Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

 




De Profundis

<<Απλά σου λέω πως μου έχει κολλήσει από χθες που το διάβασα και δεν μου φεύγει. Σόρρυ! Εκ βαθέων, συγγνώμη!>>.
<<Και εγώ σου λέω να σταματήσεις να το λες σε κάθε πρόταση, γιατί μου τα έχεις πρήξει. Δεν έχεις σταματήσει από όταν καθίσαμε>>.
<<Εκ βαθέων, Δημήτρη, καλά, καλά, σταματάω! Από τα βάθη της καρδιάς μου, σταματάω!>>, είπε, γέλασε και σήκωσε το ποτήρι του για να τσουγκρίσουν.
Το μαγαζί είχε γεμίσει από νωρίς, αλλά  έφτασαν την κατάλληλη στιγμή και βρήκαν δύο άδειες θέσεις στην άκρη του μπαρ. Έβγαλαν τα μπουφάν τους και τα κρέμασαν σε κάτι κρεμαστράκια που βρισκόντουσαν κάτω από τον πάγκο. Ο μπάρμαν τους παρατήρησε, προτού σηκώσουν το χέρι τους για να τους δει, τους έφερε τα νερά τους και παρήγγειλαν δύο μπύρες, οι οποίες, μέσα στις επόμενες δύο ώρες, έγιναν οκτώ στο σύνολο.
Όταν πήγε δώδεκα, το μαγαζί  ήταν τίγκα. Η μουσική έπαιζε δυνατά, ο κόσμος έπινε τα ποτά του, ο κόσμος έπαιζε με τα κινητά του, ο κόσμος μιλούσε με κόσμο, ο κόσμος πήγαινε στην τουαλέτα, κόσμος έμπαινε και έβγαινε, ποτήρια τσουγκρίζονταν, γέμιζαν, άδειαζαν, ένα χέρι που άνηκε σε ένα παλικάρι, στην προσπάθεια πιστής αναπαράστασης μιας ιστορίας που έλεγε σε κάτι φίλους του, πετάχτηκε προς τα πίσω, καταλήγοντας πάνω στον δίσκο με τα άδεια ποτήρια που κρατούσε η μία από τις τρεις σερβιτόρες του μαγαζιού, ρίχνοντας τον κάτω, το παλικάρι ζήτησε συγγνώμη και προσφέρθηκε να την βοηθήσει να τα μαζέψουν, η σερβιτόρα αρνήθηκε ευγενικά, δεν πειράζει, μην αγχώνεσαι, μια σκούπα και ένα φαράσι εμφανίστηκαν από την κουζίνα, το παλικάρι χαμήλωσε τους τόνους του από ντροπή και αμηχανία, οι φίλοι του προσπαθούσαν να μην γελάσουν μέχρι να φύγει η σερβιτόρα, η οποία , αν ήθελε να τον εκδικηθεί, μπορεί να έφτυνε μέσα στην επόμενη παραγγελία του, όλα πήγαιναν όπως έπρεπε να πάνε ένα βράδυ Παρασκευής.
Στο μεταξύ….
<<Στην τέταρτη είμαστε, έτσι;>>.
<<Έτσι νομίζω>>.
<<Καλά θα πάει και σήμερα>>.
<<Έλα μωρέ γκρινιάρη. Πόσες μέρες είχαμε να βγούμε;>>.
<<Καλά, δεν με πειράζει αυτό. Αλλά μεγαλώσαμε λίγο>>.
<<Σιγά μπάρμπα- Σάββα. Θα αργήσεις στο καφενείο αύριο;>>.
<< Δεν το είπα γι’ αυτό. Αλλά πώς το κάναμε αυτό πριν τρία χρόνια π.χ., να γινόμαστε σκατά το ένα βράδυ και μέχρι το επόμενο βράδυ να είμαστε κομπλέ και να ξαναβγαίνουμε; Και αυτό γινόταν σίγουρα δύο φορές την βδομάδα>>.
<<Τι να σου πω; Μάλλον είχαμε καλό μεταβολισμό>>.
<<Άλλη μια τότε, Μήτσο;>>.
<<Άλλη μια. Για τα παλιά! Χαχαχαχα>>.
<<Τι βλάκες οι άλλοι που δεν ήρθαν>>.
<<Ο Κώστας μάλωσε με την δικιά του και ο Χρήστος ήταν κουρασμένος από την δουλειά. Τι να κάνεις; Όταν λέω εγώ ότι μεγαλώσαμε, δεν με ακούς>>.
Στο μεταξύ….
Το μπαρ είχε μια γωνία, δυο μικρές ευθείες που τέμνονταν σε αυτήν την γωνία. Εκεί, στην γωνία, από την άλλη ευθεία από αυτή που βρίσκονταν ο Δημήτρης και ο Σάββας είχαν καθίσει δύο κοπέλες. Ένας εξωτερικός παρατηρητής θα έλεγε πως κάθονταν σχεδόν απέναντι αυτές οι τέσσερις οντότητες. Αν υπήρχε ρολόι στον τοίχο ή αν κάποιος κοίταζε μια στο τόσο την ώρα, θα μπορούσε να πει πως είχε περίπου μια ώρα που έφτασαν στο μαγαζί. Ο Σάββας τις είχε δει μερικά λεπτά αφού κάθισαν και αυτό που τον προβλημάτιζε και τον εξίταρε παράλληλα ήταν πως η μια από τις δύο κοπέλες, η μελαχρινή, φαινόταν να ρίχνει ματιές προς το μέρος τους. Ο Δημήτρης το είχε καταλάβει από νωρίς, αλλά δεν έλεγε τίποτα, γιατί ήξερε πως ο Σάββας γινόταν αμήχανος με τέτοια σκηνικά και το απολάμβανε, πίνοντας την μπύρα του και στρίβοντας τα τσιγάρα του. Ωστόσο, έσπασε την σιωπή του, ακουμπώντας το σαγόνι του Σάββα με το δεξί του χέρι και γελώντας. Ο Σάββας τρόμαξε.
<<Τι σκατά;>>.
<<Σου μαζεύω το σαγόνι που έπεσε. Χαχαχαχα. Ηρέμησε ρε, πώς κοιτάς έτσι; Θα τις τρομάξεις>>.
<<Εγώ; Κοιτάω;>>.
Άρχισαν να γελάνε. Στο μεταξύ, ο Σάββας είχε σκεφτεί τουλάχιστον δέκα πιθανά σενάρια με τα οποία θα μπορούσε να προσεγγίσει την δίπλα κοπέλα, που ήταν κοκκινομάλλα, αλλά στο τέλος κάθε σεναρίου, τον απέρριπτε. Ο Δημήτρης, από την άλλη, καπνίζοντας ήρεμος το τσιγάρο του, πίνοντας ήρεμος την μπύρα του, έσκυψε στο αυτί του Σάββα, για να τον ακούσει καλύτερα.
<<Αν τις κοιτάξεις λίγο παραπάνω, θα εξαφανιστούν>>.
<<Και τι να κάνω; Να πάω έτσι, απλά;>>.
<<Όχι, με πιρουέτες. Ε πως θα πας ρε; Πόσες φορές θα τα πούμε; Πάρε την μπύρα σου, πήγαινε δίπλα στην κοκκινομάλλα και μην σκέφτεσαι>>.
<<Να μην σκέφτομαι;>>.
<<Όχι, μην σκέφτεσαι>>.
<<Πως να πάω εκεί; Δεν έχει χώρο ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε πουθενά>>.
<<Χμμμ. Κάτσε…. Το έχω!>>>
Έκανε νόημα στον μπάρμαν και του είπε κάτι που ο Σάββας δεν το άκουσε. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, εκείνος άφησε μπροστά τους ένα πάκο με αυτοκόλλητα στίκερς και ένα στυλό.
<<Ορίστε. Γράψε κάτι>>, είπε ο Δημήτρης.
<<Σα να είμαστε στο Δημοτικό; Τι να γράψω;>>.
<<Ό,τι σου κατέβει. Εσύ είσαι καλός με αυτά>>.
<<Σκατά είμαι>>.
<<ΕΠ! Μην σκέφτεσαι! Πιάσε δουλειά!>>.
Ο Σάββας έπιασε το στυλό, σκέφτηκε για λίγο και σημείωσε κάτι.
<<Έτοιμος!>>.
<<Για να δω….. Τόση ώρα μόνες….τι θα….εδώ για να γνωριστούμε… μάλιστα! Απλό και περιεκτικό. Μπράβο ρε! Συγγνώμη…>>.
Το έδωσε στον μπάρμαν και εκείνος με την σειρά του το έδωσε στις κοπέλες. Γέλασαν όταν το διάβασαν, αλλά όχι με εκείνο το κοροϊδευτικό γέλιο. Λίγο μετά, έφτασε στα αγόρια μια απάντηση, η οποία βρισκόταν στο πίσω μέρος από το χαρτάκι το οποίο έστειλαν.
Ευχαριστούμε πολύ για την πρόσκληση, αλλά είμαστε πολύ ντροπαλές και δεν μπορούμε να έρθουμε :)
Ο Σάββας ενθουσιάστηκε. Εν μέρει γιατί τους απάντησαν και δεν τους διαολόστειλαν και ,επίσης, επειδή αυτό ήταν σα να έδιναν ραβασάκια ο ένας στον άλλον, κάτι που ήθελε να κάνει από πάντα, αλλά ποτέ δεν, δεν έχει σημασία, τελικά το πήρε πάνω του και έστειλε ένα ακόμα χαρτάκι προς το μέρος τους. Μέχρι και ο μπάρμαν είχε αρχίσει να το διασκεδάζει. Μερικά ακόμα γελάκια και η δεύτερη απάντηση έφτασε.
Εμείς είμαστε πιο ντροπαλές από εσάς!
Ο Σάββας τελείωσε την μπύρα του και παρήγγειλε μια ακόμα. Και ,όταν το γεμάτο ποτήρι ακούμπησε στο μπαρ, ήταν σα να εκπυρσοκρότησε πιστόλι σε αγώνα δρόμου, γιατί οι διπλανοί από τα κορίτσια έβαζαν τα μπουφάν τους για να φύγουν, ενώ μια παρέα περίμενε στην πόρτα για να μπει, Εκ βαθέων Κύριε, εκ βαθέων Κύριε, εκ βαθέων κύριε…, πήρε το ποτήρι του, σηκώθηκε και ,με γρήγορες κινήσεις, έφτασε δίπλα από την κοκκινομάλλα που την έλεγαν Ματίνα, λέει η κοκκινομάλλα, χάρηκα, Εμένα με λένε Σάββα, και εσένα; , Εμένα με λένε Ιωάννα, λέει η μελαχρινή, χάρηκα, Σάββας, παρομοίως και μπλα και μπλου και μπλι, να πω τον φίλο μου να έρθει να μην κάθεται μόνος;  , και έτσι έκανε νόημα στον Δημήτρη να έρθει και εκείνος έφτασε λίγα δευτερόλεπτα μετά, με το ποτήρι του και τα μπουφάν τους, χάρηκε επίσης, Δημήτρης, Ιωάννα, Ματίνα, γνωριμίες, ονόματα, χειραψίες κάτω από τεχνητά φώτα και ο κόσμος συνεχίζει να γυρνάει.
<<Με τι ασχολείσαι, Ματίνα;>>, ρώτησε ο Σάββας, αφού βολεύτηκε δίπλα της.
<<Σπουδάζω Φιλολογία στο ΑΠΘ. Εσύ;>>.
<<Ωραία σχολή! Και  εγώ εδώ σπουδάζω, είμαι Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στο Πολυτεχνείο>>.
<<Ουάου! Δύσκολη σχολή πρέπει να είναι!>>, αναφώνησε η Ματίνα.
<<Μπαααα. Χαχαχα…ναι, είναι αρκετά δύσκολη, αλλά μου αρέσει, οπότε δεν παραπονιέμαι και τόσο>>.
<<Σε ποιο έτος είσαι;>>.
<<Τελειώνω. Τώρα κάνω την πτυχιακή μου>>.
<<Πάνω σε τι;>>.
<<Α, τι να σου εξηγώ τώρα, δεν είμαι καλός με αυτά. Σκέψου ένα πρόγραμμα που ουσιαστικά κουνάει ρομποτικά χέρια και άλλα σχετικά>>.
<<Πολύ ενδιαφέρον ακούγεται, πραγματικά!>>.
<<Γι’αυτό το διάλεξα. Εσύ τι έτος είσαι;>>.
<<Στο δεύτερο>>.
<<Κακό! Περίεργη χρονιά>>.
<<Περίεργη δεν θα πει τίποτα. Τον Σεπτέμβριο πάτησα για πρώτη φορά στη σχολή>>.
<<Γλιτώσατε τουλάχιστον τις φοιτητικές παρατάξεις και τα στριμώγματα στις αίθουσες τον πρώτο καιρό>>.
<<Ναι, αλλά και αυτά είναι ωραία, δεν συμφωνείς; Με όλη αυτή την κατάσταση, ήρθα στην Θεσσαλονίκη πριν δύο μήνες περίπου και τώρα άρχισα να γνωρίζω κόσμο. Ακόμα δε νιώθω τελείως φοιτήτρια>>.
<<Αυτό είναι κακό, όντως. Σε καταλαβαίνω κάπως. Εδώ σκέψου εγώ, που πέρασα πριν έξι χρόνια και μπήκα τέτοιο μήνα, Νοέμβριο, έκανα πόσους μήνες μέχρι να βρω παρέα. Και δες τα αποτελέσματα>>.
Ο Σάββας έδειξε τον Δημήτρη και γέλασε.
<<Τι έγινε;>>, τον ρώτησε ο Δημήτρης.
<<Τίποτα. Λέω πόσο καλό παιδί είσαι στη Ματίνα!>>.
<<Το καλύτερο!>>, απάντησε και απομονώθηκε πάλι ο καθένας στην μεταμεσονύχτια παρέα του.
<<Γιατί πέρασες Νοέμβριο;>>, τον ρώτησε η Ματίνα.
<<Λόγω μεταγραφής. Δεν σε ρώτησα, από που είσαι;>>.
<<Από την Δράμα. Εσύ;>>.
Το κατάλαβα ότι ήσουν….Δραματική, σκέφτηκε ο Σάββας και έπνιξε το γέλιο του.
<<Εγώ….Είμαι από την Πρέβεζα>>.
<<Πρέβεζα ε; Έχω έρθει μόνο για διακοπές πιο παλιά με τους γονείς μου. Πως είναι γενικά;>>.
<<Θάνατος είναι οι κάργιες…>>.
Η Ματίνα τον κοίταζε απορημένη.
<<Καρυωτάκης; Όχι; Ξέχνα το, κάτι δικά μου. ΥΠΕΡΟΧΑ ΕΙΝΑΙ!>>.
<<Τόσο καλά ε;>>.
<<Δεν μπορείς να φανταστείς. Ανυπομονώ να ξαναπάω>>.
<<Καλέ, με κοροϊδεύεις;>>.
<<Εσύ ξεκίνησες πρώτη. Χαχαχα. Η αλήθεια είναι, όμως, πως ,αν και έχει κάποια καλά, εμένα προσωπικά δεν μου αρέσει καθόλου>>.
<<Άρα δεν σκέφτεσαι να ξαναγυρίσεις;>>.
<<Προτιμώ να μένω σε χαρτόκουτο στην Αριστοτέλους και να τρώω πεθαμένα περιστέρια>>.
Παρόλο που το παράδειγμα του ήταν λίγο γκροτέτσκο και το ήξερε, ο Σάββας διέκρινε ένα μικρό γελάκι που ξέφυγε από τα χείλη της Ματίνας και ήταν αρκετό για να μην του πέσει το ηθικό.
Όσο περνούσε η ώρα, το μαγαζί σιγά-σιγά αραίωνε από κόσμο. Άλλωστε, κόντευε δύο και οι περισσότεροι ή θα πήγαιναν σπίτια τους ή θα συνέχιζαν σε κάποιο άλλο μαγαζί. Ωστόσο, ο Σάββας και ο Δημήτρης δεν σκόπευαν να φύγουν ακόμα, τουλάχιστον μέχρι να άκουγαν από την Ματίνα και την φίλη της πως αυτές θα έπρεπε να φύγουν πρώτες. Και αυτό δεν το ήθελαν καθόλου, όχι τουλάχιστον χωρίς να προσκαλούν και τους ίδιους, άμεσα ή έμμεσα, να φύγουν μαζί τους.
Ο Σάββας πήγε στην τουαλέτα, καθώς οι μπύρες είχαν αρχίσει να πιέζουν τα εσωτερικά του όργανα και δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Ενώ έπλενε τα χέρια του, άδραξε την ευκαιρία, όντας μόνος στην τουαλέτα, και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα μάτια του είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν και χαμογελούσε όπως χαμογελάν οι μεθυσμένοι όταν κοιτάζουν έναν καθρέφτη: με ένα πλατύ, ηλίθιο χαμόγελο, σα να είναι οι  μόνοι άνθρωποι χωρίς έγνοιες που υπάρχουν εκείνη τη στιγμή στον κόσμο, ένα σκαλοπάτι πάνω από τον οποιοδήποτε άλλο στη Γη. Ωστόσο, αισθανόταν πως, αυτή την φορά, είχε έναν λόγο το χαμόγελο αυτό, σε αντίθεση με άλλες φορές, που απλά θα πήγαινε να πληρώσει και να φύγει ή θα έπινε και άλλο και μετά απλά πήγαινε σπίτι και θα ξεραινόταν στον ύπνο. Δηλαδή, τον περίμενε έξω μια πολύ όμορφη κοπέλα, με την οποία μιλούσε για κάμποση ώρα, χωρίς να νιώθει πως το κάνει από αγγαρεία ή κάτι σχετικό,  και του φαινόταν πως η βραδιά θα είχε μια πολύ όμορφη κατάληξη, δηλαδή σεντόνια ανακατεμένα, σώματα ενωμένα και….
Καταπίεσε το χαμόγελο του για να μην τον περάσει για χαζοχαρούμενο, άνοιξε την πόρτα και κάθισε πάλι στη θέση του.
<<Τι λέγαμε;>>.
<<Ήθελες να με ρωτήσεις κάτι>>.
<<Να σε ρωτήσω…. Να σε ρωτήσω… Το ξέχασα. Συγγνώμη!>>.
<<Δεν πειράζει!>>.
<<Ωραία μουσική έβαλε. Τι μουσική ακούς, δεν σε ρώτησα>>.
<<Λίγο από όλα. Εσύ;>>.
Δηλαδή αν σου βάλω τώρα μογγολικούς λαρυγγισμούς με κλαρίνα, θα το ακούσεις;, σκέφτηκε ο Σάββας.
<<Και εγώ το ίδιο. Ό,τι μου κάθεται καλά στο αυτί, βασικά, δεν μένω σε ένα συγκεκριμένο είδος. Αν και , νομίζω, κατά βάση ακούω ραπ και ροκ μουσική>>.
<<Αγαπημένος καλλιτέχνης;>>.
<<Χμμμμ. Νομίζω ο Tom Waits. Ίσως ο Leonard Cohen. Τους ξέρεις;>>.
<<Μπαααα>>.
<<Δεν πειράζει. Είναι ωραίοι, όμως, να τους ακούσεις>>.
<<Εντάξει>>.
Και σιωπή. Ήταν η πρώτη στιγμή από όταν άρχισαν να μιλάνε που έπεσε αμήχανη σιωπή. Στον Σάββα δεν άρεσε καθόλου αυτό. Δεν του άρεσε καθόλου αυτή η αμήχανη σιωπή, ήταν κακό σημάδι αυτή η αμήχανη σιωπή, οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτή την αμήχανη σιωπή, ο Δημήτρης μιλάει με ροή και ευχάριστα με την Ιωάννα, εγώ γιατί όχι, μπορεί να μην μιλάνε, να βγάζουν με το στόμα τους ήχους κλανιάς και ρεψίματος, και πάλι, καλύτερο, ΑΑΑ-.
<<Δεν καπνίζεις, έτσι;>>, τον ρώτησε η Ματίνα.
<<Εγώ;>>, απάντησε ξαφνιασμένος ο Σάββας. <<Όχι, δεν καπνίζω. Γιατί;>>.
<<Αν πιω 2-3 ποτήρια κρασί, μου έρχεται η όρεξη για ένα τσιγάρο>>.
<<Θα πω τον Δημήτρη να σου στρίψει ένα. Μισό λεπτό>>.
Ο Σάββας σηκώθηκε και πήγε δίπλα στον Δημήτρη.
<<Τι θες;>>.
<<Προφυλακτικά>>, ψιθύρισε ο Σάββας στο αυτί του. Κατάλαβε, όμως, πως ο Δημήτρης ήταν έτοιμος  να τον αγκαλιάσει και άρχισε να γελάει.
<<Η Ματίνα θέλει τσιγάρο. Θα της στρίψεις ένα;>>.
<<Όσα θες πασά μου>>.
Με πολύ γρήγορες κινήσεις, ένα τσιγάρο είχε στριφτεί και ο Σάββας επέστρεψε στη θέση του.
<<Ξέχασα να του ζητήσω αναπτήρα>>.
<<Δεν πειράζει>>.
Σήκωσε το χέρι της και έκανε νόημα στον μπάρμαν, ο οποίος της άναψε το τσιγάρο. Η Ματίνα χαμογέλασε και ρούφηξε την πρώτη τζούρα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, είχαν νέα ποτήρια γεμάτα μπροστά τους.
<<Αυτά είναι από εμάς, κερασμένα. Στην υγειά σας!>>.
Τσούγκρισαν μαζί του και ήπιαν μια γουλιά. Ο Σάββας είχε μεθύσει, αλλά συνέχιζε απτόητος. Παρατήρησε τα δάχτυλα της Ματίνας, ενώ έπιανε το ποτήρι της και είδε πως είχαν μανικιούρ.
<<Πολύ ωραία τα νύχια σου>>.
<<Αααα, σε ευχαριστώ!>>.
<<Μου επιτρέπεις;>>, ρώτησε, ενώ άπλωνε τα χέρια του. Η Ματίνα τον κοίταξε και έτεινε το χέρι της προς το μέρος του. Ο Σάββας το έπιασε.
<<Πραγματικά, πολύ ωραία>>, είπε, ενώ της χάιδευε το χέρι. Η Ματίνα δεν έκανε κάποια κίνηση για να το απομακρύνει. Ο Σάββας είχε αρχίσει να νιώθει την ύπαρξη μιας σύνδεσης μεταξύ τους – ένας ουρακοτάγκος που προσπαθούσε να ζευγαρώσει, αυτό ήταν , αλλά όχι μόνο. Σε σημείο που, φευγαλέα, σκέφτηκε πως αυτό, αυτό το κομμάτι της νύχτας, αυτή η νύχτα, η Ματίνα, όλα, να άρχισαν να αποκτούν τελικά μια μεγαλύτερη σημασία, να είχαν ένα πιο βαθύ νόημα. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης τους, η Ματίνα που και που, όταν της έλεγε κάτι αστείο ή την πείραζε, τον ακουμπούσε και ίσως λόγω αυτού πήρε το θάρρος και ο ίδιος να κάνει αυτό το βήμα, αλλά το σταμάτησε πριν της φανεί κανένας πολύ περίεργος. Εκείνη του χαμογέλασε και εκείνη και συνέχισαν να μιλάνε.
Τελικά, κατά τις τρεις – κανένας δεν είδε την ώρα τότε- η Ματίνα, τελειώνοντας το κρασί της, του είπε πως σκεφτόταν να πάει σπίτι. Για τον Σάβα, αυτό ήταν το κρίσιμο σημείο. Να περίμενε να τον προσκαλέσει; Να πήγαινε μαζί της; Να την άφηνε να φύγει; Τι να έκανε;
<<Και εγώ λέω να φύγω. Και αφού μένουμε κοντά, θα σε πάω από το σπίτι για να σιγουρευτώ πως θα φτάσεις ασφαλής>>.
<<Σίγουρα;>>.
<<Ναι. Ούτως ή άλλως, κοντά μένουμε>>.
Ο Σάββας έκανε νόημα στον μπάρμαν και πλήρωσε και για τους δύο. Δεν ήταν σε κάποιο ραντεβού ή κάτι τέτοιο, άλλα το μεθυσμένο του μυαλό του έλεγε πως έπρεπε να πληρώσει και για τους δύο. Στο μεταξύ, η Ματίνα αποχαιρετούσε την φίλη της. Το ίδιο έκανε και ο Σάββας λίγα δευτερόλεπτα μετά.
<<Εσείς θα μείνετε και άλλο;>>, ρώτησε η Ματίνα.
<<Έτσι λέμε>>, απάντησε η Ιωάννα. <<Έχουμε πιάσει σοβαρή κουβέντα τώρα>>.
<<Όταν ο Μήτσος μιλάει σοβαρά….μιλάει πολύ σοβαρά>>, είπε ο Σάββας και τους αποχαιρέτησαν.
Έξω είχε λίγο κρύο. Είχε και πανσέληνο. Το σπίτι της Ιωάννας δεν ήταν πολύ μακριά και έτσι το έκοψαν με τα πόδια. Όσο περπατούσαν, δεν μιλούσαν. Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο, εκτός από τους θορύβους της πόλης και τις αναπνοές τους. Κάποια στιγμή, κάπου στα μισά της διαδρομής πρέπει να ήταν, χωρίς να το καταλάβει, ο Σάββας είχε περάσει το δεξί του χέρι στη μέση της Ιωάννας και εκείνη το αριστερό της χέρι στην μέση του και έτσι περπατούσαν, έτσι περπατούσαν δύο άνθρωποι στη μέση της νύχτας, δύο άνθρωποι που μόλις είχαν γνωριστεί, ω υπέροχη νύχτα με τα θαύματα σου, άγια νύχτα που δεν έρχεσαι μόνο μια φορά τον χρόνο, δεν είναι όλες οι σιωπές εκκωφαντικές, ούτε οδυνηρές.
Έφτασαν κάτω από το σπίτι της. Ήταν μια πολυκατοικία τετραόροφη, χωρίς πυλωτή. Είχε ακόμα ησυχία έξω.  Η Ματίνα στάθηκε με την πλάτη της στην πόρτα και ο Σάββας απέναντι της. Κοιτάχτηκαν για μερικά δεύτερα και , Ευχαριστώ που με έφερες ως εδώ, δεν κάνει τίποτα, λοιπόν…καλό βράδυ και
την πλησίασε για να την φιλήσει. Η Ματίνα έκανε πίσω.
<<Τι κάνεις;>>.
Ο Σάββας έκανε μια ακόμα προσπάθεια.
<<Δεν….δεν τα συνηθίζω αυτά με άτομα που δεν γνωρίζω>>.
<<Μα… γνωριστήκαμε>>.
<<Καταλαβαίνεις τι εννοώ>>.
<<Μα….Όχι, ε;>>
Η Ματίνα του χαμογελούσε. Ο Σάββας της χαμογελούσε. Η νύχτα τους χαμογελούσε. Η Ματίνα είπε ξανά καλό βράδυ. Ο Σάββας είπε καταλαβαίνω… καλό βράδυ, Ματίνα, η Ματίνα ξεκλείδωσε την πόρτα, ο Σάββας άρχισε να περπατάει, ψάχνοντας τα ακουστικά του, η Ματίνα είχε μπει στην πολυκατοικία, ο Σάββας είχε βάλει τα ακουστικά του, έψαχνε τραγούδι και οι σκέψεις του, μεθυσμένες, χόρευαν μέσα στο κεφάλι του.
<<Έπρεπε να της ζητήσω Facebook, Instagram ,κάτι…αλλά γιατί να ήταν τώρα έτσι, αφού τόση ώρα ήμασταν εκεί και….De Profundis, De Profundis, εκ βαθέων, κύριε…. Δεν είμαι σαν εκείνους, γιατί έκανα σαν εκείνους, εγώ νόμιζα και θα έπρεπε να πάμε πάνω και από την άλλη μέρα, αλλά αύριο, έπρεπε να ζητήσω κάτι, έστω τηλέφωνο, γιατί ήπια τόσες μπύρες,  εκ βαθέων κύριε…Και ο Μήτσος θα με κράζει αύριο, αλλά δεν φταίω εγώ, εγώ ήμουν ξεκάθαρος, αλλά γιατί πάλι, μια φορά, μια κοπέλα να, μια κοπέλα που…. Δεν ζητάω πολλά, δεν ζητάω πολλά, μια κοπέλα ένα βράδυ, πολλά βράδια, μια κοπέλα ζητάω να της αρέσω γι’ αυτό που είμαι, αγάπη ζητάω, ζητάω πολλά και βλάκα, βλάκα…>>.
Είχε σταματήσει να περπατάει, ψάχνοντας το τραγούδι που θα άκουγε. Σε αυτή τη σιωπή, το κεφάλι του βούιζε. Τελικά, βρήκε ένα που του άρεσε πολύ και το έβαλε. Κοίταξε τον ουρανό. Στάθηκε για λίγο όσο ένα γλυκόπικρο χαμόγελο σχηματιζόταν στο πρόσωπο του και ψιθύρισε
<< Je te laisserai des mots….Εκ βαθέων , κύριε, τι βλαμμένος που είμαι!>>.
-Ο.Γ.Θ.



Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022




Διάβαζα το Κουτσό του Cortazar, κάπου στη μέση πρέπει να ήμουν, όταν μου ήρθε μια τρελή ιδέα: μέχρι να τελειώσω το βιβλίο, θα περπατάω, θα κινούμαι, θα υπάρχω μέσα σε ένα ατελείωτο κουτσό. Όπου και να ήμουν, ό,τι και να έκανα, ένα, ένα πόδι, δύο, δύο πόδια, τρία, ένα πόδι, και πάει λέγοντας. Καλά, δεν θυμάμαι πως ακριβώς παίζεται το κουτσό, αλλά έχω κρατήσει τα βασικά. Και στην τελική, σκέφτηκα, και να με περνούσαν για βλαμμένο όταν με έβλεπαν έξω στο δρόμο, οι βλαμμένοι συνήθως γίνονται διάσημοι και βγάζουν λεφτά. Δεν θα με χαλούσαν λίγα παραπάνω λεφτά, ίσα-ίσα. Όταν μου τα έσκασε αυτή η φαεινή ιδέα, άκουγα το Holiday των Scorpions. Διακοπές, σκέφτηκα, αυτό χρειάζομαι, να γίνω πιο βλαμμένος από ό,τι είμαι, να βγάλω πολλά βλαμμένα λεφτά και να πάω βλαμμένες διακοπές. Και λαλαλα και και ουυυααα και ούτω καθεξής. 
Έτσι, ξεκίνησα να προπονούμαι εντατικά στο σπίτι μου, προτού εμφανιστώ στον έξω κόσμο. Το πάτωμα έγινε πολλά μικρά τετραγωνάκια με αριθμούς. Και κάπου στο βάθος, πολύ μακριά στο βάθος, υπήρχε ένα νησί και εκεί υπήρχε ήλιος και η θερμοκρασία ήταν ιδανική και εγώ θα πήγαινα διακοπές και δεν θα είχα ούτε το κινητό μου, ούτε θα έλεγα σε κανέναν που θα πήγαινα και γιατί, απλά θα πήγαινα διακοπές και θα ηρεμούσε το κεφάλι μου, μακριά από όλα, μακριά από όλους, για πάντα, θα ζούσα το όνειρο, ποιο όνειρο, ένα όνειρο, από το χωριό είναι δεν το ξέρετε. 
Όμως, βαρέθηκα πολύ γρήγορα. Δεν είχαν περάσει ούτε τρείς μέρες.  Ήταν αυτή η βαρεμάρα και απογοήτευση που έρχεται όταν κάτι τελικά δεν είναι όπως σου φαινόταν στην αρχή στο μυαλό σου, όταν κάτι που φάνταζε πολύ ενδιαφέρον, πολύ ωραίο, πολύ πολύ σαν αρχική σκέψη, όταν μετά το έκανες πράξη, απλά δεν είχε αυτό το κάτι που πίστευες πως θα έχει. Βασικά, ήταν κάπως κουραστικό και ανυπόφορο κατά στιγμές, γιατί φανταστείτε να θες να ξυπνάς το πρωί και αν θες να πας τουαλέτα και να πρέπει να διασχίσεις μια κατά τα άλλα απλή και μικρή διαδρομή λες και έκανες την πιο κουραστική προπόνηση την προηγούμενη ημέρα και τώρα το σώμα σου κάνει τα δικά του. Δεν θα μπορούσα να το συνεχίσω για πολύ αυτό.
Έτσι, έπρεπε να βρω ένα άλλο μέσο για να επισπεύσω τις διακοπές μου. Εκείνες τις ουτοπικές διακοπές που όλοι ονειρεύονται, έστω και ενδόμυχα. Έσπασα το κεφάλι μου, στην κυριολεξία πήγε να σπάσει, γιατί τη στιγμή που αποφάσισα να σταματήσω το κουτσό και έπειτα, ιδέες καλές δεν μου ερχόντουσαν και σκέφτηκα πως η κατάσταση στην οποία βρισκόμουν ήταν πολύ περιορισμένη από την πραγματικότητα, το μυαλό μου έπρεπε να ανοίξει και ήπια κοντά στις 12 μπύρες ένα βράδυ στο σπίτι, αλλά το μόνο αποτέλεσμα που είχαν ήταν να κατουριέμαι κάθε είκοσι λεπτά και να καταλήξω να κάνω κουτσό σαν τον ηλίθιο σε όλο το διαμέρισμα, γελώντας και ακούγοντας Rory Gallagher.
Όταν ξύπνησα το επόμενο πρωί, ένιωσα την δυσφορία και την χωρίς-λόγο-ανησυχία που μου δημιουργείται όταν έχω hangover και, ξαπλώνοντας στο κρεβάτι, σκέφτηκα, τώρα γιατί το σκέφτηκα αυτό δεν ξέρω, πως ακόμα και τα πιο ωραία πράγματα μπορούν να καταλήξουν κάπως βαρετά και κουραστικά, αλλά η σκέψη αμέσως έφυγε γιατί το κεφάλι μου πονούσε και ήθελα να ξανακοιμηθώ.
Ξύπνησα τελικά κοντά στο μεσημέρι. Άλλωστε, Κυριακή ήταν, δεν ήταν πως είχα να κάνω και τίποτα. Μονάχα να πάω να αδειάσω στην τουαλέτα, για να ξαλαφρώσω και αυτό δεν πήρε πολύ, τα βασικά δεν παίρνουν πολύ σε αυτή τη ζωή ή έτσι μας φαίνεται, αλλά είναι απαραίτητα, μαμ, γρήγορα, ύπνος, σαν αστραπή, νερό, σαν νεράκι, ικανοποίηση, αυτοϊκανοποίηση, δισταγμός, διάφορα συναισθήματα και πηδάς από το ένα θέμα στο άλλο γιατί αν σταθείς για πολύ σε κάτι συγκεκριμένο, θα πηδήξεις τελικά από το μπαλκόνι από την πολύ σκέψη.
Τελικά, έβαλα ένα τραγούδι και ξάπλωσα κάτω στο πάτωμα και φαντάστηκα πως έριχνε χιόνι, πολύ χιόνι, φορούσα τα χοντρά μου ρούχα και έριχνε χιόνι, ένα μέτρο χιόνι και ήμουν λίγο πιο ψηλός από ένα μέτρο, ήμουν στην αυλή, ήμουν δίπλα από έναν χιονάνθρωπο, ήμουν πάλι εκεί, ήμουν εγώ που ήμουν κάποτε εγώ, αλλά δεν είναι πως χάθηκα πραγματικά, χάθηκα για λίγο και ξαναβρίσκομαι, ξανασυναντιέμαι, επαναπροσδιορίζομαι. 
Δεν χρειαζόμουν διακοπές, σκέφτηκα. Ό,τι χρειαζόμουν, μπορούσα να το δημιουργήσω με το μυαλό μου και αρκούσε να κλείσω απλά τα μάτια μου και να το φανταστώ και , λειτουργώντας όπως νομίζω καλύτερα, ίσως να το πετύχω τελικά. Γιατί ίσως να μην πάμε ποτέ τα πιο μεγάλα ταξίδια. Να μην ζήσουμε ποτέ τον έρωτα όπως τον έχουμε στο μυαλό μας, να μην μάθουμε ποτέ να είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι με όσα έχουμε και ίσως , λέω ίσως, να είναι ψευδαίσθηση το ότι θα μάθουμε κάποτε να ζούμε σαν άνθρωποι. 
Παρόλα αυτά. Παρόλα αυτά. Όλα αυτά, παρά όλα αυτά. 
Επιτρέψτε μου να ξανασυστηθώ, πριν φύγω μια για πάντα. Με κουτσό, όχι με κανονικά βήματα. Με μπρος και πίσω βήματα, όπως είναι η ζωή. Με μπροστά βήματα όπως είναι τα όνειρα και η ευτυχία. Με πίσω βήματα, όπως είναι τα φαντάσματα και το στραβό το μυαλό μας ώρες ώρες. 
Και αν δεν έβγαλε και πολύ νόημα όλο αυτό, διαβάστε το πάλι.
-Ο.Γ.Θ.


Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022





Είχα αρχίσει να γράφω ένα διήγημα , το οποίο κατέληξε αρκετά μεγάλο, αλλά το έσβησα λίγο πριν το τελειώσω, γιατί είδα πως δεν έβγαζε πουθενά. Μου θύμισε λίγο εκείνους τους ανθρώπους που μιλάνε πολύ αλλά στην ουσία δεν λένε τίποτα, ούτε καν το τίποτα βασικά, θα ήταν καλύτερο να μην είχαν ανοίξει καθόλου το στόμα τους, γιατί ακόμα και το τίποτα μπορείς να το πεις με επιτυχία και το να πω ότι δεν λένε στην ουσία τίποτα θα ήταν προσβολή για το τίποτα.
Έτσι, αποφάσισα να αφήσω το γράψιμο για λίγο στην άκρη. Χύθηκα πίσω στην καρέκλα και κοίταζα το ταβάνι, λες και στο ταβάνι πάνω κρυβόντουσαν οι ιδανικές λέξεις. Μα το ταβάνι είναι άσπρο και το φως το έκανε ακόμα πιο άσπρο, οπότε αποφάσισα να αλλάξω καταστάσεις, να αλλάξω ρούχα δηλαδή και να βγω μια βόλτα για να ξεσκάσω λίγο. Λίγος καθαρός αέρας ίσως μου έκανε καλό, μιας και είχα κλεισμένος στο σπίτι ένα πενταήμερο σχεδόν και η αλήθεια είναι πως έχω καθίσει πολύ περισσότερο καιρό κλεισμένος μέσα στο σπίτι και τότε με πείραζε αυτή η κλεισούρα για τελείως διαφορετικούς λόγους.
Με τις φόρμες και τα αθλητικά μου παπούτσια, κατηφόρισα μέχρι την παραλία. Πήρα μια βαθιά ανάσα, για να γεμίσω τα πνευμόνια μου με την σαπίλα του Θερμαϊκού, που καλύπτει με μαεστρία την σαπίλα των ανθρώπων και ξεκίνησα να περπατάω αμέριμνος. Δεν είχα βάλει κάποιο στόχο, σα να είχα πάει για τρέξιμο, απλά ήθελα να περπατήσω για λίγη ώρα και να γυρίσω σπίτι μετά.
Είχε πάει 10 το βράδυ. Δεν είχε πολύ κόσμο έξω. Για μέσα Νοεμβρίου, είχε αρκετό κρύο. Έφτασα μέχρι τις ομπρέλες και κοντοστάθηκα απέναντί τους. <<Η πιο ερωτική πόλη του Σύμπαντος ολόκληρου>>, σκέφτηκα και γέλασα μόνος μου. Ευτυχώς φορούσα μάσκα και δεν με είδε κανείς, να αναρωτηθεί γιατί γελάω μόνος μου. 
Η αλήθεια είναι πως με είχε πιάσει μια μικρή μελαγχολία εκείνες τις μέρες. Ήταν εκείνη η μελαγχολία που έρχεται στα ξαφνικά, λόγω ενός τυχαίου γεγονότος, μιας εικόνας, ενός ήχου, μιας μυρωδιάς, μια γενική μελαγχολία, σαν ομίχλη, που όλο και συμπυκνώνεται μέχρι που γίνεται καπνός και εισβάλει  μέσα σου από κάθε πόρο του σώματος σου.
Διαβάσαμε με ενδιαφέρον το μυθιστόρημά σας, αλλά δυστυχώς, παρά....
Υπάρχουν καταστάσεις στη ζωή ενός ανθρώπου που τον κάνει να πεισμώνει περισσότερο, να προσπαθεί περισσότερο να γίνεται όλο και καλύτερος, αλλά, από την άλλη, αυτός ο κόσμος όλο και ζητάει, όλο και σου ζητάει πράγματα. Συνέχιζα να περπατάω και, πριν καλά- καλά το καταλάβω, βρέθηκα στην Αριστοτέλους. Λίγο οι σκέψεις, λίγο η μουσική από τα ακουστικά, λίγο το ένα , λίγο το άλλο, περισσότερο ζωή, λιγότερο σκέψη, περισσότερο περισσότερο και λιγότερο λιγότερο. Σκέφτηκα να γυρίσω σπίτι με κάνα αστικό ή με κανένα ταξί, μα άλλαξα γνώμη και το έκοψα πάλι πίσω με τα πόδια. Άλλωστε, ήταν η ώρα που η οικογένεια δίπλα θα άρχιζε να μαλώνει για τα ίδια πράγματα, ο γείτονας από δύο πολυκατοικίες δεξιά θα ήταν μεθυσμένος και θα φώναζε στο μπαλκόνι του τα ίδια πράγματα και τελικά καταλαβαίνεις πως, όσο και να αλλάζει ο κόσμος, τα περισσότερα πράγματα μένουν ίδια και πολλές φορές δεν είναι πως δεν θες να τα αλλάξεις, απλά καταλήγεις στο συμπέρασμα πως δεν έχει νόημα.
<<Καλό αυτό>>, σκέφτηκα και έβγαλα το κινητό μου για να το σημειώσω.
Βρισκόμουν κάτω από τον Λευκό Πύργο. Κοίταξα ψηλά, εκεί που βρίσκεται η σημαία. Στιγμιαία, μου πέρασε η σκέψη από το μυαλό να μπορούσα να ανέβω εκεί πάνω, να πάρω μια πολύ βαθιά αναπνοή και να φωνάξω ένα ηχηρό ΓΑΜΙΕΣΤΕ και όποιος με άκουσε με άκουσε. Αλλά δεν άξιζε τον κόπο. Τι να το κάνεις; Μα αν κάποιος είχε το θάρρος να ανέβει μέχρι εκεί, ενώ ήταν κλειστή η είσοδος, μόνο και μόνο για να φωνάξει αυτό το ηχηρό ΓΑΜΙΕΣΤΕ, ίσως να άλλαζε μέχρι και η ροή αυτής της πραγματικότητας και να μπαίναμε σε ένα άλλο σύμπαν και αυτό που ζούμε για την ώρα να γινόταν το παράλληλο εκείνης της πραγματικότητας που πλέον θα ήταν η καινούργια.
Έτσι, περπατούσα αμέριμνος στην παραλία πάλι. Από την απέναντι πλευρά είδα κάποιον να προχωράει που μου θύμισε κάποιον που είχα δει κάποτε. Όταν πέρασε από δίπλα μου, παρατήρησα πως φορούσε και αυτός ακουστικά. Είχε φράντζα. Φορούσε κάτι απλές, μαύρες φόρμες και ένα μαύρο μπουφάν. Μα το βλέμμα του... το βλέμμα του έμοιαζε τόσο χαμένο, τόσο θολό. Έμοιαζε λες και είχε να δει ήλιο μέρες. Από τα ακουστικά του άκουσα έναν γνώριμο ήχο να βγαίνει. Ήταν το Best of You από τους Foo Fighters. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και τότε γύρισα απότομα το κεφάλι μου. Το παιδί συνέχιζε να περπατάει, με τα χέρια στις τσέπες, κοιτάζοντας ευθεία, τόσο ευθεία, έμοιαζε λες και αυτό το βλέμμα θα έσκιζε την πραγματικότητα της ευθείας αυτής και θα του αποκάλυπτε, σαν θαύμα, μια άλλη πραγματικότητα, εκείνη που φαινόταν πως ποθούσε. Χαμογέλασα. Πως γίνεται να μην χαμογελούσα; Δεν ήταν όμως ένα χαμόγελο ευχαρίστησης, αλλά μιας γλυκόπικρης μελαγχολίας. Έβαλα τα χέρια μου βαθιά μέσα στις τσέπες μου και κοίταξα ψηλά, στον ουρανό. Και ο ουρανός έγινε ένα τεράστιο ταβάνι και τα σύννεφα έγιναν λέξεις και οι λέξεις αυτές έγιναν.
Οι λέξεις αυτές έγιναν
Και ό,τι γίνεται, μένει για πάντα μέσα σου
Και ό,τι έγινε, δεν μπορείς να το ξεχάσεις
Και όσα ξέχασες, θα γίνουν για πάντα εσύ
Έβγαλα το κινητό μου και το σημείωσα. Λίγο κλισέ, σκέφτηκα, λίγο χιλιοειπωμένο. 
Δεν πειράζει.
-Ο.Γ.Θ. 

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...