Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Αγώνες ταχύτητας

<<Το μόνο που με πειράζει αυτή τη στιγμή είναι που δεν με αφήνουν να καπνίσω>>, είπε ο Χρυσόστομος και χασκογέλασε.
<<Θα σου αστραφτα καμιά τώρα αλλά έχε χάρη που δεν μπορώ>>, του απάντησε γεμάτη απόγνωση η μητέρα του, Κρυσταλενια, και σηκώθηκε από την καρέκλα. Περπάτησε λίγο πάνω-κάτω στο δωμάτιο και ξανακαθισε. 
<< Έλα, μην είσαι έτσι. Σε λίγο καιρό θα είμαι περδίκι και θα είναι σα να μη συνέβη ποτέ>>.
Τα μάτια της μητέρα του,ορθάνοικτα. 
<<Α, εσύ πας γυρεύοντας!.....
Ο γιατρός μου είπε πως παραλίγο και θα έβρισκε καρδιά, πνεύμονες, όλα αυτά. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; ΞΈΡΕΙΣ;>>.
Ο Χρυσόστομος την διέκοψε.
<<Μην φωναζεις ρε μάνα, δεν ήμαστε μόνοι μας. Εδώ είναι νοσοκομείο!>>. 
<<Μην μου λες τι θα κάνω και τι όχι. Σαν τρελή έτρεχα στο δρόμο όταν έμαθα πως σε έφεραν εδώ. Θάνατος....ξέρεις τι σημαίνει ότι μπορεί να πεθαινες; Ευλογημένος είσαι που ξέφυγες με κάτι σπασμένα πλευρά και άλλα τέτοια>>.
Η Κρυσταλενια σταμάτησε για να σταυροκοπηθει και να ευχαριστήσει τον Θεό που ο γιος της σώθηκε από θαύμα - αμήν.
<<Ωχου! Νταξει, λάθος μου, αλλά είδες, φθηνά την γλίτωσα. Θα με φροντίσουν εδώ, λίγο σπίτι θα προσέχω και μετά όλα θα είναι όπως ήταν>>.
<< Θα μου πεις τώρα τι έγινε; Έχω απορία να δω πόσο βλάκας μπορεί να είσαι. Εκεί που λέω πως έβαλες μυαλό, τσουπ, εσύ με εκπλησεις πάλι. Στον πατέρα σου έμοιασες και σε αυτο>>.
<<Ελπίζω να μην ανέφερες κάτι στον μπαμπα. Είναι που είναι πιεσμένος από τη δουλειά, ας το μάθει καλύτερα αργότερα>>.
<<Έγνοια σου, δεν θα του το κρύψω. Λοιπόν, περιμένω!>>.
<<Όλη τη ιστορια ή μόνο την περίληψη;>>.
<<Τα πάντα!>>.
<<Ουυυυφ. Άντε καλά>>.
Μια μικρή σιωπή πλανήθηκε στην ατμόσφαιρα για μερικές στιγμές. Ο Χρυσόστομος κοίταζε έξω από το παράθυρο, στην κυριολεξία το παράθυρο το ίδιο, αλλά φανταζόταν πως έβλεπε και ό,τι υπήρχε έξω. Η μητέρα του περίμενε υπομονετικά. Όλη της την ζωή περίμενε υπομονετικά ο γιος της να σταματήσει τις χαζομάρες και να σοβαρευτεί.
<<Ωραίος δεν είναι ο ουρανός μητερα; Σε λίγο θα εμφανιστούν τα αστέρια και η Σελήνη και μετά ξανά ο ήλιος . Δεν είναι μαγικό;>>.
Η Κρυσταλενια έγνευσε καταφατικά, με στοργή.
<<Δεν ήταν κάτι. Ήμασταν στο χωριό, εγώ , ο Βλάσης, ο Κώστας, ο Ηλίας και ο Γιάννης. Αραζαμε , βαριομασταν. Ξέρεις πόσο εύκολα βαριέσαι καλοκαιριατικα στο χωριό. Και, εκεί που απλά αράζαμε στην πλατεία, μας ήρθε μια τρελή ιδέα. Ο Κώστας είχε το αμάξι του μαζί και σκεφτήκαμε, ε, γιατί δεν κάνουμε αγώνες; Καλά , δεν το σκεφτήκαμε, εγώ το πρότεινα. Ο Κώστας με το αμάξι, οι άλλοι με τα πόδια, τρέχοντας. Το είχαμε ξανακάνει αυτό, μόνο που τότε είχαμε τα ποδήλατα. Οι άλλοι ήταν λίγο σκεπτικοί,αλλά εγώ τους έπεισα. Ελάτε ρε κότες, τι φοβάστε; Δεν είναι τίποτα. Άλλωστε, εγώ σας εχω όλους. Και, για να αποδείξω πως δεν είχαν κάτι ν φοβούνται, προτάθηκα να κάνω την αρχή. Μια αυτοθυσία, αν μπορείς να το πεις έτσι. Και παραλίγο θα ήταν τέτοια, χαχαχαχα. Τελοσπάντων, δεν πήγαμε σε δρόμο που φαινομασταν, αλλά κοντά σε ένα δρομάκι. Η αδρεναλίνη μου είχε ανέβει, αλλά ήμουν εκστασιασμένος. Λάβαμε θέσεις , και από το κινητό του Ηλία ακούστηκε το μπαμ. Δεν ξέρω πόσα μέτρα έτρεξα. Αλλά κάποια στιγμή στραβοπάτησα, παραπάτησα, δεν ξέρω τι, μπορδουκλώθηκα και βρέθηκα κάτω από την ροδα του Κώστα. Ευτυχώς πάτησε το φρένο την κατάλληλη στιγμή. Οι άλλοι ήρθαν αμέσως. Τα είχαν χαμένα και εγώ πονούσα. Τότε βγήκε ο κύριος Τάκης και είπε να καλέσει κάποιος το ασθενοφόρο. Ο ίδιος πήρε το αμάξι και με πολύ απαλές κινήσεις το πήρε από πάνω μου τόσο ώστε να μην πιέζονται υπερβολικά. Μετά ήρθε το ασθενοφόρο και μετά....." .
Ο Χρυσόστομος χαμογελούσε σαν μωρό παιδί που έκανε μια σκανταλια , ήξερε πως την έκανε και του άρεσε που την έκανε. Η μητέρα του τον κοίταζε και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Απλά τον κοίταζε.
<<Να σε ρωτήσω κάτι μητέρα;>>.
<< Λέγε....>>.
<<Μπα, άστο, τίποτα>>.
<<Πες μου>>.
<<Τίποτα σου λεω. Ευχαριστώ που ήρθες. Θα γίνω καλά μην ανησυχείς. Έχω γερό σκαρι ,δεν παθαίνω τίποτα>>.
<<Εσύ δεν θα παθεις,εγώ θα πεθάνω πριν την ώρα μου>>.
<<Και μετά ποια θα έχω εγώ να απογοητεύω;>>.
Χαμογέλασαν ο ένας στην άλλη και ο Χρυσόστομος τη ρώτησε αν θα την πείραζε να κοιμηθεί λιγο.
Όχι, φυσικά και όχι.
Και παραλίγο θα κοιμόταν για πάντα.



Υ.Γ: Δεν θα κοιμόταν για πάντα, απλά δόθηκε μια νότα αγωνίας. Μια χαρά ήταν ο Χρυσόστομος μετά,ακμαίος και δυνατός.

- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος


Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Καταιγίδα

Μόνοι μας στήνουμε παγίδες στον εαυτό μας
Μόνοι μας πέφτουμε μέσα σε αυτές
Και όλο λέμε θα αλλάξουμε
Ολο λέμε πως τα ίδια λάθη δεν θα επαναληφθούν
Καθώς κοιτάμε τα πρόσωπα των πιο κοντινών μας ανθρώπων
Απογοητευμένα
Γιατί πάλι διαλέξαμε τον δρόμο που φάνταζε σε εμάς πιο σωστός.
Νομίζουμε πως τα έχουμε όλα υπό έλεγχο
Και όταν ο έλεγχος αυτός χαθεί από τα χέρια μας
Θλιβομαστε
Λέμε πως όχι , δεν θα επαναληφθεί
Την ίδια στιγμή βάζουμε την κασέτα ξανά από την αρχή
Και κάθε φορά διορθώνουμε απλα το τέλος
Λίγο-λίγο
Μα το θέμα δεν είναι μόνο η κατάληξη.
Και ας άνοιξες τα μάτια σου, τι σημασία έχει
Εφόσον την όραση σου την εμποδίζουν οι βροχές;
Μα λένε πως μετά την καταιγίδα έρχεται η ηλιοφάνεια
Λάθος
Μετά μπορεί να έρθει χαλάζι
Μπορεί ο ουρανός να είναι πάλι μουντός
Η ηλιοφάνεια δεν έρχεται απευθείας πάντα
Μα είναι σίγουρο πως θα έρθει
Εσύ σε εκείνη τη στιγμή ποντάρεις
Που θα έρθει
Για λίγο περισσότερο
Και την εκτιμάς όσο τίποτα άλλο
Την προσμένεις όσο τίποτα άλλο
Μέχρι να ξαναέρθει η καταιγίδα
Και άντε πάλι από την αρχή.
Μα φαντάζομαι πως και αυτό είναι η ζωή
Ένας κυκεώνας καιρικών φαινομένων
Που αδυνατείς να τα ελέγξεις.
Και αυτό είναι η ζωή
Ένα κεράκι
Που συνεχώς μεγαλώνει
Παρόλο που καίει
Μέχρι να πάψει κάποτε
Από ένα φύσημα
Του Γεροθάνατου.

- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Μέχρι να το νιώσω

Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως είναι να νιώθεις μόνος και ας είσαι μαζί με άλλους
Μέχρι να το νιώσω
Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως είναι να βλέπεις το φως ενώ σε περιτριγυρίζει το πηχτό σκοτάδι
Μέχρι να το νιώσω
Ποτέ μου δεν κατάλαβα πόση αξία έχουν τα μικρά, συνηθισμένα πραγματα
Μέχρι να το νιώσω
Ποτέ μου δεν κατάλαβα πόσο μπορεί να σε επηρεάσει μια γυναίκα
Μέχρι να το νιώσω
Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως είναι να νιώθεις την ανάγκη ενός φίλου και να μην είναι κανείς δίπλα σου
Μέχρι να το νιώσω
Ποτέ μου δεν κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να έχεις μια οικογένεια
Μέχρι να το νιώσω
Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως γίνεται να νιώθεις ξένος μέσα στο ίδιο σου το σώμα
Μέχρι να το νιώσω
Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι σημαίνει πραγματικά να ζεις
Το νιώθω , το ξενιώθω, μα ακόμη δεν το έχω καταλάβει
Ακόμη έχω καιρό
Ακόμη έχω καιρό
Και ας έχω τόσο λίγο
Και ας ανεβοκατεβαίνουν οι κόκκοι, ας μένουν στάσιμοι
Έχω ακόμη καιρό
Για να καταλάβω
Και να καταλάβω τα υπόλοιπα
Ξανά από την αρχή.

- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Νικητής

Θυμάμαι όλα εκείνα τα αδέσποτα σκυλιά που έχω δει στο δρόμο
Όχι εκείνα που έδειχναν ανέμελα και δυνατά
Τα άλλα, τα καημένα, τα ταλαιπωρημένα
Με δύναμη ελάχιστη στα πόδια τους
Σε πλησιάζουν για να τα δείξεις λίγη στοργή
Και εσύ φοβάσαι μην σε κολλήσουν τίποτα
Και αντί να τα χαϊδέψεις έστω με το παπούτσι σου, τα διώχνεις
Ίσως να φοβάσαι μην σε κολλήσουν την αγάπη που δεν είδες από τους ανθρώπους
Όση θα ήθελες
Κολλήσεις
Και δεν το αντέξεις.
Τα θυμάμαι όλα αυτά και πάντα προβάλλει μια σκέψη
Πως θα ήταν αν υιοθετούσα ένα
Αν φυσικά και το ίδιο ήθελε να φυλακιστεί κατά τέτοιο τρόπο
Έναν μαθημενο αλήτη δύσκολα τον σοβαρεύεις
-  από μικρός ονειρευομαι να είμαι ιδιοκτήτης ενός χασκι,αλλά δεν θα με πείραζε οποιοδήποτε, ίσως εκτός από τσιουάουα.
Βρώμικο τρίχωμα, ουρά να σκιρτάει , μάτια γεμάτα χαρά
Θα το έκανα κουκλί
Θα μάθαινα από φίλους και γνωστούς
Θα έψαχνα
Πως τα φροντίζεις
Θα το πήγαινα σε ένα γιατρό
Θα γινόταν σκύλαρος
Θα  σκαρφιζομουν ένα όνομα αναλόγως αν ήταν αγόρι η κορίτσι
Δεν θα το είχα για τα σοσιαλ, να το επιδεικνύω ή για δόλωμα
Ανάθεμα σε όσους παίρνουν σκυλια απλά για να μαζέψουν λάικς και συμπάθεια!
Θα είχα έτσι το σκυλί μου
Και όταν θα με ρωτούσαν θα έλεγα δεν ξέρω τι ράτσα είναι, μπάσταρδο μάλλον, θα εικαζα
Όσο θα το έβλεπα να αναστηλώνεται
Να ακμάζει
Έλα εδώ , ντογκο, έλα να σε πάω βόλτα
Και εκείνο θα κουνούσε ανυπόμονα την ουρά του
Και θα έπεφτε πάνω μου
Και εγώ θα ήμουν πανευτυχής
Ίσως αγαπάμε περισσότερο τα ζωντανά γιατί δεν μας μοιάζουν
Δεν έχουν λαλιά, δεν διαφωνούν μαζί μας
Απλά μας δίνουν δίχως να παίρνουν
Αν ξέρουμε πως να τα προσέχουμε.
Δείτε, δείτε το σκυλί μου, είναι νικητής, το σκυλί μου νίκησε
Γιατί θα ήταν νικητής
Και είναι ωραίο να νιώθεις νικητής
Μα και να είσαι
Ακόμη και αν κάποιος αλλος σου έδωσε
Ένα μεγάλο χέρι βοηθείας.

Δείτε το σκυλί μου, νίκησε ενάντια σε όλες τις προβλέψεις
Είναι ωραίο πράγμα
Να νιώθεις νικητής
Μα και να είσαι.

- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Τη σκυτάλη παίρνει ο άλλος εαυτός

Δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσει
Το φέρνεις από εδώ, από εκεί
Πάλι πέφτεις στο ίδιο τέλος.
Ποτέ δε θα πάψει
Η ίδια κατάληξη
Η ίδια εκείνη προτού καν ακουστεί
Το μπαμ του πιστολιού.
Δεν έχει πισωγύρισμα
Γιατί το έθεσες σε λειτουργία
Μόνο το κουμπί της αναστολής υπάρχει
Μα ποια η ωφέλεια του;
Αφού όπως και να έχει
Αναστολή σημαίνει παύση για λίγο
Όσο και αν διαρκεί αυτό το λίγο
Δεν θα αλλάξει κάτι
Και θα απομείνεις πάλι μόνος
Να ατενίζεις το ταβάνι
Καθισμένος με πλάτη στον τοίχο
Πάνω στο κρεβάτι που σμίλεψες
Από τα όνειρά σου.
Δεν πρόκειται να σταματήσει ποτέ
Και δεν μπορείς να κάνεις
Πολλά γι'αυτό
Δεν είναι πάντα στο χέρι σου.

- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος











Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Μόνος στο χωριό, μαζί σας

Ήμουν στο χωριό
Βγήκαμε βόλτα με τα παιδια,ήταν καλοκαίρι
Γύρισα σπίτι
Μα δεν μπήκα μέσα
Άνοιξα την καγκελόπορτα
Περπάτησα γύρω από το μπαλκόνι
Έξω από τον κήπο
- μικρός, χαριτωμένος-
Πέρασα την βρύση
Κάθισα κάτω από τον πλάτανο στην αυλή
Στις καρέκλες που έχουμε
Περιτριγυρίζουν ένα τραπέζι.
Είχα τα ακουστικά
Έβαλα μουσική
Η νύχτα ήταν δροσερή
Τα άστρα έλαμπαν, το φεγγάρι έλαμπε
Τα μάτια μου έλαμπαν
Δεν θυμάμαι αν έκλαψα
Πιθανότατα θα έκλαψα
Σίγουρα τραγούδησα όσο πιο παθιασμένα γινόταν, ψιθυριστά
Ήξερα πως δεν θα με έβλεπε κανείς
Φοβόμουν μόνο μην βγει ο πατέρας μου
Που πρόσεχε την γιαγιά μου
Στο συμβατικό.
Ήμουν φορτισμένος
Ήμουν απογοητευμένος
Μπουχτισμένος
Ένιωθα μια θλίψη να έχει ξετρυπώσει από την καρδιά μου
Είχα τις μαύρες μου, κατι δικά μου θέματα
Είχα σκεφτεί μέρες πριν να το κάνω αυτό
Ή να έπαιρνα το αμάξι
Να πήγαινα σε ένα απόμερο σημείο
Και να ούρλιαζα,
Κάτι τέτοιο
Μα ντρεπόμουν, να με έβλεπε κανείς έτσι
Δεν ήθελα να με δει κανείς ετσι!
Έτσι, κάθισα εκεί, στο γρασίδι αιωρούμενος, για μερικά λεπτά-
έχω πει τόσες φορές πως το γράψιμο είναι ελευθερία και ανάσα
Σε αυτό καταφεύγω τις ύστατες ώρες
Αλλά είναι στιγμές που
Ούτε το ίδιο μπορεί να σε σωσει
Ούτε το ίδιο να απαλύνει τον πόνο
Τίποτα δεν μπορεί να σε σώσει πραγματικά
Εκτός από εκείνο που έφερε σε αυτή τη θέση: τον ίδιο σου τον εαυτό
Είναι εκείνες οι στιγμές που τις περνάς μόνος σου
Που δεν ξέρεις γιατί νιώθεις όπως νιώθεις
Θες να τα επεξεργαστείς μια και καλή
Να φωνάξεις μέχρι να βραχνιάσεις
Μα να μην το πάρει χαμπάρι κανείς.
Ήθελα να καθίσω έτσι μια φορά
Και το έκανα
Ένιωσα..... εντάξει
Τελείωσε το τραγούδι, σηκώθηκα
Πήρα μια βαθιά ανάσα
Έβαλα άλλο κομμάτι
Περπάτησα σα να μην είχε συμβεί τίποτα
Ανοιξα με ήρεμες κινήσεις
Την πόρτα
Και έτσι την κλείδωσα.
Γιατί να μην μπορούσα να κλειδώσω
Έτσι
Και την καρδιά μου
Για λίγο;

- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

Μια κάπως ασυνήθιστη γνωριμία

Ξύπνησα κατά τύχη ,κοίταξα την ώρα και συμμάζεψα το σπίτι κακήν-κακώς, και με τον ίδιο ρυθμό ετοιμάστηκα. "Σκατα!", φώναξα, "πάλι έκλεισα το ξυπνητήρι". Είχα ένα μισάωρο μέχρι να έρθει για να συμμαζέψω και να ετοιμαστώ. Ευτυχώς είμαι γρήγορος με αυτά.
Ημέρα: Χριστούγεννα. Εννοώ, παραμονή. Τέλοσπαντων, στην αλλαγή, όχι ανήμερα. Γένος - εννοώ του καλεσμένου-: θηλυκό, άρα καλεσμένη.
Δεν την ήξερα, την συνάντησα τυχαία, κάνα δύο μήνες,ίσως και λίγο παραπάνω, πριν τα Χριστούγεννα. Τόπος: βιβλιοθήκη ,δανειστική.
Είχα πάει να επιστρέψω κάτι βιβλία, να δανειστώ κάποια άλλα, δεν είχα αποφασίσει από πριν ποιά θα ήταν αυτά . Σεργιάνιζα αμέριμνος ανάμεσα στους διαδρόμους. Είχα ήδη επιλέξει τρία, αλλά επειδή μου δινόταν η δυνατότητα να δανειστώ μέχρι τέσσερα, έψαχνα το τελευταίο. Στάθηκα σε ένα τυχαίο σημείο, στο διάδρομο με τα μυθιστορήματα, και για ένα πεντάλεπτο εξερευνούσα με τα μάτια, ενίοτε και με τα χέρια. Αποφάσισα τελικά αλλά τότε μου ήρθε μια αναλαμπή, ένα βιβλίο του Σαραμάγκοου που ήθελα από καιρό να διαβάσω. Και, την ίδια στιγμή, ήρθε και στάθηκε εκείνη δίπλα μου. Σίγουρα δεν το σχεδίαζε, σίγουρα έψαχνε και αυτή κάτι να διαβάσει, σίγουρα εγώ δεν ήμουν γι'αυτήν κάτι παραπάνω από μια μύγα ανάμεσα σε ένα σωρό από πεθαμένες μύγες.  Ωστόσο, κάτι πάνω της με μαγνήτισε. Τροχάδην, αλλά πάντα διακριτικά, πήγα, άρπαξα εκείνο που ήθελα , κι γύρισα πάλι πίσω, για να κάνω πως ψαχνω και καλά στο ίδιο σημείο. Αλλά και που ήταν εκεί και ήμουν και εγώ εκει, τι θα μπορούσε να συμβεί; Καμάκι στην βιβλιοθήκη ας πούμε; Μπα, δεν γινόταν. Ωστόσο, θα μπορούσε να γίνει μια αρχή, σκέφτηκα.
Την έβλεπα καθώς ταλαιπωριόταν λίγο να διαλέξει, έτσι τόλμησα να ξεστομίσω ένα δειλό "αυτό", τόσο αθόρυβα και τρεμουλιαστα που ούτε καν με άκουσε. Εντούτοις, επέλεξε όντως εκείνο το βιβλίο - ήταν το Άρωμα , του Ζίσκιντ- και έφυγε δίχως να μου δώσει σημασία. Εγώ στεκόμουν  και την κοιτούσα. Πήγα να δανειστώ τα βιβλία μου, το ίδιο έκανε και εκείνη και με γοργό βήμα έφυγε. Δεν πειράζει, σκέφτηκα, άλλωστε δεν θα είχε νόημα.
Τρεις εβδομάδες μετά πήγα να επιστρέψω τα βιβλία και να πάρω κάποια άλλα και, Ω Θεοί!, να την πάλι, να αναρωτιέται με ποιά να καταπιαστεί αυτή την φορά. Η χαρά μου, απερίγραπτη. Αλλά γιατί; Εδώ σε άλλα μέρη δεν πλησίαζα γυναίκες , γιατί να το έκανα στη βιβλιοθήκη; Φανταζομαι μου δημιουργήθηκε αυτή η επιθυμία λόγω του μέρους, ένα από τα αγαπημένα μου μέρη. Μια κοπέλα ,να δανείζεται βιβλια και από ότι φαινόταν αρκετά συχνά, ε, ήταν μια καλή αρχή, μια κοπέλα με ενδιαφέροντα, μια λίγο διαφορετική από τις άλλες, άσε που ήταν και νοστιμούλα. Ακολούθησα την προηγούμενη τακτική. Ωστόσο, επανάληψη. Απλά έχασκα σαν τον ηλίθιο, στα κρυφά, και έκανα πως έψαχνα . Ώσπου , από το πουθενά, μια φωνή με επανέφερε στην πραγματικότητα.
"Θα πρότεινα την Πείνα, του Κνουτ Χάμσουν, ενδιαφέρον βιβλίο".
Ήταν η δική της φωνή. Γλυκιά, γυναικεία φωνή. Ενευσα καταφατικά, κόλλησα. Έκανε να φύγει.
"Εεεε", είπα. Γυρισε.
"Παρακαλώ;".
" Ωραίο βιβλίο το Άρωμα;". Παραξενεύτηκε.
" Εσύ δεν ήσουν που την προηγούμενη φορά το δανείστηκες;".
 "Ν...ν....ι, ναι εγώ ήμουν;...." ψέλλισε διαστακτικα.
" Μην με παρεξηγείς, απλώς ήμουν δίπλα σου και.... βλέπεις, να...".
Κάπως έτσι πήγε και τελικά ανταλλάξαμε Facebook. Εγώ της το ζήτησα , με την δικαιολογία πως ήθελα να έχω κάποιον να μιλάμε για βιβλία, αν το επιθυμούσε και αυτή. Έπιασε.
Την έλεγαν Μάχη, από το Ανδρομάχη.
Συνομιλούσαμε για καιρό. Στην αρχή μόνο για βιβλία, για συγγραφείς και τα σχετικά, λίγα διάσπαρτα  μυνήματα μέσα στη μέρα. Ωστόσο αργότερα πιάσαμε και κουβέντα σε πιο προσωπικό επίπεδο.
Να μην τα πολυλογω,  κάποια στιγμή που μου εκμυστηρεύτηκε πως έλειπαν οι περισσότεροι φίλοι της, κάποιοι είχαν κανονίσει, δεν ήξερε τι θα έκανε την ημέρα των Χριστουγέννων και δεν ήθελε να κάνει πάλι τα ίδια, την προσκάλεσα σπίτι μου, μιας και εγώ , λόγω δουλειάς, θα έπρεπε να μείνω στην πόλη, και δεν είχα κάτι να κανω. Τώρα θα με χαρακτηρίσετε παράξενο, αλλά δεν ξέρω πως μου βγήκε. Ήταν όντως μυστήριο και το μετανιωσα τη στιγμή που το έγραψα. Αλλά παραδόξως, το σκέφτηκε και, δύο μέρες αργότερα , δέχθηκε.
Ολοκληρώνω αυτή τη μικρή αναδρομή γιατί ακούω το θυροτηλέφωνο να χτυπάει- ντριιιιιν. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και της ανοίγω. Λίγα δευτερόλεπτα μετά είναι πάνω. Αέρινη, φοράει ένα κόκκινο φόρεμα, απλό, φαντάζομαι λόγω της επισημότητας της ημέρας, που επιβάλει να είμαστε τρόπον τινά καλοντυμένοι και ένα δερμάτινο μπουφάν. Τα μαλλιά τα έχει λυτά, πίσω από την πλάτη, ίσια, μαύρα. Δεν είναι πολύ κοντύτερη από μένα, κανένα κεφάλι, κοντά στο 1,70 υπολόγισα. Μα η κορμοστασιά της.... .
"Καλησπέρα, χρόνια πολλά!".
Ανταπέδωσα το χαιρετισμό. Έτεινε το χέρι της και μου έδωσε ένα μπουκάλι μέσα σε μια ωραία, μικρή , χριστουγεννιάτικη σακουλίτσα. Είχε κονιάκ. Το ίδιο ποτό που είχα αγοράσει και εγώ.
Την προσκάλεσα να περάσει μέσα, δεν χρειαζόταν να βγάλει παπούτσια. Κάθισε  στον καναπέ και έρχομαι σε λίγο. Και να' μαι ,με ποτήρια άδεια και το κονιάκ. Πάγο; Όχι; Ούτε εγω, εντάξει.
Τσουγκρισαμε για τη γέννηση του Θεανθρώπου.
" Βλέπω έχεις και κάνα δυο γεμάτα ράφια, νόμιζα τα δανείζεσαι όλα όσα διαβάζεις."
" Όχι όλα, κάποια που μου αρέσουν πολύ τα έχω αγοράσει." .
Σηκώθηκα όρθιος και πήρα ένα τυχαία.
" Στον δρόμο, του Κέρουακ, πολύ καλό".
"Βαμβουνάκη έχεις διαβάσει;", με ρώτησε.
"Όχι ακόμη, αλλά θέλω κάποια στιγμή".
Κάθισα πάλι στον καναπέ.
" Μένεις μόνος εδώ;".
"Μα όχι, έχω και συγκάτοικο".
"Αλήθεια;".
"Ναι! Καλά δεν τον είδες; Κάθεται δίπλα μου, ο φανταστικός μου φίλος Ηλίας".
Κακή απόπειρα αστείου, αλλά τουλάχιστον απέσπασα ένα μειδίαμα.
" Είχες ποτέ φανταστικό φίλο; Εννοώ , σοβαρά....".
Η ερώτηση της με ξάφνιασε- και οδήγησε σε έναν διάλογο  με σοβαρό ύφος.
"Κάπως. Εννοώ, όχι ακριβώς φαντάστικο, αλλά για κάποια χρόνια ένιωθα πως οι καλύτεροι μου φίλοι ήταν κάτι λούτρινα αρκουδάκια που είχα στο σπίτι μου".
"Ένιωσες ποτέ την μοναξιά να σε κατακλύζει σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και ενα φιλικό καλημέρα από έναν περαστικό σε γέμιζε με ζεστασιά;".
"Είμαι μοναχικός, όχι μόνος. Οπότε όχι. Αλλά έχω περάσει φάσεις που ένιωθα τόσο ξένος μέσα στο ίδιο μου το  δέρμα που ήθελα να το ξεσκίσω με τα δόντια μου και να κάτσω κάτω από τον ήλιο μέχρι να ξεραθω και να αναγεννηθώ σε κάτι άλλο".
"Εναν φοίνικα ας πούμε;".
"Πολύ κοινότυπο. Σε κουνέλι θα ήθελα. Ή γατα. Ένα σκυλακι. Τελοσπαντων κάτι χνουδωτό και χαριτωμένο".
" Να σε χαϊδεύουν, να σε ταίζουν, να σε φροντίζουν και να σου λένε πως είσαι το καλύτερο παιδί του κόσμου;".
" Έτσι δεν μας κάνουν όταν είμαστε μικροί;".
"Και μετά τα παίρνουν όλα πίσω και μας κλωτσανε στην πλάτη μέχρι να σπάσει και μας τιμωρούν επειδή φτύνουμε αίμα".
"Θες να πετάξουμε;".
"Jenny?".
"Πως;".
" Κάτι δικά μου. Αν πιούμε όλο αυτό το μπουκάλι και το επόμενο, πάντως, θα είναι ένα παρόμοιο συναίσθημα, σίγουρα.
"Γιατί να πρέπει να καταφεύγουμε στις ουσίες όταν θέλουμε να ξεφύγουμε;".
"Δεν το ξέρεις; Δεν τις έφτιαξε και άνθρωπος, γι'αυτό. Έχουν μαγικές ικανότητες".
"Τότε ποιος;"
"Κάτσε αναπαυτικά και πιες τρεις γερές γουλιές πρώτα".
"Λοιπόν;".
"Ήταν μάγισσες και ξωτικά , από τους δράκους πήραν αίμα και φωτιά από τα πνευμόνια τους και τα ανακάτεψαν μέσα σε ένα τσουκάλι."- άρχισα να πηγαίνω κοντά της.
"Δεν σε πιστεύω....".
"Και όμως, έτσι έγινε!"- πιο κοντα.
" Μήπως ήμαστε όλοι μας ξωτικά του δάσους που έτσι εκδικούμαστε το γένος μας για την κατάντια του;" -αρχισε να με πλησιάζει.
"Ή ίσως ήμαστε μια φωλιά σπουργιτιων που πασχίζει να μεταμορφωθεί σε αετούς".
Ήρθαμε σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο. Χαμογελούσε, στόμα πλατύ,ένιωθα την ανάσα της βαριά πάνω μου, μύριζε κονιάκ.
"Θες να προσευχηθούμε;", με ρώτησε αναπάντεχα.
"Πως; Προσευχή; Έχω πάψει να το κάνω από καιρό , αλλά λόγω ημέρας και για σένα θα κάνω μια εξαίρεση".
 Έτσι πέσαμε στα γόνατα, ενώσαμε τις παλάμες αναμεταξύ τους, ο καθένας τις δικές του, και κοιτάξαμε ψηλά. Ξεκίνησε πρώτη:
"Θεε μου-". Με κοίταξε." Μπορω να τα πω από μέσα μου; Ντρ-...ντρέπομαι λίγο".
Δεν είχα θέμα. Περίμενα καρτερικα μέχρι να τελειώσει. Έβγαλε έναν συμπαθητικό ήχο,υποδήλωνε πως ήταν σειρά μου.
"Εχμμμ....γεια σου Θεέ! Χρόνια πολλά , να ζήσεις. Συγγνώμη, δεν είσαι κάποιος φίλος μου να σου μιλάω έτσι.  Έχω πολύ καιρό να σου μιλήσω , συγχώρεσε με. Ελπίζω να είσαι καλα. Ελπίζω να μας έχεις όλους καλά. Ελπίζω. Το ξέρεις πως ελπίζω.Εγω...δεν ήμουν καλό παιδί έτσι; Έχω κάνει λάθη μα με ξέρεις δεν είμαι κακός άνθρωπος. Το ξέρεις έτσι; Τόσες φορές προσευχήθηκα, θα το ξέρεις,συνεχεια τα ίδια ζητούσα. Ίσως με βαρέθηκες δεν ξέρω. Σε παρακαλώ, φρόντισε τους όλους. Την οικογένεια μου, τους φίλους μου, όλους. Δεν....δεν μπορώ να τους βοηθήσω εγώ όλους, μα εσύ μπορείς, έστω όσους πιστεύουν νσε σένα ακομη. Και αν μπορείς να πραγματοποιήσεις τις επιθυμίες μου. Έστω κάποιες. Εγώ...εγώ...".
Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια μου. Διπλώθηκα. Εκείνη με κοιτούσε  με μάτια γεμάτα απορία, το διαισθανόμουν.
"Δεν είμαι κακος άνθρωπος. Φταίω αλλά δεν το θέλω πάντα. Και δεν ζητάω πολλά, μονάχα τα ανθρώπινα. Εγώ...δεν.. αξίζω.....δεν αξίζω! Δεν τα αξίζω!".
Ένιωσα δύο χέρια να αγκαλιάζουν τον κορμό μου. Μια ντροπή διαπέρασε την υπόσταση μου. Σηκώθηκα και σκουπίστηκα με τα μανίκια μου. Ποιος άνδρας κλαίει μπροστά σε μια γυναίκα, πόσο μάλλον άγνωστη;
"Συγγνώμη. Δεν το ήθελα. Γι αυτό έπαψα να προσεύχομαι τόσο συχνά. Πάντα ξεσπάω . Σου χάλασα τη βραδιά. Μπορείς να φύγεις".
"Δεν πειράζει. Δεν έκανες κάτι άσχημο. Ξεσπασες. Καλύτερα έτσι , παρά σε κάποιον άλλον. Μα δεν ήξερα πως είσαι τόσο δυστυχισμένος. Τι έχεις;"
"Αν σου πω, θα το κρατήσεις μυστικό;"
" Θα προσπαθήσω."
"Αρκεί.".
"Θέλεις πρώτα να χορέψουμε;", Την ρώτησα;
"Να χορέψουμε; Τι;"
"Τσάμικο"
"Χαχαχαχα"
"Χαχαχαχα...άστο πάνω μου".
Έβαλα The National, Pink rabbits. Την ρώτησα με το βλέμμα μου τι νόμιζε. Ήρθε κοντά μου και σήκωσε τα χέρια της. Πέρασα τα δικά μου στη μέση της και εκείνη κούρνιασε πανω μου. Και έτσι συνεχίσαμε μέχρι το τέλος του τραγουδιού, και αρκετή ώρα.
Δύο ώρες μετά, έβαλε το μπουφάν της- ένα δερμάτινο- και με φίλησε στο δεξί μάγουλο- υγρό φιλί.
"Να προσέχεις έτσι;".
"Πάντα το κάνω. Δεν είμαι όσο αδαής φαίνομαι".
"Χαίρομαι!".
"Λοιπόν....θα τα ξαναπούμε έτσι; Εννοώ....τελοσπάντων. Καλή ξεκούραση Μάχη!".
"Καλή ξεκούραση Νίκο!".
" Σε...σε ευχαριστώ".
"Ήταν χαρά μου!".
Και με αποχαιρέτησε με το υπέροχο χαμόγελο της.
Ήταν η τελευταία φορά που την είδα.
Ήταν η τελευταία φορά που την άκουσα.
Ήταν η πρώτη ημέρα ενός νέου μου ξεκινήματος.
Δεν μπόρεσα ποτέ να την ευχαριστήσω όπως θα έπρεπε και να της πω ότι.... .
Γαμώτο!

-Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Ίσως έξι χαϊκού

Έρωτα γιατί
Δεν ρωτάς προτού έρθεις
Να αναστατώσεις;
----------------------------------
Κόκκινα φύλλα
Κάτω στο έδαφος , φευ!,
Ακόμη ζω.
------------------------------
Ήθελες τόσα
Έπραξες τόσο λίγα
Παραπονιέσαι;
----------------
Κακοί δαίμονες
Με φάγατε, δαίμονες
Τι μου κάνατε;
-------------------
Σελήνη φέξε
Δεν φοβάμαι πια το σκότος
Δείξε το δρόμο.
-------------------
Πούθε πηγαίνεις;
Τι ψάχνεις να βρεις εκεί;
Συνέχισε....

-Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...