Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

 



Έρχονται και φεύγουν 

Οι άνθρωποι

Από παντού, έτσι είναι.

Ειδικά όταν συμβαίνει στις ζωές μας Πονάει πολύ 

Ενώ εμείς θέλαμε να μείνουν

Ίσως και για πάντα-

Πονάει πολύ η καρδιά μέχρι να συνηθίσει.

Κάποιοι φεύγουν και ας είναι κοντά σου- απομακρύνονται.

Κάποιοι όμως

Και ας έχουν φύγει τελείως

Μένουν για πάντα

Χαραγμένοι μέσα 

Σου.

Η ανάμνηση τους μπορεί να ξεθωριάζει

Με το πέρασμα του χρόνου

Αλλά, ακόμα και ισχνή,

Παραμένει ανεξίτηλα χαραγμένο

Ένα σημάδι που άφησαν κάποτε

Καταλάθος ή επίτηδες-

Και το κουβαλάμε μαζί μας.

Δεν φεύγει ποτέ

Και πάντα θα υπάρχει 

Κάτι

Να μας τους 

Θυμίζει.

-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)



Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

 



... με λίγα έως καθόλου χρήματα στην άκρη και

Τα μάτια κόκκινα και γυαλισμένα και

Με ανεβασμένο το ηθικό και

Με την ελπίδα σαν λάβαρο υψωμένη-

Όσο περιμένω.

Και ο δρόμος είναι φωτισμένος

Με τα τεχνητά φώτα της πόλης που τόσο μας έχουν τυφλώσει και

Με τη μουσική να παίζει υπέροχα

Στα ακουστικά μου-

Όσο περιμένω.

Και πάλι φαντάζει όμορφο.

Πάλι φαντάζει υπέροχο.

Πάλι με τρομάζει και θέλω να τα παρατήσω.

Πάλι φαντάζει και

Δεν θα αλλάξει ποτέ,

Μέχρι να αλλάξει τελείως, μέχρι 

Τότε παραμένει

Η εικόνα στο μυαλό μου, από κάτι που ποτέ δεν έγινε, και όμως καθόρισε

Όλη την ζωή μου-

Όσο περιμένω.

Και η ευκαιρία χτυπάει το κουδούνι,

Σαν κάποιος παλιός συγκάτοικος 

Που ξέχασε τα κλειδιά του σπιτιού μας

Και ωστόσο παραμένει απ'έξω μπας και ανοίξω.

Μέχρι τότε

Τα δάκρυα θα μείνουν και

Μέχρι τότε

Δεν ξέρω τι άλλο

Να κάνω.

Τι σκατά 

Περιμένω 

Τόσο καιρό;

-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022




Όταν έφτασα στο σπίτι, η Ελπίδα είχε μαζέψει ήδη τα πράγματά της και είχε κάνει φραγή τον αριθμό μου, οπότε μάταια την καλούσα για πέντε λεπτά συνεχόμενα. Έκανα μια γύρα μέσα, να δω αν είχε σπάσει, αν είχε σκίσει, αν είχε κάνει το οτιδήποτε, αλλά ήταν όπως το είχα αφήσει, με εξαίρεση μια ντουλάπα που πλέον ήταν μισή. Είχα μέσα μου μια ελπίδα πως ίσως κάτι να άλλαζε στο μεταξύ, να είχε ηρεμήσει, να είχε ξεθυμάνει κάπως, μια μάταιη ελπίδα, σαν πληγωμένο ζώο που προχωράει ευθεία στο θάνατό του. Μετά μπήκα στο Facebook, στο Instagram- τίποτα... Με είχε μπλοκάρει παντού. Δεν ήξερα που ήταν, που θα πήγαινε, τι θα έκανε- ήταν λες και χάθηκε για πάντα.
<<Δεν θέλω να σε ξαναδώ!>> ήταν τα τελευταία λόγια της, με τρεμάμενη και πληγωμένη φωνή, πριν μου το κλείσει κατάμουτρα- τα τελευταία λόγια που μου είπε ποτέ.
Με την Ελπίδα γνωριστήκαμε μέσω κοινής παρέας. Ο φίλος μου ο Κώστας έβγαινε με την Ερμιόνη και εκείνη είχε φίλη την Ελπίδα και εγώ είμαι ο Αποστόλης και αποφάσισαν να βγούμε τετράδα, μιας και εγώ και η Ελπίδα ήμασταν ελεύθεροι. Ωστόσο, δεν ταιριάξαμε με την πρώτη. Ίσα- ίσα, η εντύπωση που της έκανα την πρώτη φορά που με είδε δεν ήταν η καλύτερη. Ο Κώστας μου έδωσε να καταλάβω τι θα παιζόταν και με έπιασε το άγχος μου, οπότε, είτε δεν μιλούσα πολύ, είτε έπαιρνα φόρα και δεν σταματούσα να λέω παπαριές. Αλλά μου είχε αρέσει η Ελπίδα. Κάτι πάνω της με τραβούσε, με μαγνήτιζε, με έκανε να θέλω να την γνωρίσω καλύτερα. Κατάφερα να πάρω το Instagram της και έριξα τα μούτρα μου προκειμένου να την πείσω να βγούμε ξανά, μόνοι μας αυτή την φορά. Δεν την πίεσα, δεν της έγινα κολλιτσίδα. Αργά και μεθοδικά έγιναν όλα, μου πήρε κοντά στον μήνα. Αλλά είχε επιτυχία. Στους πέντε μήνες αποφασίσαμε πως θα ήμασταν μαζί. Στον χρόνο είχαμε ήδη συγκατοικήσει- εκείνη είχε τελειώσει τις σπουδές της,  στη Νομική του ΑΠΘ, και εγώ είχα από καιρό πιάσει δουλειά σε μια διαφημιστική εταιρεία και κάπως τα έφερνα βόλτα, μπορούσα να με συντηρήσω, επιβιώνοντας ουσιαστικά, αλλά δεν με πείραζε. Η ζωή ακόμα δεν ήταν πανάκριβη, η Θεσσαλονίκη παρέμενε μεγάλη και χαώδης πόλη και τα έφερνα τσίμα-τσίμα βόλτα. Η Ελπίδα ήταν από την Άρτα, ήθελε, όμως, να μείνει στη Θεσσαλονίκη και να κάνει την πρακτική της εδώ. Έτσι, χωρίς να το σκεφτώ πολύ, της έκανα την πρόταση και εκείνη την δέχθηκε με χαρά. 
Ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της σχέσης μας.
Αλλά, όπως στις περισσότερες σχέσεις, κάποιες φορές κάτι συμβαίνει, κάτι που δεν του δίνεις απαραίτητα σημασία και τα πρώτα σύννεφα εμφανίζονται χωρίς να το καταλάβεις. Και, αν αργήσεις πολύ, ξεκινάει καταιγίδα και τα παρασέρνει όλα στο πέρασμά της, αργά ή γρήγορα. Δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο που το προκάλεσε αυτό το... κάτι. Εννοώ, αγαπιόμασταν. Περνούσαμε ωραία. Καταλαβαινόμασταν. Ήμασταν ερωτευμένοι. Δεν ξέρω τι έφταιγε... Οι μήνες που κυλούσαν; Η συγκατοίκηση; Μια μορφή ρουτίνας; Οι δυσκολίες της καθημερινότητας; Ήταν λες και έμπαινε κάτι ανάμεσα μας που προσπαθούσε να μας απομακρύνει. Και οι δύο το καταλαβαίναμε βαθιά μέσα μας, αλλά κάναμε τα στραβά μάτια, γιατί θεωρούσαμε πως θα περνούσε αναίμακτα. Τα συζητούσαμε όλα μεταξύ μας, όμως αυτό ήταν κάτι καινούργιο και για τους δύο, πέραν των δυνάμεων και των γνώσεων μας για να το προσδιορίσουμε επακριβώς. Και η κορύφωσή του δεν άργησε να έρθει και έφτασε απότομα, δύο χρόνια αφού τα φτιάξαμε. Ίσως αν μέναμε περισσότερο καιρό στο μεταβατικό στάδιο, αν το συζητούσαμε πιο διεξοδικά, εγώ να την είχα ακόμα στην αγκαλιά μου και αυτή να με είχε πιο βαθιά στην καρδιά της.
Ένα βράδυ ήταν αρκετό. Ούτε καν βράδυ, μερικές ώρες ήταν υπεραρκετές. Πάρτι του γραφείου μου, Χριστουγεννιάτικο. Μαλώσαμε με την Ελπίδα άσχημα, πρώτη φορά ίσως που μαλώναμε έτσι. Είναι αυτή η αφορμή που χρειάζεσαι, έστω υποσυνείδητα, για να ξεσπάσεις. Δεν ήθελε να πάει, όσο και να την παρακαλούσα. Για λίγο, απλά για να δώσω το παρόν, θέλω να έρθεις...τίποτα, δεν άκουγε τίποτα από όσα της έλεγα. Είχε μουλαρώσει. Και μετά μουλάρωσα και εγώ. Δεν της ζητούσα κάτι παράλογο, ίσα-ίσα, ένα ποτό και μετά θα φεύγαμε να βγούμε πουθενά αλλού. Κλείστηκε στο μπάνιο και δεν έλεγε να βγει. Και ένιωθα πολύ κουρασμένος για να επιμείνω, έτσι, αποφάσισα να πάω μόνος, να ξεσκάσω λίγο.
Το πάρτι γινόταν σε ένα μαγαζί στο κέντρο, κοντά στην Αριστοτέλους. Όταν μπήκα, είδα όλο το γραφείο, συν μερικούς ακόμη που δεν τους ήξερα. Αλλά τους τελευταίους τους συμπαθούσα ήδη  περισσότερο από τους πρώτους στην πλειοψηφία τους. Δούλευα με ένα μάτσο μαλάκες, δεν το κρύβω, αλλά μου άρεσε η δουλειά, οπότε τους έκανα υπομονή. Έτσι, αφού χαιρέτησα αρκετούς και το αφεντικό μου, πήγα στο μπαρ για να πιώ κάτι. Ζήτησα ουίσκι και το ήπια κατευθείαν. Ζήτησα ένα ακόμη και ένα ακόμη, άλλωστε δεν πλήρωνα εγώ, χέστηκα. Στο τέταρτο ηρέμησα και άρχισα να βλέπω τα πράγματα πιο ήρεμα. Χαμογέλασα και βγήκα έξω για να πάρω την Ελπίδα τηλέφωνο, να της ζητήσω συγγνώμη και αν είχε ακόμα όρεξη να βγούμε. Δύο κλήσεις, καμία απάντηση. Νευρίασα. Σπάστηκα. Ήπια και το τέταρτο ποτήρι και πήγα για πέμπτο. Είχα κάνει καλό κεφάλι. 
Σε μια γωνία, καθόταν μια ασκούμενη που είχαμε με μια φίλη της. Την έλεγαν Μαρία. Όχι η πιο όμορφη κοπέλα, αλλά είχε κάτι πάνω της που σε μαγνήτιζε, μια αύρα διαφορετική. Καταλάβαινες πως είχε προσωπικότητα. Ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους εκεί μέσα που μπορούσα να ανταλλάξω δύο κουβέντες της προκοπής. Οπότε την πλησίασα, με σύστησε στην φίλη της και αρχίσαμε να μιλάμε. Επειδή είχα πιει, ένιωθα πιο ελεύθερος και της μιλούσα χωρίς να με νοιάζει ιδιαίτερα. Κάποια στιγμή, κάτι ψιθύρισαν με την φίλη της, η οποία λίγα δευτερόλεπτα μετά μου είπε χαμογελώντας οτι είχε κανονίσει και αλλού και έπρεπε να φύγει, οπότε έμεινα εγώ με την Μαρία μόνο. Συνεχίσαμε να μιλάμε, να γελάμε και φτάσαμε στο σημείο να καυλαντίζουμε. Κάτι μέσα μου με παρακαλούσε να σταματήσω και να πάω σπίτι, αλλά ένα άλλο κομμάτι με κρατούσε εκεί, εκείνο που σου λέει πως οι άλλοι φταίνε, όχι εσύ, εσύ ζήσε την ζωή σου και μην σε νοιάζει. 
Δεν έχω ιδέα πόση ώρα μιλούσαμε. Κάποια στιγμή της είπα πως πρέπει να πάω τουαλέτα και εκείνη μου έκλεισε το μάτι και μου είπε πως ήθελε να πάει και αυτή. 
Και πήγαμε μαζί.
Και βγήκαμε μαζί.
Και η Ελπίδα είχε λίγη ώρα που έφτασε στο πάρτι και με έψαχνε, μάλλον γιατί είχε ηρεμήσει.
Και μας είδε να βγαίνουμε μαζί από την τουαλέτα.
Και κατάλαβε την έκφραση στο πρόσωπό μου.
Και έφυγε τρέχοντας και κλαίγοντας.
Και εγώ έμεινα μαλάκας.
Και την πήρα τηλέφωνο να της εξηγήσω- τι;
Και μου είπε πως δεν ήθελε να με ξαναδεί.
Και αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της.
Και τότε κατάλαβα πόσο βάρος κουβαλάνε οι λέξεις μέσα τους.
Και τώρα;Τι;
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)






Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

 



Εγώ θα τα πάρω πάλι πίσω,

Όσα μας λείπουν, όσα μας στέρησαν, όσα χάσαμε εξαιτίας μας και πολλά ακόμα.

Δεν είμαι αχόρταγος, απλά υπάρχει ένα κενό που πρέπει να καλυφθεί.

Ακόμα δεν μπορώ, όμως, το προσπαθώ , μαζεύω δυνάμεις, κάνω κινήσεις για να-

Αλλά θα μαζέψω και θα τα 

Πάρω πίσω .

Μην ανησυχείς-

Ο ήλιος έπεσε, αλλά δεν ανέβηκε ακόμα.

Θα τα πάρω πίσω, να μην σου λείψει τίποτα.

Ακόμα και αν στερηθώ εγώ, αλλά όχι ακόμα, δεν μπορώ τώρα, προετοιμάζω το έδαφος-

Τώρα στερούμαι πολλά ακόμα, θελω να το χαρώ πρώτα εγώ λίγο, προετοιμάζομαι, τώρα ακόμα παλεύω για τα αυτονόητα, δώσε μου λίγο χρόνο-

Στο υπόσχομαι-

Κάποια μέρα

Θα τα καταφέρω.

- Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)


  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...