Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Πήγα μια βόλτα

Φτάνοντας σπίτι με το αμάξι συνειδητοποίησα πως δεν ήθελα να παρκάρω και να μπω μέσα. Ένιωθα, ανεξήγητο γιατί, μια καταπίεση, ένα άγχος, έναν πανικό. Έτσι, αποφάσισα να συνεχίσω την πορεία μου, άγνωστο για το που θα με βγάλει ο δρόμος. Θα έκανα απλά μια βόλτα, αξιοποίηση του ελεύθερου μου χρόνου. Όχι άσκοπα βέβαια.
Όταν μπαίνω στο αμάξι και οδηγάω μεγάλες διαδρομές, σε δρόμους ανοιχτούς, αισθάνομαι μια ελευθερία, μια χαλάρωση. Τα χέρια στο τιμονι και στο συμπλέκτη, τα πόδια κάτω να ελέγχουν την κάθε κίνηση, και κανείς δεν σου λέει τίποτα αν είσαι προσεκτικός και υπάκους όσο πιο πιστά γίνεται τον ΚΟΚ. Πάντα φυσικά με τη συνοδεία μουσικής, τότε ολοκληρώνεται το καρέ. Δεν γίνεται να οδηγάς δίχως να ακούς μουσική, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή που σου αρέσει, αλλιώς η οδήγηση καθίσταται λειψή.
Επέλεξα να κινηθώ πρώτα μέσα από στενά.  Πήγαινα όσο πιο αργά γινόταν, γιατί μου δημιουργήθηκε η επιθυμία, μια περιέργεια τρόπον τινά, ή όρεξη στην τελική, να παρατηρήσω το περιβάλλον γυρω μου. Ευτυχώς δεν είχε κίνηση λόγω της ωρας. Δυστυχώς είχε κίνηση στο μυαλό μου λόγω της ώρας.
Έξω έκανε λίγο κρύο αλλά μέσα είχα βάλει το ερκοντίσιον στο ζεστό και έτσι δεν είχα θέμα. Τα πίσω τζάμια είχαν θαμπώσει, αλλά μπροστά δεν είχα επίσης θέμα.
Έγινα ξεναγός του εαυτου μου. Έβλεπα τις πολυκατοικίες όπως ορθώνονταν εμπρός και δίπλα μου και σκεφτόμουν πόσο μικρός είμαι εγώ σε σύγκριση......πάρκα και παιδικές χαρές και θυμήθηκα πόσες ώρες πέρασα μέσα σε αυτά όταν ήμουν παιδί, πόσο ανέμελα ήταν τότε, πόσο πιο απλά γιατί έτσι τα αντιλαμβανόμασταν......τα σκυλιά και τα γατιά, αδέσποτα, βρώμικα, να προσπαθούν να βρουν φαι και αγάπη και να είναι ευχαριστημένα, εν αγνοία τους, που κάποιος άνθρωπος δεν τα σκότωσε ακόμη, λες και αυτά επέλεξαν να βρίσκονται εκεί έξω ξέμπαρκα...... τα παιδιά , τις γυναίκες, τους άνδρες, τις γριές , τους γέρους, όλους τους ανθρώπους που έτυχε να  στο πέρασμα μου, πόσο όμοιοι ήμαστε τελικά και κατά πόσο διαφέρουμε. Ήταν λες ήμουν σε θεματικό λουνα παρκ.
Οδηγούσα ούτε ο ίδιος ξέρω για πόσο. Σα να ήθελα να ξεφύγω από κάτι και δεν γνώριζα το γιατί, ούτε καν το τι. Σα να με περίμενε κάτι πολύ κακο πίσω στο σπίτι και καθυστερούσα όσο περισσότερο γινόταν να το αντικρίσω. Μια κατάσταση ποδοβολητού ξέφρενων αλόγων. Εννοώ, είχε τύχει πολλές φορές να βγω μια βόλτα και μόνος μου ακόμη, για περπάτημα ή να αποφασίσω να μην πάρω αστικό για να γυρίσω σπίτι. Ποτέ πριν όμως κάτι παρόμοιο. Φυσικά θα μπορούσα να πω σε κάποιον φίλο μου να έρθει για συνοδηγος αλλά πιο το νόημα;  Αναζητούσα την ηρεμία, την απομόνωση, θα τον υπέβαλλα απλά σε ένα ανούσιο βασανιστήριο και θα τον υποχρέωνα να ενδιαφερθεί για εμένα, την στιγμή που ούτε εγώ ο ίδιος δεν θα γνώριζα τι ακριβώς θα έπρεπε να του απαντήσω.
Σταμάτησα μπροστά από ένα περίπτερο για να πάρω τσιγάρα.
" Καλησπέρα, μια χρυσή κασετίνα θα ήθελα".
"Ορίστε κύριε. Τα ρέστα σας".
"Ευχαριστώ πολυ.... Ήρεμη η νύχτα ε;".
"Ναι, ήρεμη...θελετε τίποτα άλλο;".
"Οι....όχι, όχι. Καλό βράδυ".
"Επίσης!".
Για ποιον λόγο προσπάθησα να πιάσω κουβέντα; Τι αποσκοπούσα; Σίγουρα τον είχα φέρει σε αμηχανία. Δεν με πείραζε όμως. Και ας σπατάλησα λίγο από το χρόνο του, τουλάχιστον-.
Ξέχνα το.
Ετσι, κίνησα πάλι προς το άγνωστο. Ώσπου, μια στιγμή, έφτασα σε ένα σημείο από το οποίο η πόλη φαινόταν σχεδόν ολόκληρη. Λίγο πιο πέρα είχε ένα ακόμη αμάξι, πιθανοτατα με δύο χαμούριους.  Παρκαρα και κατέβηκα. Ακούμπησα πάνω στο καπό με τον κωλο μου και άναψα ένα τσιγάρο. Πράγματι, η νύχτα ήταν ήρεμη. Τα φώτα κάτω σχηματιζαν ένα σμήνος από μικρές πυγολαμπίδες. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων ήταν κλασσικός. Ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Τίποτα δεν είχε αλλάξει και τα πάντα μπορούσαν να αλλάξουν με το ανοιγοκλείσιμο των ματιών.
Σχημάτισα ένα νοητό τηλεσκόπιο με τις παλάμες μου και στόχευσα στον ουρανό. Μα αστέρια δεν υπήρχαν ή τουλάχιστον εγώ δεν τα έβλεπα...... ίσως εγώ απλά να μην υπήρχα και να υπήρχα απλά στην φαντασία κάποιου.....ίσως να προσπαθούσα απεγνωσμένα να αγγίξω την πύλη ενός παραδείσου και να μην μπορούσα να ανοίξω την πόρτα γιατί κάπου ξέχασα τα κλειδιά , οπότε απλά να τα έψαχνα.
Και η ζωή συνεχιζόταν , απλή, βίαιη, παρεξηγημένη, απόμακρη, μεστή, μυστήρια, η ζωή....

- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...