Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Αίθουσα αναμονής

Όσο περίμενα τη στιγμή να έρθει
τόσο περισσότερο απομακρυνόταν
αχνά μου ψιθύριζε,
Ει, εσύ, εδώ είμαι,
Με βλέπεις
Γιατί δεν με γραπώνεις;
Εγώ απλά στεκόμουν σαν χάνος, συλλογιζόμουν,
Θα περιμενω λίγο ακόμη
δεν είναι η κατάλληλη στιγμή ακόμη
αύριο θα το κάνω, γιατί ακόμη-
αν θέλει θα τα φέρει όπως άλλες φορές , ακόμη-  .
Μια ζωή στο περίμενε και στο όχι τώρα
δυσκόλεψα πολύ την ζωή μου
γιατί έως ένα σημείο στέκεσαι τυχερός και πετυχαίνεις, μετά βρίσκεις ταβάνι
δεν γίνεται πάντα το σύμπαν να στα φέρει από μόνο του
όπως τα θέλεις
πρέπει και εσύ να προσπαθήσεις .
Παρόλα αυτά δεν έπαψα να ονειρεύομαι ποτέ
είναι διαφορετικό το να ονειρεύεσαι και να πράττεις συνάμα
από το να κάνεις απλά το πρώτο, τότε εισαι ένας δειλός άεργος
γνωρίζω πολύ καλά και τα δύο
δεν ισχυρίζομαι πως έκανα σάλτο στο άλλο άκρο
πάντα το λέω, η αλλαγή εκ των έσω γίνεται αργά , σταθερά
να την χωνέψεις πρώτα
να ξεμάθεις τους παλιούς σου τρόπους
Να....να...να..να....
.......
       Σκατά!
Πέρασα τη ζωή μου πεπεισμένος πως ανήκω στη πλευρά των ηττημένων
Των καταπιεσμένων
Των δυστυχισμένων
Γεμάτος φθόνο
Για μια ζωή που πέρασε από το κρεβάτι μου
Και εγώ προφασίστηκα πονοκέφαλο
Και ζήλευα που την χαίρονταν άλλοι
Ενώ ήταν τόσο απλό
Τόσο εύκολο
Να βρίσκομαι εξ αρχής
Στην πλευρά των νικητών
Και των ευτυχισμένων
Των πάντα χαμογελαστών
Και όχι γελασμένων.

Μυαλό μου και καρδιά μου
Τι παιχνίδι μου παίξατε;

- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Μια τίγρης τα Χριστούγεννα

Συνέβη τον καιρό που φτιάχναμε με την μητέρα μου ένα παζλ.
Ήταν Χριστούγεννα, το σχολείο είχε κλείσει και εγώ απολάμβανα τις διακοπές μου. Τότε το χιόνι έπεφτε στην ώρα του, ο καιρός ήταν όσο κρύος έπρεπε να είναι και ο Άγιος Βασίλης ακόμη ερχόταν από την καμινάδα.
Είχα ανακαλύψει στην αποθήκη μας ένα παζλ με μία τίγρη να κουρνιάζει πάνω σε μια πέτρα, φαντάζομαι ήταν στην Αφρική. Πίσω της ξερά δέντρα, κάτω άμμος. Σαβάνα. Τα μάτια της έκρυβαν κάτι το απειλητικό, αλλά σε μαγνήτιζαν.
Το ξεκινήσαμε στην αρχή των διακοπών. Η μαμά δεν δούλευε, ασχολούνταν με τα οικιακά και έτσι, όταν δεν σκούπιζε ή μαγείρευε ή έπλενε πιάτα, ασχολούνταν μαζί μου. Εγώ  ήμουν πιτσιρικάς, ούτε δέκα χρόνων. Μη νομίζετε , όμως, πως ήμουν άεργος, είχα και εγω ασχολίες. Πως ,πως! Να δω παιδικά, να βγω να κάνω χιονάνθρωπο, να σπάσω τα νεύρα των γονιών μου.
Λίγο πριν πέσει ο ηλιος  την πρώτη μέρα, Τρίτη ήταν, ξεκινήσαμε να το φτιάχνουμε, στο τραπέζι που βρισκόταν στο σαλόνι μας.
<<Κάνε εσύ τις άκρες, Πέτρο , και εγώ θα  κάνω το μέσα. Όταν τελειώσεις , με βοηθάς>>.
<< Ναι μαμά>>.
Αφήσαμε την τηλεόραση να παίζει, τα ξύλα καίγονταν στο τζάκι , το φως ήταν ανοιχτό και τα φωτάκια στο δένδρο αναβόσβηναν ρυθμικά και αρμονικά. Μαγική η ατμόσφαιρα.
Ο μπαμπάς γύρισε ,λίγο πιο μετά, από την δουλειά του , τη στιγμή που είχαμε ανοίξει το κουτί.
<< Τι φτιάχνετε Μαρίνα;>>.
<<Ένα παζλ με τον Πετράκη. Δεν βλέπεις;>>.
<<Ααααα..... μπράβο, μπράβο!>>.
<Μπαμπά θες να βοηθήσεις και εσύ; >>, τον ρώτησα.
<< Μπα αγόρι μου, θα κάτσω να ξεκουραστώ λίγο >>.
<< Εντάξει μπαμπά>>.
Με φίλησε στο μέτωπο και κάθισε στον καναπέ να δει τηλεόραση , όσο εγώ και η μαμά είχαμε καταπιαστεί με το παζλ.
Η λευκή νύχτα, η ζέστη από το τζάκι, η αγάπη των γονιών. Όλα έβγαζαν νόημα τότε.
Ωστόσο, το επόμενο πρωί που ξύπνησα το παζλ δεν ήταν στη θέση του.  Η μαμά μαγείρευε φακές στην κουζίνα.
Αναστατώθηκα.
<<Μαμά που είναι  το παζλ;>>.
<< Ο μπαμπάς σου θα μάζεψε αγόρι μου>>.
<<Γιατί;>>
<<Δεν ξέρω. Θα τον ρωτήσουμε όταν έρθει>>.
Γύρισε το μεσημέρι. Άλλαξε ρούχα και ήρθε μέσα.
<<Μπαμπά, μπαμπά, εσύ μάζεψες το παζλ;>>.
Έγνευσε καταφατικά. Τον ρώτησα γιατί.
<<Γιατί μπορεί να έρθει κάποιος καλεσμένος και δεν πρέπει να το δει εκεί πάνω, πρέπει να είναι συμμαζεμένα, όμορφα>>.
Η μαμά το άκουσε.
<<Τί είπες; Συμμαζεμένα; Και όταν σου λέω να μαζέψεις τίποτα , εσύ τον χαβά σου. Τίποτα! Όλα μόνη μου τα κάνω! Μόνο για τους άλλους πάντα. Αυτό σε πείραξε;>>.
<<Άσε μας ρε Μαρίνα και είμαι και κουρασμένος!>>.
<< Κουρασμένος; Εμ βέβαια! Εγώ είμαι ξεκούραστη δηλαδή, που εδώ μέσα αν δεν ήμουν εγώ.....θα φύγω να δω τι θα κάνετε....γιατί σε παντρεύτηκα ήθελα να ήξερα....ίδιος η μάνα σου...>>...... καυγάς...
<< Άσε το παιδί να παίξει τουλάχιστον, να χαρεί λίγο. Αν έρθει κόσμος το μαζεύω εγώ αμέσως .Τι σε πειράζει;>>.
Σιωπή.
Η σιωπή των μεγάλων είναι χειρότερη από την σιωπή των παιδιών.
Το ίδιο βράδυ το ξαναρχίσαμε με την μαμά και φτάσαμε σε ένα καλό σημείο. Ομως, το άλλο πρωί είχε εξαφανιστεί πάλι.
Φωνές πάλι.
Ο πατέρας μου το είχε πάρει προσωπικά για κάποιο λόγο. Δεν ξέρω γιατί έκανε σαν παιδί ώρες ώρες. Αυτός δεν είχε την δικαιολογία της ηλικίας πως εγώ. Τον θαύμαζα για πολλά πράγματα αλλά όχι για τα κολλήματα του.
Το ίδιο μοτίβο συνεχίστηκε για άλλη μια μέρα. Την τέταρτη ημέρα αφότου το ξεκινήσαμε με την μαμά, την ώρα που θα πήγαινε για υπνο,  της είπα πως θα καθόμουν λίγο ακόμη ξύπνιος γιατί είχε παιδικά και ήθελα να δω. Με καληνύχτησε και πήγε να ξαπλώσει.
Το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή.
Με το φως της τηλεόρασης κατάφερνα και έβλεπα. Τα χέρια μου είχαν πάρει φωτιά. Το κεφάλι μου δούλευε σε ταχύτητες ασύλληπτες. Ενα κομματι εδώ, ένα εκεί,γιατί δεν κολλάει αυτό εδώ, πφφφφ....
Τελικά, μέσα σε δύο ώρες κατάφερα να το λύσω- ήταν μεγάλο παζλ, δυσκολουτσικο. Ήμουν περήφανος για το κατόρθωμα μου, πραγματικά.  Έπεσα πίσω στον καναπέ πανευτυχής και έκλεισα για λίγο τα μάτια μου.
Με πήρε ο ύπνος. Γλυκός, γαλήνιος ύπνος.
Αυτό που ακολούθησε ήταν πέρα για πέρα αληθινό και ίσως να μην με πιστέψετε. Θα σας εξηγήσω γιατί.
 Κάποια στιγμή ξύπνησα από έναν θόρυβο. Άνοιξα σιγά σιγά τα νυσταγμένα μου μάτια και στη συνέχεια τα γούρλωσα. Η τίγρης που ήταν απεικόνισμενη πάνω στο παζλ είχε αποκτήσει υπόσταση,  μάζα και οστά και λίπος και νύχια και δόντια και μουστάκια, και, στην ίδια στάση που ήταν απεικόνισμενη, καθόταν και κουνούσε την ουρά της νωχελικά. Έμεινα λίγο να την κοιτάζω και στη συνέχεια, δειλά δειλά, άπλωσα το δεξί μου χέρι.  Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Η περιέργεια η παιδική, η εξερεύνηση του άγνωστου κόσμου. Η τίγρης δεν μου έδωσε σημασία. Δεν είχε παρά το μέγεθος ενός λουτρινου αρκούδου που μπορείς να τον πιάσεις εύκολα με το ένα χέρι. Είχε απαλό δέρμα. Γουργούριζε σαν γατί.
Ώσπου , δίχως προειδοποίηση , σηκώθηκε στα πόδια της, με κοίταξε, άνοιξε το στόμα της και χάθηκε μέσα στα καμμένα ξύλα του τζακιού, ό,τι είχε απομείνει από αυτά.
Αφού ξεπέρασα το μικρό σοκ που έπαθα, έτρεξα να ξυπνήσω την μητέρα μου.
<<Μαμά, μαμα...>>.
<<Μμμμμμ....>>.
<<Μαμά!>>
<< Τί θες;>>.
<< Η τίγρης....ζωντάνεψε.....>>.
<< Η ποιά; >>.
<<Στο παζλ. Η τίγρης. Ζωντάνεψε και έφυγε >>.
<< Μη λες χαζομάρες. Θα το είδες στον ύπνο σου. Πάνε κοιμήσου, αύριο είναι Χριστούγεννα. Έχουμε να ξυπνήσουμε νωρίς .Καληνύχτα Πέτρο>>.
<<Κα-....καλό βράδυ μαμά >>.
Κίνησα προς το κρεβάτι μου , απογοητευμένος που δεν με πίστεψε
,που δεν ενδιαφέρθηκε έστω λίγο. Πιθανόν έχει δίκιο , σκέφτηκα, σιγά μην ζωντάνεψε.
Πήρα το τηλεκοντρόλ να κλείσω την τηλεόραση. Πριν την κλείσω έριξα ένα τελευταίο βλέφαρο στο παζλ. Η τίγρης ήταν εκεί. Εντούτοις, κάτι ήταν διαφορετικό. Έσκυψα και τότε κατάλαβα : η ουρά της κουνιόταν.
Ώστε δεν το είχα φανταστεί. Ώστε πράγματι συνέβη. Η μαγεία των Χριστουγέννων. Η μαγεία μπροστά στα μάτια μου.
Έκλεισα την τηλεόραση και έπεσαν γρήγορα για ύπνο. Τα Χριστούγεννα είχαν αρχίσει και ήθελα να τα απολαύσω όσο πιο ξεκούραστος γινόταν.

- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος



Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Εκ των έσω βαρίδια

Ένας χαλαρός χορός στο σκοτάδι με τη διάθεση σου
Που απότομα έπεσε
Αναρωτιέσαι γιατί νιώθεις βαρύς
Έχεις κάποιες υπόνοιες και κάποια δεδομένα
Είπες πως θέλεις να ξεφύγεις για καιρό κάπου
Και γνωρίζεις πως δεν μπορείς
Θα σε πάει πολύ πίσω στην καθημερινότητά σου, υποστηρίζεις
Στοιβάζονται οι υποχρεώσεις σου
Μα δεν έχεις όρεξη για πολλά
Θέλεις να κοιμηθείς και να ξυπνήσεις όταν όλα έχουν τελειώσει
Ξέρεις πως δεν γίνεται αυτό
Δίνεις μάχη με τον εαυτό σου τώρα
Και είναι η σημαντικότερη μάχη.
Πετάς αντιπερισπασμούς μα δεν πετυχαίνουν
Σε έχουν πείσει πως πρέπει να φαίνεται αλλιώς δεν έχει νόημα
Μα η μάχη με τον εαυτό σου είναι σα να πολεμάς ένα φάντασμα
Και τα φαντάσματα είναι άυλα.
Κάνε πράγματα και ας φαίνονται ασήμαντα
Εφόσον σε βοηθάνε
Κανείς δεν μπορεί να σε κατηγορήσει για τίποτα
Όσο δίνεις αυτή την μάχη
Μόνο να σε βοηθήσουν όσο μπορούν
Γιατί κάποια στιγμή θα καταλήξεις πάλι μόνος
Εκείνοι δεν θα είναι εκεί για σένα
Όσο και να το ήθελαν
Στον τάφο σου μόνος σου θα θαφτείς, μην το ξεχνάς.
Είναι ανθρώπινο
Δώσε χρόνο σε εσένα
Και ας μείνεις λίγο πίσω
Θα επανέλθεις στα κανονικά
Το έχεις ανάγκη
Τώρα που πρεπει
Όλα θα διορθωθούν
Υπομονή
                  Βασίσου Πάνω σου
Αξίζει
Το αξίζεις.

- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Γάτε

Γιατί με κοιτάζεις έτσι;
Έξω από την εκκλησία αυτή
Βλέμμα σαν παγωμένο πάνω μου
Επικριτικό θαρρώ ή μήπως
Κοιτάζεις μέσα στην ψυχή μου;
Μήπως έχεις την ικανότητα
Τις αμαρτίες μου να μαντέψεις
Μήπως είσαι ο θεός ο ίδιος, γάτε;
Και οι υπόλοιπες τριχωτές μπάλες είναι οι άγγελοι;
Έφυγες μακριά μου όταν πήγα να σε χαϊδέψω επειδή έχω απομακρυνθεί
Από εσένα εδώ και καιρό;
Τρέμεις τον αμαρτωλό;
Ή μήπως δεν με θελεις και με αποφευγεις;
Έχω μεγάλη φαντασία , ε γάτε;
Να σου εκμυστηρευτώ κάτι εδώ που βρισκόμαστε;
Είσαι στα μέρη που έκανα με εκείνη βόλτες
Και που έλεγε τα λόγια τα γελοία που μου έχουν πει και άλλες
Για το ποιόν μου και τέτοια σχετικά
Ότι δεν ήθελε να με πληγώσει περισσότερο γιατί είμαι το ένα και το άλλο
Και άλλα σχετικά
Έψαχνε μία  αφορμή να τα σπάσουμε μετά και την βρήκε
Τώρα κάνει βόλτες σε άλλες αγκαλιές
Φαντάσου, προσπάθησε να ρίξει το φταίξιμο πάνω μου
Για να μη νιώθει άσχημα με τον εαυτό της
Πόνταρε στην αγνότητα μου και παραλίγο θα νικούσε
Μα ο γελασμένος χάνει στο τέλος
Εγώ απλά παριστάνω τον χαζό επίτηδες.
Γάτε, βαρέθηκα συνέχεια τα ίδια πράγματα να ακούω
Μια γυναικεία συντροφιά ζητάω
Ξέρω πως μπορώ να προσφέρω πολλά και ας μην το δείχνω
Δεν ψάχνω την μια και μοναδική
Καταλαβαίνω πως είναι σχεδόν απίθανο να την βρω
Μονάχα κάποια που να είναι ειλικρινής
Να με αντέχει
Να με εμπνέει
Να με αποδεχτεί γι'αυτό που είμαι
Τόσο δύσκολο είναι ;
Πόσο θα ήθελα ώρες ώρες
Να βγάλω την καρδιά μου έξω
Να πάψει να χτυπά
Και να δω πως είναι
Να είσαι άκαρδος
Να μην νιώθω τόσο έντονα
Όταν δεν πρέπει.
Γάτε
Γιατί κουνάς έτσι την ουρά σου;
Γνωρίζεις κάτι;
Ή απλά
Την κουνάς;

- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Πήγα μια βόλτα

Φτάνοντας σπίτι με το αμάξι συνειδητοποίησα πως δεν ήθελα να παρκάρω και να μπω μέσα. Ένιωθα, ανεξήγητο γιατί, μια καταπίεση, ένα άγχος, έναν πανικό. Έτσι, αποφάσισα να συνεχίσω την πορεία μου, άγνωστο για το που θα με βγάλει ο δρόμος. Θα έκανα απλά μια βόλτα, αξιοποίηση του ελεύθερου μου χρόνου. Όχι άσκοπα βέβαια.
Όταν μπαίνω στο αμάξι και οδηγάω μεγάλες διαδρομές, σε δρόμους ανοιχτούς, αισθάνομαι μια ελευθερία, μια χαλάρωση. Τα χέρια στο τιμονι και στο συμπλέκτη, τα πόδια κάτω να ελέγχουν την κάθε κίνηση, και κανείς δεν σου λέει τίποτα αν είσαι προσεκτικός και υπάκους όσο πιο πιστά γίνεται τον ΚΟΚ. Πάντα φυσικά με τη συνοδεία μουσικής, τότε ολοκληρώνεται το καρέ. Δεν γίνεται να οδηγάς δίχως να ακούς μουσική, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή που σου αρέσει, αλλιώς η οδήγηση καθίσταται λειψή.
Επέλεξα να κινηθώ πρώτα μέσα από στενά.  Πήγαινα όσο πιο αργά γινόταν, γιατί μου δημιουργήθηκε η επιθυμία, μια περιέργεια τρόπον τινά, ή όρεξη στην τελική, να παρατηρήσω το περιβάλλον γυρω μου. Ευτυχώς δεν είχε κίνηση λόγω της ωρας. Δυστυχώς είχε κίνηση στο μυαλό μου λόγω της ώρας.
Έξω έκανε λίγο κρύο αλλά μέσα είχα βάλει το ερκοντίσιον στο ζεστό και έτσι δεν είχα θέμα. Τα πίσω τζάμια είχαν θαμπώσει, αλλά μπροστά δεν είχα επίσης θέμα.
Έγινα ξεναγός του εαυτου μου. Έβλεπα τις πολυκατοικίες όπως ορθώνονταν εμπρός και δίπλα μου και σκεφτόμουν πόσο μικρός είμαι εγώ σε σύγκριση......πάρκα και παιδικές χαρές και θυμήθηκα πόσες ώρες πέρασα μέσα σε αυτά όταν ήμουν παιδί, πόσο ανέμελα ήταν τότε, πόσο πιο απλά γιατί έτσι τα αντιλαμβανόμασταν......τα σκυλιά και τα γατιά, αδέσποτα, βρώμικα, να προσπαθούν να βρουν φαι και αγάπη και να είναι ευχαριστημένα, εν αγνοία τους, που κάποιος άνθρωπος δεν τα σκότωσε ακόμη, λες και αυτά επέλεξαν να βρίσκονται εκεί έξω ξέμπαρκα...... τα παιδιά , τις γυναίκες, τους άνδρες, τις γριές , τους γέρους, όλους τους ανθρώπους που έτυχε να  στο πέρασμα μου, πόσο όμοιοι ήμαστε τελικά και κατά πόσο διαφέρουμε. Ήταν λες ήμουν σε θεματικό λουνα παρκ.
Οδηγούσα ούτε ο ίδιος ξέρω για πόσο. Σα να ήθελα να ξεφύγω από κάτι και δεν γνώριζα το γιατί, ούτε καν το τι. Σα να με περίμενε κάτι πολύ κακο πίσω στο σπίτι και καθυστερούσα όσο περισσότερο γινόταν να το αντικρίσω. Μια κατάσταση ποδοβολητού ξέφρενων αλόγων. Εννοώ, είχε τύχει πολλές φορές να βγω μια βόλτα και μόνος μου ακόμη, για περπάτημα ή να αποφασίσω να μην πάρω αστικό για να γυρίσω σπίτι. Ποτέ πριν όμως κάτι παρόμοιο. Φυσικά θα μπορούσα να πω σε κάποιον φίλο μου να έρθει για συνοδηγος αλλά πιο το νόημα;  Αναζητούσα την ηρεμία, την απομόνωση, θα τον υπέβαλλα απλά σε ένα ανούσιο βασανιστήριο και θα τον υποχρέωνα να ενδιαφερθεί για εμένα, την στιγμή που ούτε εγώ ο ίδιος δεν θα γνώριζα τι ακριβώς θα έπρεπε να του απαντήσω.
Σταμάτησα μπροστά από ένα περίπτερο για να πάρω τσιγάρα.
" Καλησπέρα, μια χρυσή κασετίνα θα ήθελα".
"Ορίστε κύριε. Τα ρέστα σας".
"Ευχαριστώ πολυ.... Ήρεμη η νύχτα ε;".
"Ναι, ήρεμη...θελετε τίποτα άλλο;".
"Οι....όχι, όχι. Καλό βράδυ".
"Επίσης!".
Για ποιον λόγο προσπάθησα να πιάσω κουβέντα; Τι αποσκοπούσα; Σίγουρα τον είχα φέρει σε αμηχανία. Δεν με πείραζε όμως. Και ας σπατάλησα λίγο από το χρόνο του, τουλάχιστον-.
Ξέχνα το.
Ετσι, κίνησα πάλι προς το άγνωστο. Ώσπου, μια στιγμή, έφτασα σε ένα σημείο από το οποίο η πόλη φαινόταν σχεδόν ολόκληρη. Λίγο πιο πέρα είχε ένα ακόμη αμάξι, πιθανοτατα με δύο χαμούριους.  Παρκαρα και κατέβηκα. Ακούμπησα πάνω στο καπό με τον κωλο μου και άναψα ένα τσιγάρο. Πράγματι, η νύχτα ήταν ήρεμη. Τα φώτα κάτω σχηματιζαν ένα σμήνος από μικρές πυγολαμπίδες. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων ήταν κλασσικός. Ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Τίποτα δεν είχε αλλάξει και τα πάντα μπορούσαν να αλλάξουν με το ανοιγοκλείσιμο των ματιών.
Σχημάτισα ένα νοητό τηλεσκόπιο με τις παλάμες μου και στόχευσα στον ουρανό. Μα αστέρια δεν υπήρχαν ή τουλάχιστον εγώ δεν τα έβλεπα...... ίσως εγώ απλά να μην υπήρχα και να υπήρχα απλά στην φαντασία κάποιου.....ίσως να προσπαθούσα απεγνωσμένα να αγγίξω την πύλη ενός παραδείσου και να μην μπορούσα να ανοίξω την πόρτα γιατί κάπου ξέχασα τα κλειδιά , οπότε απλά να τα έψαχνα.
Και η ζωή συνεχιζόταν , απλή, βίαιη, παρεξηγημένη, απόμακρη, μεστή, μυστήρια, η ζωή....

- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος

Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

Τώρα που μπορείς

Τα χρόνια περνάνε και δεν καταλαβαίνεις
Πως
Γι'αυτό τώρα που μπορείς
Να βγαίνεις έξω με φίλους ή μόνος
Έστω μια στο τόσο
Τώρα που μπορείς
Να ερωτεύεσαι περισσότερο
Να λες ένα ευχαριστώ όταν πρέπει
Όποτε πρέπει
Να δημιουργείς ευχάριστες αναμνήσεις
Και να αξιοποιείς τις δυσάρεστες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο
Να δοκιμάζεις πράγματα
Μην κάνεις το αισχρό σφάλμα
Απλά να τα απορρίψεις
Επειδή νομίζεις πως δεν θα σου αρέσουν
Εκεί συμβαίνουν οι μεγαλύτερες εκπλήξεις
Τώρα που μπορείς
Βγάλε το φίμωτρο από το παιδί
Επέτρεψε του να ανασάνει.

Τώρα που μπορείς-
Ίσως νομίζεις πως δεν μπορείς
Αλλά θα καταλάβεις κάποια στιγμή ότι
Τότε πράγματι μπορούσες
Και απλά δεν το έκανες
Ω, πόσο θα μετανιώσεις και το χέρι θα απλώνεις στον αέρα για να πιάσεις το φάντασμα του παρελθόντος με μανία αλλά....

Ξέρεις
Είναι προτιμότερο να έχεις έναν πληγωμένο ουρανό
Παρά έναν γεμάτο με απωθημένα αστέρια και φωνές.

Έζησες ωραία ζωή;
Θα ζήσω μια που θα την θυμάμαι για τις επόμενες ζωές


- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος

Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

Μείνε ήσυχος

Μην ανησυχείς Δημήτρη
Δεν είμαι ο,τι υποστηρίζουν πως είμαι
Όχι πια τουλάχιστον, στον βαθμό εκείνο
Που ήμουν κάποτε
Γιατί τα δύο αυτά χρονικά πλαίσια διαφέρουν πολύ μεταξύ τους
Δεν τα βλέπω όλα μαύρα
Μα και αν τύχαινε να συμβεί
Πάντα μια ρωγμή επέτρεπε στο φως να μπει μέσα
Μια ρωγμή στην καρδιά μου.
Με έβλεπες άραγε τότε Δημήτρη;
Την μια να είμαι ενας κατεργαράκος
Ένα αλητάκι, γεμάτο ζωντάνια
Ζωηρός, διατάραξη της ηρεμίας
Την αλλη ήσυχος να ακούω μουσική στα ακουστικά μου
Μόνος μου, τρομαγμένος, ανήμπορος
Να βλέπω anime και να ταυτίζομαι με τους χαρακτήρες
Να παίρνω δύναμη από την δύναμη τους
Και να φαντάζομαι αλλιώς τη ζωή μου
Αυτό ήταν το κακό με εμένα Δημήτρη
Ονειρευόμουν χωρίς να πράττω τα δέοντα
Έπλαθα σενάρια φανταστικά και ζούσα μέσα σε αυτά.
Ακόμη ψάχνω την αιτία Δημήτρη
Που με οδήγησε μπάλα σε κατηφόρα με αγκάθια
Να μην βλέπω πως τα δεινά της ζωής μου εγώ ο ίδιος τα προκαλούσα
-και ας βγήκαν αρκετά σε καλό.
Τι νόημα είχε η τόση κλάψα Δημήτρη, η τόση μιζέρια;
Ανάθεμα τους Δημήτρη που με έκαναν να πιστέψω πως
Ήμουν ένα ελλατωματικό προϊόν
Επειδή ήμουν διαφορετικός από τα ανδρικά τους πρότυπα
Και που δεν είχα το σθένος και το νεύρο
Να με υποστηρίξω.
Παρόλα αυτά Δημήτρη λένε αλήθεια για τον χαρακτήρα μου
Συνήθως είμαι οι κακές τους μέρες σε παρατεταμένη διάρκεια
Και στα ποιήματα μου διοχευτεύω ενέργεια που συσσωρεύτηκε εδώ και αιώνες μέσα μου
Πρέπει να οργώσω τα ακαλλιέργητα εδάφη
Ένα ξεραμένο φυτό χαίρει ιδιαίτερης φροντίδας για να ζωντανέψει πάλι.
Με αλλάζω Δημήτρη
Επανέρχομαι σιγά σιγά
Αν και συνεχίζω να σφάλλω πάλι
Να μην πράττω τα δέοντα
Παρόλα αυτά ελπίζω να είσαι περήφανος για μένα
Έστω και λίγο
Εύχομαι να ησουν όταν εγώ ο ίδιος με θεωρούσα ξεγραμμένο.

Δεν παγώνω πια τόσο Δημήτρη
Είναι ωραία η ζωή Δημήτρη
Ακόμη και τις στιγμές που φαίνεται πως δεν είναι.

- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος

Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Sailor sail

Μην τους πιστεύεις
Ούτε λέξη από το στόμα τους
Καμία συμπεριφορά τους
Θέλουν το κακό σου
Ψέματα
Όχι όλοι
Βασίσου σε μερικούς από δαύτους
Δεν είναι όλοι μασκοφορεμένοι
Πάνω από όλα
Μην παρατήσεις τη ζωή σου
Στα χέρια τους
Είναι δικό σου απόκτημα
Δικιά σου κατάκτηση
Η ζωή σου
Έχεις λογικό, να έχεις και κρίση
Μην πιστεύεις ούτε εμένα
Βγάλε τα δικά σου συμπεράσματα
Εμπιστέψου τον εαυτό σου
Τις δυνατότητες, τις ικανότητες σου
Να αμφισβητείς
Να μαθαίνεις συνεχώς
Να συγχωρείς
Να βελτιώνεσαι
Να προχωράς μόνο μπροστά
Σπασε τις αλυσίδες που σε βαραίνουν
Και σε φέρνουν με το παρελθόν σου
Αντιμέτωπο
Στο τέλος
Όλοι στο ίδιο κρεβάτι θα ξαπλώσουμε
Όλοι στο ίδιο καράβι θα επιβιβαστούμε
Όλοι στο μαύρο θα χαθούμε.

- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...