Δευτέρα 18 Απριλίου 2022



Ίσως τα πράγματα να μπορούσαν να έρθουν και αλλιώς, αλλά μου φάνηκε πως κύλησαν με τέτοια φυσικότητα, που στο τέλος δεν χρειαζόταν να γίνει και κάτι διαφορετικό. Με την Αναστασία συναντηθήκαμε για πρώτη και τελευταία φορά εκείνη τη νύχτα, μια νύχτα από εκείνες δεν έχεις και τόσο όρεξη να βγεις αλλά κάτι γίνεται και καταλήγεις να περνάς από τις πιο αξιομνημόνευτες και δυνατές στιγμές της ζωής σου.
Ήμασταν όλοι έτσι και έτσι στο να πάμε πουθενά εκείνο το βράδυ - και εγώ και ο Ηλίας και ο Θεόφιλος και ο Κυριάκος- αλλά, μιας και ήταν Σάββατο και είχαμε καιρό να βρεθούμε, αποφασίσαμε να πιούμε μια μπύρα στο κέντρο. Πράγματι, ήπιαμε δύο-τρείς μπύρες, πληρώσαμε,  αγοράσαμε ένα κομμάτι πίτσα και την κάναμε για το σπίτι με τα πόδια, μιας και έφτανε καλοκαίρι και ο καιρός ήταν καλός. Μέναμε προς τα ανατολικά της Θεσσαλονίκης όλοι, οπότε θα φεύγαμε παρέα. Όταν φτάσαμε έξω από το Πολυτεχνείο του ΑΠΘ, ακούγοντας την φασαρία, ο Ηλίας πρότεινε να μπούμε για να δούμε την φάση. Επειδή είχαμε πάρα πολύ καιρό να πάμε σε πάρτι του ΑΠΘ, αποφασίσαμε τελικά να περάσουμε για λίγο από εκεί. 
Το μέρος έσφυζε από κόσμο λόγω της ώρας και η μουσική έπαιζε δυνατά. Μας άρεσε και αγοράσαμε από μια μπύρα ο καθένας. Η μουσική και το κλίμα άρχισαν να μας κυριεύουν και τελικά αποφασίσαμε να καθίσουμε παραπάνω- με αποτέλεσμα να πίνουμε  τη μια μπύρα μετά την άλλη.
<<ΓΑΜΑΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΡΤΙ>>, φώναξε στο αυτί μου ο Θεόφιλος, ο οποίος είχε ήδη μπετώσει. Εγώ γέλασα, τέλειωσα άλλη μια μπύρα και πήγα να κατουρήσω. Όταν γύρισα, ο Ηλίας κάπνιζε μόνος του, όσο ο Θεόφιλος με τον Κυριάκο χτυπιόντουσαν μέσα σε ένα ατσούμπαλο mosh pit που δημιουργήθηκε μόλις ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το Chop Suey. 
<<Πάμε και εμείς μέσα;>>, τον ρώτησα, γνωρίζοντας ήδη την απάντηση του.
<<Βρε δε γαμιέσαι;>>, μου απάντησε, φυσώντας τον καπνό.
<<Ευχαρίστως. Έχεις χρόνο; Πάω να πάρω άλλη μια. Θες;>>.
<<Μπα. Ίσως πιο μετά>>.
Πήγα στο αυτοσχέδιο μπαρ και ζήτησα μια μπύρα. Το τραγούδι είχε αλλάξει τώρα και, ενώ γύριζα προς την παρέα μου, λίγο πιο πίσω παρατήρησα μια κοπέλα να στέκεται μόνη της και να λικνίζεται διακριτικά στον ρυθμό, με μια μπύρα στο δεξί της χέρι. Μια κοκκινομάλλα που φορούσε φούστα και  δερμάτινο μπουφάν. Είχα πιει αρκετά ώστε να μην έχω ενδοιασμούς και, χωρίς να πω τίποτα σε κανένα, πήγα και στάθηκα λίγο πιο δίπλα της. Αν και μπορεί να μην ήταν τελείως μόνη της, μπορεί η φίλη της να περίμενε στη σειρά για να αγοράσει κάτι να πιεί, να χωρίστηκε από την παρέα της ή δεν ξέρω και εγώ τι, όπως και να είχε, δεν σκέφτηκα τίποτα εκείνη τη στιγμή και απλά άδραξα την ευκαιρία.
<<Σου αρέσουν οι Χατζηφραγκέτα;>>, την ρώτησα λίγο μετά και της πήρε μερικά δεύτερα για να καταλάβει πως απευθυνόμουν σε αυτήν.
<<Ναι, πλάκα έχουν>>, απάντησε χαμογελώντας- και λίγο αμήχανα. 
<<Εγώ τους άκουγα πολύ στο πρώτο και στο δεύτερο έτος, μετά σταμάτησα. Με λένε Δημήτρη. Εσένα;>>.
<<Αναστασία>>, μου είπε και δώσαμε τα χέρια. 
<<Χάρηκα! Πως και από αυτό το πάρτι;>>.
<<Γυρνούσα σπίτι από έξω και είπα να περάσω μια βόλτα. Μένω στις Εστίες πιο πάνω, οπότε ήταν στο δρόμο μου>>.
<<Κατάλαβα... Άρα ήρθες μόνη σου;>>.
<<Ναι. Μου αρέσει η μουσική που παίζουν εδώ. Γιατί;>>.
<<Τίποτα. Απλά μου φάνηκε περίεργο, να έρθει δηλαδή κανείς σε τέτοιο πάρτι μόνος του>>.
<<Επειδή είμαι κορίτσι το λες;>>.
<<Όχι, καμία σχέση. Εγώ , ας πούμε, ήρθα γιατί ήμασταν έξω με τους φίλους μου. Και τί φίλους! Ένας από αυτούς είναι ο Θεόφιλος εκεί, που τον βλέπω τώρα να κρατάει το ένα παπούτσι του στον αέρα για κάποιο λόγο. Μόνος δεν θα ερχόμουν, θα πήγαινα σπίτι απευθείας>>.
Μόλις είδε τον Θεόφιλο, άρχισε να γελάει και αισθάνθηκα πως χαλάρωσε κάπως τη στάση της απέναντι μου. Πλέον με κοίταζε περισσότερο στα μάτια.
Συνεχίσαμε την κουβέντα για αρκετή ώρα ή απλά έτσι μου φάνηκε, ώσπου μου είπε πως θα έφευγε, γιατί είχε πάει αργά. Της πρότεινα, αν δεν είχε θέμα, να την συνοδεύσω μέχρι τις Εστίες, γιατί θα ένιωθα άσχημα να την άφηνα να περπατήσει μόνη της εκείνη την ώρα μέχρι εκεί. Το σκέφτηκε , συμφώνησε και της ζήτησα να περιμένει λίγο, για να χαιρετήσω τους φίλους μου. Τους είπα στα γρήγορα τι είχε συμβεί και άρχισαν να χαχανίζουν. Ο Ηλίας έβαλε το χέρι του σε μια τσέπη του, μετά στην δεξιά τσέπη του μπουφάν μου και μού ευχήθηκε να περάσω καλά.Δέκα λεπτά μετά βρεθήκαμε κάτω από τις Εστίες όπου έμενε η Αναστασία, λίγο πιο πάνω από το Καυτατζόγλειο. Η Αναστασία ήταν από τα Τρίκαλα και το τελευταίο μέρος της συζήτησής μας είχε μονοπωλήσει το κρασί από τα Τρίκαλα και πόσο ωραίο ήταν και μου αποκάλυψε, τελικά, πως είχε ένα μπουκάλι πάνω στο δωμάτιο της. Εξέφρασα την περιέργεια μου να το δοκιμάσω και, πριν πούμε καληνύχτα, της το ανέφερα πάλι.
<<Γιατί δεν ανεβαίνεις να δοκιμάσεις τότε;>>.
Νομίζω εκείνη τη στιγμή ανέβασα ταχυπαλμίες, αλλά προσπάθησα να το παίξω όσο πιο ήρεμος γινόταν.
<<Φυσικά!>>, είπα. Κατευθυνθήκαμε στο ασανσέρ, μπήκαμε, πάτησε το κουμπί για τον έβδομο όροφο και, να 'μαστε, να ξεκλειδώνει την πόρτα της και να βγάζουμε τα παπούτσια μας.
<<Είναι ακατάστατα, το ξέρω. Με συγχωρείς>>, είπε γελώντας.
<<Είναι μια χαρά, μην ανησυχείς>>, της απάντησα και το εννοούσα. Από την άλλη, πρώτη φορά βρισκόμουν σε δωμάτιο Εστίας. Ήταν σα να είχα μπει σε ένα δωμάτιο πολύ φθηνού ξενοδοχείου, το οποίο δεν είχε καν δική του τουαλέτα. Ήταν κοινόχρηστες, όπως έμαθα, το ίδιο και το μπάνιο και συνειδητοποίησα αργότερα πόσο τυχερός ήμουν που είχα την δυνατότητα να μένω σε διαμέρισμα μόνος μου, με δική μου τουαλέτα, να μην μοιράζομαι την χέστρα μου με άλλους πόσους κάθε μέρα, αλλά όποτε θέλω να ακουμπάω τον κώλο μου και να κάνω την δουλειά μου σαν άνθρωπος.
Έτσι, κάθισα στο κρεβάτι, όσο η Αναστασία γέμιζε, για κάποιο λόγο, ένα μεγάλο κρασοπότηρο μέχρι πάνω. Αυτό δεν ήταν για να δοκιμάσω, ήταν να το πιώ κούπα και το έφερα ίσα-ίσα στα χείλη μου και κατέβασα μια γουλιά.
<<Πολύ ωραίο!>>, είπα άφησα το ποτήρι πάνω στο γραφείο της.
<<Δεν με πίστεψες, ε;>>, είπε και χαμογέλασε. Τότε, λίγο πριν η σιωπή μας γίνει αμήχανη, την άρπαξα και την φίλησα. Εκείνη ανταπέδωσε και βρεθήκαμε να φιλιόμαστε πάνω στο κρεβάτι της, σαν άγρια ζώα. Της ξεκούμπωσα το φουστάνι, της το έβγαλα και εκείνη έβγαλε την δική μου μπλούζα. Με ξάπλωσε στο κρεβάτι ανάσκελα, κάθισε πάνω μου και, στο μυαλό μου, το πιθηκάκι που υπάρχει συνήθως και βαράει δύο πιατίνια, είχε πάρει φωτιά και τα χέρια μου πήγαιναν στα απαγορευμένα όρη και ανακάλυπταν νέες βουνοπλαγιές. Ωστόσο, τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να προχωρήσω παρακάτω, η Αναστασία έκανε ένα βήμα πίσω.
<<Νομίζω πως είναι η ώρα να σταματήσουμε>>, είπε και έφυγε από πάνω μου. Πρέπει να την κοίταξα σαν χαζός. Ήταν εντελώς απροσδόκητο, αναπάντεχο, σα να πήραν από ένα παιδί το παιχνίδι του.
<<Τι εννοείς;>>, την ρώτησα, αλλά εκείνη είχε ήδη σηκωθεί.
<<Κοίτα και το φουστάνι μου πως είναι εδώ κάτω, πεταμένο>>, μονολογούσε, ενώ ξαναφορούσε το φουστάνι της. Σηκώθηκα και εγώ όρθιος, χωρίς να έχω ιδέα τι συνέβαινε.
<<Τι έγινε; Έκανα κάτι λάθος;>>, την ρώτησα με ειλικρινή απορία.
<<Όχι, δεν φταις εσύ. Αλλά θα ήταν καλό να φύγεις τώρα>>.
<<Πες μου, τι φταίει; Έχεις περίοδο μήπως; Έχεις αγόρι; Δεν ήθελα να->>.
<<Κάτι τέτοιο. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω ακριβώς. Απλά είμαι μπερδεμένη αυτό τον καιρό, αυτό είναι όλο>>.
Το περίεργο ήταν πως, όσα και πιθανόν να ήθελα να της πω, αν γινόταν όλο αυτό οποιαδήποτε άλλη στιγμή, δεν είπα τίποτα. Απλά δεν έβγαλα άχνα και αποδέχθηκα τα γεγονότα. Γιατί φαινόταν πως, όποια σκέψη και να βολόδερνε στο μυαλό της πριν, τώρα είχε φύγει και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Έτσι, φόρεσα τη μπλούζα μου και τα παπούτσια μου, πήγα στην πόρτα και την κοίταξα. Με κοίταζε και εκείνη με ένα βλέμμα που δεν μπορούσα να καταλάβω τι σήμαινε.
<<Μην στενοχωριέσαι. Δεν φταις εσύ, εγώ φταίω. Μην λυπάσαι, όλα είναι καλά, απλά είμαι στα χαμένα αυτό τον καιρό. Φαίνεσαι πολύ καλό παιδί, αλήθεια. Αν θέλεις ποτέ μια φίλη, κάποια για να πεις ότι σε ταλαιπωρεί, μην διστάσεις να με πεις. Θα είμαι δίπλα σου>>, είπε και αγκαλιαστήκαμε. Μου χαμογέλασε για τελευταία φορά και έκλεισε την πόρτα.
Όχι, δεν ήθελα μια φίλη. Φίλους είχα. Δεν έφταιγε κανείς, δεν συνέβαινε απολύτως τίποτα. Γι' αυτό μου έδωσες ξηρό κρασί Αναστασία; Γνώριζες από πριν την κατάληξη και τι γεύση ίσως μου άφηνε στο στόμα; Ήταν μια βραδιά που ξεκίνησε ήρεμα, σε ένα σημείο είχε υψηλές προσδοκίες και μετά τίποτα. Μια βραδιά που βγήκα για μία μπύρα και κατέληξα να αγκαλιάζω σφιχτά την Αναστασία, μια κοπέλα που δεν γνώριζα παρά λίγες ώρες, ανέβηκα στο δωμάτιο της και τελικά δεν έγινε τίποτα. Μια βραδιά που, αν ήθελα, θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω σαν δικαιολογία για να αρχίσω να γενικεύω, να σπαστώ ή δεν ξέρω και εγώ τι, αλλά δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να το κάνω. Και αυτό γιατί, όσο κατέβαινα τις σκάλες, χαμογελούσα. Γιατί ήταν μια βραδιά που δεν είχα τόσο όρεξη να βγω και τελικά αποτυπώθηκε για πάντα στο κεφάλι μου με θετικό τρόπο. Αυτό είχε σημασία.
-Ο.Γ.Θ. 

Σάββατο 2 Απριλίου 2022





Είχα μόλις κατέβη από την σκάλα, κρατώντας στα χέρια μου τις κουρτίνες που είχα στο σαλόνι, έτοιμος να πάω να τις βάλω στο πλυντήριο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ωστόσο, όταν είδα το όνομα, το άφησα κάτω. Έβαλα τις κουρτίνες στο πλυντήριο, έριξα απορρυπαντικό, πάτησα έναρξη και γύρισα πάλι στο σαλόνι. Το κινητό ξαναχτύπησε, αλλά δεν το σήκωσα. Ούτε που θυμόμουν πόσες φορές είχε χτυπήσει. Ήξερα τι θα άκουγα και δεν μπορούσα να τα ακούσω ακόμα. Απλά ήθελα λίγη ηρεμία, ήταν Δευτέρα πρωί, είχα άδεια και ήθελα απλά λίγη ηρεμία
Άνοιξα το ψυγείο για να δω τι υπήρχε μέσα. Ήταν σχεδόν άδειο, μόνο μια σάλτσα ντομάτας ανοιχτή, μια μουστάρδα και μερικές φέτες κασέρι. Άνοιξα ένα ντουλάπι και βρήκα ένα πακέτο μακαρόνια μέσα. Σκέφτηκα πως τουλάχιστον θα είχα κάτι να φάω το μεσημέρι. Όσο για το πρωινό μου, άνοιξα ένα άλλο ντουλάπι, έβγαλα τον καφέ, έριξα δύο κουταλιές στο shaker, παγάκια και λίγο νερό, άρχισα να το κουνάω πάνω-κάτω και ,σε λίγα δευτερόλεπτα, είχα έναν φραπέ σκέτο στο ποτήρι μου και είχα το ποτήρι στο χέρι μου και πήγα και κάθισα στον καναπέ και έβαλα τα πόδια μου πάνω στο τραπέζι και χύθηκα πίσω, σα να είχα περάσει μια πάρα πολύ κουραστική μέρα. Άνοιξα το YouTube, έβαλα λίγη μουσική για να γαληνέψει η ψυχή μου και ρούφηξα τον καφέ μου. Με την πρώτη γουλιά, ένιωσα αμέσως να ξυπνάω. Με την πρώτη νότα, ένιωσα αμέσως να γαληνεύω. Δύο-τρία τραγούδια μετά, πήρα την Έλλη τηλέφωνο. Το σήκωσε σχεδόν αμέσως.
<<ΕΙΣΑΙ ΒΛΑΚΑΣ;>>.
<<Καλημέρα και σε σένα>>.
<<ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΤΟ ΣΗΚΩΝΕΙΣ ΑΠΟ ΧΘΕΣ;>>.
<<Ηρέμησε λίγο. Μπορείς να ηρεμήσεις;>>.
Σιωπή.
<<Έλλη; Είσαι εκεί; Που είσαι;>>.
<<Σπίτι είμαι. Εσύ που είσαι;>>.
<<Σπίτι>>.
<<Μην φύγεις. Έρχομαι!>>, είπε και μου το έκλεισε. Κανονικά θα έμενα στη θέση μου και θα την περίμενα να έρθει, ωστόσο δεν είχα όρεξη να μείνω μέσα γι' αυτό που θα ακολουθούσε, οπότε άλλαξα  ρούχα και την περίμενα κάτω από την πολυκατοικία μου. Όπως ακριβώς τα είχα υπολογίσει, έφτασε περίπου δέκα λεπτά αφού μου έκλεισε το τηλέφωνο. Κοιτούσα προς τα αριστερά και την είδα να κατεβαίνει την κατηφόρα. Περπατούσε ήδη γρήγορα και ,όταν με είδε, επιτάχυνε περισσότερο το βήμα της. Λίγο πριν με φτάσει, γύρισα προς τα δεξιά και άρχισα να περπατάω. Την άκουγα που φώναζε το όνομα μου, αλλά δεν είχε σημασία, σταμάτησα ,άλλωστε, λίγα μέτρα πιο πέρα, στο αμάξι μου. Η Έλλη με έφτασε. Έπαιρνε κοφτές ανάσες. Σήκωσα το αριστερό μου χέρι για να την χαιρετήσω και χαμογέλασα.
<<Δεν με άκουγες που σε φώναζα;>>.
<<Σε άκουγα. Τι κάνεις Έλλη, πως είσαι;>>.
Πιστεύω ήθελε να μου ρίξει σφαλιάρα, αλλά συγκρατήθηκε.
<<Μπες μέσα στο αμάξι>>, της είπα σοβαρά, προτού προλάβει να ξαναμιλήσει.
<<Στο αμάξι;>>.
<<Ναι. Πάμε μια βόλτα>>.
<<Τι βόλτες και->>.
<<Σε παρακαλώ. Απλά μπες μέσα. Θα μιλήσουμε μετά>>.
Ήξερε πως δεν μπορούσε να πει κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή, οπότε μπήκε στη θέση του συνοδηγού. Για όση ώρα οδηγούσα, είμασταν αμίλητοι. Είχα βάλει μουσική, μια λίστα που είχα βρει με ήρεμα indie και folk τραγούδια. Είχα το αριστερό μου χέρι στο τιμόνι και το δεξί στον λεβιέ και που και που έριχνα κλεφτές ματιές στα δεξιά μου. Η Έλλη κοίταζε έξω από το παράθυρο και ένιωσα για λίγο σα να ήμασταν οι πρωταγωνιστές μιας μέτριας ταινίας σε μια καθοριστική στιγμή. 
Μετά από λίγη ώρα, φτάσαμε στη Σχολή Δικαστών και πάρκαρα με την φάτσα του αυτοκινήτου στη θάλασσα. Έβγαλα τη ζώνη μου, άνοιξα την πόρτα, σηκώθηκα και ,χωρίς να την κλείσω, για να ακούγεται η μουσική, πήγα και κάθισα στο καπό του αυτοκινήτου. Η Έλλη έκανε το ίδιο, μόνο που έκλεισε την πόρτα της όταν βγήκε έξω. Ο καιρός ήταν καλός, μόνο λίγα σύννεφα είχε στον ουρανό.
<<Γιατί ήρθαμε μέχρι εδώ;>>.
<<Με γαληνεύει η θάλασσα. Δεν ήθελα να μείνω σπίτι>>.
<<Μάλιστα... Λοιπόν;>>
<<Χμ;>>.
<<Μην μου κάνεις χμ εμένα. Τι έχεις να πεις για προχθές;>>.
<<Τα ίδια. Βγήκαμε, ήπιαμε, περάσαμε καλά. Δεν κατάλαβα γιατί ταράχτηκες>>.
Η Έλλη ήθελε στα αλήθεια να με σφαλιαρίσει αλλά συγκρατιόταν. Το έβλεπα στα μάτια της, αλλά κάτι μέσα μου το ευχαριστιόταν. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε.
<<Το είχα κόψει μια χαρά έξι μήνες και με έκανες και πήρα πακέτο πάλι. Παλιομαλάκα>>.
<<Συγγνώμη που σου καταστρέφω την υγεία. Δεν θα το ξανακάνω>>.
<<Δεν σε παίρνει να ειρωνεύεσαι>>.
<<Συγγνώμη. Ήθελες να μιλήσουμε για ό,τι έγινε  έτσι;>>.
<<Ναι... Λοιπόν; Μίλα>>.
Όταν κάποιος μου λέει να μιλήσω για κάτι με τέτοιο τρόπο, σα να με προστάζει, δεν ξέρω γιατί αλλά με κάνει να κλείνομαι λίγο και ό,τι και να ήθελα να πω εκείνη τη στιγμή, δεν μπορεί να βγει από τα χείλη μου εύκολα. Ωστόσο, έκλεισα τα μάτια μου για ένα δευτερόλεπτο ακριβώς και κοίταξα την θάλασσα. Δεν μπορούσα να την κοιτάξω στα μάτια εκείνη τη στιγμή.
<<Καταρχάς, ό,τι και να πεις έχεις δίκιο. Ξέρω πως το συγγνώμη δεν θα κάνει κάποια διαφορά τώρα, αλλά παρόλα αυτά, θα στο πω. Συγγνώμη. Δεν ξέρω τι με έπιασε. Νόμιζα ήμουν καλύτερος, αλλά φαίνεται τελικά πως υπάρχουν μερικά συναισθήματα ακόμη κρυμμένα και βγήκαν στην επιφάνεια. Όχι αναγκαστικά για σένα, αλλά δικές μου παπαριές που δεν έχω ξεπεράσει ακόμα>>.
Να τι είχε γίνει.
Δύο βράδια πριν, ο φίλος μου ο Κώστας μας είχε βγάλει έξω γιατί είχε γενέθλια. Ήμασταν πέντε άτομα σύνολο και είχε κλείσει σε ένα μαγαζί στο κέντρο για κρασί. Είχαμε όλοι καλή διάθεση εκείνο το βράδυ και ήπιαμε αρκετά. Πρέπει να είχε πάει δύο, όταν φύγαμε από το μαγαζί και ,περνώντας έξω από το 8ball, αποφασίσαμε με ένα βλέμμα να μπούμε μέσα. Πληρώσαμε στην είσοδο και πήγαμε κατευθείαν στο μπαρ για να πάρουμε μπύρες, οι οποίες έγιναν γρήγορα βότκα με πορτοκάλι για μένα. Είχε πάει 4 το πρωί και ήμουν αρκετά μεθυσμένος. Περιμένοντας έξω από την τουαλέτα των ανδρών, γιατί είχε κόσμο, χτυπώντας το δεξί μου πόδι στο ρυθμό, είδα μια γνώριμη φάτσα να μπαίνει μέσα και να περπατάει προς το μπαρ. Δεν φορούσα τα γυαλιά μου, οπότε έπρεπε να πλησιάσει αρκετά για να καταλάβω πως ήταν η Έλλη. Με την Έλλη είχαμε χωρίσει έξι μήνες πριν. Ήταν μια κοινή απόφαση, γιατί βλέπαμε πως η σχέση μας δεν τραβούσε άλλο μετά από δύο χρόνια, ωστόσο εμένα μου είχε αφήσει μια πικρή επίγευση αυτός ο χωρισμός. Μόλις με είδε, χαμογέλασε και με αγκάλιασε για να με χαιρετήσει.
<<Τι κάνεις Λάμπρο;>>, είπε φωναχτά.
<<Μια χαρά! Εσύ, πως είσαι;>>.
<<Μια χαρά και εγώ!>>.
<<Πως και από εδώ; Θυμάμαι δεν σου άρεσε και τόσο αυτό το μαγαζί>>.
<<Χαχαχα. Εεεε, θέλαν τα παιδιά να έρθουμε και δεν μου πήγαινε να χαλάσω την παρέα. Εσύ κλασσικά εδώ;>>.
<<Μπααα. Είχα καιρό να έρθω, αλλά βγήκαμε για τα γενέθλια του Κώστα και είπαμε να έρθουμε εδώ>>.
<<Μια χαρά! Λοιπόν, χάρηκα που σε είδα, δώσε χαιρετισμούς στα παιδιά από εμένα!>>.
<<Και εγώ χάρηκα. Καλά να περάσεις!>>.
Όταν απομακρύνθηκε, το χαμόγελό μου κόπηκε και πρέπει να πήρα μια πολύ σοβαρή έκφραση. Βγήκα από την τουαλέτα και είπα στους φίλους μου ποια είδα και πως είχαν χαιρετίσματα.
<<Εσύ είσαι καλά;>>, με ρώτησε ο Ιάκωβος, που ήξερε, ή, μάλλον, είχε καταλάβει οτι ο χωρισμός με είχε πληγώσει περισσότερο από ό,τι παραδεχόμουν.
<<Ναι ρε, μια χαρά>>.
<<Σίγουρα, έτσι;>>.
<<Ναι, μην ανησυχείς>>, είπα και άρχισα να χορεύω σαν τον χαζό. Γελούσαμε και πίναμε και προσπάθησα να την πέσω σε δύο κοπέλες, αλλά χωρίς επιτυχία. Όλη αυτή την ώρα, προσπαθούσα να εντοπίσω την Έλλη, αλλά χωρίς επιτυχία. Όλη εκείνη την θολή-από-το-ποτό ώρα σκεφτόμουν που μπορεί να ήταν και τι να έκανε. Όλη εκείνη την ώρα, το παρελθόν είχε ανοίξει πάλι την πόρτα και με προσκαλούσε να μπω μέσα. 
Τελικά, στις 5:30,  αποφασίσαμε να φύγουμε. Καθόμασταν λίγο πιο πέρα από το μαγαζί, μιλώντας και γελώντας, όταν είδα την Έλλη να βγαίνει με την παρέα της και, εκείνο που δεν έπρεπε να δω, κρατούσε αγκαζέ έναν τύπο. Το ποτό είχε πάρει τον έλεγχο πλέον. Έβλεπα θολά, παραπατούσα και με το ζόρι άρθρωνα σωστές προτάσεις, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν σα να ξεμέθυσα για λίγο. Χωρίς να το σκεφτώ, όσο πλησίαζαν προς τα εμάς για να πάνε δεν ξέρω και εγώ που, άρχισα να τους πλησιάζω. Η Έλλη όταν είδε πώς ήμουν, ελευθέρωσε το χέρι της και ήρθε προς το μέρος μου αλλά μάταια, γιατί την έκανα στην άκρη και στάθηκα μπροστά από τον τύπο. Δεν μιλούσα. Δεν ήξερα τι να ήθελα να πω. Δεν ήξερα καλά-καλά γιατί το έκανα αυτό, δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος και όμως, ήμουν εκεί, στεκόμουν μπροστά από έναν άγνωστο ο οποίος μπορεί αν ήταν το καλύτερο παιδί του κόσμου. Οι φίλοι μου εκείνη τη στιγμή κατάλαβαν πως κάτι κακό έπαιζε και ήρθαν προς το μέρος μου. Και όχι επειδή ήμουν βίαιος ως άνθρωπος, απλά είχα πιει και ήμουν συναισθηματικός . Ένιωσα, τότε, ένα χέρι να με ακουμπάει στο μπράτσο και, ως αντίδραση, το τράβηξα και με τα δύο μου χέρια έσπρωξα τον καημένο τον τύπο από το στήθος. Με κοίταξε απορημένος. Πριν προλάβει, όμως, να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, τον έσπρωξα πάλι, με αποτέλεσμα να παραπατήσει και να πέσει και εγώ να χάσω την ισορροπία μου και να πέσω δίπλα του. Από κει και πέρα δεν θυμάμαι τίποτα, ξύπνησα απλά στο κρεβάτι μου και ο Ιάκωβος και ο Κώστας που έμεναν κοντά σε μένα κοιμήθηκαν στον καναπέ. Όσο μου έλεγαν τι είχε συμβεί - με έκραζαν, για την ακρίβεια- εγώ κοίταζα το πάτωμα και δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο πέραν από το πόσο ηλίθιος και ανώριμος ήμουν. 
Η Έλλη με κοίταζε. Το έβλεπα με την άκρη του ματιού μου πως με κοίταζε αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι συναισθήματα ένιωθε εκείνη τη στιγμή.
<<Είσαι βλάκας>>, μου είπε. <<Ένας βλαμμένος βλάκας>>.
<<Το ξέρω>>.
<<Ήταν φίλος μου. Τον είχες γνωρίσει πιο παλιά. Τώρα τι; Δεν δικαιούμαι να έχω φίλους τώρα; Δεν δικαιούμαι να έχω τίποτα πια;>>.
<<Μπορείς να έχεις ό,τι θες>>.
<<Δηλαδή αν είχα βρει κάποιον και μας έβλεπες...πιο κοντά.... τι θα έκανες; Θα τον σκότωνες;>>.
<<....>>.
<<Πες μου, τι θα έκανες;>>.
<<Εγώ....δεν... Δεν....>>.
Την άκουσα να ρουφάει το τσιγάρο και να φυσάει τον καπνό.
<<Δεν άλλαξες καθόλου. Μα καθόλου. Αλλά δεν ήσουν έτσι, δεν σε είχα δει ποτέ έτσι. Είσαι καλά;>>.
<<Από ό,τι φαίνεται, όχι και τόσο όσο νόμιζα>>.
<<Τι συμβαίνει; Νόμιζα πως είχαμε καταλήξει κάπου όταν χωρίσαμε και πως όλα ήταν καλά>>.
<<Όχι κάτι συγκεκριμένο. Δεν φταις εσύ, ούτε ο χωρισμός ακριβώς. Καταλήξαμε κάπου και όλα είναι καλά. Αλλά δεν ξέρω τι με έπιασε. Κάτι ανησυχίες που έχω τον τελευταίο καιρό και ξέσπασα λάθος, τελείως λάθος.. Και νομίζω εσύ με βοηθούσες να τις ξεχνάω όσο ήμασταν μαζί. Αλλά από όταν χωρίσαμε, σιγά-σιγά άρχισαν να επανέρχονται. Χθες το σκέφτηκα αρκετά πως τελικά δεν μπορώ να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου μόνος. Βρήκα το τηλέφωνο μιας ψυχολόγου και θα πάρω αύριο να κλείσω ραντεβού. Χρειάζομαι την γνώμη ενός αντικειμενικού παρατηρητή>>.
Η Έλλη αναστέναξε.
<<Νόμιζα πως ήσουν κατά των ψυχολόγων. Τζάμπα λεφτά. Έτσι μου έλεγες παλιά>>.
<<Φαίνεται ο άνθρωπος αλλάζει. Θέλοντας και μη, πρέπει να αλλάξει. Όχι μόνο για μένα, αλλά και για τους άλλους. Το είπες μόνη σου, τι θα γινόταν αν.... . Δε νομίζω να ξαναγίνει κάτι τέτοιο, το εύχομαι δηλαδή, αλλά δεν θέλω να το ρισκάρω κιόλας. Ποιος μου το εγγυάται; Δεν θέλω να φοβάσαι να μην με δεις έξω από δω και πέρα. Δεν θέλω οι φίλοι μου να φοβούνται τι θα κάνω και αν θα κάνω καμιά βλακεία. Θέλω να.... θέλω να ηρεμήσω επιτέλους. Αυτό είναι όλο>>.
Για πρώτη φορά μετά από ώρα, την κοίταξα. Η Έλλη ήταν σοβαρή. Θα ήθελα να χαμογελάσει, έστω να δείξει κάποιο συναίσθημα που να έλεγε πως είναι περήφανη για όσα της έλεγα, πως καταλάβαινε, κάτι. Αλλά δεν το έκανε. Ίσως επίτηδες. Να μην μου δημιουργήσει ψευδαισθήσεις. Με ήξερε πολύ καλά και  καλά έκανε. Έτσι, την ρώτησα αν τελείωσε το τσιγάρο της και μπήκαμε μέσα στο αμάξι για να γυρίσουμε πίσω. 
-Ο.Γ.Θ.

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...