Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021




Την ξαναείδα μετά από χρόνια. Της είχα στείλει μήνυμα επειδή ήθελα να τη ρωτήσω κάτι σχετικό με τη σχολή και την ορκωμοσία - εν μέρει αληθινό- και αποφασίσαμε να βρεθούμε. Και η αλήθεια ήταν πως θα μπορούσα να είμαι καλύτερα, ψυχή τε και σώματι, αλλά όπως και να είχε, ήμουν όπως ήμουν.
Είχαμε δώσει συνάντηση στις 8 ακριβώς. Στην ''πλατεία'' όπως την λέγαμε μεταξύ μας. Την είδα από μακριά να με περιμένει. Φορούσε ένα ωραίο παντελόνι, μαύρο, ένα κοντομάνικο μπλουζάκι κόκκινο και κάτι παπούτσια. Στην πλάτη της είχε μια τσάντα.  Εγώ κατέβηκα από το λεωφορείο και τρέκλιζα λίγο. Την προηγούμενη μέρα είχα βγει και ήπια αρκετά και, λίγες ώρες πριν την δω, ξεκίνησα να πίνω μπύρες για να φύγει το άγχος.  Τι κακό έχει να πίνεις από το μεσημέρι, όταν νιώθεις άγχος; Ωστόσο, πρόσεξα την εμφάνιση μου. Δεν ήθελα να της φανώ σαν λέσι. 
Το βλέμμα της έπεσε πάνω μου, καθώς την πλησίασα, αλλά δεν με αναγνώρισε. Πώς να με αναγνωρίσει άλλωστε; Στο Facebook και στο Instagram είχα να ανεβάσω καιρό φωτογραφία. Σίγουρα τα μαλλιά που είχα αφήσει κάπως μακριά και η κοιλιά που είχα σμιλέψει και κόπο και ιδρώτα όλα αυτά τα χρόνια την παραπλάνησαν.
Στάθηκα δίπλα της και  της χαμογέλασα.
<<Δημήτρη εσύ; Τι κάνεις, πως είσαι;>>.
Η ευγένεια της ήταν πάντα κάτι που ξεχώριζε πάνω της. Όταν ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε, αισθάνθηκα κάτι μέσα μου να ραγίζει. 
<<Καλά είμαι Ιωάννα, εσύ;>>.
<<Μια χαρά και εγώ>>.
<<Που θέλεις να πάμε;>>.
<<Πάμε στο ''μέρος'';>>.
Έτσι λέγαμε ένα μαγαζί που πηγαίναμε.
<<Ναι, πάμε εκεί!>>>.
Περπατούσα δίπλα της και ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.
<<Έπαθε κάτι το πόδι σου; Σε βλέπω λίγο σα να παραπατάς>>.
<<Εεε, δεν είναι τίποτα. Απλά στραβοπάτησα το πρωί, Μην ανησυχείς>>.
Καθίσαμε έξω γιατί ο καιρός ήταν καλός. Παρήγγειλε καφέ. Ήταν ξύπνια από νωρίς είπε, γιατί είχε να πάει σε μια συνέντευξη νωρίς το πρωί και μετά δεν πρόλαβε να κοιμηθεί. Εγώ παρήγγειλα μπύρα. Είναι λίγο αργά για καφέ, δικαιολογήθηκα. Δεν ήταν αργά. Ούτως ή άλλως, θα κοιμόμουν κατά τις 5-6 το πρωί.
<<Και για πες! Πως είσαι; Πόσο καιρό είχαμε να μιλήσουμε;>>.
<<Να μιλήσουμε δύο χρόνια. Να βρεθούμε, νομίζω 4 χρόνια.  Ναι, πάνε 4 χρόνια!>>.
<<Πω, πω, πως πέρασε έτσι ο καιρός ,Δημήτρη;>>.
<<Ασ' τα να πάνε. Χαχαχα. Πως νιώθεις που πήρες το πτυχίο;>>.
<<Καλά μωρέ, μια χαρά. Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα όμως!>>.
<<Περνάει ο καιρός γρήγορα. Όταν αρχίσαμε να μιλάμε εσύ ήσουν στο πρώτο έτος και εγώ στο τρίτο. Θυμάσαι;>>.
<<Ναι, και εντελώς τυχαία. Καθόμασταν δίπλα- δίπλα. Αραβοπούλου ε;>>.
<<Ναι, η καλύτερη καθηγήτρια!>>.
<<Χαχαχαχα>>.
<<Χαχαχα>>.
<<Έπος- Δράμα δεν είχαμε;>>.
<<Ναι! Και είχες αργήσει να μπεις στην αίθουσα και με ρώτησες αν η θέση είναι άδεια και σου έγνεψα καταφατικά>>.
<<Και μετά που με έβλεπες να σημειώνω με ρώτησες, στο διάλλειμα, αν είχα τα υπόλοιπα και αν μπορούσες να τα βγάλεις μια φωτογραφία για να τα έχεις γιατί οι σημειώσεις σου δεν ήταν και πολύ καλές>>.
<<Τι να σου έλεγα; Πως ήμουν τρίτο έτος, χρωστούσα 15 μαθήματα και ακόμα και έτσι δεν είχα πατήσει το πόδι μου ποτέ στο μάθημα από τις αρχές του εξαμήνου; Πάντως, στο είπα και τότε, ήσουν πολύ ευγενική και καλόκαρδη που τις μοιράστηκες μαζί μου>>.
<<Λες και ήταν  κανένα επτασφράγιστο μυστικό και θα τις κρατούσα για τον εαυτό μου μόνο>>.
<<Και μετά αρχίσαμε να μιλάμε. Και βγήκαμε για καφέ κάνα δυο-τρεις φορές>>.
<<Ναι ναι. Και μετά χαθήκαμε. Τι έγινε;>>.
<<Ε ξες πως πάνε αυτά μωρέ. Σχολή, υποχρεώσεις, βρήκα δουλειά και....>>.
Συνεχίσαμε να μιλάμε για ώρα. Το χαμόγελο της, καθώς πλησίαζε το στόμα της το καλαμάκι, για να ρουφήξει τον καφέ, θάμπωνε τα πάντα. Και όπως και τότε, αν  έλεγα κάτι που έβρισκε όντως αστείο, έκρυβε το στόμα της με την παλάμη της ή με βαρούσε χαριτωμένα στο μπράτσο. Ήξερα τι είχε γίνει και είχαμε χαθεί.  Εγώ συνέχισα να χαραμίζω τη ζωή μου. Να μην βάζω τάξη εκεί που πρέπει. Εκείνη συνέχισε την ανοδική της πορεία. Ήταν μέσα σε όλα. Και, πολύ σύντομα, βρήκε και κάποιον. Την τρίτη φορά που είχαμε βρεθεί, τον ανέφερε ως ''ο φίλος μου''. Δεν άργησα να καταλάβω τι εννοούσε. Άργησα όμως να καταλάβω τι αισθανόμουν γι' αυτήν. Οι άνθρωποι αργούμε να καταλάβουμε πολλά τη στιγμή που πρέπει. Και όταν τα καταλάβουμε, πολλές φορές, είναι πολύ αργά. Και τι να έκανα μετά; Αυτή ήταν ευτυχισμένη. Θα μπορούσα να είμαι και εγώ ευτυχισμένος. Αλλά η ευτυχία στην περίπτωση μου ήταν συνήθως σα να ψάχνεις τον ήλιο ανάμεσα σε συννεφιασμένο ουρανό. 
<<Μπορώ να έχω ένα ακόμη βαρέλι;>>.
<<Ααα, βλέπω θα το ρίξουμε έξω Δημήτρη! Χαχαχαχα>>.
<<Ε, τόσο καιρό έχουμε να τα πούμε! Και εσύ βλέπω έχεις ακόμα αρκετό καφέ>>.
<<Δεν θέλω να πιω άλλο μωρέ. Νέρωσε. Κάτσε λίγο. Εεεε, συγγνώμη... θα μου φέρετε και μένα μια μπύρα; Το ίδιο, ναι>>.
<<Ωπα! Τι έγινε; Γιορτάζουμε;>>.
<<Την επιτυχία! Χαχαχαχα>>.
<<Και Erasmus. Kαι πτυχίο στα τέσσερα χρόνια, και αμέσως ξεκίνησες να ψάχνεις δουλειά. Πως τα κατάφερες όλα αυτά; >>.
<<Έλα καλέ, κοκκινίζω! Θα δείξει. Ελπίζω να μην αργήσω πολύ! Τώρα άρχισα να κάνω μερικά ιδιαίτερα σε κάτι γνωστούς. Τον Σεπτέμβριο θα κάνω και αίτηση για μεταπτυχιακό>>.
Ενώ εγώ, είχα μόλις τελειώσει τη σχολή, στο έβδομο έτος,  δεν δούλευα στο Internet Cafe που δούλευα από το τέταρτο έτος γιατί με είχαν απολύσει λίγες μέρες πριν και απλά καθόμουν, γιατί βαριόμουν να ψάξω για άλλη δουλειά . Χωρίς λεφτά πολλά, χωρίς μεταπτυχιακά, χωρίς ιδιαίτερες βλέψεις πέραν του να επιβιώσω, χωρίς τίποτα. Ωραίος, Δημήτρη. Ωραίος.
<<Δεν θες να ξεκουραστείς λίγο πρώτα;>>.
<<Α, δεν έχω θέμα. Άσε που δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Πρέπει να αρχίσω να συντηρούμαι μόνη μου σιγά- σιγά. Αρκετά πήρα από τους δικούς μου τόσα χρόνια>>.
Σε παρακαλώ, σταμάτα.
<<Ναι, ναι. Σε καταλαβαίνω...>>.
Τι καταλαβαίνεις μωρέ βλαμμένε;
Καθίσαμε κανένα δίωρο στο μαγαζί. Εγώ είχα πιει 4 μπύρες, εκείνη 2. Την έβλεπα, είχε κάνει κεφάλι. Πλήρωσα εγώ για όλα. Έλα μωρέ, τόσο καιρό έχουμε να βρεθούμε, εσύ την άλλη φορά!
Αποφασίσαμε να περπατήσουμε λίγο. Η νύχτα ήταν τρυφερή. Περπατούσαμε δίπλα- δίπλα και μιλούσαμε. Γιατί να μην ήταν πάντα έτσι η ζωή; Να περπατάς δίπλα- δίπλα με κάποιον και να νιώθεις ωραία;
Κάποια στιγμή σταματήσαμε και καθίσαμε σε ένα παγκάκι. Έβγαλα τα τσιγάρα μου. Την ρώτησα αν καπνίζει. Μου είπε πως κανονικά όχι, αλλά όταν έπινε λίγο, έκανε ένα. Την ρώτησα αν ήθελε τότε να κάνει τζούρα από το δικό μου, αντί να ανάψει δικό της. Συμφώνησε.
<<Η νύχτα είναι πολύ ωραία ε;>>, ρώτησα.
<<Είναι αρκετά>>.
Της έδωσα το τσιγάρο. Ακόμα και όταν κάπνιζε, ήταν σα να έκανε το τσιγάρο υγιεινό. Τα μαύρα μαλλιά της έπεφταν πάνω στο πρόσωπο της, κάτω στα κόκκινα χείλη της και έφταναν μέχρι το στήθος της που ξεχώριζε μέσα από την μπλούζα της.
Δεν μιλήσαμε για λίγη ώρα. Απλά απολαμβάναμε τον ουρανό και τα αστέρια και τη νύχτα. Πήγα λίγο πιο κοντά της.
<<Θέλεις;>>, την ρώτησα.
Με κοίταξε και έγνευσε καταφατικά. Έτεινε το χέρι της , έτεινα το δικό μου και, ενώ περίμενε να πάρει το τσιγάρο, έπεσα πάνω της και την φίλησα. Θα ήθελα να νιώσω  το χέρι της να πλησιάζει τα μαλλιά μου, να ενδίδει,  αλλά τελικά τραβήχτηκε μακριά μου αμέσως.
<<Δημήτρη, τι....>>.
Σηκώθηκα όρθιος.
<<Συγγνώμη. Δεν ξέρω τι με έπιασε. Έχεις αγόρι ε; Συγγνώμη. Καλύτερα να φύγω>>.
Μου έπιασε το χέρι.
<<Κάτσε λίγο κάτω. Πες μου. Τι έγινε;>>.
Παρέμεινα σιωπηλός. Ήθελα να πω τόσα, αλλά δεν έβγαινε τίποτα.
<<Μην σε ανησυχεί κάτι. Είμαι εγώ εδώ>>.
Είμαι εγώ εδώ.... Τι υπέροχα λόγια!
<<Είναι που.... δεν ξέρεις πόσα χρόνια ήθελα να το κάνω αυτό. Λυπάμαι αν σε αναστάτωσα>>.
<<Καθόλου! Πες μου, γι' αυτό ήθελες να βγούμε σήμερα;>>.
<<Όχι! Βασικά, ίσως. Δεν ξέρω. Όχι. Ήθελα να βγούμε γιατί ήθελα να σε δω. Μαζί σου περνάω ωραία. Με κάνεις να νιώθω ασφάλεια, σιγουριά, πως έχω απέναντι μου έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορώ να μοιραστώ πέντε κουβέντες με νόημα>>.
<<Και γιατί σταμάτησες να μου μιλάς τότε;>>.
<<Γιατί είχες σχέση. Γιατί όταν έμαθα πως έχεις σχέση ήταν τον καιρό που σχεδίαζα πως να σου πω οτι μου αρέσεις. Όσο και να το ήθελα, δεν θα το άντεχα να βγαίνουμε και εγώ να κοιτάω και απλά να λιώνω μέσα μου δίχως ανταπόκριση. Ίσως σου φαίνεται χαζό αυτό, παιδαριώδες>>.
<<Καθόλου. Σε καταλαβαίνω>>.
Την κοίταζα τώρα στα μάτια.
<<Πες μου μόνο αυτό. Αν τότε στα έλεγα όλα αυτά. Αν έκανα κίνηση. Πως θα αντιδρούσες;>>.
<<Δεν ξέρω. Έκπληκτη στην αρχή. Ίσως να μου άρεσε. Αλλά, δεν ξέρω. Πραγματικά δεν ξέρω. Μου άρεσες και μένα λίγο. Αλλά δεν ήξερα τι ένιωθες. Γιατί ήσουν τόσο κλειστός χαρακτήρας και δεν μπορούσα να σε καταλάβω>>.
<<Κατάλαβα>>.
<<Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε πληγώσω>>.
<<Μη ζητάς συγγνώμη. Δικό μου λάθος ήταν>>.
<<Θέλω μόνο να είσαι καλά. Το εύχομαι να είσαι καλά>>.
<<Δεν θα πεις πόσο καλό παιδί είμαι και όλα αυτά;>>.
<<Αφού τα ξέρεις αυτά βρε κουτέ! Τι να τα πω. Έλα εδώ>>.
Τότε με αγκάλιασε. Ήταν για λίγο. Μα ήταν αρκετό.

Πήγα σπίτι με τα πόδια. Η νύχτα ήταν ακόμη τρυφερή. Η νύχτα είναι πάντα τρυφερή. Κάθισα στο μπαλκόνι μου και ήπια μια μπύρα, ενώ χάζευα το φεγγάρι. Έμοιαζε σα να χαμογελάει το φεγγάρι. Του χαμογέλασα και εγώ. Μπήκα μέσα, άνοιξα το Laptop και έβαλα να ακούσω λίγη μουσική. Έπεσα τελικά για ύπνο κατά τις 6 το πρωί. Και, μετά από καιρό, χωρίς να κλάψω.

-Ο.Γ.Θ.

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2021




Σύνθλιψε με τη δεξιά του παλάμη το κουτάκι με την μπύρα που είχε μόλις πιει και σηκώθηκε από το παγκάκι που καθόταν. Το φεγγάρι είχε ανέβει για τα καλά τώρα και θα παρέμενε εκεί για αρκετή ώρα ακόμη. 
Έσκυψε για να βάλει τα κορδόνια του, που είχαν βγει έξω, μέσα στα παπούτσια του. Όταν σηκώθηκε, τα μάτια του ήταν λίγο υγρά. Λίγο υγρά ήταν και τα μάγουλα του, που σκούπισε  με τα δάχτυλα του. 
Άρχισε να περπατάει. Δεξί πόδι μπροστά. Αριστερό πόδι μπροστά. Δεξί βήμα, αριστερό βήμα και , ξαφνικά , άνοιξε μια πόρτα και βρέθηκε μέσα σε ένα διαμέρισμα. Μικρό διαμέρισμα. Μπροστά του βρισκόταν το σαλόνι. Δεξιά του μια πόρτα που  οδηγούσε στην τουαλέτα. Αριστερά μια ακόμη πόρτα που οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα. Στο βάθος αριστερά, μια κουζίνα. 
Έβγαλε τα παπούτσια του. Πήγε στην τουαλέτα. Ακούστηκε μια βρύση να τρέχει. Βγήκε μετά από λίγο. Περπάτησε μέχρι το τραπεζάκι της κουζίνας. Πάνω στο τραπεζάκι υπήρχε ένα γκαζάκι σβηστό και πάνω στο γκαζάκι ένα μπρίκι, χωρίς νερό, με δύο αυγά μέσα, ραγισμένα. Σήκωσε το μπρίκι, αναποδογύρισε το γκαζάκι, τα αυγά έπεσαν κάτω στο έδαφος και έσπασαν. Πήγε στη βρύση της κουζίνας, την άνοιξε και γέμισε το μπρίκι με νερό. Μετά, το άφησε για λίγο πάνω στο τραπεζάκι, έψαξε τις τσέπες του για αναπτήρα, βρήκε έναν μικρό, μαύρο, άναψε το γκαζάκι και έβαλε πάνω το μπρίκι. Τότε, έσκυψε κάτω, πήρε τα απομεινάρια των αυγών  και τα έβαλε μέσα στο μπρίκι. Έγλειψε τα δάχτυλα του με τη γλώσσα του, έκλεισε τα μάτια του και ,όταν τα άνοιξε, περπατούσε πάλι έξω στο δρόμο, εκεί έξω που οι τρελοί θεωρούνται φυσιολογικοί και οι φυσιολογικοί προσπαθούν να κρύψουν την τρέλα τους. 
Πέτυχε ένα περίπτερο και αγόρασε μια μπύρα με πίστωση. Δηλαδή, δεν είχε λεφτά πάνω του, οπότε πήγε στο περιπτερά, του πέταξε μερικές τσίχλες στο πρόσωπο και του φώναξε, ΘΑ ΣΤΑ ΔΩΣΩ , ΣΤΟ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ, ενώ άρχισε να τρέχει. Κοίταζε πίσω του και, όταν κοίταξε πάλι μπροστά του, βρέθηκε πάλι στο ίδιο διαμέρισμα.
Παρατηρούσε τα αυγά να βράζουν. Χαμογελούσε πάνω από το μπρίκι. Σε μια έκρηξη φρενίτιδας, άρπαξε το μπρίκι, το σήκωσε και το πέταξε σε ένα καθρέφτη, που ράγισε. Έσβησε το γκαζάκι, έβγαλε ένα μαχαίρι, το έχωσε δυνατά στο γκαζάκι και λούστηκε με το υγρό. Τώρα γελούσε και φώναζε ΠΕΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΩΣ Η ΠΟΛΗ ΑΥΤΗ ΜΑΣ ΕΦΑΓΕ, ΠΩΣ ΓΙΝΑΝ ΟΙ ΕΝΗΛΙΚΟΙ ΠΟΥ ΘΕΛΑΝΕ*. Τέντωσε τα χέρια του δεξιά και αριστερά, σα να ήταν πάνω σε σταυρό και άρχισε να στριφογυρίζει, λες και χόρευε ένα πονεμένο ζεϊμπέκικο.
Όταν σταμάτησε, τον κοίταζε κόσμος. Περαστικοί, μέσα στα αμάξια, άνθρωποι που έτυχαν να βγουν στο μπαλκόνι. Αν μπορούσε, θα τους κοίταζε έναν- έναν. Ωστόσο ,απλά πέταξε στον αέρα το τρυπημένο κουτάκι με την μπύρα και φώναξε, ΕΣΕΙΣ ΤΟ ΚΑΝΑΤΕ ΑΥΤΟ, ΕΙΜΑΙ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ, ΔΕΝ ΕΙΣΤΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟΙ;
Έτρεχε πάλι. Σταμάτησε. Μετά έτρεξε σε άλλη κατεύθυνση. Ενώ έτρεχε, έτρεχε και στο διαμέρισμα και έσπαγε ό,τι έβλεπε και μπορούσε να το σπάσει. Όταν τελείωσε, αφέθηκε προς τα πίσω, με την πλάτη του, αλλά δεν έπεσε στο έδαφος. Ξάπλωνε σε ένα κρεβάτι. Δίπλα του την ένιωθε. Ξάπλωνε δίπλα του. Ήταν κόκκαλα και μύες και μυαλό και ελπίδα και μακριά μαλλιά όμορφα και ένα χαμόγελο που έσβηνε τα υπόλοιπα. Του χάιδευε το στήθος.
<<Πως είσαι;>>.
<<Προσπαθώ>>.
<<Προσπαθείς υπερβολικά>>.
<<Τι άλλο μπορώ να κάνω;>>.
<<Ζήσε και λίγο. Δεν κουβαλάς το βάρος όλων των ανθρώπων πάνω σου>>.
<<Εύκολα το λες>.
<<Δεν πρέπει να υπάρχουν και άνθρωποι που τα λένε εύκολα για εκείνους που τα έχουν δύσκολα;>>.
<<Κουράστηκα>>.
<<Όλοι κουραζόμαστε>>.
<<Πάλι έκανα λάθη>>.
<<Όλοι κάνουν λάθη>>.
<<Πάλι απογοήτευσα ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν>>.
<<Θα ζήσεις τις συνέπειες>>.
<<Γιατί μιλάς; Δεν υπήρξες ποτέ σου. Και σε περιμένω τόσο καιρό>>.
<<Γιατί δεν προσπάθησες αρκετά. Μονάχα ελπίζεις. Και φοβάσαι>>.
<<Δεν ξέρω να κάνω αλλιώς>>.
<<Πότε θα σταματήσεις τις δικαιολογίες;>>.
<<Όταν το φεγγάρι χάσει την μαγεία του>>.
<<Ξέρεις πως γίνεται πιο εύκολο αν το αρχίσεις έτσι;>>.
<<Τίποτα στη ζωή δεν είναι εύκολο>>.
<<Μπορεί να γίνει πιο υποφερτό όμως. Μπορείς να κάνεις την ύπαρξη πιο υποφερτή>>.
<<Βαρέθηκα τα πάντα. Σιχάθηκα τα πάντα. Θέλω να με αφήσουν όλοι ήσυχο>>.
<<Και εγώ;>>.
<<Εσύ όχι. Εσύ είσαι το φεγγάρι μου. Φεύγεις και έρχεσαι, αλλά ξέρω πως πάντα θα είσαι εδώ>>.
<<Με φοβάσαι και μένα;>>.
<<Ναι. Γιατί αν γίνεις αληθινή, τότε θα σε χάσω>>.
<<Μα ποτέ δεν με είχες>>.
<<Έχω την εικόνα σου. Η φαντασία είναι πιο δυνατή από την πραγματικότητα>>.
<<Μα στην πραγματικότητα ζεις>>.
<<Πρέπει να φύγω>>.
<<Θα επιστρέψεις πάλι. Κλείσε την βρύση στο μπάνιο τώρα. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα>>.
<<Καλό βράδυ>>.
<<Καλό βράδυ>>.

Άνοιξε τα μάτια του και βρισκόταν στο δωμάτιο του. Το κανονικό του δωμάτιο. Τα ρούχα του ήταν πεταμένα κάτω. Πετάχτηκε όρθιος. Βγήκε στο μπαλκόνι γυμνός. Το φεγγάρι σχεδόν είχε χαθεί, αλλά το έβλεπε να δύει. Δεν το είχε χάσει ούτε εκείνη την μέρα.
-Ο.Γ.Θ.

*Sponty- Northen lights

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...