Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022




Είχα να πάω πολλά χρόνια στο σπίτι μου- από όταν έπαψα να το λέω ''πατρικό μου''. Από όταν ήμουν 20, κοντά στα δέκα χρόνια πέρασαν, πώς περνάει έτσι ο χρόνος. Όταν έφτασα απ' έξω, κοντοστάθηκα πίσω από τη νοητή γραμμή που ήταν η καγκελόπορτα και χώριζε τον δρόμο από την αυλή του σπιτιού μου. Την άνοιξα, σήκωσα το δεξί μου πόδι και το κατέβασα πάλι. Κάτι με κρατούσε πίσω, μου έλεγε να μην προχωρήσω. Ωστόσο, πήρα μια βαθιά ανάσα, πέρασα μέσα στην αυλή και κοίταξα γύρω μου. Αν μισοέκλεινα τα μάτια μου, μπορούσα να δω τα πάντα με την φαντασία μου, όπως ήταν κάποτε -και όπως θα έπρεπε να είναι. Οι αναμνήσεις με κατέκλυσαν, έτσι βγήκα πάλι έξω και ακούμπησα το αριστερό μου χέρι στην τεράστια καρυδιά που υπάρχει έξω από το σπίτι, για να μην πέσω κάτω. Ήταν η μόνη που μου φάνηκε πως είχε παραμείνει ανέγγιχτη στο πέρασμα του χρόνου. Άρχισα να χαϊδεύω τον κορμό, όταν μια φωνή με έκανε να γυρίσω το κεφάλι μου και <<Χρειάζεστε κάτι;>> με ρώτησε. Την αναγνώρισα με ευκολία, ήταν η θεία Μαίρη με μια σκάφη γεμάτη ρούχα στα χέρια της, η γειτόνισσα, εμφανώς γερασμένη πια. Τα άλλοτε μαύρα, κοντά, κατσαρά μαλλιά της είχαν παραδώσει της θέση τους σε άσπρα και μακριά μαλλιά. Κατά τα άλλα, ήταν ίδια. 
<<Γεια σου Θεία! Ο Γιώργος είμαι... Ο Γιωργάκης!>>, της είπα, σηκώνοντας το αριστερό μου χέρι και κουνώντας το.
Εστίασε για λίγο το βλέμμα της πάνω μου και χαμογέλασε.
<<Γιωργάκη εσύ είσαι; Καλώς ήρθες!>>
<<Ναι ,θεία, εγώ>>.
<<Πόσο καιρό έχεις να φανείς;>>.
<<Αρκετό νομίζω. Χαχαχα. Εσείς τι κάνετε;>>
<<Τι να κάνουμε παλικάρι μου...Προσπαθούμε να τα βγάλουμε πέρα με δυο συντάξεις. Κατά τα άλλα, ξέρεις πως είναι η ζωή στο χωριό. Ήρεμη. Δεν κάνουμε και πολλά. Εσύ που χάθηκες;>>
<<Από εδώ και από εκεί, θεία. Έπιασα δουλειά στη Θεσσαλονίκη και είπα να έρθω μια βόλτα από το χωριό>>.
<<Κατάλαβα...Καλά έκανες, να δούμε και κανένα φρέσκο πρόσωπο...Και ζωή σε λόγου σας, παλικάρι μου, να την θυμάστε πάντα! Και τον πατ->>
<<Να' σαι καλά, θεία. Σε χαιρετώ, πάω μέσα!>>
Δεν ήθελα να συνεχίσω άλλο την κουβέντα, για να μην ειπωθεί κάτι που θα μου χαλούσε την διάθεση. Ωστόσο, ενώ γύριζα την πλάτη, η θεία Μαίρη συμπλήρωσε κάτι τελευταίο.
<<Η καρυδιά έγινε ωραία. Μεγάλωσε. Την ποτίζω όποτε μπορώ... Της άρεσε πολύ. Στεκόταν με το χέρι πάνω και κοιτούσε το δρόμο>>.
Όσο μιλούσε, θα της φαινόταν σα να είχα βάλει το χέρι στην τσέπη και να έψαχνα τα κλειδιά. Πράγματι, είχα βάλει το χέρι στην τσέπη και κρατούσα τα κλειδιά που μου είχε δώσει ο αδερφός μου, ο Λάζαρος, αλλά δεν έκανα κάτι παραπάνω. Δάγκωνα τα χείλη μου με γυρισμένη την πλάτη και απλά στεκόμουν. Όταν άκουσα την πόρτα της θείας Μαίρης να κλείνει, πήρα μια βαθιά ανάσα, έβγαλα τα κλειδιά από την τσέπη και ξεκλείδωσα την πόρτα.
Σκόνη. Κλεισούρα. Ηρεμία. Υγρασία -βήματα; ποντικός;-, 
σα να είχε παγώσει ο χρόνος, αλλά η κάψουλα να μην είχε διατηρηθεί καλά. Έκανα να ανοίξω τον διακόπτη, μάταια. Σίγουρα έκοψαν το ρεύμα, σκέφτηκα. Σίγουρα έκοψαν τα πάντα σε ένα σπίτι που το κατοικούν φαντάσματα μόνο. Οπότε, άνοιξα το φακό του κινητού μου και περιπλανήθηκα. Πέρασα από όλα τα δωμάτια. Τελευταίο άφησα το δικό μου. Το γραφείο μου ήταν άδειο, εκτός από μια εικόνα της Παναγίας πάνω του. Οι κουρτίνες κλειστές. Ωστόσο, η ντουλάπα ήταν γεμάτη με όσα ρούχα είχα αφήσει. Και το κρεβάτι στρωμένο. Χάιδεψα απαλά το σεντόνι με το αριστερό μου χέρι και ξάπλωσα πάνω- σα να μην πέρασε μια μέρα-,
γρήγορα, όμως, σηκώθηκα και περπάτησα με αργά και ήσυχα βήματα, λες και φοβόμουν μην ξυπνήσω κανέναν. Μα οι νεκροί είναι για πάντα ξύπνιοι, ακόμα και στον αιώνιο ύπνο τους. Οι ψυχές τους τουλάχιστον.
Στο σαλόνι κοντοστάθηκα μπροστά από ένα έπιπλο που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο, δίπλα από την τηλεόραση. Είχε μερικές φωτογραφίες μας. Σε μια ήμουν εγώ. Σε μια άλλη ο αδερφός μου. Σε άλλη μια οι γονείς μου και σε μια τελευταία όλοι μαζί. Τις έπιασα όλες και τελευταία την οικογενειακή. Ένα δάκρυ έπεσε πάνω της και <<Καλωσήρθες!>> ακούστηκε μια φωνή από πίσω μου. Έκανα να γυρίσω, αλλά πάγωσα. Η φωνή ήταν γνώριμη, μια απαλή, γλυκιά φωνή γεμάτη δυστυχία και χαρά.
<<Γε-...Γεια σου μητέρα. Τι κάνεις;>> απάντησα.
<<Καλά είμαι αγόρι μου. Εσύ;>>
<<Καλά και εγώ>>
<<Πως και από εδώ;>>
<<Είχα καιρό να έρθω. Είπα να περάσω>>.
<<Πολύ καιρό. Μας έλειψες. Ούτε που θυμάμαι πόσο καιρό έχουμε να μιλήσουμε>>.
<<Ήμουν... είχα δουλειές και...>>.
<<Πως είσαι;>>
<<Καλά μητέρα. Προσπαθώ. Εσείς τι κάνετε;>>.
<<Τίποτα. Νέκρα. Χαχαχα. Πλάκα κάνω>>.
<<Έγινες και αστεία στα γεράματα. Χαχαχαχα>>.
<< Πάντα ήμουν...>>
Για λίγο έπεσε σιωπή, λες και κόπηκε η γραμμή ανάμεσα στους δύο κόσμους. 
<<Μου έλειψες, Γιώργο!>>.
<<Και εμένα μου έλειψες μητέρα...>>
<<Και στον μπαμπά σου έλειψες, να το ξέρεις>>.
<<Σίγουρα! Ο μπαμπάς πρέπει να έκλαιγε κάθε μέρα με μαύρο δάκρυ!>>
<<Γιατί ειρωνεύεσαι; Εγώ σου λέω πως->>
<<Και εγώ σου λέω πως καλά να πάθει! Του έγινε μάθημα του κωλόγερου!>>
<<Μην μιλάς έτσι για τον πατέρα σου!>>
<<ΝΑ ΜΗΝ ΜΙΛ->>
Βάρεσα με δύναμη την φωτογραφία κάτω και τότε ένιωσα πως χάθηκε κάτι μέσα στο δωμάτιο. Την σήκωσα και είδα πως ράγισε. Με έπιασε μια μικρή αναστάτωση. Σάλιωσα τον αντίχειρά μου και άρχισα να τρίβω το ράγισμα στο γυαλί.
<<Μαμά; Μαμά, είσαι εδώ;>>.
<<Μην το ξανακάνεις αυτό, σε παρακαλώ! Είναι κειμήλια αυτά!>>
<<Συγγνώμη... Νευρίασα... Με αδικείς;>>
<<Όχι. Και λυπάμαι πολύ για ό,τι έγινε. Μακάρι να μην είχε συμβεί...>>.
<<Εγώ λυπάμαι περισσότερο. Τώρα που μεγάλωσα λίγο παραπάνω και έμαθα κάπως καλύτερα τον κόσμο, καταλαβαίνω γιατί ο μπαμπάς αντέδρασε έτσι εκείνη τη μέρα. Το να μαθαίνεις οτι ο γιος σου, ο πρωτότοκος, το παλικάρι σου είναι πούστης, ε αυτό παραπάει πια!>>
<<Αυτό που ήθελ->>.
<<Ό,τι και να ήθελε, αυτά που άκουσα δεν μπορεί να το πάρει πίσω. Δεν τον συγχώρησα ποτέ και το κατάλαβες! Δεν του κρατάω πλέον κακία, έχω συμφιλιωθεί με το παρελθόν μου. Μονάχα να ήμουν πιο ώριμος τότε, να τον αντιμετώπιζα πρόσωπο με πρόσωπο. Έφυγα από το σπίτι για δέκα ολόκληρα χρόνια... Εξαιτίας του! Και την πληρώσατε εσύ και ο Λάζαρος>>.
<<Μόνο από αυτόν μαθαίναμε τα νέα σου. Προσπαθούσε να σε φέρει πάλι κοντά μας, αλλά μάταια. Κάθε μέρα περιμέναμε τηλεφώνημα. Περιμέναμε πως θα ερχόσουν πάλι πίσω. Δεν μπορείς να καταλάβεις τι καημός είναι αυτός για μια μάνα, να χάνει έτσι το παιδί της, γνωρίζοντας πως είναι ζωντανό. Γνωρίζοντας πως μπορούσε να μιλήσει τότε και να αποτρέψει την κατάσταση, αλλά φοβήθηκε να το κάνει. Καλύτερα να πέθαινα τότε>>.
<<Πέθανες τώρα όμως. Και ήσουν κούκλα στην φωτογραφία στον τάφο>>.
<<Αυτό θα έπρεπε να με κάνει να νιώθω καλύτερα;>>.
<<Δεν ξέρω...>>.
<<Ο μπαμπάς σου πέθανε πριν δύο χρόνια. Και το ήξερες. Γιατί δεν ήρθες έστω τότε; Γιατί να φύγω με αυτό το παράπονο; Γιατί; Γιατί δεν ήρθες στην κηδεία μου;>>
<<Ήταν... Ένιωθα τύψεις. Ντρεπόμουν. Μετά από όλα όσα έγιναν, πώς θα μπορούσα να σε αντικρύσω;>>.
<<Μάνα σου είμαι, Γιώργο. Μάνα σου ήμουν. Τι νόμιζες;>>
Τότε, ένιωσα κάτι να με ακουμπάει από πίσω και σαν δύο χέρια να με αγκαλιάζουν. Δάγκωσα τα χείλη μου, αλλά δεν κατάφερα να συγκρατήσω τα δάκρυα.
<<Συγγνώμη ρε μαμά! Συγγνώμη! Μου έλειψες ρε μαμά! Τουλάχιστον με αγαπάς ακόμα; Δεν σε απογοήτευσα εσένα, έτσι μαμά;>>
<<Μην είσαι χαζός. Θα συνέχιζα να σε αγαπάω, ακόμα και αν με σκότωνες. Να προσέχεις παλικάρι μου. Σε αγαπάω!>>
<<Και εγώ μαμά... Ε, μαμά;>>
<<Έλα, γιε μου...>>.
<<Δώσε χαιρετίσματα και στον μπαμπά εντάξει; Πες του οτι κάποια μέρα θα τον συναντήσω ξανά και θα τον αγκαλιάσω. Εντάξει;....Μαμά;>>
Γύρισα απότομα, να αγκαλιάσω αυτό που νόμιζα πως υπήρχε, αλλά παντού μόνο το σκοτάδι.
<<Μαμά; ΜΑΜΑ;>>
Και πάλι σιγή... Πάλι μόνος μου...Έπεσα στα γόνατα μου, αγκαλιάζοντας την φωτογραφία. Τουλάχιστον εκεί ήταν παγωμένη στο χρόνο μια στιγμή με χαμόγελα, μια στιγμή που όλοι ήμασταν ευτυχισμένοι.
Σηκώθηκα πάνω και σκούπισα τα δάκρυά μου με την ανάποδη της αριστερής μου παλάμης, κρατώντας σφιχτά την φωτογραφία πάνω μου. Και έτσι, κρατώντας σφιχτά την φωτογραφία, πήγα πάλι στο δωμάτιο μου, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και έκλεισα τα μάτια, με το σαγόνι μου να τρέμει ακόμα,  μουρμουρίζοντας τραγούδια που μου τραγουδούσαν όταν ήμουν μικρός για να με νανουρίσουν.

Φεγγαράκι μου λαμπρό....Φέγγε μου να περπατώ....να μαθαίνω γράμματα....

-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)




Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

 



Δεν συνειδητοποίησα από νωρίς -

Γι'αυτό ταλαιπωρήθηκα.

Μια φούσκα, όλο και άνοιγε μια φούσκα,

Αλλά πουθενά καρφιά μυτερά να τη σπάσω,

Και εγώ νόμιζα πως θα μπορούσα με όσα είχα να-

Μητέρα!, Πατέρα!, Ευτυχισμένη οικογενειακή ημέρα, και ίσως οι αμαρτίες σας ήταν τόσο μεγάλες,

Γι'αυτο-, όχι...όχι,

Όχι....

ΟΧΙ!

Αρνούμαι να το υπομείνω άλλο.

Αρνούμαι να παριστάνω το αρνί-

Πρέπει κάποτε να εμφανίσω το λιοντάρι.

Πρέπει να εμφανίσω κάποτε το-,

Και συχνά η ίδια προσευχή,

Να μην καταλήξω 

Ένας ακόμα ανώνυμος τρελός,

Να μην έρθει μια μέρα

Που θα βαρέσω το κεφάλι μου κάπου τόσο δυνατά και θα σπάσω το φράγμα του εγώ μου

Και θα μετατραπω έτσι εξ' ολοκλήρου 

Σε κάτι άλλο,

Αυτό που προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις να αποφύγω

Τόσο καιρό-

Η ίδια προσευχή,

Να μην κοιτάξω κάτω από τη γέφυρα

Και φύγει η υψοφοβία μου 

για λίγο.

- Θεόδωρος Ορφανίδης ( Ο.Γ.Θ.)

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

 



Πολύ θάνατος μέσα σου που δεν τον άξιζες

Και ας έβαλες και εσύ το χεράκι σου.

Πολλές δικαιολογίες που θα μπορούσες να είχες αποφύγει πιο εύκολα 

Αν είχες τη δύναμη να αντιμετωπίσεις πιο συχνά 

Την πραγματικότητα-

Και τώρα θα κοιμόσουν καλύτερα.

Βρήκες μια άσπρη τρίχα στα μαλλιά και πέρασαν αυτόματα μπροστά από τα μάτια σου 

Όλα τα χρόνια που δεν μπορείς 

Να πάρεις πίσω.

Κάτι λίγο από εδώ και κάτι λίγο από εκεί

Δώσανε τροφή στο τέρας που υπάρχει μέσα σου -

Γιατί ακόμα και το λίγο αρκεί.

Και όταν ξυπνάς το πρωί

Κάνεις μια κίνηση, έτσι,για να πιάσεις

Ένα χέρι που δεν υπάρχει,

Για να ακούσεις το όνομα σου να το ψιθυρίζουν δυο χείλη

Που βρίσκονται αλλού-

Γιατι ήταν πιο εύκολο να το φανταστείς.

Και το μεγαλύτερο μαρτύριο δεν είναι

Ο σταυρός 

Πάνω στον οποίο έχεις καρφωθεί-

Είναι που με τον καιρό συνήθισες

Τα καρφιά του

Και τώρα το αίμα στάζει

Γλυκο.

-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)





Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022




Δεν είχε περάσει μεγάλο διάστημα από εκείνο τον καιρό που ήθελα απλά να ξεφύγω από τα πάντα, να εξαφανιστώ από παντού και από όλους. Αλλά ήταν σα να υπήρχε κάτι, μια αόρατη αλυσίδα, που με κρατούσε πίσω. Είχα την αίσθηση πως ξαναζώ τα ίδια πράγματα δεύτερη και τρίτη φορά. Δεν ήμουν τρελός, αν και πίστευα από πάντα πως η τρέλα είναι κάτι το οποίο δεν κάνει διαχωρισμούς και μπορεί να πέσεις θύμα της χωρίς λόγο και αιτία. Δεν ξέρω, με τον ανθρώπινο εγκέφαλο ποτέ δεν μπορείς να βγάλεις άκρη. Πόσο μάλλον με μια πληγωμένη καρδιά.
Κάθε πρωί, πριν πάω στη δουλειά, παίρνω έναν καφέ από έναν φούρνο που βρίσκεται στο δρόμο μου.  Δεν είναι πως τα μάτια της πωλήτριας μου την θύμισαν ή καμιά τέτοια πίπα, μακάρι να ήταν αυτό. Απλά, όταν βγήκα από το μαγαζί, σηκώνοντας το βλέμμα μου από το κινητό, αφού άλλαξα το κομμάτι στο Spotify, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως στεκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο, σε σημείο, όμως, που να μην μπορώ να διακρίνω καθαρά αν ήταν η Ελένη. Το ίδιο συνέβη και την επόμενη μέρα. Και για καμιά βδομάδα σερί. Πέρασε ένας μήνας από όταν είχαμε χωρίσει, σκέφτηκα, γιατί τώρα;

Everybody just wants to be free...

Συνέβη περίπου μια βδομάδα μετά, ένα απόγευμα Παρασκευής. Η μορφή της είχε πάψει να εμφανίζεται τα πρωινά και, παρόλο που την σκέφτηκα για κάνα δυο μέρες ακόμα, μετά έσβησε. Είχα μόλις γυρίσει σπίτι από τη δουλειά. Δεν σκόπευα να βγω έξω το βράδυ, ήθελα απλά να αράξω σπίτι, να πιώ τις μπύρες μου και να ηρεμήσω. Στην είσοδο της πολυκατοικίας μου, ωστόσο, η μορφή ,που μέχρι τότε την θεωρούσα παιχνίδι της φαντασίας μου, πήρε σάρκα και οστά και με περίμενε με ένα τσιγάρο στο χέρι της. Όταν με είδε, το πέταξε κάτω και το πάτησε με την άκρη του αριστερού της παπουτσιού. Για ένα δευτερόλεπτο πάγωσα και στραβοκατάπια, πριν συνεχίσω να προχωράω. Όταν έφτασα κοντά της, μου έσκασε ένα γλυκόπικρο και άβολο χαμόγελο. Ανταπέδωσα αλλά δεν είπα κάτι. Δεν είχα να πω κάτι, αλλά και να είχα, δεν μπορούσα να το εκφράσω. Άλλωστε, είχαμε να βρεθούμε πάρα πολύ καιρό. Οπότε, σταθήκαμε και οι δύο σιωπηλοί, εγώ με τα κλειδιά στο χέρι και εκείνη με τα χέρια πίσω στην πλάτη της, κοιτάζοντάς με στα μάτια, κουνώντας χαριτωμένα την λεκάνη της, σα να χόρευε βαλς. Επειδή ήξερα τι έκανε, είχε αρχίσει να μου την δίνει και μίλησα πρώτος.
<<Γεια σου Ελένη, τι κάνεις;>>
<<Καλά είμαι Τάσο, εσύ;>>
<<Καλά και εγώ... >>
<<Χαίρομαι....>>
<<Καλά κάνεις. Έγινε κάτι; Ξέχασες τίποτα μήπως;>>
<<Όχι μωρέ...μια βόλτα περνούσα από εδώ και με πέτυχες...>>
Μου ήρθε η παρόρμηση να μπω μέσα, να κλείσω την πόρτα στα μούτρα της και να γίνουν μπλε.
<<Καλώς. Ανεβαίνω εγώ τώρα. Χάρηκα που τα είπαμ->>.
<<Βασικά...Μπορώ να ανέβω και εγώ;>>
Η παρόρμηση....Αλλά το παρελθόν είναι κάτι που δεν ξεχνάς εύκολα,  τα καλά και τα άσχημα του και η καρδιά είναι κάτι που δεν ξεχνάει, ούτε τα καλά, ούτε τα άσχημα. 
<<Έλα. Ανέβα>>.

There's a light in your eyes...

Κάθισε στον καναπέ και εγώ τακτοποίησα τα πράγματα μου. Άλλαξα ρούχα για να είμαι πιο άνετος και πήγα στο σαλόνι. Είχε ήδη ανάψει τσιγάρο και την ρώτησα αν ήθελε τίποτα. Η βασίλισσα Ελισάβετ.
<<Έχεις τίποτα να πιούμε; Θα ήθελα κάτι να πιώ τώρα>>.
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι και πήγα στην κουζίνα. Έβγαλα δύο ποτήρια, τα γέμισα με πάγο, πήγα στο ψυγείο,  έβγαλα ένα ανοιχτό μπουκάλι τζιν και τα πήγα μέσα. Έπρεπε να πιώ κάτι.
<<Δεν έχω τόνικ>>.
<<Δεν πειράζει>>.
Γέμισα τα δύο ποτήρια και της έδωσα το ένα. Έκανε να τσουγκρίσουμε, αλλά το είχα φέρει ήδη στο στόμα μου. Τα νεύρα μου ήταν τσιτωμένα. Σκεφτόμουν, γάμα όλα τα άλλα, δικαιούμαι μια απλή, γαμημένη Παρασκευούλα για να χαλαρώσω, αλλά όχι, δεν γίνεται, για εμάς τους απλούς, συνηθισμένους ανθρώπους σπάνια γίνεται κάτι τη στιγμή που το θέλουμε.
<<Λοιπόν;>> την ρώτησα. 
<<Χμ;>>.
<<Τι χμ; Δεν ήσουν τυχαία από κάτω. Δεν σε ξέρω από χθες. Τι θέλεις;>>
Ήπιε μια μεγάλη γουλιά και έφερε το τσιγάρο στα χείλη της. Λένε πως μια γυναίκα δεν την χτυπάς, αλλά η αλήθεια είναι πως υπάρχουν πολλοί λόγοι για να το κάνεις, απλά δεν είσαι μαλάκας. Ήθελα να σηκωθώ και να φωνάξω, να αρχίσω να πετάω πράγματα, να... Αλλά ήμουν πολύ κουρασμένος, πολύ τσακισμένος. Έτσι, μίλησα ήρεμα.
<<Κοίτα, πριν λίγο ήρθα από την δουλειά και δεν έχω πολύ υπομονή. Πες μου τι θέλεις, αλλιώς πιες το ποτό σου, κάνε το τσιγάρο σου και φύγε>>.
Σοβάρεψε. Βολεύτηκε καλύτερα στον καναπέ και με κοίταξε στα μάτια.
<<Δίκιο έχεις. Δεν ήρθα τυχαία. Ήθελα να μιλήσουμε>>.
<<Τώρα κάτι γίνεται>>.
<<Νομίζω πως είμαι έτοιμη...>>
<<Για ποιο πρά->>.
<<Για εμάς τους δύο!>>
Ένα βουητό... Απόλυτη σιωπή, το στόμα άνοιξε για να ξανακλείσει. Ήπια μια γουλιά και συνέχιζα να την κοιτάζω.
<<Εσύ...εσύ μου το είχες πει, όταν βάλω σε τάξη το κεφάλι μου, να έρθω να σε βρω>>.
Άφησα το ποτήρι στο τραπέζι.
<<Σου είχα πει να μιλήσουμε, όχι να έρθεις!>>
<<Τι σημασία έχει; Δεν μιλάμε τώρα; Είμαι εδώ και είσαι εδώ και μπορούμε πάλι να έχουμε->>
<<Αυτό που κατέστρεψες;>>
<<Πως;>>
<<Αυτό που γάμησες; Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω αλλιώς. Αυτό που , τουλάχιστον στο κεφάλι μου, είχε αρχίσει να χτίζεται τόσο ωραία και εσύ απλά ξύπνησες ένα πρωί και το ίδιο βράδυ το γάμησες. Ή θυμάμαι λάθος; Διόρθωσε με αν κάνω λάθος!>>
<<Εγώ-. Εσύ είπες πως->>
<<Ήμουν ερωτευμένος και μου ράγισες την καρδιά! Προφανώς! Τι άλλο περίμενες να πω; Ε;>>
Κόμπιασε.
<<Δεν είναι αργά! Δεν είναι αργά για να->>
Χτύπησα τις παλάμες μου πάνω στα μπούτια μου.
<<Όχι... Είναι αργά. Για ένα χρόνο έκανα τα πάντα...Κυριολεκτικά τα πάντα για σένα! Και δεν το μετανιώνω. Αν το μετάνιωνα, δεν θα σε άφηνα καν να μπεις μέσα. Μονάχα ένα πράγμα ζήτησα, να είσαι εδώ όσο ήμασταν μαζί και εσύ ήσουν... αλλού. Το κεφάλι σου ήταν αλλού>>.
Ήρθε πιο κοντά μου.
<<Με άφησες να μπω , όμως. Και έφερες και το μπουκάλι. Θα μπορούσες να... παραδέξου το, ακόμα νιώθεις κάτι! Και εγώ νιώθω κάτι. Δεν το βλέπεις; Δεν το βλέπεις;>>
<<Το έβλεπα... Γαμώ το σπίτι μου, το έβλεπα και ανυπομονούσα! Και έλεγες το ένα και το άλλο και το διαφορετικό και τελικά τι έκανες; Ήμουν δίπλα σου σε κάθε στιγμή, εκεί για σένα όποτε ήθελες ένα στήριγμα, όταν ήθελες ένα-,  ΕΙΠΕΣ ΟΤΙ ΗΜ-... Α! Για το θεό, Ελένη! Όλα... έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα και παραπάνω και εσύ τι έκανες; Αποφάσισες να φύγεις. Να τα αφήσεις όλα, επειδή...Επειδή... Δεν αξίζει... Δεν αξίζει, όχι δεν αξίζει! Θα μπορούσες να...θα μπορούσες να... Και μετά, αφού με χώρισες, γιατί εσύ με χώρισες και μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό, με ζάλιζες ένα ολόκληρο μήνα στα τηλέφωνα, να μιλάμε λες και τίποτα δεν είχε συμβεί, λες και ήμασταν φιλαράκια και εγώ έκανα απλά τον μαλάκα γιατί ακόμα ένιωθα πράγματα, ακόμα ήλπιζα σε κάτι. Και εσύ εκμεταλλευόσουν αυτό το κάτι, γιατί μέσα σου έκαιγες. Γιατί μέσα σου κατάλαβες το λάθος σου και όταν το παραδέχθηκες στον ίδιο σου τον εαυτό, καταστράφηκες. Εγώ ήθελα να σε βοηθήσω να βάλεις σε μια τάξη το μέσα σου. Και εσύ μου το ζητούσες χωρίς να μου το πεις, το έβλεπα στα μάτια σου. Αλλά συνέχιζες να το βάζεις στα τέσσερα. Αλλά κάποτε έπρεπε να σκεφτώ και το καλό μου. Και τώρα που είσαι καλά, ήρθες. Η βασίλισσα  Ελένη να είναι καλά, οι άλλοι δεν μας νοιάζει>>.
Πάγωσε. Κατάλαβα πως είχε ετοιμαστεί μέσα της για κάθε ενδεχόμενο, αλλά όχι γι' αυτό. Έτσι, απλά έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει, σαν απελπισμένο ζώο που μάχεται για τη ζωή του λίγο πριν το φάνε. Για λίγο το παρελθόν μου άνοιξε μια πόρτα που άρχισε να σκουριάζει. Φιληθήκαμε με γλώσσα και μου έβγαλε την μπλούζα. Μα τελικά, με όση δύναμη είχα, έκλεισα την πόρτα. Σηκώθηκα όρθιος και άρχισα να τρίβω το κεφάλι μου.
<<Όχι. Δεν θα-, όχι. Μην το κάνεις αυτό. Μην με εκμεταλλεύεσαι όποτε έχεις ανάγκη. Σε παρακαλώ, φύγε...>>
<<Τάσο, εγώ->>.
<<ΦΥΓΕ! Σε παρακαλώ, φύγε! Δεν καταλαβαίνεις; Είμαι καλά τώρα. Είμαι καλά τώρα...>>
Σηκώθηκε, στάθηκε για λίγο, με κοίταξε και έφυγε. Όταν απέμεινα μόνος, άρχισα να περπατάω πάνω- κάτω στο σαλόνι. Ήπια κούπα το ποτήρι μου, το ξαναγέμισα και το ξαναήπια. Δάκρυα τρέχαν από τα μάτια μου. Δάγκωσα ένα μαξιλάρι και άρχισα να ουρλιάζω. Πλέον δεν μπορούσα να μείνω σπίτι. Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω σπίτι. Ήθελα να μιλήσω σε κάποιον. Να τα πω σε κάποιον να φύγουν από μέσα μου. Οπότε, έστειλα ένα μήνυμα στην ομαδική που είχα με τους φίλους μου, έστω και ένας, ας απαντούσε, έστω και ένας, ας απαντούσε, έστω ένας, θέλω να βγω έξω, θέλω να βγω έξω!
Ευτυχώς δεν άργησαν να απαντήσουν. 
Κανονίσαμε ώρα και μέρος  και άφησα το κινητό κάτω. Ήπια ακόμα ένα ποτήρι και, σκουπίζοντας τα μάτια με τα δάχτυλά μου , πήγα στο μπάνιο.

Look on down from the bridge
I'm still waiting for you...

-Θεόδωρος Ορφανίδης(Ο.Γ.Θ.)

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...