Δευτέρα 18 Απριλίου 2022



Ίσως τα πράγματα να μπορούσαν να έρθουν και αλλιώς, αλλά μου φάνηκε πως κύλησαν με τέτοια φυσικότητα, που στο τέλος δεν χρειαζόταν να γίνει και κάτι διαφορετικό. Με την Αναστασία συναντηθήκαμε για πρώτη και τελευταία φορά εκείνη τη νύχτα, μια νύχτα από εκείνες δεν έχεις και τόσο όρεξη να βγεις αλλά κάτι γίνεται και καταλήγεις να περνάς από τις πιο αξιομνημόνευτες και δυνατές στιγμές της ζωής σου.
Ήμασταν όλοι έτσι και έτσι στο να πάμε πουθενά εκείνο το βράδυ - και εγώ και ο Ηλίας και ο Θεόφιλος και ο Κυριάκος- αλλά, μιας και ήταν Σάββατο και είχαμε καιρό να βρεθούμε, αποφασίσαμε να πιούμε μια μπύρα στο κέντρο. Πράγματι, ήπιαμε δύο-τρείς μπύρες, πληρώσαμε,  αγοράσαμε ένα κομμάτι πίτσα και την κάναμε για το σπίτι με τα πόδια, μιας και έφτανε καλοκαίρι και ο καιρός ήταν καλός. Μέναμε προς τα ανατολικά της Θεσσαλονίκης όλοι, οπότε θα φεύγαμε παρέα. Όταν φτάσαμε έξω από το Πολυτεχνείο του ΑΠΘ, ακούγοντας την φασαρία, ο Ηλίας πρότεινε να μπούμε για να δούμε την φάση. Επειδή είχαμε πάρα πολύ καιρό να πάμε σε πάρτι του ΑΠΘ, αποφασίσαμε τελικά να περάσουμε για λίγο από εκεί. 
Το μέρος έσφυζε από κόσμο λόγω της ώρας και η μουσική έπαιζε δυνατά. Μας άρεσε και αγοράσαμε από μια μπύρα ο καθένας. Η μουσική και το κλίμα άρχισαν να μας κυριεύουν και τελικά αποφασίσαμε να καθίσουμε παραπάνω- με αποτέλεσμα να πίνουμε  τη μια μπύρα μετά την άλλη.
<<ΓΑΜΑΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΡΤΙ>>, φώναξε στο αυτί μου ο Θεόφιλος, ο οποίος είχε ήδη μπετώσει. Εγώ γέλασα, τέλειωσα άλλη μια μπύρα και πήγα να κατουρήσω. Όταν γύρισα, ο Ηλίας κάπνιζε μόνος του, όσο ο Θεόφιλος με τον Κυριάκο χτυπιόντουσαν μέσα σε ένα ατσούμπαλο mosh pit που δημιουργήθηκε μόλις ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το Chop Suey. 
<<Πάμε και εμείς μέσα;>>, τον ρώτησα, γνωρίζοντας ήδη την απάντηση του.
<<Βρε δε γαμιέσαι;>>, μου απάντησε, φυσώντας τον καπνό.
<<Ευχαρίστως. Έχεις χρόνο; Πάω να πάρω άλλη μια. Θες;>>.
<<Μπα. Ίσως πιο μετά>>.
Πήγα στο αυτοσχέδιο μπαρ και ζήτησα μια μπύρα. Το τραγούδι είχε αλλάξει τώρα και, ενώ γύριζα προς την παρέα μου, λίγο πιο πίσω παρατήρησα μια κοπέλα να στέκεται μόνη της και να λικνίζεται διακριτικά στον ρυθμό, με μια μπύρα στο δεξί της χέρι. Μια κοκκινομάλλα που φορούσε φούστα και  δερμάτινο μπουφάν. Είχα πιει αρκετά ώστε να μην έχω ενδοιασμούς και, χωρίς να πω τίποτα σε κανένα, πήγα και στάθηκα λίγο πιο δίπλα της. Αν και μπορεί να μην ήταν τελείως μόνη της, μπορεί η φίλη της να περίμενε στη σειρά για να αγοράσει κάτι να πιεί, να χωρίστηκε από την παρέα της ή δεν ξέρω και εγώ τι, όπως και να είχε, δεν σκέφτηκα τίποτα εκείνη τη στιγμή και απλά άδραξα την ευκαιρία.
<<Σου αρέσουν οι Χατζηφραγκέτα;>>, την ρώτησα λίγο μετά και της πήρε μερικά δεύτερα για να καταλάβει πως απευθυνόμουν σε αυτήν.
<<Ναι, πλάκα έχουν>>, απάντησε χαμογελώντας- και λίγο αμήχανα. 
<<Εγώ τους άκουγα πολύ στο πρώτο και στο δεύτερο έτος, μετά σταμάτησα. Με λένε Δημήτρη. Εσένα;>>.
<<Αναστασία>>, μου είπε και δώσαμε τα χέρια. 
<<Χάρηκα! Πως και από αυτό το πάρτι;>>.
<<Γυρνούσα σπίτι από έξω και είπα να περάσω μια βόλτα. Μένω στις Εστίες πιο πάνω, οπότε ήταν στο δρόμο μου>>.
<<Κατάλαβα... Άρα ήρθες μόνη σου;>>.
<<Ναι. Μου αρέσει η μουσική που παίζουν εδώ. Γιατί;>>.
<<Τίποτα. Απλά μου φάνηκε περίεργο, να έρθει δηλαδή κανείς σε τέτοιο πάρτι μόνος του>>.
<<Επειδή είμαι κορίτσι το λες;>>.
<<Όχι, καμία σχέση. Εγώ , ας πούμε, ήρθα γιατί ήμασταν έξω με τους φίλους μου. Και τί φίλους! Ένας από αυτούς είναι ο Θεόφιλος εκεί, που τον βλέπω τώρα να κρατάει το ένα παπούτσι του στον αέρα για κάποιο λόγο. Μόνος δεν θα ερχόμουν, θα πήγαινα σπίτι απευθείας>>.
Μόλις είδε τον Θεόφιλο, άρχισε να γελάει και αισθάνθηκα πως χαλάρωσε κάπως τη στάση της απέναντι μου. Πλέον με κοίταζε περισσότερο στα μάτια.
Συνεχίσαμε την κουβέντα για αρκετή ώρα ή απλά έτσι μου φάνηκε, ώσπου μου είπε πως θα έφευγε, γιατί είχε πάει αργά. Της πρότεινα, αν δεν είχε θέμα, να την συνοδεύσω μέχρι τις Εστίες, γιατί θα ένιωθα άσχημα να την άφηνα να περπατήσει μόνη της εκείνη την ώρα μέχρι εκεί. Το σκέφτηκε , συμφώνησε και της ζήτησα να περιμένει λίγο, για να χαιρετήσω τους φίλους μου. Τους είπα στα γρήγορα τι είχε συμβεί και άρχισαν να χαχανίζουν. Ο Ηλίας έβαλε το χέρι του σε μια τσέπη του, μετά στην δεξιά τσέπη του μπουφάν μου και μού ευχήθηκε να περάσω καλά.Δέκα λεπτά μετά βρεθήκαμε κάτω από τις Εστίες όπου έμενε η Αναστασία, λίγο πιο πάνω από το Καυτατζόγλειο. Η Αναστασία ήταν από τα Τρίκαλα και το τελευταίο μέρος της συζήτησής μας είχε μονοπωλήσει το κρασί από τα Τρίκαλα και πόσο ωραίο ήταν και μου αποκάλυψε, τελικά, πως είχε ένα μπουκάλι πάνω στο δωμάτιο της. Εξέφρασα την περιέργεια μου να το δοκιμάσω και, πριν πούμε καληνύχτα, της το ανέφερα πάλι.
<<Γιατί δεν ανεβαίνεις να δοκιμάσεις τότε;>>.
Νομίζω εκείνη τη στιγμή ανέβασα ταχυπαλμίες, αλλά προσπάθησα να το παίξω όσο πιο ήρεμος γινόταν.
<<Φυσικά!>>, είπα. Κατευθυνθήκαμε στο ασανσέρ, μπήκαμε, πάτησε το κουμπί για τον έβδομο όροφο και, να 'μαστε, να ξεκλειδώνει την πόρτα της και να βγάζουμε τα παπούτσια μας.
<<Είναι ακατάστατα, το ξέρω. Με συγχωρείς>>, είπε γελώντας.
<<Είναι μια χαρά, μην ανησυχείς>>, της απάντησα και το εννοούσα. Από την άλλη, πρώτη φορά βρισκόμουν σε δωμάτιο Εστίας. Ήταν σα να είχα μπει σε ένα δωμάτιο πολύ φθηνού ξενοδοχείου, το οποίο δεν είχε καν δική του τουαλέτα. Ήταν κοινόχρηστες, όπως έμαθα, το ίδιο και το μπάνιο και συνειδητοποίησα αργότερα πόσο τυχερός ήμουν που είχα την δυνατότητα να μένω σε διαμέρισμα μόνος μου, με δική μου τουαλέτα, να μην μοιράζομαι την χέστρα μου με άλλους πόσους κάθε μέρα, αλλά όποτε θέλω να ακουμπάω τον κώλο μου και να κάνω την δουλειά μου σαν άνθρωπος.
Έτσι, κάθισα στο κρεβάτι, όσο η Αναστασία γέμιζε, για κάποιο λόγο, ένα μεγάλο κρασοπότηρο μέχρι πάνω. Αυτό δεν ήταν για να δοκιμάσω, ήταν να το πιώ κούπα και το έφερα ίσα-ίσα στα χείλη μου και κατέβασα μια γουλιά.
<<Πολύ ωραίο!>>, είπα άφησα το ποτήρι πάνω στο γραφείο της.
<<Δεν με πίστεψες, ε;>>, είπε και χαμογέλασε. Τότε, λίγο πριν η σιωπή μας γίνει αμήχανη, την άρπαξα και την φίλησα. Εκείνη ανταπέδωσε και βρεθήκαμε να φιλιόμαστε πάνω στο κρεβάτι της, σαν άγρια ζώα. Της ξεκούμπωσα το φουστάνι, της το έβγαλα και εκείνη έβγαλε την δική μου μπλούζα. Με ξάπλωσε στο κρεβάτι ανάσκελα, κάθισε πάνω μου και, στο μυαλό μου, το πιθηκάκι που υπάρχει συνήθως και βαράει δύο πιατίνια, είχε πάρει φωτιά και τα χέρια μου πήγαιναν στα απαγορευμένα όρη και ανακάλυπταν νέες βουνοπλαγιές. Ωστόσο, τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να προχωρήσω παρακάτω, η Αναστασία έκανε ένα βήμα πίσω.
<<Νομίζω πως είναι η ώρα να σταματήσουμε>>, είπε και έφυγε από πάνω μου. Πρέπει να την κοίταξα σαν χαζός. Ήταν εντελώς απροσδόκητο, αναπάντεχο, σα να πήραν από ένα παιδί το παιχνίδι του.
<<Τι εννοείς;>>, την ρώτησα, αλλά εκείνη είχε ήδη σηκωθεί.
<<Κοίτα και το φουστάνι μου πως είναι εδώ κάτω, πεταμένο>>, μονολογούσε, ενώ ξαναφορούσε το φουστάνι της. Σηκώθηκα και εγώ όρθιος, χωρίς να έχω ιδέα τι συνέβαινε.
<<Τι έγινε; Έκανα κάτι λάθος;>>, την ρώτησα με ειλικρινή απορία.
<<Όχι, δεν φταις εσύ. Αλλά θα ήταν καλό να φύγεις τώρα>>.
<<Πες μου, τι φταίει; Έχεις περίοδο μήπως; Έχεις αγόρι; Δεν ήθελα να->>.
<<Κάτι τέτοιο. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω ακριβώς. Απλά είμαι μπερδεμένη αυτό τον καιρό, αυτό είναι όλο>>.
Το περίεργο ήταν πως, όσα και πιθανόν να ήθελα να της πω, αν γινόταν όλο αυτό οποιαδήποτε άλλη στιγμή, δεν είπα τίποτα. Απλά δεν έβγαλα άχνα και αποδέχθηκα τα γεγονότα. Γιατί φαινόταν πως, όποια σκέψη και να βολόδερνε στο μυαλό της πριν, τώρα είχε φύγει και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Έτσι, φόρεσα τη μπλούζα μου και τα παπούτσια μου, πήγα στην πόρτα και την κοίταξα. Με κοίταζε και εκείνη με ένα βλέμμα που δεν μπορούσα να καταλάβω τι σήμαινε.
<<Μην στενοχωριέσαι. Δεν φταις εσύ, εγώ φταίω. Μην λυπάσαι, όλα είναι καλά, απλά είμαι στα χαμένα αυτό τον καιρό. Φαίνεσαι πολύ καλό παιδί, αλήθεια. Αν θέλεις ποτέ μια φίλη, κάποια για να πεις ότι σε ταλαιπωρεί, μην διστάσεις να με πεις. Θα είμαι δίπλα σου>>, είπε και αγκαλιαστήκαμε. Μου χαμογέλασε για τελευταία φορά και έκλεισε την πόρτα.
Όχι, δεν ήθελα μια φίλη. Φίλους είχα. Δεν έφταιγε κανείς, δεν συνέβαινε απολύτως τίποτα. Γι' αυτό μου έδωσες ξηρό κρασί Αναστασία; Γνώριζες από πριν την κατάληξη και τι γεύση ίσως μου άφηνε στο στόμα; Ήταν μια βραδιά που ξεκίνησε ήρεμα, σε ένα σημείο είχε υψηλές προσδοκίες και μετά τίποτα. Μια βραδιά που βγήκα για μία μπύρα και κατέληξα να αγκαλιάζω σφιχτά την Αναστασία, μια κοπέλα που δεν γνώριζα παρά λίγες ώρες, ανέβηκα στο δωμάτιο της και τελικά δεν έγινε τίποτα. Μια βραδιά που, αν ήθελα, θα μπορούσα να την χρησιμοποιήσω σαν δικαιολογία για να αρχίσω να γενικεύω, να σπαστώ ή δεν ξέρω και εγώ τι, αλλά δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να το κάνω. Και αυτό γιατί, όσο κατέβαινα τις σκάλες, χαμογελούσα. Γιατί ήταν μια βραδιά που δεν είχα τόσο όρεξη να βγω και τελικά αποτυπώθηκε για πάντα στο κεφάλι μου με θετικό τρόπο. Αυτό είχε σημασία.
-Ο.Γ.Θ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...