Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021



Ένιωθε σα να έχανε τη μάχη που έδινε με το ταβάνι. Κανονικά θα έπρεπε να είσαι πάνω, φώναζε , γιατί όμως κατεβαίνεις κάτω; Τι σου έκανα; Δεν υπολόγιζε ποτέ πως ένα συγκεκριμένο λάθος θα του στοίχιζε ποτέ τόσα πολλά. Ήταν βέβαιος πως θα την σκαπούλαρε πάντα κουτσά στραβά και

Βρέθηκε με την Σωτηρία λίγο πριν η μέρα υποδεχθεί τη νύχτα σε εκείνο το παγκάκι. Η Λαμπρινή του χαμογέλασε και εκείνος της χαμογέλασε αλλά είχε το νου του στο ταβάνι και κοίταζε συνέχεια πάνω.

<<Τι κάνεις;>>της είπε.

<<Καλά είμαι εσύ;>>

<<Και εγώ. Αλλά με τρομάζει το ταβάνι.>>

<<Και ποιον δεν τρομάζει το ταβάνι;>>.

Και κάθισαν. Πώς καθόμαστε όμως όταν έχουμε κάτι να πούμε και δεν βγαίνουν οι λέξεις;

<<Τώρα τι κάνουμε;>>

<<Ο,τι κάναναμε παντα. Θα κρυφτούμε από τους εαυτούς μας με την ελπίδα πως θα κρυφτούμε από τον κόσμο>>.

<<Αυτό δεν βγάζει και πολύ νόημα>>

<<Και τι βγάζει σε αυτή τη ζωή;>>.

Και δεν μίλησαν άλλο και ξαφνικά χάθηκε από δίπλα του όπως χάθηκαν όλες εκείνες οι ευκαιρίες που δεν άρπαξε ποτέ του.

Έχασε τη μάχη αυτή και έχανε και άλλες γιατί δεν μιλούσε ή δεν ήξερε τι λόγια να χρησιμοποιήσει ή σπάνια του έβγαιναν όπως τα είχε στο μυαλό του και τις έχανε όχι μόνο γι'αυτό, αλλά γιατί ήταν ο εαυτός του και δεν του άρεσε ο εαυτός του σε πολλά σημεία. Και η Λαμπρινή δεν ήταν πραγματική κοπέλα, ούτε την έλεγαν Σωτηρία, αλλά ήταν και οι δύο μια ανάμνηση αναμνήσεων και συναισθημάτων και ονείρων. 

(Σε ονειρεύτηκα ένα βράδυ που έβρεχε και ένιωσα πως όλα πήγαν καλά για μια στιγμή)

Μα όσο το ταβάνι πέφτει, πέφτουμε και εμείς μαζί του γιατί φοβόμαστε ότι θα μας συνθλίψει και θα μας συνθλίβει εις τον αιώνα των αιώνων, αμήν και προσπαθούμε να αλλάξουμε αλλά η αλλαγή έρχεται πολύ αργά. Μα δεν λέμε πλέον ούτε αμήν γιατί χάσαμε εκείνη την πίστη και αρχίσαμε να την βρίσκουμε άλλου αλλά είναι πιο δύσκολο, γιατί πρέπει να διαμορφώσουμε εμείς κάτι από το τίποτα. Και εγώ φοβάμαι ακόμα και εσύ γελάς ακόμη και αυτός χορεύει ακόμα και είμαστε όλοι ένα ξέφρενο τρελοκομείο που αγωνίζεται ποιος θα αναπνεύσει τελευταίος μια και καλή- αλλά τα πνευμόνια μας πλέον έχουν καταστραφεί και λαχανιάζουμε με το παραμικρό. Γιατί δεν θέλουμε να πεθάνουμε μα να ζήσουμε/ και δεν θέλουμε να ζήσουμε έτσι για καιρό αλλά ούτε να πεθάνουμε χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι. Και καμιά φορά ακούω τους δίπλα ή τους δίπλα μου να φωνάζουν και να μαλώνουν και θέλω να πάρω ότι υπάρχει μπροστά μου και να το σπάσω. Και καμιά φορά σκέφτομαι πως θα μπορούσα να αποτρέψω πολλά αν είχα μιλήσει την κατάλληλη ώρα , μα είχα πάψει για καιρό να πιστεύω σε μένα και στα λόγια μου και φταις εσύ- εσύ- μα δεν θέλω να πω το όνομα σου γιατί τώρα δεν φταις εσύ. Τώρα φταίει το κεφάλι μου και έπρεπε να το πάρω και να το σπάσω εδώ και χρόνια και να το αντικαταστήσω με ένα καινούργιο.

Είδες;

Το ταβάνι μένει πάντα στη θέση του. Το πάτωμα είναι που ανοίγει και πέφτουμε.

Θα έπρεπε να κοιτάμε περισσότερο κάτω και να προσέχουμε.

Γι'αυτό πρέπει να βγάλουμε επειγόντως φτερά.

Και η ζωή μας συνεχίζεται και θα συνεχίζεται

μέχρι να τελειώσει

ή να της δώσουμε εμείς ένα τέλος.

-Ο.Γ.Θ.


Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2021

Ο Μανώλης πάντοτε επισκεπόταν την <<Λάμψη>> , ένα μαγαζί με εποχιακά είδη, όταν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Όχι πως είχε μπει ποτέ μέσα, τα πέντε αυτά χρόνια που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη. Απλά το επισκεπτόταν. Τι σπούδαζε ο Μανώλης; Αδιάφορο. Κάτι θα σπούδαζε και αυτός, αφού  πλέον ο καθένας μπορεί να σπουδάσει, ακόμη και αν δεν το θέλει.

Ο Μανώλης έμενε κοντά στο γήπεδο του Ηρακλή, το Καυτανζόγλειο. Έτσι, αφού φορούσε κάτι άνετο μα ,  στο μυαλό του, κάπως πιο επίσημο– απεχθανόταν τα τζιν, αλλά είχε την λανθασμένη υποψία πως ,αν ντυνόταν έστω και λίγο καλά, ίσως να έκανε καλή εντύπωση σε καμία κοπέλα, λες και αυτό και μόνο αρκεί- άνοιγε την πόρτα του διαμερίσματός του, έμπαινε στο ασανσέρ και έβγαινε στο δρόμο. Τότε μόνο φορούσε τα ακουστικά του και άκουγε μουσική. Ο Μανώλης δεν πήγαινε πουθενά χωρίς να ακούει μουσική. Έτσι, έφτανε στην Αγίου Δημητρίου, περπατούσε όλη την ευθεία , φθάνοντας στη Ρωμαϊκή Αγορά έστριβε και κατηφόριζε την Αριστοτέλους. Μόλις έφθανε στο ύψος της Ερμού, έστριβε δεξιά. Εκεί, σε εκείνον τον δρόμο, λίγο πριν την Βενιζέλου, ήταν το μαγαζί που επισκεπόταν, η <<Λάμψη>> . Έβλεπε τον κόσμο μέσα να ψωνίζει, να πιάνει, να βλέπει, να εκτιμάει, να χαμογελάει, να κατσουφιάζει, να αναπνέει. Θυμόταν  τότε που  ήταν μικρό παιδί, το χιόνι που έπεφτε  στο χωριό του σα να  έρχινε αλάτι με τις χούφτες του ένας γίγαντας, τον χιονοπόλεμο, τα κάλαντα, θυμόταν τα πάντα και ήταν έτοιμος να κλάψει.  Τότε μόνο έφευγε.  Τώρα ξέρετε γιατί πήγαινε- περίπου. Δεν τον ευχαριστούσε όλο αυτό, αλλά ήταν η μόνη πραγματική σύνδεση που μπορούσε να βρει την περίοδο εκείνη με την παλιά ζωή του. Όλη αυτή η διαδικασία δεν διαρκούσε παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα, μα ήταν αρκετή για τον Μανώλη.

Εκείνη την μέρα, όμως, καθώς ήταν έτοιμος να φύγει για να επιστρέψει στο σπίτι του, ένιωσε ένα τράβηγμα στο αριστερό μανίκι του μπουφάν του. Χαμήλωσε το βλέμμα του για  να δει σε τι όφειλε αυτή την τιμή του τραβήγματος- ήταν ένα παιδί. Φορούσε σκουφάκι, κασκόλ και χοντρά ρούχα και κοιτούσε κάτω, ενώ η δεξιά του παλάμη συνέχιζε να γραπώνει το μανίκι του Μανώλη και να μην την αφήνει. Ο Μανώλης δεν μιλούσε. Απορούσε με το  τι να ήθελε από αυτόν τον παιδί. Τελικά του  μίλησε.

<<Τι είναι αγόρι;>>.
Μα το αγοράκι δεν μιλούσε. Φαινόταν σα να παρατηρούσε κάτι έντονα.
<<Τι είναι; Θέλεις να αγοράσεις κάτι; Δεν έχεις λεφτά;>>.
Το αγοράκι συνέχιζε να μην μιλάει.
<<Θέλεις να σου το πάρω εγώ; Η μαμά σου που είναι;>>.

Το αγοράκι συνέχιζε να μην μιλάει, επιμένοντας στη σιωπή του.Ο Μανώλης παραξενεύτηκε και, ενώ ήθελε διακαώς να φύγει , παρόλα αυτά , αισθανόταν πως έπρεπε αύτή την φορά να μπει μέσα στο μαγαζί.

<<Κοίτα>>, του ψιθύρισε ο Μανώλης, << θα μπω τώρα μέσα, θα σου αγοράσω κάτι και θα στο φέρω, εντάξει; >>.

Το αγοράκι συνέχιζε να μην μιλάει αλλά ο Μανώλης κατάλαβε πως το πρόσωπο του έλαμψε. Το είδε στην αντανάκλαση του τζαμιού της βιτρίνας.

Μέσα στο μαγαζί έπαιζε απαλή Χριστουγεννιάτικη μουσική. I’ll be home for Christmas……………. jingle bells………. Δεν ήταν κανένα τεράστιο μαγαζί , βέβαια,  αλλά είχε πολλά πράγματα στα ράφια και στο πάτωμα να ακουμπάνε. Ο Μανώλης  σεργιάνιζε στους νοητούς διαδρόμους. Ξαφνικά σταμάτησε και άπλωσε το δεξί του χέρι. Έπιασε έναν λούτρινο χιονάνθρωπο και, διακριτικά, με τον αντίχειρα του άρχισε να τον χαιδεύει απαλά.

………………..

<<Μαμά, μαμά, χιονίζει>>.
<<Το βλέπω, Μανωλάκη>>.
<<Δες, το έστρωσε κιόλας!>>.
<<Είναι πραγματικά ωραίο!>>.
<<Ο μπαμπάς έρχεται, μαμά;>>
<<Σε λίγο τελειώνει τη βάρδια του και θα γυρίσει>>.
<<Αύριο θα βγούμε να κάνουμε τον πιο μεγάλο χιονάνθρωπο. Τον μεγαλύτερο που έχει υπάρξει. >>.
<<Αυτό θ-. Συγγνώμη, μικρέ μου, χτυπάει το τηλέφωνο>>.

………………

(Τώρα ξέρετε πραγματικά γιατί το επισκεπτόταν. Δεν το περηφανεύεται, γι’ αυτό το κρατάει κρυφό, μα δεν μένουν όλα για πάντοτε κρυφά).

Η λαβή του χαλάρωσε και ο χιονάνθρωπος έπεσε κάτω. <<Στο διάολο όλα!>>, σκέφτηκε. Ήταν έτοιμος να φύγει όταν το παιδί τον έπιασε από το μανίκι.
<<Τι θέλεις; Άσε με ήσυχο!>>.

Μα το παιδί δεν έβγαζε άχνα.  Τελικά ο Μανώλης λύγισε,  έσκυψε, έπιασε τον χιονάνθρωπο και τον πήγε στο ταμείο.

<<Χαίρετε…..>>
<<Χαίρετε! Αυτό μόνο;>>.
<<Ναι αυτό. Πόσο κάνει;>>.
<<Δύο ευρώ κύριε. Το θέλετε για δώρο;>>.
<<Οχ-. Βασικά ναι, για δώρο. Συγγνώμη. Αφήστε το όπως είναι, δεν χρειάζομαι σακκούλα>>.
<<Πολύ ωραία……Ορίστε κύριε! Καλά Χριστούγεννα και καλές Γιορτές!>>.
<<Καλά Χριστούγεννα και σε εσάς!>>.

Όταν βγήκε έξω, έψαξε για το παιδί μα δεν το βρήκε πουθενά. Μειδίασε. Σήκωσε τον λούτρινο χιονάνθρωπο και το έτριψε με τον αντίχειρά του. Έτριψε τα μάτια του και μετά, με αργές κινήσεις, φόρεσε  τα ακουστικά του και ξεκίνησε να περπατάει.

- Ο.Γ.Θ.

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...