Κυριακή 26 Μαρτίου 2023




Όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ανοίξει το αέριο, που θα το άφηνε έτσι για καμιά ώρα περίπου, μέχρι εκείνος να φύγει για την δουλειά και εκείνη να πέσει για ύπνο. Έκανε αρκετό κρύο και ο βασικός λόγος ήταν πως δεν ήθελαν να παγώσουν οι σωλήνες. Για τους ίδιους δεν τους ένοιαζε τόσο, στην ανάγκη φορούσαν δύο στρώσεις ρούχων για να ζεσταθούν. Τώρα, εκείνος, που τον έλεγαν Φώτη, είχε ξυπνήσει πριν λίγη ώρα, ήταν στο μπάνιο και έπλενε τα δόντια του. Εκείνη, που την έλεγαν Αναστασία, μα όλοι την φώναζαν Νατάσα, έφτιαχνε καφέδες. Ήταν 6:30 το πρωί. Σε μία ώρα περίπου ο Φώτης θα έφευγε για την δουλειά του, ενώ η Νατάσα δεν είχε πολύ ώρα που είχε γυρίσει από την δική της. 
Ο Φώτης βγήκε από το μπάνιο και πήγε στην κουζίνα, τη στιγμή που η Νατάσα έβγαζε δύο κούπες από το ντουλάπι. Πήγε και την αγκάλιασε από πίσω και την φίλησε δεξιά στο λαιμό.
<<Πως πήγε απόψε;>> την ρώτησε σχεδόν ψιθυριστά.
<<Εκτός από έναν τυπά που μου έγινε κολλιτσίδα, καλά πήγε. Καλημέρα>>.
<<Και που να σε έβλεπε έτσι ντυμένη, σαν άστεγη, θα του έτρεχαν τα σάλια! Καλημέρα>>.
Γέλασαν. Ο Φώτης την άφησε και άνοιξε το ψυγείο.
<<Μμμμμ...Γάλα με βρώμη και σήμερα!>>
<<Θα πάω στο μάρκετ όταν ξυπνήσω. Ο Λάμπης μου έδωσε το ρεπό που του ζήτησα>>.
<<Καλά έκανε. Σου χρειάζεται λίγη ξεκούραση, σε έβαλε να δουλεύεις κάθε μέρα αυτό τον μήνα>>.
<<Εγώ του το ζήτησα, αγάπη, μην το ξεχνάς!Τα χρειαζόμαστε τα έξτρα λεφτά, σε λίγο θα έρθει το αέριο και το ρεύμα>>.
<<Και πάλι, χρειάζεσαι λίγη ξεκούραση. Αλλιώς θα κλατάρεις>>.
<<Σήμερα έβγαλα δεκαπέντε ευρώ σε tips. Και χθες είκοσι. Οπότε δεν παραπονιέμαι>>.
<<Και πάλι...>>
Η Νατάσα έβαλε τους καφέδες στις κούπες και έδωσε το ένα στον Φώτη. Εκείνος της χαμογέλασε, το πήρε και ήπιε μια γουλιά. 
<<Σήμερα θα του ζητήσω αύξηση. Το αποφάσισα!>> της είπε, σφίγγοντας την κούπα στα χέρια του.
<<Δεν είπες πως είναι σε περίεργη φάση αυτό τον καιρό;>>
<<Κάθε φορά κάπως θα είναι. Και είμαι σ' αυτό το μαγαζί δυόμιση χρόνια, Νατάσα! Με 650 ευρώ τον μήνα που βγάζω εγώ και όσα βγάζεις εσύ, δεν θα δούμε ποτέ άσπρη μέρα>>.
Η Νατάσα τον πλησίασε και τον φίλησε.
<<Θα ήθελα να πω οτι, όσο έχουμε την αγάπη μας δεν μας, χρειάζεται τίποτα άλλο. Αλλά η αλήθεια είναι οτι μας χρειάζεται κάτι. Λεφτά>>.
<<Τουλάχιστον αν ήταν φαγητό η αγάπη, θα είχαμε τις κοιλιές μας χορτάτες. Αλλάααα...Χαχαχα. Έλα, πάμε να ξαπλώσουμε στο κρεβάτι για λίγο. Το χρειάζομαι πριν φύγω>>.
Ήπιαν μια ακόμα γουλιά καφέ και άφησαν τις κούπες τους στον πάγκο.
Ξάπλωσαν κάτω από τα σκεπάσματα, ο Φώτης ανάσκελα και η Νατάσα στα πλάγια, αγκαλιάζοντάς τον.
<<Λένε οτι από βδομάδα θα ζεστάνει ο καιρός>>, της είπε και άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά.
<<Το ελπίζω. Το έχουμε δαγκώσει τις τελευταίες μέρες! Αλλά τουλάχιστον δεν θα αφήσουμε απλήρωτο αυτό τον λογαριασμό>>.
<<Θυμάσαι τότε που είπαμε να μείνουμε μαζί και πως θα κάναμε οικονομία, για να έχουμε κάτι στην άκρη;>>
<<Πως! Δεν το θυμάμαι;>>
<<Πάει ενάμιση χρόνος από τότε. Και τι έχουμε στην άκρη;>>
<Μήπως κέρδισες το Τζόκερ όσο έλειπα;>>
<<Όχι>>.
<<Τότε έχουμε αρκετά λεφτά για να πάω στο σούπερ μάρκετ το απόγευμα, να πληρώσουμε τους λογαριασμούς και να πάρουμε κάτι απ' έξω. Τα καινούργια έπιπλα μας μάραναν!>>
<<Υπέροχα!>>
Τότε, το βλέμμα του Φώτη σκοτείνιασε. Η Νατάσσα το κατάλαβε.
<<Τι έπαθες;>>
<<Τίποτα. Καλά είμαι...>>
<<Το έχω μάθει αυτό το βλέμμα. Τι είναι;>>
<<Να...Σκεφτόμουν χθες το βράδυ οτι περίμενα να έχω πετύχει περισσότερα όταν φτάσω στα τριάντα. Αυτό είναι όλο!>>
<<Πάλι ανησυχείς γι' αυτό; Θα την βρούμε κάπως την άκρη!>>
<<Αυτό το λέμε συνέχεια. Πότε όμως; Η ζωή γίνεται όλο και ακριβότερη, οι ευθύνες περισσότερες και εμείς... Εμείς τι καταφέρνουμε; Τρίχες. Είμαστε αρραβωνιασμένοι έξι μήνες και με το ζόρι τα βγάζουμε πέρα! Ώρες- ώρες το σκέφτομαι να σηκωθώ να φύγω στο εξωτερικό, αλλά...>>
Η Νατάσα ανασηκώθηκε και αγκάλιασε τα γόνατά της.
<<Είναι επειδή σου είπα για την Μαρία και οτι θα ήθελα να κάνουμε ένα παιδί κάποια στιγμή;>>
<<Όχι. Δεν είναι... Βασικά, δεν ξέρω. Είναι...είναι και αυτό. Πως θα το συντηρήσουμε; Πως θα το μεγαλώσουμε;>>
<<Θα μας βοηθήσουν οι γονείς μας>>.
<<Για πόσο; Λες και αυτοί δεν έχουν να σκεφτούν τα δικά τους>>.
<<Τα σκέφτεσαι υπερβολικά. Δεν είπα να κάνουμε ένα εδώ και τώρα! Απλά έκανα μια σκέψη! Συγγνώμη που σε αναστάτωσα τόσο, δεν θα το ξανακάνω!>>
Η Νατάσα σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Ο Φώτης αναστέναξε, κοίταξε την ώρα στο κινητό του και την ακολούθησε. Την είδε να στέκεται όρθια, μπροστά από το τζάμι της κουζίνας, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά της. Την πλησίασε από πίσω και την αγκάλιασε.
<<Συγγνώμη. Δεν ήθελα να σε ταράξω>>.
<<Δεν φταις εσύ. Νομίζεις δεν τα σκέφτομαι και εγώ; Αλλά η ζωή είναι δύσκολη. Είναι απλά πολύ δύσκολη! Λένε για το ένα και το άλλο και πως οι νέοι βαριούνται και δεν προσπαθούν και μαλακίες... Προχθές μου πέταξε ένα βίντεο στο Youtube με εκείνη την σιχαμένη που έλεγε για την υπογενετικότητα και οτι πρέπει να γεννιούνται παιδιά από Έλληνες ή κάτι τέτοιο...Αλλά πως; Με τι τρόπο θα τα μεγαλώσουμε; Με τι λεφτά; Μου λες;>>
<<Μιλάνε χωρίς να έχουν ιδέα τι γίνεται. Είναι μαλάκες που απλά μιλάνε εκ του ασφαλούς. Ζούμε σε έναν κόσμο που οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί παραμένουν φτωχοί, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις. Δεν έχουν ιδέα τι γίνεται εκεί έξω, γιατί δεν χρειάστηκε να το ζήσουν αυτό. Αλλά, έι!, είναι όπως το είπες. Θα την βρούμε κάπως την άκρη>>.
Η Νατάσσα γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της γυάλιζαν.
<<Δεν το λες για να νιώσω καλύτερα, έτσι;>>
<<Όχι. Ίσως για να νιώσω εγώ καλύτερα. Γι' αυτό σε χρειάζομαι, Νατάσσα. Για να με κρατάς λογικό. Γι' αυτό σ'αγαπάω τόσο. Γιατί μου θυμίζεις σε πολλά σημεία το πως είχα ονειρευτεί τη ζωή μου πριν χρόνια>>.
<<Και εγώ σ' αγαπάω>>.
<<Το ξέρω. Έλα, πάμε μέσα πάλι. Δεν έχω πολύ ώρα μέχρι να ετοιμαστώ για να φύγω>>.
Ο Φώτης την έπιασε από το χέρι και έκανε να περπατήσει, όμως η Νατάσσα τον σταμάτησε.
<<Πιστεύεις πως θα γινόμασταν καλοί γονείς;>>
<<Πιστεύω οτι...Πιστεύω οτι θα την βρίσκαμε την άκρη!>>
-Θεόδωρος Ορφανίδης(Ο.Γ.Θ.)

Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

 



Κάποια στιγμή-

Και μετά συνέχισε -

Άρχισα να τρέχω

Για να ξεφύγω από- .

Έτρεχα, έτρεχα να ξεφύγω, σκόνταφτα-

Έτρεχα και σκόνταφτα, έτρεχα, όλο έτρεχα και σκόνταφτα.

Σταματούσα, έτρεχα, σκόνταφτα, σταματούσα-

Και φτάνει η στιγμή που καταλαβαίνεις

Πως έτσι στα τυφλά 

Μόνο κακό σου κάνει 

Το τρέξιμο αυτό-

Πρέπει να μάθεις από τι τρέχεις να ξεφύγεις

Και να το αντιμετωπίσεις πρόσωπο με πρόσωπο.

Αλλά και πάλι-

Δεν άντεξα για πολύ, ξεχάστηκα, φοβήθηκα και έτρεξα πάλι,

Έτρεξα ξανά, ξανά, ξανά-

Ξανά, προσπαθώ και τρέχω και σταματάω και προσπαθώ- σκοντάφτω και χτυπάω και τρέχω πάλι και σταματάω και προσπαθώ- Και τρέχω και σταματάω και προσπαθώ να -

Και το παρελθόν!

Δεν αλλάζει το παρελθόν-

Το μέλλον!

Μόνο υποψίες, μόνο ελπιδες-

Το παρόν!

Α, το παρόν...

-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)


Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

 



Για να συνεχίσεις να ζεις

Προϋπόθεση αποτελεί

Ο θάνατος.

Γιατί 

Για να συνεχίσεις να ζεις 

Πρέπει να σκοτώσεις όσα δεν σου κάνουν καλό

Ή σε καταστρέφουν

Ή τουλάχιστον να τα περιορίσεις.

Αλλιώς υπάρχεις σε μια κατάσταση διαρκούς σήψης-

Είναι θάνατος με σκοπό που καμιά φορά συμβαίνει ασυναίσθητα.

Βέβαια κάποιες φορές

Σκοτώνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό

Για χάρη των άλλων

Ή καμιά φορά χωρίς λόγο,

Πάντα μέσα μας, όμως, 

Κρατάμε ζωντανό 

Ένα μικρό κομμάτι χωρίς να το ξέρουμε.

Ο θάνατος είναι παρεξηγημένος και

Η ζωή είναι υπερεκτιμημένη στο βαθμό

Που μόνο αυτή μας νοιάζει

Και δεν σκεφτόμαστε ποτέ

Τον θάνατο ως αυτό που πρέπει να είναι.

Θα με σκοτώσω για να συνεχίσω να ζω

Θα με σκοτώσω για να συνεχίσω να υπάρχω για κάποιους άλλους 

Και τοτε ο θάνατος

Δεν θα έχει καμία εξουσία πάνω μου-

Ας έρθει όποτε θέλει.

Γιατί όταν καταλάβουμε πως

Είναι η τελευταία πόρτα που δεν μπορούμε να αποφύγουμε

Αλλά τουλάχιστον μπορούμε να την ξεγελάσουμε 

Τότε μόνο

Αρχίζουμε να είμαστε 

ελεύθεροι.

-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)


Κυριακή 5 Μαρτίου 2023




Από το μπαλκόνι μου κοίταζα κάτω στο δρόμο, χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Ο καιρός μόλις είχε αρχίσει να φτιάχνει και, όταν πήγα να κλείσω τα παντζούρια, αποφάσισα να βγω έξω και να εισπνεύσω λίγο καθαρό αέρα, μιας και ήμουν κλεισμένος στο σπίτι για δύο μέρες. Δεν είχε κίνηση κάτω, μονάχα ένα παλικάρι είδα με το σκύλο του και ένα αμάξι να παρκάρει. Αφουγκραζόμουν, αλλά τίποτα το ιδιαίτερο. Η γειτονιά μου είναι ήσυχη. Έτσι, έκλεισα τα μάτια μου και άνοιξα εκείνα της φαντασίας μου. 
Στο παρασκήνιο έπαιζε ένα τραγούδι, το On Melancholy Hill των Gorillaz, σε ακουστική διασκευή. Ο ουρανός είχε γίνει μωβ, γιατί και ο ήλιος ήταν μωβ και μάλιστα είχε μάτια και χαμόγελο, όπως τον ζωγραφίζαμε μικρά παιδιά στο σχολείο. Την θέση των πολυκατοικιών είχαν πάρει λόφοι γεμάτοι δέντρα, που εκτείνονταν ως εκεί που έφτανε το μάτι σου και ακόμη παραπέρα. Πουλιά πετούσαν στον ουρανό δεξιά και αριστερά και ο δρόμος είχε αντικατασταθεί από ένα ήρεμο ποτάμι, που κυλούσε πέρα, πέρα μακριά, χωρίς να καταλήγει κάπου.
Όταν κοίταξα πίσω, το σπίτι μου δεν υπήρχε. Τη θέση του είχε πάρει μια σπηλιά, στη μέση ενός τεράστιου βουνού και μέσα στην σπηλιά υπήρχαν τα απολύτως απαραίτητα για την επιβίωσή μου - δεν τα έβλεπα, αλλά το διαισθανόμουν- και, επίσης, μέσα υπήρχε μια γυναίκα, η οποία τραγουδούσε ήρεμες μελωδίες που με γαλήνευαν- δεν την έβλεπα, αλλά την άκουγα. Χαμογελούσα και δεν μπορούσα να πάρω άλλη έκφραση. Λες και όλα τα άλλα συναισθήματα που δεν προκαλούν χαμόγελο είχαν εξαλειφθεί και μόνο το χαμόγελο υπήρχε, λες και ήμουν βλαμμένος ή τρελός ή τελείως χαρούμενος. Κοίταξα πάλι κάτω στο ποτάμι και είδα ανθρώπους να κολυμπάνε μέσα, γνωστές φυσιογνωμίες- οι οικογένειές μου, φίλοι μου που χάθηκαν και δεν ήθελα να χαθούν, άλλους που χάθηκαν και δεν ήθελαν να χαθούν- αλλά είδα και ανθρώπους δυστυχισμένους από τη ζωή, που το βάρος των επιλογών τους δημιουργούσε μια πίκρα στα μάτια τους, που τους γνώριζα επίσης και αυτή τη φορά χαμογελούσαν σαν μικρά παιδιά, όλοι χαμογελούσαν, χαμογελούσαν, χαμογελούσαν όπως και εγώ. Φώναξα από το μπαλκόνι μου για να τους χαιρετήσω και όλοι μαζί γύρισαν και κούνησαν τα χέρια τους, σα να ήταν ομάδα ρυθμικής γυμναστικής.
<<Έλα κάτω, το νερό είναι πολύ ωραίο>> , μου είπαν με μια φωνή.
<<Χαίρομαι πολύ γι' αυτό!>> είπα.
<<Είναι υπέροχα εδώ μέσα. Είναι γαλήνια. Τα λεφτά δεν έχουν σημασία, η δουλειά δεν έχει σημασία, τίποτα δεν έχει σημασία. Ούτε σήμερα μάλωσε κάποιος, ούτε σήμερα νευρίασε κάποιος, ούτε σήμερα στενοχωρήθηκε κάποιος, ούτε κάποιος πέθανε>> είπαν.
<<Πόσος καιρός πάει από την τελευταία φορά που έγινε αυτό;>> είπα.
<<Πολλά χρόνια, ούτε που θυμόμαστε από πότε!>> είπαν.
Συνέχισα να χαμογελάω. Πήρα μια βαθιά ανάσα και, όταν την άφησα ελεύθερη, πεταλούδες εμφανίστηκαν εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να εμφανιστεί τίποτα, ορατό στο ανθρώπινο μάτι τουλάχιστον αν δεν έχει κρύο, και πέταξαν μακριά. Έμεινα να παρατηρώ την κίνηση των φτερών τους, τόσο απλή, τόσο μαγική, τόσο συντονισμένη, δεκάδες και μετά εκατοντάδες και μετά μου φάνηκε λες και χιλιάδες πεταλούδες απλώθηκαν στον ουρανό και απλά πέταξαν μακριά, πολύ μακριά, θαρρείς κάπου τυχαία, αλλά είχα την εντύπωση και μετά τη σιγουριά πως ήξεραν που ακριβώς πήγαιναν. 
Και είχα δίκιο. Γιατί, αφού εξαφανίστηκαν για λίγο, ή για πολύ, δεν ξέρω, ο χρόνος ήταν η τελείως διάχυτη έννοια που είναι, μα εκεί δεν είχε κανένα απολύτως νόημα, επέστρεψαν πίσω και κατευθύνθηκαν κάτω στο ποτάμι και γράπωσαν κατά δεκάδες από τους ώμους όλους όσους ήταν κάτω και τους σήκωσαν στον αέρα. Μόλις σηκώθηκε και ο τελευταίος, όλοι μαζί πάλι, στον αέρα, σαν αερικά, με μια φωνή μού φώναξαν, <<ΈΛΑ ΜΑΖΙ ΜΑΣ!>>
Τότε, χωρίς να το σκεφτώ, έκανα μερικά βήματα πίσω, πήρα φόρα και πήδηξα ψηλά, με τα χέρια μου τεντωμένα να γραπωθούν από εκείνο που δεν υπήρχε, αλλά το ένιωθα τόσο αληθινό μέσα μου.

Λίγες ώρες μετά, θα έγραφαν στο Internet πως ένας νέος άνδρας έκανε, αργά το απόγευμα της τάδε μέρας, απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά ευτυχώς, προσγειώθηκε πάνω σε ένα αμάξι και την γλίτωσε με ένα σπασμένο χέρι και μερικά ραγισμένα πλευρά. Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω. Δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Εγώ απλά άνοιξα τα μάτια της φαντασίας μου και προσπάθησα να γραπωθώ σε έναν κόσμο που δεν υπήρχε, αλλά με την φαντασία μου τον έκανα αληθινό και λαχταρούσα να ζήσω μέσα του, όσο περίεργος, όσο σουρεάλ και αν φαινόταν.
Εγώ απλά προσπάθησα να πετάξω.
-Θεόδωρος Ορφανίδης(Ο.Γ.Θ.)

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...