόνο και όλα αυτά. Για μέρες έκλαιγα στην τουαλέτα του νοσοκομείου βουβά. Δεν θα ωφελούσε σε κάτι αν προσέθετα περισσότερη δυστυχία στους άλλους. Αφού ξύπνησες και μας εξήγησαν οι γιατροί την κατάστασή σου, κάτι πετάρισε μέσα μου. Υπάρχει ελπίδα, σκέφτηκα. Και όχι, δεν έμεινα στο πλάι σου από τύψεις ή κάτι τόσο φθηνό όλο αυτό το διάστημα. Πραγματικά σε αγαπούσα, δεν έπαψα στιγμή να σε αγαπάω. Ήσουν η φωτεινή δέσμη που μπήκε μέσα στο είναι μου δίχως να το έχω ζητήσει. Το τι συνέβη εκείνη την ημέρα ακόμη δυσκολεύομαι να το χωνέψω. Να σε απατήσω; Γιατί να το κάνω αυτό; Γιατί σε εσένα; Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Δεν ήταν το ποτό, ούτε τίποτα σχετικό. Απλώς....ένιωσα πως το είχα ανάγκη, πως ήταν κάτι που έπρεπε να το κάνω. Και ξέρεις ποιο ήταν το χειρότερο; Δεν θα στο έλεγα ποτέ μάλλον! Θα το κρατούσα μέσα μου και θα συνεχίζαμε κανονικά τις ζωές μας. Δεν ξέρεις πόσο ανεύθυνη νιώθω. Πόσο πολύ σκέφτηκα τον εαυτό μου, τις επιλογές μου και τον χαρακτήρα μου. Τα νύχια μου- του τα έδειξε- τα κατασπάραξα. Κατέληξα να καπνίζω ένα καπνό μέσα σε τρεις μέρες. Είμαι σάπια μέσα μου, αυτό το παραδέχομαι! Και πολλά ακόμη, τόσα πολλά!  Και εσύ εκεί. Μου χαμογελούσες πάντα, ένα αθώο, αγνό χαμόγελο! Τόσο υπέροχο! Δεν θα δικαιολογηθώ, δεν μπορώ να το κάνω. Ό,τι έγινε, έγινε, ε; Εσύ μου το έμαθες αυτό. Μου έμαθες τόσα πράγματα! Και εγώ πήγα και τα πέταξα όλα....>>.
Σταμάτησε. Έτρεμε. Είχε φέρει τα χέρια στο πρόσωπό της. Ο Λάμπρος έμεινε για λίγο στη θέση του. Έπειτα την πλησίασε. Τα μάτια του ήταν πέτρινα. Σήκωσε το δεξί του χέρι ψηλά. Ο Μάνος πετάχτηκε όρθιος. <<Τι κάνεις ρε Λ->>.
Την αγκάλιασε. Με το δεξί του χέρι της έπιασε το κεφάλι και άρχισε να το χαϊδεύει. Με το αριστερό αγκάλιασε τη μέση της. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του σαν καταρράκτης. Για πέντε λεπτά κανείς δεν έβγαλε μιλιά. Ο Λάμπρος την άφησε. Αγκάλιασε τον καθένα ξεχωριστά και τους φίλησε στο μέτωπο.  Τέλος, μίλησε.
<<Θα ήθελα....όλα....όλα να ήταν μια φάρσα που σκάρωσα εγώ. Το τι τραβήξατε για μένα, σίγουρα δεν το αξίζατε μετά από όσα σας έκανα. Νιώθω κτήνος. Συγχωρέστε με! Ήμουν η αιτία για όλα! Τίποτα δεν θα είχε συμβεί αν δεν ήμουν τόσο χαζός άνθρωπος. Θεέ μου, σιχαίνομαι τον εαυτό μου! Με σιχαίνομαι! Τι σας έκανα; Γιατί να είμαι έτσι; Γιατί;>>.
Η Ραφαέλα πήγε κοντά του και τον φίλησε στο στόμα. Ένα υγρό, μακρόσυρτο φιλί, που του μιλούσε. Τον παρακαλούσε να ηρεμήσει. Τράβηξε τα χείλι της και του χαμογέλασε. Ο Λάμπρος χαμογελούσε και έκλαιγε ταυτόχρονα.
<<Όλα θα πάνε καλά αδερφέ, εμείς είμαστε εδώ.>>, του είπε ο Γιώργος και ένωσαν τις γροθιές τους.
<<Όλα θα πάνε καλά! Όλα θα πάνε καλά!>>, είπε ο Λάμπρος, περισσότερο για να πείσει τον εαυτό του.<<Μια νέα αρχή! Αυτό χρειαζόμαστε όλοι! Ξέρετε τι; Ας κάνουμε ένα πάρτι! Τι λέτε; Ραφαέλα, μπορείς να καλέσεις και τον φίλο σου από το κλαμπ αν θες.>>.
Η Ραφαέλα συνοφρυώθηκε.
<<Σε πειράζω.  Σας ζητώ συγγνώμη για όλα. Είστε η οικογένεια που ποτέ μου δεν ζήτησα. Σας είμαι αιώνια ευγνώμων. Δώστε μου ένα κινητό. Θέλω να πω στην μαμά και τον μπαμπά τα νέα! Ο γιος σας επανήλθε και θα συνεχίζει να σας τυραννάει εις τον αιώνα τον άπαντα, αμήν! Τι πάθαμε ρε και ακόμη δεν πατήσαμε τα εικοσιπέντε; Έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας! Ας είναι! Τώρα πρέπει να ξεμουχλιάσουμε. Ανοίξτε τα παράθυρα να μπει ο αέρας!>>

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...