Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

Μια κάπως ασυνήθιστη γνωριμία

Ξύπνησα κατά τύχη ,κοίταξα την ώρα και συμμάζεψα το σπίτι κακήν-κακώς, και με τον ίδιο ρυθμό ετοιμάστηκα. "Σκατα!", φώναξα, "πάλι έκλεισα το ξυπνητήρι". Είχα ένα μισάωρο μέχρι να έρθει για να συμμαζέψω και να ετοιμαστώ. Ευτυχώς είμαι γρήγορος με αυτά.
Ημέρα: Χριστούγεννα. Εννοώ, παραμονή. Τέλοσπαντων, στην αλλαγή, όχι ανήμερα. Γένος - εννοώ του καλεσμένου-: θηλυκό, άρα καλεσμένη.
Δεν την ήξερα, την συνάντησα τυχαία, κάνα δύο μήνες,ίσως και λίγο παραπάνω, πριν τα Χριστούγεννα. Τόπος: βιβλιοθήκη ,δανειστική.
Είχα πάει να επιστρέψω κάτι βιβλία, να δανειστώ κάποια άλλα, δεν είχα αποφασίσει από πριν ποιά θα ήταν αυτά . Σεργιάνιζα αμέριμνος ανάμεσα στους διαδρόμους. Είχα ήδη επιλέξει τρία, αλλά επειδή μου δινόταν η δυνατότητα να δανειστώ μέχρι τέσσερα, έψαχνα το τελευταίο. Στάθηκα σε ένα τυχαίο σημείο, στο διάδρομο με τα μυθιστορήματα, και για ένα πεντάλεπτο εξερευνούσα με τα μάτια, ενίοτε και με τα χέρια. Αποφάσισα τελικά αλλά τότε μου ήρθε μια αναλαμπή, ένα βιβλίο του Σαραμάγκοου που ήθελα από καιρό να διαβάσω. Και, την ίδια στιγμή, ήρθε και στάθηκε εκείνη δίπλα μου. Σίγουρα δεν το σχεδίαζε, σίγουρα έψαχνε και αυτή κάτι να διαβάσει, σίγουρα εγώ δεν ήμουν γι'αυτήν κάτι παραπάνω από μια μύγα ανάμεσα σε ένα σωρό από πεθαμένες μύγες.  Ωστόσο, κάτι πάνω της με μαγνήτισε. Τροχάδην, αλλά πάντα διακριτικά, πήγα, άρπαξα εκείνο που ήθελα , κι γύρισα πάλι πίσω, για να κάνω πως ψαχνω και καλά στο ίδιο σημείο. Αλλά και που ήταν εκεί και ήμουν και εγώ εκει, τι θα μπορούσε να συμβεί; Καμάκι στην βιβλιοθήκη ας πούμε; Μπα, δεν γινόταν. Ωστόσο, θα μπορούσε να γίνει μια αρχή, σκέφτηκα.
Την έβλεπα καθώς ταλαιπωριόταν λίγο να διαλέξει, έτσι τόλμησα να ξεστομίσω ένα δειλό "αυτό", τόσο αθόρυβα και τρεμουλιαστα που ούτε καν με άκουσε. Εντούτοις, επέλεξε όντως εκείνο το βιβλίο - ήταν το Άρωμα , του Ζίσκιντ- και έφυγε δίχως να μου δώσει σημασία. Εγώ στεκόμουν  και την κοιτούσα. Πήγα να δανειστώ τα βιβλία μου, το ίδιο έκανε και εκείνη και με γοργό βήμα έφυγε. Δεν πειράζει, σκέφτηκα, άλλωστε δεν θα είχε νόημα.
Τρεις εβδομάδες μετά πήγα να επιστρέψω τα βιβλία και να πάρω κάποια άλλα και, Ω Θεοί!, να την πάλι, να αναρωτιέται με ποιά να καταπιαστεί αυτή την φορά. Η χαρά μου, απερίγραπτη. Αλλά γιατί; Εδώ σε άλλα μέρη δεν πλησίαζα γυναίκες , γιατί να το έκανα στη βιβλιοθήκη; Φανταζομαι μου δημιουργήθηκε αυτή η επιθυμία λόγω του μέρους, ένα από τα αγαπημένα μου μέρη. Μια κοπέλα ,να δανείζεται βιβλια και από ότι φαινόταν αρκετά συχνά, ε, ήταν μια καλή αρχή, μια κοπέλα με ενδιαφέροντα, μια λίγο διαφορετική από τις άλλες, άσε που ήταν και νοστιμούλα. Ακολούθησα την προηγούμενη τακτική. Ωστόσο, επανάληψη. Απλά έχασκα σαν τον ηλίθιο, στα κρυφά, και έκανα πως έψαχνα . Ώσπου , από το πουθενά, μια φωνή με επανέφερε στην πραγματικότητα.
"Θα πρότεινα την Πείνα, του Κνουτ Χάμσουν, ενδιαφέρον βιβλίο".
Ήταν η δική της φωνή. Γλυκιά, γυναικεία φωνή. Ενευσα καταφατικά, κόλλησα. Έκανε να φύγει.
"Εεεε", είπα. Γυρισε.
"Παρακαλώ;".
" Ωραίο βιβλίο το Άρωμα;". Παραξενεύτηκε.
" Εσύ δεν ήσουν που την προηγούμενη φορά το δανείστηκες;".
 "Ν...ν....ι, ναι εγώ ήμουν;...." ψέλλισε διαστακτικα.
" Μην με παρεξηγείς, απλώς ήμουν δίπλα σου και.... βλέπεις, να...".
Κάπως έτσι πήγε και τελικά ανταλλάξαμε Facebook. Εγώ της το ζήτησα , με την δικαιολογία πως ήθελα να έχω κάποιον να μιλάμε για βιβλία, αν το επιθυμούσε και αυτή. Έπιασε.
Την έλεγαν Μάχη, από το Ανδρομάχη.
Συνομιλούσαμε για καιρό. Στην αρχή μόνο για βιβλία, για συγγραφείς και τα σχετικά, λίγα διάσπαρτα  μυνήματα μέσα στη μέρα. Ωστόσο αργότερα πιάσαμε και κουβέντα σε πιο προσωπικό επίπεδο.
Να μην τα πολυλογω,  κάποια στιγμή που μου εκμυστηρεύτηκε πως έλειπαν οι περισσότεροι φίλοι της, κάποιοι είχαν κανονίσει, δεν ήξερε τι θα έκανε την ημέρα των Χριστουγέννων και δεν ήθελε να κάνει πάλι τα ίδια, την προσκάλεσα σπίτι μου, μιας και εγώ , λόγω δουλειάς, θα έπρεπε να μείνω στην πόλη, και δεν είχα κάτι να κανω. Τώρα θα με χαρακτηρίσετε παράξενο, αλλά δεν ξέρω πως μου βγήκε. Ήταν όντως μυστήριο και το μετανιωσα τη στιγμή που το έγραψα. Αλλά παραδόξως, το σκέφτηκε και, δύο μέρες αργότερα , δέχθηκε.
Ολοκληρώνω αυτή τη μικρή αναδρομή γιατί ακούω το θυροτηλέφωνο να χτυπάει- ντριιιιιν. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και της ανοίγω. Λίγα δευτερόλεπτα μετά είναι πάνω. Αέρινη, φοράει ένα κόκκινο φόρεμα, απλό, φαντάζομαι λόγω της επισημότητας της ημέρας, που επιβάλει να είμαστε τρόπον τινά καλοντυμένοι και ένα δερμάτινο μπουφάν. Τα μαλλιά τα έχει λυτά, πίσω από την πλάτη, ίσια, μαύρα. Δεν είναι πολύ κοντύτερη από μένα, κανένα κεφάλι, κοντά στο 1,70 υπολόγισα. Μα η κορμοστασιά της.... .
"Καλησπέρα, χρόνια πολλά!".
Ανταπέδωσα το χαιρετισμό. Έτεινε το χέρι της και μου έδωσε ένα μπουκάλι μέσα σε μια ωραία, μικρή , χριστουγεννιάτικη σακουλίτσα. Είχε κονιάκ. Το ίδιο ποτό που είχα αγοράσει και εγώ.
Την προσκάλεσα να περάσει μέσα, δεν χρειαζόταν να βγάλει παπούτσια. Κάθισε  στον καναπέ και έρχομαι σε λίγο. Και να' μαι ,με ποτήρια άδεια και το κονιάκ. Πάγο; Όχι; Ούτε εγω, εντάξει.
Τσουγκρισαμε για τη γέννηση του Θεανθρώπου.
" Βλέπω έχεις και κάνα δυο γεμάτα ράφια, νόμιζα τα δανείζεσαι όλα όσα διαβάζεις."
" Όχι όλα, κάποια που μου αρέσουν πολύ τα έχω αγοράσει." .
Σηκώθηκα όρθιος και πήρα ένα τυχαία.
" Στον δρόμο, του Κέρουακ, πολύ καλό".
"Βαμβουνάκη έχεις διαβάσει;", με ρώτησε.
"Όχι ακόμη, αλλά θέλω κάποια στιγμή".
Κάθισα πάλι στον καναπέ.
" Μένεις μόνος εδώ;".
"Μα όχι, έχω και συγκάτοικο".
"Αλήθεια;".
"Ναι! Καλά δεν τον είδες; Κάθεται δίπλα μου, ο φανταστικός μου φίλος Ηλίας".
Κακή απόπειρα αστείου, αλλά τουλάχιστον απέσπασα ένα μειδίαμα.
" Είχες ποτέ φανταστικό φίλο; Εννοώ , σοβαρά....".
Η ερώτηση της με ξάφνιασε- και οδήγησε σε έναν διάλογο  με σοβαρό ύφος.
"Κάπως. Εννοώ, όχι ακριβώς φαντάστικο, αλλά για κάποια χρόνια ένιωθα πως οι καλύτεροι μου φίλοι ήταν κάτι λούτρινα αρκουδάκια που είχα στο σπίτι μου".
"Ένιωσες ποτέ την μοναξιά να σε κατακλύζει σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και ενα φιλικό καλημέρα από έναν περαστικό σε γέμιζε με ζεστασιά;".
"Είμαι μοναχικός, όχι μόνος. Οπότε όχι. Αλλά έχω περάσει φάσεις που ένιωθα τόσο ξένος μέσα στο ίδιο μου το  δέρμα που ήθελα να το ξεσκίσω με τα δόντια μου και να κάτσω κάτω από τον ήλιο μέχρι να ξεραθω και να αναγεννηθώ σε κάτι άλλο".
"Εναν φοίνικα ας πούμε;".
"Πολύ κοινότυπο. Σε κουνέλι θα ήθελα. Ή γατα. Ένα σκυλακι. Τελοσπαντων κάτι χνουδωτό και χαριτωμένο".
" Να σε χαϊδεύουν, να σε ταίζουν, να σε φροντίζουν και να σου λένε πως είσαι το καλύτερο παιδί του κόσμου;".
" Έτσι δεν μας κάνουν όταν είμαστε μικροί;".
"Και μετά τα παίρνουν όλα πίσω και μας κλωτσανε στην πλάτη μέχρι να σπάσει και μας τιμωρούν επειδή φτύνουμε αίμα".
"Θες να πετάξουμε;".
"Jenny?".
"Πως;".
" Κάτι δικά μου. Αν πιούμε όλο αυτό το μπουκάλι και το επόμενο, πάντως, θα είναι ένα παρόμοιο συναίσθημα, σίγουρα.
"Γιατί να πρέπει να καταφεύγουμε στις ουσίες όταν θέλουμε να ξεφύγουμε;".
"Δεν το ξέρεις; Δεν τις έφτιαξε και άνθρωπος, γι'αυτό. Έχουν μαγικές ικανότητες".
"Τότε ποιος;"
"Κάτσε αναπαυτικά και πιες τρεις γερές γουλιές πρώτα".
"Λοιπόν;".
"Ήταν μάγισσες και ξωτικά , από τους δράκους πήραν αίμα και φωτιά από τα πνευμόνια τους και τα ανακάτεψαν μέσα σε ένα τσουκάλι."- άρχισα να πηγαίνω κοντά της.
"Δεν σε πιστεύω....".
"Και όμως, έτσι έγινε!"- πιο κοντα.
" Μήπως ήμαστε όλοι μας ξωτικά του δάσους που έτσι εκδικούμαστε το γένος μας για την κατάντια του;" -αρχισε να με πλησιάζει.
"Ή ίσως ήμαστε μια φωλιά σπουργιτιων που πασχίζει να μεταμορφωθεί σε αετούς".
Ήρθαμε σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο. Χαμογελούσε, στόμα πλατύ,ένιωθα την ανάσα της βαριά πάνω μου, μύριζε κονιάκ.
"Θες να προσευχηθούμε;", με ρώτησε αναπάντεχα.
"Πως; Προσευχή; Έχω πάψει να το κάνω από καιρό , αλλά λόγω ημέρας και για σένα θα κάνω μια εξαίρεση".
 Έτσι πέσαμε στα γόνατα, ενώσαμε τις παλάμες αναμεταξύ τους, ο καθένας τις δικές του, και κοιτάξαμε ψηλά. Ξεκίνησε πρώτη:
"Θεε μου-". Με κοίταξε." Μπορω να τα πω από μέσα μου; Ντρ-...ντρέπομαι λίγο".
Δεν είχα θέμα. Περίμενα καρτερικα μέχρι να τελειώσει. Έβγαλε έναν συμπαθητικό ήχο,υποδήλωνε πως ήταν σειρά μου.
"Εχμμμ....γεια σου Θεέ! Χρόνια πολλά , να ζήσεις. Συγγνώμη, δεν είσαι κάποιος φίλος μου να σου μιλάω έτσι.  Έχω πολύ καιρό να σου μιλήσω , συγχώρεσε με. Ελπίζω να είσαι καλα. Ελπίζω να μας έχεις όλους καλά. Ελπίζω. Το ξέρεις πως ελπίζω.Εγω...δεν ήμουν καλό παιδί έτσι; Έχω κάνει λάθη μα με ξέρεις δεν είμαι κακός άνθρωπος. Το ξέρεις έτσι; Τόσες φορές προσευχήθηκα, θα το ξέρεις,συνεχεια τα ίδια ζητούσα. Ίσως με βαρέθηκες δεν ξέρω. Σε παρακαλώ, φρόντισε τους όλους. Την οικογένεια μου, τους φίλους μου, όλους. Δεν....δεν μπορώ να τους βοηθήσω εγώ όλους, μα εσύ μπορείς, έστω όσους πιστεύουν νσε σένα ακομη. Και αν μπορείς να πραγματοποιήσεις τις επιθυμίες μου. Έστω κάποιες. Εγώ...εγώ...".
Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια μου. Διπλώθηκα. Εκείνη με κοιτούσε  με μάτια γεμάτα απορία, το διαισθανόμουν.
"Δεν είμαι κακος άνθρωπος. Φταίω αλλά δεν το θέλω πάντα. Και δεν ζητάω πολλά, μονάχα τα ανθρώπινα. Εγώ...δεν.. αξίζω.....δεν αξίζω! Δεν τα αξίζω!".
Ένιωσα δύο χέρια να αγκαλιάζουν τον κορμό μου. Μια ντροπή διαπέρασε την υπόσταση μου. Σηκώθηκα και σκουπίστηκα με τα μανίκια μου. Ποιος άνδρας κλαίει μπροστά σε μια γυναίκα, πόσο μάλλον άγνωστη;
"Συγγνώμη. Δεν το ήθελα. Γι αυτό έπαψα να προσεύχομαι τόσο συχνά. Πάντα ξεσπάω . Σου χάλασα τη βραδιά. Μπορείς να φύγεις".
"Δεν πειράζει. Δεν έκανες κάτι άσχημο. Ξεσπασες. Καλύτερα έτσι , παρά σε κάποιον άλλον. Μα δεν ήξερα πως είσαι τόσο δυστυχισμένος. Τι έχεις;"
"Αν σου πω, θα το κρατήσεις μυστικό;"
" Θα προσπαθήσω."
"Αρκεί.".
"Θέλεις πρώτα να χορέψουμε;", Την ρώτησα;
"Να χορέψουμε; Τι;"
"Τσάμικο"
"Χαχαχαχα"
"Χαχαχαχα...άστο πάνω μου".
Έβαλα The National, Pink rabbits. Την ρώτησα με το βλέμμα μου τι νόμιζε. Ήρθε κοντά μου και σήκωσε τα χέρια της. Πέρασα τα δικά μου στη μέση της και εκείνη κούρνιασε πανω μου. Και έτσι συνεχίσαμε μέχρι το τέλος του τραγουδιού, και αρκετή ώρα.
Δύο ώρες μετά, έβαλε το μπουφάν της- ένα δερμάτινο- και με φίλησε στο δεξί μάγουλο- υγρό φιλί.
"Να προσέχεις έτσι;".
"Πάντα το κάνω. Δεν είμαι όσο αδαής φαίνομαι".
"Χαίρομαι!".
"Λοιπόν....θα τα ξαναπούμε έτσι; Εννοώ....τελοσπάντων. Καλή ξεκούραση Μάχη!".
"Καλή ξεκούραση Νίκο!".
" Σε...σε ευχαριστώ".
"Ήταν χαρά μου!".
Και με αποχαιρέτησε με το υπέροχο χαμόγελο της.
Ήταν η τελευταία φορά που την είδα.
Ήταν η τελευταία φορά που την άκουσα.
Ήταν η πρώτη ημέρα ενός νέου μου ξεκινήματος.
Δεν μπόρεσα ποτέ να την ευχαριστήσω όπως θα έπρεπε και να της πω ότι.... .
Γαμώτο!

-Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...