Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022



<<Θέλω να μιλήσουμε>>, μου είπε μόλις με είδε στην πόρτα του διαμερίσματός μου. Την περίμενα εκεί, δηλαδή, με ανοικτή την πόρτα, όπως κάθε φορά που ερχόταν σε μένα και αυτή την φορά, όταν πήγα να την φιλήσω, τραβήχτηκε πίσω. Απόρησα και μια ταραχή με κυρίευσε, αλλά την άφησα να περάσει χωρίς να πω τίποτα.
Καθίσαμε στον καναπέ, αυτή δηλαδή κάθισε πρώτα και μου ζήτησε να καθίσω και εγώ  και μου έπιασε το χέρι. Αυτό δεν είναι καλό, σκέφτηκα και,<<Χμ;>>, είπα και την κοίταξα κατάματα. <<Τι έγινε;>>.
<<Θα στο πω όσο πιο απλά μπορώ, γιατί δεν έχω σταματήσει να το σκέφτομαι. Είναι πως...δεν ξέρω. Νιώθω πως δεν τραβάει άλλο η σχέση μας. Θέλω να χωρίσουμε. Να μείνω λίγο μόνη να σκεφτώ καλύτερα. Νιώθω πιεσμένη, νιώθω πως θέλω να κάνω τόσα πολλά πράγματα και δεν μπορώ...>> και συνέχισε για κάνα λεπτό ακόμα.
Όταν τελείωσε, έμεινα για λίγο σιωπηλός, κοιτάζοντας το πάτωμα, τελειώνοντας από μέσα μου το 50 ways to leave your lover του Paul Simon. Μετά, σήκωσα το κεφάλι μου, της χαμογέλασα και << Αφού είναι αυτό που θες πραγματικά, καταλαβαίνω απόλυτα. Αφού θες να χωρίσουμε, θα χωρίσουμε>>, της είπα. 
Το βλέμμα της πάγωσε και μόρφασε.
<<Δηλαδή->>. Τράβηξε το χέρι της απότομα και σηκώθηκε όρθια. <<Δηλαδή τι;  Αυτό κατάλαβες από αυτά που σου είπα; Πως θέλω να χωρίσουμε και τέλος; Τι, τόσο εύκολο είναι για σένα; Μετά από δύο χρόνια σχέσης, τόσο εύκολα λες αντίο; Δε νιώθεις τίποτα; Όλα ήταν ψέματα;>>.
<<Τι θέλεις από εμένα, Μαρία; Να πέσω στα γόνατα μου και να αρχίσω να κλαίω και να προσεύχομαι στους θεούς; Αφού αυτό αποφάσισες, δεν μπορώ να κάνω κάτι>>.
Και τελικά, επειδή είμαι βλαμμένος, έπεσα στα γόνατα μου και άρχισα να κουνάω τα χέρια μου στον αέρα, ανοιγοκλείνοντας το στόμα μου.
<<Είσαι απίστευτος. Πραγματικά, δεν έχω λόγια. Δεν....δεν... ΦΕΥΓΩ!>>.
Πήρε την τσάντα της, μου γύρισε την πλάτη, περπάτησε μερικά βήματα και έκλεισε την πόρτα με την ίδια δύναμη που την άνοιξε.
Αν συνέχιζε να μιλάει, ήξερα τι θα έλεγε. Πως τα παρατάω εύκολα. Πως δεν διεκδικώ μέχρι τέλους. Πως δεν μπορώ να είμαι σοβαρός όταν οι περιστάσεις το απαιτούν και άλλα τέτοια που τα ήξερα ήδη από την ψυχολόγο μου και από τις ηλίθιες ενδοσκοπήσεις μου όταν με πιάνουν τα δικά μου. Αλλά αφού ήταν δική της απόφαση και φαινόταν σίγουρη γι' αυτήν, εμένα τι λόγος μου έπεφτε; Να παρακαλούσα να αλλάξει κάτι που εκ των πραγμάτων, το πιο πιθανό, δηλαδή, ήταν καταδικαστέο να αποτύχει τελικά; Το είχα ξαναδεί το σενάριο. Και σίγουρα την αγαπούσα και ήμουν ερωτευμένος μαζί της, αλλά ήμουν τόσο σοκαρισμένος, με έπιασε τόσο απροετοίμαστο, που δεν ήξερα πως να αντιδράσω, οπότε έμεινα να κοιτάζω το κενό, να φαντάζομαι την κλειστή πόρτα και να σκέφτομαι πως έκλεισε ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου. Μια απτή παρομοίωση. Δεν θυμάμαι αν στο σχολείο μας τις είχαν διδάξει αυτές. Δεν ξέρω αν είναι καν δόκιμος ο όρος αυτός.
Παρόλο που όλο μου το είναι κραύγαζε να ανακοινώσω τον πρόσφατο χωρισμό μου στους φίλους μου, μαζί με το κομμάτι μου που κραύγαζε και παρακαλούσε να τρέξω να την βρω,  αποφάσισα να μην πω τίποτα, να μην κάνω τίποτα. Για την ώρα, ήθελα απλά να μείνω λίγο μόνος και να ηρεμήσω. Τι στο καλό, ένας άνθρωπος δεν μπορεί να μείνει για λίγο μόνος και να ηρεμήσει όταν το έχει ανάγκη; 
Η Μαρία μπήκε στη ζωή μου, όπως ακριβώς έφυγε. Ήμασταν σε ένα πάρτι, στο σπίτι του φίλου μου του Άλκη. Εκείνη ήταν γνωστή γνωστού, όχι Κύπρια, την ήξερε ένας γνωστός μας που τον είχαμε καλέσει και έφερε μαζί του μερικά άτομα και ,τέλοσπάντων, κάποια στιγμή, εγώ δεν την είχα προσέξει μέχρι τότε, ενώ περίμενα στην τουαλέτα, ακούω έναν θόρυβο και γυρνάω πίσω και την βλέπω να τρέχει, να γλιστράει και να πέφτει κάτω. Είδα κάτι τύπους να γελάνε, γέλασα και εγώ και την βοήθησα να σηκωθεί.
<<Είσαι καλά;>>, την ρώτησα.
<<ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΤΩΜΑ ΓΛΙΣΤΡΑΕΙ!>>, φώναξε και άρχισε να γελάει. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα , το οποίο είχε βραχεί. 
<<Να είσαι πιο προσεκτική>>, της είπα, λες και ήμουν ο πατέρας της. Αλλά εκείνη φάνηκε να εκτιμάει τη συμβουλή μου. Καμιά ώρα μετά, ενώ γέμιζα στο αυτοσχέδιο μπαρ το ποτήρι μου με βότκα και Sprite, την είδα να έρχεται με αργά βήματα και να στέκεται δίπλα μου.
<<Είδες; Τώρα προσέχω>>.
Γέλασα και την ρώτησα να ήθελε να πιει κάτι. Με ρώτησε τι πίνω και της φάνηκε ενδιαφέρον. 
<<Ενδιαφέρον είναι που πίνω τώρα και στα λέω αυτά. Γιατί στα λέω όλα αυτά;>>, είπα το ίδιο βράδυ σε μια κοπέλα, η οποία έτυχε να κάθεται και αυτή μόνη στο μαγαζί που βρέθηκα, στο μπαρ, δίπλα μου. Δεν την ρώτησα γιατί ήταν μόνη. Ούτε εκείνη με ρώτησε πως βρέθηκα μόνος, αν και από τα συμφραζόμενα μπορούσε να καταλάβει απολύτως τον λόγο.
<<Φαίνεσαι λυπημένος. Θλιμμένος>>, μου είπε και τσούγκρισε το ποτήρι της με το δικό μου.
<<Δεν είναι αυτό. Απλά βαρέθηκα. Κουράστηκα. Με αυτό. Με τα πάντα. Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω>>.
<<Σε καταλαβαίνω απόλυτα>>.
<<Αν μπορούσαμε να καταλάβουμε απόλυτα μερικούς ανθρώπους, δεν θα υπήρχε τόση δυστυχία στον κόσμο>>.
<<Μην ξεχνάς πως από ένα κλάμα ξεκινάμε να ζούμε>>.
Και μετά η εικόνα χάθηκε και βρέθηκα πάλι στον καναπέ μου να κάθομαι και δεν είχαν περάσει ούτε πέντε δευτερόλεπτα και είχα αρχίσει να σκέφτομαι πάλι τη ζωή μου σαν ταινία. Γιατί θα ήταν πολύ πιο εύκολο αν όλο αυτό ήταν μια ταινία και ξέραμε το σενάριο ή , καλύτερα, αν μπορούσαμε να γράψουμε το σενάριο ξανά και ξανά, αναλόγως του πως θα ταίριαζε σε εμάς περισσότερο.
Σηκώθηκα όρθιος και τεντώθηκα. Πήγα προς το παράθυρο και κοίταξα έξω. Η μέρα ήταν καλή. Δεν είχε σύννεφα, είχε ήλιο και καταλάβαινα από τις κινήσεις των τεντών πως  φυσούσε. Για να διώξω την ένταση, δάγκωσα το δεξί μου μανίκι και άρχισα να ουρλιάζω, μέχρι που όσο περιττό αέρα είχα στα πνευμόνια μου τον έδιωξα και ηρέμησα. 
Και μετά λες, τι σου απομένει τελικά σε αυτή τη ζωή; Οι άνθρωποι φεύγουν, έρχονται, μεταβλητές, υποτείνουσες, συνιστώσες και το μόνο σταθερό σε όλα αυτά είσαι εσύ, που και στην τελική, δεν σου μένει άλλη επιλογή από το να αλλάξεις, αν θες να πας μπροστά ή να διατηρήσεις μια στάση απάθειας σε όλη σου τη ζωή ή, το χειρότερο, να νομίζεις πως πας μπροστά, ενώ αυτό δεν ισχύει ή, το ακόμα χειρότερο, να πηγαίνεις στην πραγματικότητα πίσω. 
Ξέσφιξα τα δόντια μου και είδα πως το μανίκι που είχε πάρει το σχήμα τους. Θυμήθηκα που καμιά φορά μικρός το έκανα αυτό για ανεξήγητο λόγο και γέλασα και μετά με έριξε η σκέψη του πόσο βλαμμένοι ήμασταν μικροί και πόσο απλώς μας φάνταζε ο κόσμος τότε. 
Με αργές κινήσεις, πήγα στο δωμάτιο μου και άνοιξα την ντουλάπα μου. Η ντουλάπα μου έχει ένα ξύλο πάνω-πάνω, ακριβώς πάνω από τις κρεμάστρες, σαν διαχωριστικό και την χρησιμοποιώ για να βάζω διάφορα αντικείμενα, όπως κολόνιες, εσώρουχα κ.λ.π. Εκεί, δίπλα από μια κολόνια που μου είχε κάνει δώρο η Μαρία, μια κολόνια που μύριζε υπέροχα, από ένα συνοικιακό, μικρό αρωματοπωλείο, μύριζε λεβάντα και έρωτα και την φορούσα με κάθε ευκαιρία, δίπλα από αυτή την κολόνια άπλωσα το δεξί μου χέρι και πήρα μια κάρτα. Ήταν μια κάρτα όμορφη που έξω είχε έναν σκύλο που έπαιζε στο χορτάρι και για μάτια είχε εκείνο το φουσκωτό πλαστικό, που μέσα έχει ένα μαύρο πραγματάκι, που τα χρησιμοποιούσαμε στα καλλιτεχνικά στο δημοτικό κυρίως και διάλεξα αυτή την κάρτα γιατί η Μαρία είχε τον Λάρρυ, ένα πολύ όμορφο σκυλάκι στο διαμέρισμα της, που το συμπαθούσα πολύ και, τέλοσπάντων, άνοιξα την κάρτα, άρχισα να την διαβάζω και στο τέλος να κλαίω, γιατί πλησίαζε του Αγίου Βαλεντίνου και ήμουν ενθουσιασμένος και ήμουν πολύ χαρούμενος γιατί θα ήταν ο πρώτος Βαλεντίνος που θα γιόρταζα και ας είχα φτάσει τα 24 και της έγραφα, Για όση χαρά μου χάρισες, όλες τις υπέροχες στιγμές που ζήσαμε και για τόσα πολλά που δεν ξέρεις πως μου προσφέρεις, γι' αυτό σ' αγαπώ και θα συνεχίσω να σ' αγαπώ μέχρι το τέλος του κόσμου, μελιστάλαχτες παπαριές πάνω στην έξαψη και στη λαχτάρα, αλλά τώρα η κάρτα δεν είχε νόημα, εκείνη τη στιγμή ήταν μια απλή κάρτα. Οπότε, την κράτησα στα χέρια μου σα να αγκάλιαζα τη Μαρία, την χάιδευα με τους αντίχειρες μου σα να ήταν το κεφάλι της Μαρίας, τα δάκρυα έπεφταν πάνω και μετά πήρα μερικές βαθιές ανάσες, σκούπισα τα μάτια μου, χαμογέλασα και έβαλα την κάρτα στη θέση της. Ό,τι και να είχε προηγηθεί, δεν ήθελα να την πετάξω. Γιατί να την πετούσα; Ίσως, στην τελική, η Μαρία να το μετάνιωνε και να ερχόταν πάλι, μα και να μην ερχόταν, η κάρτα αυτή είχε μέσα της τόση πολύ αγάπη.
Και εδώ που τα λέμε, χρειαζόμαστε όση παραπάνω αγάπη γίνεται. 
-Ο.Γ.Θ. 

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...