Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

Ιστορία για ΚΙΑ



Αυτό σημείωσα στο κινητό μου. Ένας φίλος μου ήθελε να αγοράσει αυτό το αμάξι; Ίσως το είχε και ήθελε να το πουλήσει; Αλήθεια, δεν θυμάμαι. Μην με πιέσετε παραπάνω και υποκύψω. Ίσως να είναι κάποιο συνθηματικό και όχι η μάρκα αυτοκινήτου τελικά- αλήθεια, πώς είμαι σίγουρος οτι αφορά αυτοκίνητο, εγώ δεν ξέρω σχεδόν σε τίποτα γι'αυτά. Ναι, ναι, αυτό είναι. κια. ΚΙΑ. Κ-Ι-Α. Το μυαλό μου άρχισε να πονάει και μόνο που μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ γιατί σημείωσα ιστορία για ΚΙΑ .
Μισό λεπτό.
Ήθελα να κοροϊδέψω κάποιο φίλο μου; Τότε γιατί δεν το έκανα μπροστά του; Ή πίσω του, έστω; Μυστήριος που είμαι ώρες-ώρες. Μισό λεπτό να πάρω μια ανάσα και συνεχίζω. Δύο ανάσες τελικά. Πήρα μια παραπάνω. Και τώρα; Τι τώρα; Δεν ήμουν ειλικρινής απέναντι σας. Δεν θυμάμαι πολλές φορές να είμαι ειλικρινής απέναντι μου.
Ίσως να είναι όλα αυτά ένα όνειρο. Να περιπλανιέμαι μεταξύ όντος και μη όντος, ωστόσο και τα όνειρα δεν έχουν υπόσταση;  Εννοώ , όταν βρίσκεσαι μέσα σε ένα όνειρο, είσαι καθ'όλα πραγματικός, όσο και το περιβάλλον γύρω σου, γιατί το νιώθεις. Άσχετα που μετά ξυπνάς και λες, τι συνέβη εδώ; Ίσως ο κόσμος των ονείρων να είναι ένας πραγματικός κόσμος , ένας πλανήτης που δεν ανήκει στο ηλιακό μας σύστημα . Και εκεί κάθε όνειρο ζει και βασιλεύει.
Πολλά είπα. Θα πάρω μόνο τρεις ανάσες συ η την φορά το υπόσχομαι. Πάμε. Εισπνοή- εκπνοή. Εισπνοή- εκπνοή. Εισπνοή- εκπνοή.
Τέλεια! 
Λέτε με-. Όχι , αυτό θα ήταν κλεμμένο. Με λένε- βασικά σιγά μην σας πω. Φωνάζετε με κανένα, όπως τον Οδυσσέα με τον. Κύκλωπα και εκείνο τον Ινδιάνο στο Dead man, που έπαιζε ο Τζόνι Ντεπ όταν υποδυόταν ακόμη χαρακτήρες και όχι τον Τζόνι Ντεπ που υποδύεται τον Τζόνι Ντεπ που παίζει ένα χαρακτήρα. Κάνουμε και λίγο χιούμορ βλέπετε.
Ιστορία με ΚΙΑ. Ωραία. Αρχίζουμε. Από τι; Γιατί; Τι το σημαντικό έχε αυτό το ΚΙΑ; Ίσως τίποτα. Σίγουρα τίποτα. Απλά το σημείωσα, το ξέχασα και τώρα το ξαναείδα.  Τι ήθελα να πω; Πώς θα το έλεγα; Τόσες ιδέες μαζεύτηκαν. Τόσες σκέψεις μαζεύτηκαν. Τόση ζωή που περίσσεψε και σάπισε.
Ωστόσο , ωστόσο, ωστόσο. Και τελικά τίποτα. Άραγε τι θα σκεφτόμασταν αν ήμασταν για μια μέρα στο σώμα ενός άλλου; Τίποτα. Την άλλη μέρα πάλι θα μαλακιζόμασταν η θα αυνανιζόμασταν, θα τον παίζαμε γενικά. 
Αν τελικά η υποψία μου η πρώτη είναι αληθινή και αφορά αμάξι, ίσως να ήταν κάτι που είδε σημασία για μένα. Η, εξ αφορμής, να ήθελα να πιαστώ από αυτό για να γράψω κάτι. Δεν ξέρω. Αλήθεια, δεν ξέρω. Δεν σας πιάνει και σας μερικές φορές αυτό, όπως όταν ανοίγετε το ψυγείο,κοιτάτε μέσα για λίγα δευτερόλεπτα και μετά το κλείνετε, γιατί δεν έχετε ιδέα γιατί το ανοίξατε;
Δεν θέλω να  σας κουράσω άλλο. Θα κάτσω, θα το σκεφτώ παραπάνω και θα επιστρέψω. Θα το βρω, που θα πάει; Κάποια μέρα θα θυμηθώ. Και ίσως γράψω κανένα βιβλίο γι'αυτό, ποιος ξέρει;  Θα σας αφήσω για την ώρα. Θα τα πούμε άλλη φορά. Σίγουρα άλλη φορά. Μέχρι τότε......

(Ο ήλιος ανέβηκε πάλι κόκκινος η πορτοκαλί. Τα πουλάκια θα κελαηδήσουν. Θα ζήσω τα όνειρα μου στον ξύπνιο μου; Θα πάψουν οι γυναίκες να λένε ψέματα για να φανούν υπεράνω; Οι άνδρες θα βάλουν μυαλό; Η μέλισσα κάνει βζουυυυν ή βζιιιιν ; Θα πεθάνω , πότε, τι ώρα, ανάμεσα σε πόσα μπούτια θα βρεθώ; μέχρι τότε;
Ώπα... σκατά! Πως σβήνουν αυτά;)

-Ο.Γ.Θ.



Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

πλησιάζουν οι στιγμές που περίμεναν οι στιγμές μας



Τα κορίτσια που δε νοιάστηκαν 
Και τα αγόρια που αδιαφόρησαν
Οι ανέκφραστες φάτσες που κάθονται σε ένα δωμάτιο
Περιμένοντας το κινητό να δονήσει

Ο ήλιος που ανεβαίνει ψηλά
Τα τελευταία φιλιά πριν το αντίο
Η άνοδος
Η πτώση
Η προσδοκία
Δεν αρπάξαμε παραπάνω από μια ευκαιρίες                      αλλά

Κάθε μέρα είναι μια μάχη
Κι εμείς
Συνεχίζουμε να ακούμε
Τη μουσική μας
(παρά τα βέλη που πέτυχαν
παρά τα λάθη που επαναλαμβάνουμε )
Να ηχεί
Θριαμβευτικά.

-  Ο.Γ.Θ

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Ένστικτο επιβίωσης



Αυτή η ιστορία  αφορά την ημέρα που έσωσα μια σαύρα στο μπαλκόνι μου - αν σας φαίνεται χλιαρή, διαβάστε κάνα Δεγαμινιώτη ή Το Δώρο.
Ήταν βράδυ και θα πήγαινα για ύπνο - βράδυ τυπικά, γιατί κόντευε να ξημερώσει. Από μια στιγμή και έπειτα στη ζωή μου ξεκίνησα να κοιμάμαι τις πρώτες πρωινές ώρες και να ξυπνάω  μεσημέρι, εκτός αν είχα κάποια υποχρέωση το πρωί, οπότε σηκωνόμουν σαν ζόμπι, ειδικά αν είχα πιεί και τίποτα - και με το τίποτα ήταν σχεδόν πάντα πολύ, και κυρίως μόνος στο σπίτι, αλλά η ιστορία του φοίνικα είναι για άλλη φορά.
Τελοσπάντων, άφησα το στυλό κάτω, έκλεισα το τετράδιο - γιατί μην ξεχνάμε, είμαι και τρομερός συγγραφέας, πανάθεμα με, πρέπει να την είδα δει Μπουκόφσκι  τότε - τελοσπάντων, έκλεισα και το laptop και πήγα στο δωμάτιο μου όσο πιο σιγά μπορούσα γιατί η αδερφή μου κοιμόταν.
Άνοιξα το φως για να μετακινήσω κάτι ρούχα που είχε απάνω στο κρεβάτι και να τα πετάξω στον καλόγερο. Παρατήρησα πως το παντζούρι ήταν ανοικτό και πήγα να το κλείσω. Ωστόσο, με την άκρη του ματιού μου εντόπισα μια κίνηση κάτω αριστερά. Έσκυψα και  είδα το ζωντανό.
Μια σαύρα, κανονικού μεγέθους, είχε κολλήσει σε κάτι και προσπαθούσε να ξεφύγει. Ακούμπησα το υλικό και κατάλαβα πως πρέπει να ήταν χαλάουα η κερί, κάτι τέτοιο - πώς;
Η αλήθεια είναι οτι , ενώ τις θεωρώ πολύ όμορφα ζώα, ανατριχιάζω στη σκέψη του να με αγγίξουν. Μια φορά , πιο παλιά,στο πατρικό μου, πήγα να μπω για μπάνιο και είδα στην μπανιέρα μια σαύρα να προσπαθεί να φύγει. Δεν ήθελα να την αφήσω εκεί αλλά ούτε και να την πιάσω για να την βγάλω έξω. Τελικά, άνοιξα το καπάκι και την άφησα να φύγει κάτω στον υπόνομο. Πιθανότατα έγινα δολοφόνος σαυρών - ωραίος τίτλος, για καμιά καλτίλα αμερικανική.
Όπως και να έχει, η σαύρα βρισκόταν παγιδευμένη στο μπαλκόνι μου. Τι να έκανα; Το πρώτο ήταν να την αφήσω εκεί. Έκλεισα το φως, κατέβασα ίσα-ίσα το παντζούρι και ξάπλωσα. Ωστόσο, κάτι μέσα μου με ενοχλούσε. 
Δεν γίνεται να την αφήσεις έτσι, να υποφέρει.......
Όχι ,όχι έπρεπε να την βοηθήσω.
Ευτυχώς  δεν είχε πιαστεί όλη, αλλά μόνο το κάτω μέρος τους σώματος της. Το μυαλό μου έπαιρνε στροφές. Δίψασα και μπήκα στην κουζίνα για να πιω ένα ποτήρι νερό. Τότε μου ήρθε. Άνοιξα το συρτάρι και πήρα ένα μαχαίρι ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΚΟΤΩΣ- πλάκα κάνω.
Η ιδέα μου ήταν η εξής: θα έξυνα λίγο-λίγο το υλικό μέχρι να καταφέρει να ξεφύγει. Οπότε, επέστρεψα στο δωμάτιο μου, και άρχισε η επέμβαση. Όποτε τη ακουμπούσα, τιναζόταν πέρα δώθε. Ήθελα να της μιλήσω , να της πω να μην φοβάται, πως ήθελα να την βοηθήσω. Περίεργο πράγμα αυτό, να έχεις όλη την καλή διάθεση να βοηθήσεις κάποιον και αυτός να νομίζει πως θα του κάνεις κακό γιατί δεν γνωρίζει τις αληθινές σου προθέσεις .Έτσι δεν συμβαίνει και με τους ανθρώπους;
Τελοσπάντων, με χειρουργικές κινήσεις , ήρεμα, και πάντα προσέχοντας να μην της κάνω κακό, τελικά τα κατάφερα να την απελευθερώσω. Εκείνη ούτε γύρισε να με κοιτάξει, τον σωτήρα της. Απλά κούνησε τα πόδια της όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να φύγει.
Την χάζεψα μέχρι να χαθεί από το οπτικό μου πεδίο. Και ήταν αυτή η δύναμη που είχε. Η προσπάθεια να αποδράσει, να συνεχίσει να ζει. Να μην τα παρατήσει, αλλά με όλες της τις δυνάμεις να δίνεται στο να νικήσει μια μάχη που από μόνη της ήταν χαμένη. Το ένστικτο της επιβίωσης.
Φυσικά δεν τα σκέφτηκα αυτά τότε. Ήμουν απλά χαρούμενος που την έσωσα. Σίγουρα το παιδί που ήμουν μικρός , αόρατο, βρισκόταν δίπλα μου και χαμογελούσε, λέγοντας μου , σήμερα κάναμε μια καλή πράξη. Αν τον άκουγα θα του απαντούσα πως ίσως να μην είμαστε χαμένα κορμιά τελικά, μονάχα η κρίση μας ορισμένες φορές να μην είναι η καλύτερη.
Τώρα η σαύρα αυτή θα έχει πεθάνει βέβαια, αλά δεν πειράζει. Σημασία έχει που της έδωσα μια ακόμη ευκαιρία να ζήσει.
Βγήκα έξω και άφησα τον αέρα να μου χτυπήσει το πρόσωπο. Ο ακάλυπτος είχε μια διαφορετική ομορφιά, αστική , αυτή την φορά.
Έβαλα τους αγκώνες μου πάνω στα κάγκελα και τεντώθηκα.
Αν δείχναμε τόση ευαισθησία πάντα με όσους υποφέρουν, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα. Αλλά η καλοσύνη κοστίζει πολλές φορές και δεν είμαστε πάντα σε θέση να πληρώσουμε το τίμημα , σκέφτομαι τώρα.
Ίσως κάποτε καταφέρω να σώσω και εμένα τον ίδιο από τον εαυτό μου, σκέφτηκα εκείνο το πρωινό.

-Ο.Γ.Θ

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Το πουλί στο καλώδιο



το πουλί στο καλώδιο
κάθισε πάνω
με τα γαμψά του νύχια.
μόνο του στην αρχή
βρήκε παρέα άλλα δύο
έπαιξαν λίγο
περπάτησε πέρα-δώθε,
χτύπησε τα φτερά του
να μετακινηθεί λίγο δίπλα
παρέμεινε εκεί πάνω 
στο καλώδιο
για κάμποση ώρα.
το πουλί
δεν ξέρει ,ούτε ενδιαφέρεται
για τον σκοπό της ύπαρξης του
απλά πετάει, τρέφεται, επιβιώνει,
και όταν βαρεθεί
ή νιώσει τη ανάγκη να φύγει
θα χτυπήσει πάλι τα φτερά του
και θα σηκωθεί ψηλά
σε προορισμούς άγνωστους

θα πετάξει
Ελεύθερο.

- Ο.Γ.Θ

Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Εξόριστος στην κεντρική λεωφόρο






Τίποτα δεν αλλάζει, τίποτα ουσιαστικό
Οι άνθρωποι μαζεμένοι σε πλήθη
Πάντα να κοιτάνε επικριτικά 
Το διαφορετικό
Οι κόρες συστέλλονται στο απεχθές θέαμα
..........Εμάς.....................
ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗΡΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΊΑ!
Η νεολαία πάντα είναι χαμένη
Μέσα σε ιδεολογίες χωμένη
Με τα πόδια να ακροβατούν
Συμμετέχοντας σε αγώνες 
Οι οποίοι που καταλήγουν;
Ένα ζευγάρι γεμάτο στρασάκια χορεύει στην πλατεία
Μεθυσμένοι
Ακούστε τη μουσική.Ακούτε τη μουσική; Ακούτε τη μουσική;
Ή κατάφεραν να σας κουφάνουν;
Αν χάσω την αυθεντικότητα μου
,ας υποθέσουμε πως είχα μια,
Θα έχω λόγο να ζω;
Δυσκολεύομαι να σε κοιτάξω στα μάτια όταν μιλάμε
Γιατί μου θυμίζεις μια άλλη εποχή
Και το κοινό μας παρελθόν.
Πρέπει να τακτοποιήσω τα προσωπικά μου
Η ζωή κρίνεται στο τώρα
Και εγώ το μόνο που θέλω
Είναι να φύγω ήσυχος
Και εντυπωσιακά,
Να φύγω μαχόμενος,
Φορτωμένος με ενοχές και βάρη 
Που έθεσαν στην πλάτη μου γενιές ολάκερες
Να πούνε πως
Σε αυτή την ύστατη στιγμή
Έκανε την προσπάθεια του
Και δεν τα παράτησε απλα
Ενώ που να ήξεραν 
Πως εγώ αποφάσιζα
Παραδομένος στην τύχη μου
Μα όχι δειλά και κουτά.

- Ο.Γ.Θ , ποίημα εμπνευσμένο από την ταινία "Εξόριστος στην κεντρική λεωφόρο", των Νίκου Ζερβού και Κώστα Φέρρη

Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

Θείε, τί γυρεύεις εδώ;



Ξύπνησα με το χειρότερο κεφάλι που είχα ποτέ μετά από μεθύσι. Ένιωθα μια αφόρητη ζέστη να με κατακλύζει, μια άπνοια να κυριαρχεί, αλλά δεν μπορούσα να ανοίξω ακόμη τα μάτια μου, και η πλάτη μου 
πονούσε. Έτσι, χουζούρεψα για μερικά λεπτά και έπειτα πήρα την μεγάλη απόφαση. 
Προς μεγάλη μου έκπληξη , βρισκόμουν έξω. Τότε συνειδητοποίησα πως καθόμουν σε μια καρέκλα. Γύρω μου γρασίδι με δένδρα- μια αυλή. Δεξιά ένα σπίτι, μπροστά μου ένα τραπέζι, δύο θέσεις δεξιά-. Ποιος; Ο θείος Δημήτρης, φαλακρός, λεπτός, με μούσι μεγάλο και σχετικά πυκνό, ένα μαύρο κοντομανικο και ένα βιβλίο στο χέρι. 
Πήρε αμέσως χαμπάρι πως είχα ξυπνήσει, έβγαλε τα γυαλιά μυωπίας που φορούσε, έτριψε τα μάτια του και άρχισε να γελάει σαν παλαβός. Νομίζω δακρύσε λίγο. Κόντεψε να πνίγει. Όταν ηρεμήσε, άνοιξα το στόμα μου.
<<Θείε, τι κάνω εδώ;>>.
<<Α, δεν θυμάσαι τίποτα! Ευτυχώς είπα στον πατέρα σου πως θα κοιμηθείς σε μένα και να μην ανησυχούν>>.
Οι γονείς μου.....
<<Θες τσιγάρο ρε;>>
<<Δεν καπνίζω...>>
<<Ελα, μεταξύ μας είμαστε. Άλλα είδα χθες. Μην ντρέπεσαι>>.
<<Τόσο χάλια ε;>>
<<Ε, λίγο!>>
Πήρα ένα και το άναψα. 
<<Πριν κάνα μισάωρο ξύπνησες και είπες πως ήθελες να πάρεις καθαρό αέρα. Βγήκαμε εδώ αλλά σε πήρε ο ύπνος στην καρέκλα και σε άφησα να χαλαρώσεις λίγο ακόμη. Όταν είσαι κομπλέ, θα σε πάω με το αμάξι στην πόλη, στο σπίτι>>.
<<Α, με έφερες και μέχρι το χωριό!>>.
<<Εσύ έπεσες πάνω στο αμάξι μου και ήθελες να σε πάω σπίτι. Σιγά μην σε γυρνούσα σε τέτοια χάλια στην μάνα σου>>.
Σιωπή.
<<Θα μπω στο μεσεντζερ λίγο, να δω αν, και θα, σε λίγο....>>.
Μπήκα στην ομαδική που έχουμε εγώ και οι φίλοι μου στο Messenger. 99+ μυνήματα, και τα περισσότερα αφορούσαν εμένα και αν ζούσα. Και τι ωραίες φωτογραφίες....και τι ωραία βίντεο....μμμμμμ. 
Μετά από λίγη ώρα, τα κομμάτια του παζλ ενωθηκαν. 
<<Θες να μάθεις τι έγινε, θείο;>>.
<<Το μισό το ξέρω, αλλά θέλω να ακούσω όσα θυμάσαι από την δική σου οπτική.>>
Ορίστε λοιπόν τι έγινε.
Ο Λάμπρος είχε γενέθλια και αποφασίσαμε να βγούμε να  γιορτάσουμε. Στην πόλη ήταν άλλοι δύο φίλοι, ο Άλκης και ο Παναγιώτης. Πρώτα μαζευτηκαμε στο σπίτι του Άλκη - έλειπαν οι δικοί του έξω. Είχαμε πάρει ένα μπουκάλι ουίσκι και εκείνος ένα ακόμη. 
<<Για να μπουν καλά τα γενέθλια>>. Άντε βιβες, άντε σφηνάκια, άντε το ένα και το άλλο, πάνω κάτω σε 3 ώρες τα ήπιαμε. Είχαμε κάνει καλό κεφάλι, σημάδι του ότι δεν θα μας σταματούσε τίποτα. Βγήκαμε κατά τη μία και θα ακολουθούσαμε το πλάνο του Λάμπρου. Είχε πολλές στάσεις στο μυαλό του. Πρώτα, το αγαπημένο μας μαγαζί, το "Bolivia", όπου ρουφήξαμε περίπου έξι μπύρες ο καθένας και τρία σφηνάκια.  Ο Άλκης είχε γίνει κομμάτια, προσπάθησε να την πέσει στη σερβιτόρα όταν ήρθε να πάρει τα ποτήρια με την ατάκα , πρώτα θα μου πεις το όνομα σου και μετά θα στα δώσω, και για να αποφύγουμε να ρεζιλευτούμε περισσότερο γιατί ήμασταν συχνοί θαμώνες, πληρώσαμε, γελάσαμε και φύγαμε.
Ο Παναγιώτης πήγε σε ένα δένδρο μέσα σε ένα στενό και ξερασε. Όλοι τον κοιτούσαμε λες και ήταν κάνας μάγος που έκανε το πιο εντυπωσιακό κόλπο. Σκουπίστηκε και τον ρωτήσαμε αν ήταν καλά. Φυσικά ξέραμε πως ήταν κομπλέ,συχνά το έκανε αυτό, αλλά για τα τυπικά έπρεπε να τον ρωτήσουμε.
Ήμασταν στο ζενίθ μας. Στη συνέχεια αποφασίσαμε να μπούμε δε ένα κλαμπ. Ούτε την επόμενη μέρα θυμόταν κάνεις γιατί το επιλέξαμε. Ήταν πολύ περίεργη επιλογή. 
Παντού χρώματα. Ο κόσμος ήταν λίγο περίεργος για τα δεδομένα μας, διαφορετικός από τα συνηθισμένα. Οι άνδρες φασωνονταν με άνδρες και οι γυναίκες με γυναίκες και τα σχετικά. Είχαμε μπει στο "Queer" αλλά δεν πτοήθηκαμε. Ήμασταν τόσο χάλια που ίσα ίσα το χάρηκαμε. Κάποια στιγμή βρήκα μια κοπέλα μόνη της και την πλησίασα.
<<Σόρρυ αγόρι, είμαι λεσβία>>.
<<Έχεις πάει ποτε με άνδρα, λεσβία;>>.
<<Όχι>>>.
<<Αν δεν δοκιμάσεις πως θα ξέρεις;>> , και της έπιασα το χέρι. Το αστείο ήταν πως με ακολούθησε και το πιο αστείο ήταν πως την ίδια στιγμή μας έκοψε το δρόμο μια άλλη γυναίκα, καρέ μαλλί, αμάνικο, τζιν, και άγρια χαρακτηριστικά.
<<Τι κάνεις μωρη μαλάκω; Μαζί μου είσαι>>.
Την πήρε και έφυγαν. Εγώ προσπάθησα να εστιάσω για να έχω όσο το δυνατόν λιγοτερο θολή εικόνα γινόταν. Πήγα στους άλλους, που απλά κρατούσαν τις μπύρες τους αμίλητοι και τους είπα να φύγουμε.
Είχε ασανσέρ και, κατεβαίνοντας, μας ήρθε η υπέροχη ιδέα , με εμένα πρωτοστάτη, να κατουρησουμε το πόμολο. Τις βγάλαμε  και όταν τελειώσαμε ήρθε ένας τύπος- που πιθανότατα μας είδε από τις κάμερες και έτρεξε- και με κάπως τσιριχτή φωνή μας απείλησε.
<<Τι κάνετε εκεί; Ντροπή σας! Μην ξαναπατησετε εδώ αλλιώς->>.
<< Τι θα κανείς; >>, φώναξε ο Άλκης, << θα πάρεις φόρα με τον κώλο;>>.
Πεθάναμε στα γέλια καθώς τρέχαμε εξω. Μας κόπηκε η ανάσα .
Με διέκοψε τότε ο θειος μου.
<<Την συνέχεια την ξέρω. Πέσατε πάνω. Δηλαδή δεν πέσατε, εμείς οι δυο βρεθήκαμε τυχαία. Μέσα στο " Red velvet".  Ναι, πήγατε σε κωλομπαρο, και αμφιβάλλω αν το θυμάται κανείς σας. Α το θυμάται ένας; Χαχαχαχα. Και άρχισες να φωνάζεις σαν βλαμμένο, ότι θα έπαιρνες πριβέ την ίδια που πήρα και εγώ, πως είμαι ο πιο γαμάτος θείος και τέτοια. Ώρες ώρες μου θυμίζεις τόσο πολύ εμένα στα νιάτα μου. Τελικά ,οι φίλοι σου έφυγαν, εγώ είπα να σε κάνω λίγο παραπάνω χαρούμενο, αλλά δεν ήσουν για τίποτα. Και έτσι κατέληξες εδώ. Ωραία ιστορία, ε;>>.
Δεν ήξερα τι να πω και απλά κοίταζα το πράσινο χορτάρι.
<<Ξέρεις θείο....>>
<< Αν για κάποιο λόγο θέλεις να απολογηθείς ή οτιδήποτε, ξέχνα το. Ό,τι έγινε έγινε. Βρες τους φίλους σου, κοροιδευτείτε, γελάστε και συνεχίστε όπως ξέρετε καλύτερα. Είστε στην καλύτερη ηλικία και ας μην το καταλαβαίνετε. Στην καλύτερη ηλικία φορτωμένοι με τις χειρότερες προσδοκίες από εμάς. Δε βαριέσαι.>>.
Χαμογέλασα και έφερα το τσιγάρο στα χείλη μου. Απότομα έβγαλε το κινητό του και με τράβηξε φωτογραφία.
<< Αυτο πάει στη μάνα σου να ξέρεις. Ε ρε γέλια!>>.

- Ο.Γ.Θ

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...