Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021





Περίμενα να περάσει η ώρα για να βγω έξω. Καθόμουν στον καναπέ και κοίταζα το ταβάνι, ντυμένος, μόνο τα παπούτσια έμενε να βάλω ,όταν θα έβγαινα από το σπίτι. Είχα αφήσει το κινητό στην άκρη, γιατί ήξερα πως είχα τουλάχιστον κάνα εικοσάλεπτο ακόμα και ήθελα απλά να ηρεμήσω. Είχα αφεθεί πίσω στον καναπέ, έκλεισα τα μάτια μου και, όταν τα ξανάνοιξα, είχαν περάσει δύο ώρες. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου γρήγορα, σηκώθηκα και είδα πως είχα δύο κλήσεις και τρία μηνύματα. 
Πήρα κατευθείαν τηλέφωνο τον Σταύρο, ενώ έβαζα τα παπούτσια μου.
<<Που είσαι ρε;>>, με ρώτησε. Από πίσω ακουγόταν φασαρία.
<<Σόρρυ με πήρε ο ύπνος. Βγήκατε;>>.
<<Εσένα θα περιμέναμε; Άντε έλα>>.
<<Βάζω παπούτσια και βγαίνω. Που κάτσατε;>>.
<<Ήρθαμε ταράτσα. Στο Fragile>>.
<<Καλώς! Πάω να πάρω αστικό και έρχομαι>>.
<<Άντε!>>.
Κάνα σαραντάλεπτο μετά, έφτασα στο μαγαζί. Ήταν τίγκα. Τελικά, τους βρήκα να κάθονται σε μια γωνία, στην πλευρά που είχε το πανί που έπαιζε τις ταινίες. Ήταν εκεί ο Σταύρος, ο Ηλίας και η κοπέλα του, η Πηνελόπη- Πέννυ την φώναζαν χαϊδευτικά και ήθελε και εμείς να την φωνάζουμε έτσι. Εγώ δεν την συμπαθούσα την Πέννυ τελευταία, για τους δικούς μου λόγους. Γι' αυτό σπάστηκα όταν την είδα ,γιατί δεν ήξερα πως θα ερχόταν και αυτή. Κάθισα κάτω χαμογελώντας και έκανα νόημα στη σερβιτόρα για να παραγγείλω, γιατί περνούσε εκείνη την ώρα από δίπλα μου.
<<Ένα τζιν με τόνικ θα ήθελα. Με πάγο, ναι, ευχαριστώ.... Σόρρυ, με πήρε ο ύπνος>>.
<<Σε καταλαβαίνω απόλυτα, Φώτη, και εγώ είχα μια πολύ δύσκολη βδομάδα. Με το ζόρι βγήκα, αλλά , ξέρεις τώρα, μια Παρασκευή και ένα Σάββατο έχουμε να βγούμε>>, είπε η Πέννυ.
Τότε γιατί δεν έμεινες σπίτι να ξεκουραστείς;, σκέφτηκα και γέλασα. 
<<Έτσι είναι>>, της απάντησα ευγενικά. Μετά γύρισα στο Σταύρο.
<<Πώς πήγε η συγκόλληση χθες;>>.
<<Η ποια;>>.
<<Χαχαχα. Το ραντεβού με την Νατάσα>>.
<<Αααα. Πως να πάει. Καλά πήγε. Τέλεια πήγε>>.
<<Α, τόσο καλά!>>.
<<Έπρεπε να τον ακούσεις πριν>>, είπε ο Ηλίας. <<Για δέκα λεπτά παραπονιόταν>>.
<<Ξέρεις πως αν βγείτε μια ακόμα φορά και δεν κάνεις κίνηση, δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει ποτέ μετά κάτι , έτσι; Ήδη είσαι στα πρόθυρα του να γίνει ο καλός της φίλος, Σταύρος, αν δεν έγινες ήδη>>, του είπα.
<<Αφού δεν βρίσκω ποτέ την κατάλληλη στιγμή, εγώ φταίω; Δεν μου δίνει κάποιο πάτημα>>, παραπονέθηκε ο Σταύρος και ήπιε μια γουλιά από το Mai Tai του.
<<Καλέ μου, δεν θα σου δώσει ποτέ το πάτημα, να ξέρεις. Ή μπορεί να στο έδωσε και να μην το κατάλαβες. Θυμάμαι εγώ με τον Ηλία...>>, άρχισε να λέει η Πέννυ, αλλά σταμάτησα να της δίνω σημασία. Είχα ακούσει την ίδια ιστορία κοντά στις πέντε φορές. Άλλο ,βέβαια, που, τον τελευταίο καιρό, δεν την συμπαθούσα και τόσο για να με ενδιαφέρει το τι έλεγε. Είχα τους λόγους μου.
Με την άκρη του ματιού μου, είδα πως είχαν βάλει ταινία να παίζει στο πανί. Γύρισα προς τα εκεί. Ήταν το A Beautiful Mind. Την είχα δει την ταινία και μου άρεσε αρκετά, οπότε προσηλώθηκα για λίγο στην οθόνη και δεν έδινα σημασία στο τι έλεγαν οι φίλοι μου και η Πέννυ. 
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, αλλά ένιωσα ένα σκούντημα στον ώμο και γύρισα. 
<<Ναι...;>>.
<<Αν σε ενοχλούμε μπορούμε να φύγουμε ρε>>, είπε ο Σταύρος σαρκαστικά.
Χαμογέλασα και γύρισα προς αυτούς.
<<Συγνώμη, αφαιρέθηκα. Τι λέγατε;>>.
<<Για το τι θα κάνουμε το καλοκαίρι>>, είπε ο Ηλίας.
<<Εγώ έλεγα πως θα περνάω καταπληκτικά στο γραφείο. Υπέροχα θα είναι>>.
<<Ωχού μωρέ παπάρα. Λες και εμείς είμαστε καλύτερα>>, του είπε ο Ηλίας. <<Δεν είμαστε πια φοιτητές. Είμαστε κρέατα προς παραγωγή κιμά στην κρεατοβιομηχανία της αγοράς. >>.
<<Πως τα λέει το μωρό μου!>>, αναφώνησε η Πέννυ.
<<Ό,τι πεις>>, μουρμούρισα.
<<Τι;>>, με ρώτησε ο Ηλίας.
<<Λέω... Ό,τι πεις. Δίκιο έχεις. Γάμησε τα. Νοστάλγησα τα παλιά>>.
<<Καλέ ποιος δεν τα νοσταλγεί; Εγώ θυμάμαι στο πρώτο έτος....>>.
Και πάλι, άρχισα να αφαιρούμαι. Ήμουν έτοιμος να σηκωθώ να φύγω, ωστόσο κάθισα. Γιατί πλέον δεν συμπαθούσα την Πέννυ, αλλά είχα τους λόγους μου. Όλοι έχουν τους λόγους τους να μην συμπαθούν κάποιον.
Όταν φύγαμε, το ζεύγος πήγε προς την αντίθετη κατεύθυνση από εμένα και τον Σταύρο, γιατί εμείς θα συνεχίζαμε ενώ αυτοί θα πήγαιναν σπίτι, γιατί ήταν κουρασμένοι. Ενώ περπατούσαμε, ο Σταύρος με αγκάλιασε από τους ώμους.
<<Τι έχεις ρε; Τρέχει τίποτα; Δεν σε είδα καλά>>.
<<Όχι ρε. Μια χαρά. Λίγο κουρασμένος είμαι μόνο>>.
<<Σίγουρα; Έλα, πες>>.
Σταμάτησα να περπατάω και πήρα μια βαθιά ανάσα. Με την άκρη του ματιού μου, τσέκαρα πως ο Σταύρος είχε πάρει βλέμμα λες και θα του αποκάλυπτα πως είχα καρκίνο. Αποφάσισα να το διασκεδάσω και έμεινα έτσι, σιωπηλός μέχρι που με διέκοψε.
<<Μαλάκα, μίλα, τί έγινε;>>.
Άρχισα να γελάω.
<<Είναι κάτι αστείο; Άντε και γαμήσου, μην μου πεις τίποτα>>.
Τον έπιασα από τον ώμο.
<<Σόρρυ, με πιάσαν τα δικά μου. Βασικά, είναι κάτι, αλλά.... δεν ξέρω. Υπόσχεσαι να μην το πεις πουθενά;>>.
<<Φυσικά. Τι έγινε;>>.
<<Πριν λίγες μέρες... ήμουν έξω.... Είχα βγει έξω με.... με την Μαρία->>.
Ο Σταύρος με βάρεσε σφαλιάρα.
<<ΠΑΣ ΚΑΛΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ; ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΡΙΑ; ΔΗΛΑΔΗ ΟΣΑ ΕΙΠΑΜΕ ΟΤΑΝ ΣΕ ΧΩΡΙΣΕ->>
<<Πάψε. Δεν είναι αυτό το θέμ->>.
<<Είναι και παραείναι, αλλά συνέχισε>>.
<<Είχαμε συναντηθεί για να.... και εκεί που περπατούσαμε, πάνω στα κάστρα, είδα.... ήταν η Πέννυ. Φασωνόταν με κάποιον. Νόμιζα ήταν ο Ηλίας, αλλά όταν σηκώθηκαν....δεν ξέρω ποιος ήταν. Δεν ξέρω...>>.
Δεν κοιτούσα τον Σταύρο. Κοιτούσα προς τα κάτω. Ωστόσο, εκείνος κάθισε κάτω , σε ένα παγκάκι που υπήρχε δίπλα μας και έπιανε το στόμα του με την παλάμη του. Πήγα δίπλα του και σήκωσα το δεξί μου πόδι για να σταθώ πάνω στο παγκάκι.
<<Καταλαβαίνεις τώρα; Γάμα την Μαρία, μετά από αυτό, πάει, τελείωσε. Ήταν μια πράξη απόγνωσης. Όμως ο Ηλίας....>>.
Ο Σταύρος δεν μιλούσε. Ούτε εγώ μιλούσα. Δεν μιλούσε κανένας μας. Έσπασα όμως την σιωπή. 
<<Δεν πρέπει να του πούμε. Ακόμα δηλαδή. Πρέπει να βρούμε τον κατάλληλο τρόπο>>.
<<Και ποιος είναι αυτός ρε πανέξυπνε; Σε δύο βδομάδες θα πάνε στους Παξούς διακοπές>>.
<<Ναι αλλά...πως θα το πάρει;>>.
<<Νομίζω πως πρέπει να του πούμε όσο πιο άμεσα γίνεται>>.
<<Εκείνο το βράδυ ήπια δέκα μπύρες σπίτι, αλλά λύση δεν μπόρεσα να βρω>>.
<<Αστείε. Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος. Πρέπει να του πεις τι έγινε. Δυστυχώς>>.
<<Θες να του το πεις εσύ; Είσαι καλύτερος με τα λόγια.>>
<<Πας καλά ρε; Τι να του πω; Εεεε, Ηλία, άκου εδώ τι έγινε ρε χαχαχα, ο Φώτης είδε την δικιά σου να ανταλλάζει στοματικά υγρά με έναν τυπά. Πας καλά;>>.
<<Καλά, καλά. Πάμε για καμιά μπύρα τώρα και βλέπουμε>>.
<<Άντε, πάμε>>.
-Ο.Γ.Θ.

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

 


<<Νομίζω πως θα ήθελα να πεθάνω μια μέρα που θα βρέχει καταρρακτωδώς, όπως σήμερα>>,  του είπε, ενώ άνοιγε την ομπρέλα της, για να μην βραχούν,
<<Εγώ σκέφτομαι να αυτοκτονήσω σήμερα>>, της απάντησε, ενώ έμπαινε κάτω από την ομπρέλα <<Τι με κοιτάς; Εσύ το ξεκίνησες>>.
Την χτύπησε στον ώμο και κουνήθηκε ελάχιστα, τόσο που η βροχή να καλύψει μερικές τρίχες από τα μαλλιά της. Είχαν πάει για καφέ, τον καθιερωμένο Κυριακάτικο καφέ τους. Ο Φώτης και η Έλενα ήταν φίλοι από παλιά, συμμαθητές από το Δημοτικό και τώρα σπούδαζαν στη Θεσσαλονίκη. Είχαν κοντά στον ενάμιση χρόνο φοιτητές.
<<Πιστεύεις οτι πραγματικά θα κλείσουν τα πάντα; Τις σχολές και όλα αυτά;>>, την ρώτησε κάπως ανήσυχος.
<<Δεν ξέρω. Λένε κάτι περίεργα γι' αυτό τον ιό που ήρθε από την Κίνα. Ελπίζω να μην είναι αλήθεια>>.
<<Τι θα κάνεις αν μας κλείσουν;>>.
<<Δεν ξέρω. Σκέφτομαι αν γυρίσω στη Λάρισα. Και εδώ τι να κάνεις;>>.
<<Είναι αλήθεια αυτό. Πότε πέρασε ο καιρός, ε; Σαν χθες θυμάμαι που περιμέναμε να βγουν οι βάσεις>>.
<<Και τώρα είμαστε στα μισά από το να γίνουμε λαμπροί επιστήμονες. Εσύ λαμπρή φιλόλογος και εγώ λαμπρός κτηνίατρος>>.
<<Έχω τυφλωθεί από την λαμπρότητα>>.
Γελούσαν και περπατούσαν. Σταμάτησαν σε μια διάβαση, όταν ένα αμάξι πέρασε και τους έλουσε με το βρώμικο νερό. Δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο από το να γελάσουν. Τουλάχιστον εκείνος έτσι έκανε. Ωστόσο, η Έλενα νευρίασε.
<<Λίγο νερό είναι μωρέ. Πως κάνεις έτσι;>>, την καθησύχασε.
Η βροχή είχε φουντώσει, οπότε έψαξαν κάτι σαν υπόστεγο για να περιμένουν μέχρι να ηρεμήσει λίγο για να συνεχίσουν. Βρήκαν την πυλωτή μιας πολυκατοικίας και στάθηκαν από κάτω. Η Έλενα έκλεισε την ομπρέλα και την ακούμπησε στον τοίχο στα δεξιά της. Ο Φώτης τίναζε λίγο νερό που είχε πέσει στα μαλλιά του.
<<Τώρα σπίτι τι θα κάνεις;>>, την ρώτησε.
<<Δεν ξέρω. Λέω να βάλω καμιά σειρά να δω στο Netflix. Εσύ;>>.
<<Και εγώ αυτό λέω να κάνω. Είδα πως έβαλαν το Community και έχω ακούσει καλά λόγια>>.
<<Δεν την έχω ακουστά>>
<<Θα την δω και θα σου πω γνώμη>>.
Η βροχή συνέχιζε να πέφτει καταρρακτωδώς. Ο Φώτης έβγαλε το κινητό του για να δει την ώρα.
<<Πήγε 7. Πέρασε η ώρα, ε;>>.
<<Ναι.... πέρασε>>.
<<Με τον Ξιφουνόν ξαναμιλήσατε; Δεν σε ρώτησα πριν και να->>.
<<Ξενοφώντα τον.... Μπα, όχι...>>.
<<Άρα αυτό ήταν; Τέλος; Δεν ήταν ο ένας και μοναδικός; Με τέτοιο όνομα τι περίμενες>>.
<<Χα χα, αστείο. Ο ένας και μοναδικός παπάρας ίσως>>.
<<Εσύ τον ψάχνεις τον έναν και μοναδικό, όχι εγώ. Είσαι καλά; Σόρρυ που σε πρήζω, αλλά ανησυχώ λίγο>>.
<<Ναι μωρέ. Δηλαδή, εντάξει. Θα μπορούσε να ήταν και καλύτερα. Αλλά τι να κάνεις; .......Κατάλαβες ο κύριος; Εγώ πήγα να του κάνω έκπληξη την παραμονή των γενεθλίων του, γιατί μου είπε οτι είχε διάβασμα για πρόοδο και εκείνος γαμιόταν με μια->>.
Έσφιξε τα χείλη της και σταμάτησε να μιλάει. 
<<Ε ,φταις και εσύ. Τι ήταν αυτό το ''ήρθε η παραγγελία''; Δεν του έδωσες χρόνο να προετοιμαστεί>>.
Η Έλενα τον βάρεσε στον ώμο και γέλασε. Τότε, την πήρε αγκαλιά και την φίλησε στο μέτωπο.
<<Τώρα κοίτα να είσαι καλά εσύ. Ασ' τον αυτόν>>.
<<Ένα χρόνο ήμασταν μαζί. Ήταν ο πρώτος μου, ο πρώτος άνδρας που ερωτεύτηκα και....Δεν με πλήγωσε τόσο ο ίδιος. Ήταν η εμπιστοσύνη που του είχα και.... Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι. Προσπαθώ τόσο καιρό. Προσπαθώ σε όλα να είμαι καλή και ποιο το όφελος; Απλά βρίσκεται κάτι εκεί έξω και σου καταστρέφει όσα προσπαθείς να χτίσεις... Γιατί να μην είμαστε πιο σοφοί όταν είμαστε ερωτευμένοι;>>
<<Έλα τώρα! Τα πας περίφημα. Έχεις καλούς φίλους, μια οικογένεια που σε αγαπάει, τα πας καλά με τη σχολή σου....Έρχονται δυσκολίες. Πάντα θα έρχονται δυσκολίες. Ξέρω πόσο τον αγαπούσες. Αλλά, όπως και να έχει.... έτσι είναι η ζωή. Έτσι είναι η ζωή. Δεν θέλω να είσαι δυστυχισμένη>>.
<<Δεν είμαι δυστυχισμένη. Απλά λίγο θλιμμένη. Αυτό είναι όλο. Είμαι καλά. Αλήθεια, είμαι καλά...Νομίζω η βροχή έχει αρχίσει να σταματάει. Τι λες, προχωράμε;>>.
<<Όπως νομίζεις>>.
<<Ξέρεις τι θα ήταν ωραίο;>>, τον ρώτησε καθώς σήκωνε την ομπρέλα της.
<<Τι;>>, απάντησε όσο σήκωνε το φερμουάρ από το μπουφάν του.
<<Να τα ξέπλενε η βροχή όλα. Έτσι όπως έπεφτε και κυλούσε στο σώμα μας, να τα έπαιρνε όλα μαζί της, έστω για λίγο>>.
Η βροχή συνέχιζε να πέφτει. Και θα συνέχιζε να πέφτει για ώρα ακόμα. Ο Φώτης και η Έλενα περπατούσαν. Και θα συνέχιζαν να περπατάνε για λίγη ώρα ακόμα. Κάποια στιγμή θα έφταναν σε μια διασταύρωση και θα χώριζαν οι δρόμοι τους. Και ο καθένας θα πήγαινε στο σπίτι του, μόνος. Θα άλλαζε ρούχα και αυτό θα ήταν για την μέρα. Ωστόσο,  μόλις μπήκαν στα σπίτια τους και οι δύο, απλά έβγαλαν τα μπουφάν τους και τα κρέμασαν. Μετά. με τα ίδια ρούχα, βγήκαν στο μπαλκόνι και, κοιτώντας ψηλά, άφησαν την βροχή να πέσει πάνω τους.
-Ο.Γ.Θ.


Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021




Κάθε βράδυ, κατά τις 3, ο Ηρακλής έβγαινε στο μπαλκόνι του για να κάνει ένα τσιγάρο. Όχι πως του το απαγόρευε κανένας μέσα στο σπίτι του. Ωστόσο, του άρεσε αυτή η γαλήνη, αυτή η ηρεμία που αισθανόταν έξω. Έμενε σε μια ήσυχη σχετικά γειτονιά, στον τέταρτο όροφος μιας παλιάς αλλά κάπως όμορφης πολυκατοικίας, με την αρραβωνιαστικιά του. Το συνήθειο αυτό το είχε αποκτήσει τους τελευταίους μήνες, κατά τύχη. Ένα βράδυ είχε γυρίσει κάπως μεθυσμένος, βγήκε να πάρει λίγο αέρα και , βάζοντας τα χέρια του στα κάγκελα, με το τσιγάρο στο στόμα ένιωσε λες και ανακάλυψε ένα νέο κόσμο για τον ίδιο.
Η πόλη θα ήταν πάντα ήσυχη εκείνη την ώρα, εκτός αν ήταν Παρασκευή ή Σάββατο, όταν και έβγαινε ο περισσότερος κόσμος και, αν τύχαινε να έχει γυρίσει νωρίς ή να μην έχει βγει καθόλου, παρατηρούσε όσους γυρνούσαν απ' έξω. Χαρούμενοι, σκεπτικοί,  συνοφρυωμένοι, θλιμμένοι, ανυπόμονοι να γυρίσουν σπίτι τους, κάποιοι μεθυσμένοι. Κάμποσα βράδια είχε δει αρκετούς να κατουράνε σε δένδρα , είχε ακούσει κάνα δυο να ξερνάνε και ένας σκόνταψε πάνω σε έναν κάδο και μετά του ζήτησε συγγνώμη.
Ήταν Τρίτη. Η νύχτα εκείνη του έμεινε χαραγμένη. Είχε μόλις στρίψει το τσιγάρο του και αγνάντευε, όταν , από κάπου, άκουσε κάτι που δεν ήταν ο συνηθισμένος θόρυβος της πόλης. Κράτησε για λίγο την αναπνοή του για να μπορέσει να συγκεντρωθεί.... Ω, λαλαλαλαλα....λαλαλαλα. Παραξενεύτηκε. Με το βλέμμα του έψαξε την πηγή. Μα, όσο και να προσπάθησε, δεν κατάφερε να την ανακαλύψει. Έτσι, μπήκε μέσα για ύπνο λίγο απορημένος.
Το επόμενο βράδυ που βγήκε έξω, το άκουσε πάλι.... Λαλαλαλα.....Ω, λαλαλαλα. Τι στο καλό;, σκέφτηκε. Ο αναπτήρας άναψε και τράβηξε μια γερή τζούρα. Άφησε το τσιγάρο στο τασάκι και μπήκε μέσα για να πάρει τα γυαλιά του.
<<Δεν μπορεί. Τι σκατά είναι αυτό;>>.
Του πήρε πέντε μέρες μέχρι να ανακαλύψει αυτό που τον ''ταλαιπωρούσε''. Ήταν σίγουρος πως ήταν ένα τραγούδι, πως αυτά ήταν λόγια ή μελωδία ή ό,τι ήταν αυτό τελοσπάντων που άκουγε. Βέβαια, όσο και να το έψαξε στο Youtube, δεν μπόρεσε να το βρει. Είχε απογοητευτεί. Άρα, σκέφτηκε, πρέπει πάση θυσία να βρω από που προέρχεται αυτό, δεν πάει άλλο.
Την πέμπτη μέρα, λοιπόν, ήταν Σάββατο. Γυρνούσε απ' έξω και είχε πιει αρκετά. Έψαχνε τα κλειδιά του, ενώ τρέκλιζε προς την πολυκατοικία του, όταν άκουσε τον πλέον γνώριμο ήχο. Εκστασιασμένος, σήκωσε το κεφάλι του και άρχισε να γυρνάει γύρω από τον εαυτό του. Ωστόσο, πάλι βρέθηκε σε αδιέξοδο. Έτσι, ξεκίνησε να φωνάζει.
<<ΠΕΣ ΜΟΥ. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ; ΠΕΣ ΜΟΥ>>.
Δεν έλαβε καμία απάντηση. Επανέλαβε την ερώτηση του, αλλά πάλι τίποτα. Έχοντας χάσει τον προηγούμενο ενθουσιασμό του, περπάτησε τα τελευταία βήματα πριν φτάσει την πόρτα της πολυκατοικίας του. Πριν βάλει το κλειδί στην κλειδαριά, άκουσε μια φωνή να λέει CROCODILE ROCK.
Δεν κατάλαβε αμέσως πως σε αυτόν απευθυνόταν.
<<ΜΕ ΑΚΟΥΣ;>>, ρώτησε η ίδια φωνή.
Άφησε τα κλειδιά στην πόρτα πάνω και έτρεξε στη μέση του δρόμου.
<<ΝΑΙ>>, είπε ο Ηρακλής.
<<CROCODILE ROCK>>, είπε η φωνή και ακούστηκε ένα παντζούρι να κλείνει. Ο Ηρακλής γύρισε εκσταστιασμένος για να ξεκλειδώσει και είδε μια γάτα να προσπαθεί να φτάσει το κλειδί του για να παίξει. Την έδιωξε ευγενικά και παραλίγο να σπάσει το κλειδί για να ξεκλειδώσει. Όταν η πόρτα έκλεινε πίσω του, μια φωνή ακούστηκε.
<<ΣΚΑΣΤΕ ΡΕ ,ΚΟΙΜΟΜΑΣΤΕ>>.
Πάτησε το κουμπί για να κατέβει το ασανσέρ, ενώ κουνούσε νευρικά το δεξί του πόδι. Έβλεπε πως το ασανσέρ αργούσε και έτσι έτρεξε με τα πόδια στις σκάλες. Ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος του και έσπευσε να ανοίξει το laptop του. Από την φασαρία, ξύπνησε η αρραβωνιαστικιά του.
<<Τι έγινε;>>, τον ρώτησε νυσταγμένα, τρίβοντας τα μάτια της. Ωστόσο, δεν της έδωσε σημασία. Τα μάτια του γυάλιζαν. Όσο πατούσε τα κουμπιά του πληκτρολογίου, κάτι μέσα του ένιωθε σαν μικρό παιδί που ανοίγει δώρα. 
<<Υπάρχει...ΓΕΩΡΓΙΑ, ΥΠΑΡΧΕΙ!>>, φώναξε και πάτησε το βίντεο. Η μελωδία ξεκίνησε να παίζει.... μετά ήρθαν τα λόγια... και μετά ....la....oh, lalalala....
Εντωμεταξύ,  είχε σηκωθεί όρθιος και άρχισε να κουνιέται ρυθμικά. Στα μισά του τραγουδιού, πήρε την αρραβωνιαστικιά του από το χέρι και άρχισε να χορεύει.
<<Τι σε έπιασε;>>, τον ρωτούσε γελώντας. Όμως εκείνος δεν απαντούσε. Απλά χόρευε. Όταν τέλειωσε το τραγούδι, το έβαλε πάλι από την αρχή. Και ξανά. Και ξανά, για την επόμενη μισή ώρα. 
Από όταν ξύπνησε το επόμενο μεσημέρι , περίμενε ανυπόμονα να έρθει το βράδυ. Να πάει κοντά τρεις και να βγει στο μπαλκόνι. Είχε ακούσει εκείνη την μέρα το ίδιο τραγούδι πάνω από 30 φορές. Όταν βγήκε, ανυπομονούσε να ακούσει το νέο του ''φίλο'' και να μιλήσει μαζί του. Πέρασαν πέντε...μετά δέκα....μετά δεκαπέντε λεπτά, αλλά τίποτα. Δεν εμφανίστηκε. Στεναχωρήθηκε λίγο. 
Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο. Τέσσερις μέρες πέρασαν και τίποτα. Είχε αρχίσει να ανησυχεί. Την πέμπτη μέρα, είχε θυμώσει λίγο.
Την έκτη μέρα είχε απαυδήσει. Που είναι, που είναι, σκεφτόταν. Είχε βάλει το τραγούδι να παίζει, κάπως δυνατά μήπως το άκουγε από όπου ήταν , αλλά τίποτα. Είχε αρχίσει να βρέχει. Ωστόσο, δεν τα παρατούσε. Του ήρθε ασυναίσθητα μια τρελή ιδέα. Πήρε θέση μπροστά από τα κάγκελα και χτυπούσε πάνω τους τα δάχτυλα του σα να ήταν ένα μεταλλικό πιάνο.
Λα.... ω, λαλαλαλα.....
Στα μισά του τραγουδιού, μια φωνή ακούστηκε. Μια γνώριμη φωνή, που προερχόταν από ένα σώμα που δεν γνώριζε που βρισκόταν, αλλά είχε γίνει πια απαραίτητη. Ο Ηρακλής χαμογέλασε και συνέχισε. Όταν το τραγούδι τελείωσε, είχε λαχανιάσει.
Ακούστηκαν γέλια.
<<ΠΟΥ ΗΣΟΥΝ ΤΟΣΟ ΚΑΙΡΟ;ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ;>>, φώναξε ο Ηρακλής, ενώ η βροχή τον είχε μουσκέψει από πάνω μέχρι κάτω.
<<ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ;>>.
<<ΠΟΙΟ;>>.
<<ΟΤΑΝ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΠΩΣ ΟΛΑ ΕΧΟΥΝ ΧΑΘΕΙ, ΝΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ ΚΑΙ ΝΑ ΣΕ ΕΚΠΛΗΣΣΟΥΝ; ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΩΡΑΙΑ;>>.
<<ΕΙΝΑΙ. Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ. ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΟΜΩΣ;ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΔΩ>>.
<<ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΝΑ ΧΤΥΠΑΣ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΣΟΥ. ΚΟΥΝΑ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ. ΜΗΝ ΤΑ ΠΑΡΑΤΑΣ. ΟΣΟ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΛΗ ΜΟΥΣΙΚΗ, ΜΗΝ ΤΑ ΠΑΡΑΤΑΣ ΚΑΙ ΧΤΥΠΑ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΣΟΥ ΟΣΟ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ ΜΠΟΡΕΙΣ>>.
Έμοιαζε σα σκηνικό ταινίας. Δύο μορφές, βροχή να πέφτει, σκοτάδι, να κουνιούνται στο ρυθμό, διάλογοι σουρεαλιστικοί. 
Βέβαια, δεν ήταν ταινία. Ένα παράθυρο άνοιξε απότομα.
<<ΣΚΑΣΤΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ, ΑΥΡΙΟ ΔΟΥΛΕΥΟΥΜΕ!>>.
-Ο.Γ.Θ.

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2021



Είχε φέρει τα χέρια του στην κοιλιά του και έπαιζε με τα δάχτυλα του, ενώ κοίταζε το ταβάνι, ξαπλωμένος ανάποδα στον καναπέ του, που ήταν βαμμένο άσπρο, επομένως μπορούσε να φανταστεί ό,τι ήθελε, κάτι σαν μεγάλος καμβάς για την φαντασία του. Βέβαια, όταν άκουσε  κλειδιά να  ξεκλειδώνουν την πόρτα, δεν σκεφτόταν τίποτα. Απλά μουρμούριζε στίχους από ένα τραγούδι.... maybe i' ll just place my hands over you.....and close my eyes real tight... .
<<Τι έπαθες τώρα;>>, τον ρώτησε η κοπέλα του, όταν τον είδε σε αυτή την στάση.
<<Τίποτα>>, μουρμούρισε τάχα αδιάφορα.
Άφησε την τσάντα της στο τραπεζάκι της κουζίνας και πήρε δύο κουτάκια μπύρας από το ψυγείο. Άνοιξε την μια και, κρατώντας την άλλη κλειστή,  πήγε πάλι στο σαλόνι. Ακούμπησε με τον ώμο της τον τοίχο
<<Τι σε έπιασε;>>.
<<Άνοιξες μπύρα;>>.
<<Ναι>>.
<<Θα μου φέρεις και μένα μία;>>.
Τότε, του πέταξε την κλειστή, το οποίο, σα να ήταν βολή παγκόσμιου πρωταθλητή, έσκασε απαλά δίπλα του. 
<<Σε ευχαριστώ!>>, της είπε και την άνοιξε. Άρχισε να πίνει, με το κεφάλι ανάποδα.
<<Θα πνιγείς, πρόσεχε>>.
Έκανε να καταπιεί, αλλά δυσκολεύτηκε. Άφησε την μπύρα προσεκτικά στο τραπέζι και, με ένα σάλτο, τα έβλεπε όλα πάλι κανονικά.
<<Πως ήταν η μέρα σου;>>, την ρώτησε.
<<Το αφεντικό μου είναι μαλάκας>>.
<<Τι έκανε πάλι;>>.
<<Πως σου φαίνεται αυτό που φοράω;>>.
Έκανε μια σβούρα γύρω από τον εαυτό της. Φορούσε ένα μαύρο, απλό  φόρεμα.
<<Πολύ ωραίο>>.
<<Και όμως! ''Ναταλία, ο Λαζούδης είπε για το ντύσιμο σου μπλα μπλα''. Βέβαια, ο ίδιος το αρνήθηκε. Τον πείραξε τον μπάρμπα που η πλάτη φαινόταν λίγο παραπάνω. Τον->>.
<<Έλα εδώ>>, της είπε και ήπιε μια γουλιά από την μπύρα του. <<Ξέρεις πως αν δεν σου αρέσει αυτό το γραφείο, μπορείς να βρεις αλλού να συνεχίσεις την άσκηση>>.
<<Δεν είναι αυτό ρε Παντελή. Απλά ώρες-ώρες είναι λίγο μαλάκες εκεί μέσα>>,του είπε ενώ βολευόταν δίπλα του.
<<Όλοι οι άνθρωποι είναι λίγο μαλάκες ώρες-ώρες. Δες το σαν προετοιμασία για το μετά>>.
<<Ωραία τα λες. Πάντα ωραία τα λες>>.
<<Πήγα στρατό. Κάτι έμαθα από μαλάκες>>.
Κάθισαν για λίγο αμίλητοι, απολαμβάνοντας τις μπύρες τους. Δεν ήθελαν κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή. Απλά να καθίσουν ήρεμα για λίγο και να απολαύσουν την μπύρα τους. Τελικά ο Παντελής έσπασε την σιωπή.
<<Σήμερα απέρριψε και ο τελευταίος εκδοτικός το μυθιστόρημα μου>>.
Η Ναταλία τον κοίταξε και, κρατώντας την μπύρα με το δεξί της χέρι, πέρασε το αριστερό στον ώμο του.
<<Γι' αυτό είσαι έτσι;>>.
<<Μπα μωρέ. Δεν ξέρω. Μπορεί. Θες να ακούσουμε λίγη μουσική;>>.
<<Αμέ. Τι θες;>>.
<<Δώσ' μου μισό>>.
Σηκώθηκε όρθιος και πήγε στο Laptop. Κούνησε λίγο το ποντίκι και η οθόνη άνοιξε. Το Youtube ήταν επίσης ανοικτό. Πάτησε το space και επέστεψε στη θέση του.
Love of my life, you've hurt me....
Η Ναταλία τον κοίταζε. 
<<Ωραίο τραγούδι. Δεν συμφωνείς;>>, την ρώτησε ενώ κοίταζε το κενό.
<<Ωραίο ναι. Πράγματι, πολύ ωραίο>>.
<<Ξέρεις, θέλω να... πως το λένε.... ουσιαστικά, να δημιουργήσω κάτι τέτοιο κάποια στιγμή. Και κάτι τέτοιο. Κάτι τόσο όμορφο>>.
<<Έλα, μην είσαι έτσι. Θα έρθει η ευκαιρία σου. Το ξέρεις καλύτερα από εμένα. Απλά θέλει υπομονή. Κουράγιο, τύχη και υπομονή>>.
Ήπιαν λίγη ακόμα μπύρα. O Παντελής έπαιζε με τα δάχτυλα του.
<<Νιώθεις ποτέ πως η ζωή σου χρωστάει περισσότερα από όσα σου έχει δώσει;>>.
Η Ναταλία ξεφύσηξε.
<<Πάλι τα ίδια; Σαν τι δηλαδή; Φίλους που ήδη έχεις; Κοπέλα που ήδη έχεις; Μια οικογένεια εντάξει, που ήδη έχεις; Την υγεία σου, που ήδη έχεις; Σαν τι δηλαδή σου χρωστάει η ζωή;>>.
<<Ναι μωρέ, το ξέρω. Δεν είναι αυτό, αλλά.... δεν ξέρω. Είναι κάτι σαν ένα μικρό κενό. Σαν μια μικρή τρυπούλα, κάπου μέσα, που δεν λέει να κλείσει και απλά σου ρουφάει λίγο από την χαρά. Που όλο ζητάει παραπάνω. Μια αδηφάγα, τόσο δα καριόλα, που σου κάνει τη ζωή δύσκολη>>.
Η Ναταλία τα είχε ακούσει αυτά πολλές φορές. Ήξερε πως τα έλεγε όταν ένιωθε απογοητευμένος ή μπουχτισμένος. Γι' αυτό σηκώθηκε, πήγε στο δωμάτιο τους και γύρισε με ένα διάφανο σακουλάκι και μερικά σύνεργα. Τα άφησε όλα πάνω στο τραπέζι. Ο Παντελής την περίμενε αυτή τη στιγμή ώρα. Δεν ήθελε να χαθεί μόνος του. Δεν ήθελε να τα αφήσει όλα για λίγο μόνος του. Δεν φοβόταν τον εαυτό του ή πως θα γινόταν κάτι κακό. Το αντίθετο, ήξερε πως αυτό θα του έκανε καλό εκείνη τη στιγμή. Να τα αφήσει όλα για λίγο και να πέσει για ύπνο με το κεφάλι του άδειο.
Δεκαπέντε λεπτά μετά, είχαν αφεθεί και οι δύο πίσω στον καναπέ. Τα πάντα τους φάνταζαν τόσο απλά εκείνη τη στιγμή. Η Ναταλία είχε βάλει τα πόδια της πάνω στα δικά του και ο Παντελής της τα χάιδευε.
<<Πως είσαι;>>, τον ρώτησε.
<<Πιο ήρεμος>>.
<<Έτσι σε θέλω>>.
<<Μου αρκεί που είσαι εδώ>>.
<<Θες άλλο; >>.
<<Μπα. Καλά είμαι>>.
Τότε, η Ναταλία σηκώθηκε όρθια.
<<Θα μπω για μπάνιο. Να φύγει η κούραση της ημέρας>>.
<<Εγώ λέω να πέσω για ύπνο. Είμαι ξύπνιος δύο μέρες σχεδόν και αύριο δουλεύω πρωί>>.
<<Θα με περιμένεις πριν κοιμηθείς; Έτσι, να χουχουλιάσουμε λίγο πριν κοιμηθείς>>.
<<Και να μην έρθεις ποτέ, εγώ πάντα θα σε περιμένω>>.
Χαμογέλασαν. Τον φίλησε στο μέτωπο και πήγε μέσα. Ο Παντελής άκουσε το νερό να τρέχει. Θα μπορούσε τουλάχιστον αν είναι λίγο πιο γαλήνια, λίγο πιο συχνά, σκέφτηκε. Και σηκώθηκε.
-Ο.Γ.Θ.


  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...