Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021






Όλο αυτό συνέβη σε μια εποχή προ-Covid, όπου τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά και βγαίναμε έξω,  χωρίς μάσκες και ο καθένας μπορούσε να φύγει ό,τι ώρα ήθελε για το σπίτι του.
.
.
.
Έπαιζε το Dum Dum Boys του Iggy Pop στα ακουστικά. Κουνούσα το κεφάλι μου πάνω κάτω στον ρυθμό και με φανταζόμουν σαν έναν ροκ σταρ, να τραγουδάω κομμάτια σε συναυλίες σε όλο τον κόσμο και το κοινό από κάτω να παθιάζεται μαζί μου. Δεν ξέρω για πόση ώρα έπαιζε συνεχόμενα, γιατί, όπως συνειδητοποίησα μετά, καθόμουν σε στάση λεωφορείου και πρέπει να με είχε πάρει ο ύπνος ή να είχαν μαυρίσει όλα για ώρα, δεν είμαι σίγουρος. Όταν άνοιξα τα μάτια μου - δεν το λέω με σιγουριά ότι τα είχα κλειστά βέβαια- όταν τελοσπάντων μπορούσα πάλι να καταλάβω τι συνέβαινε γύρω μου, έριξα μία ματιά γύρω μου. Βρισκόμουν στη στάση έξω από την ΧΑΝΘ. Το κινητό μου χτυπούσε. Ήταν ο φίλος μου ο Χάρης. Ήμασταν μαζί έξω ,στο Colombia.
<<Έλα ρε>>.
<<Έλα ρε τι λέει;>>.
<<Καλά. Έφυγες από το μαγαζί;>>.
<<Ποιο...Ναι ρε, στάση είμαι. Εσύ που είσαι;>>.
<<Ήρθα σπίτι με τον Σάκη και τον Σπύρο. Άκου εδώ. Μπήκε ένα σκυλί μαζί μας από την είσοδο και έχει καθίσει έξω από την πόρτα του διαμερίσματός μου>>.
<<Λέγε ρε>>.
<<Ψήνεις να έρθεις για βοήθεια;>>.
<<Είμαι γάμησε τα. Θα πάω σπίτι>>.
<<Καλώς. Τα λέμε αν είναι>>.
<<Καλό βράδυ>>.
Πρέπει να με ξαναπήρε ο ύπνος ή να έχασα τις αισθήσεις μου. Μάλλον το δεύτερο. Γιατί τώρα καθόμουν λίγο πιο πέρα από το Makedonia Palace . Έβγαλα το κινητό μου και πήρα τον Χάρη.
<<Έλα ρε με πήρες τηλέφωνο;>>.
<<Ναι πριν κάνα εικοσάλεπτο>>.
<<Α>>
<<Χαχαχχαχαχα>>.
<<Χαχαχαχαχα>>.
<<Γάμησε τα έχω σκαλώσει. Το διώξατε το σκυλί;>>.
<<Ναι. Ο Σάκης πήρε κάτι λουκάνικα και του πέταξε ένα στις σκάλες μπας και το μυρίσει και φύγει αλλά δεν ψήθηκε. Τελικά το βάρεσε με τα λουκάνικα και έφυγε>>.
<<Χαχαχαχαχχααχ. Λέγε>>.
<<Ναι γάμησε τα.>>.
<<Καλώς. Οκ ρε, τα λέμε αν είναι>>.
<<Άντε ρε>>.
Έβαλα το κινητό μου στην τσέπη και ευχήθηκα να μην ξανασβήσουν όλα γιατί έπρεπε να πάω σπίτι επιτέλους. Κοίταξα την ώρα, ήταν κοντά 4:30, βράδυ Δευτέρας- οι καλύτερες μέρες για να βγαίνεις έξω αν είσαι φοιτητής είναι οι καθημερινές, αυτό είχα καταλάβει. Ζαλιζόμουν και άνετα μπορούσα να κοιμηθώ κάτω στο κρύο, κρύο πάτωμα. Η κοιλιά μου ήταν πρησμένη από τις μπύρες, τα ουίσκι και δύο- τρία σφηνάκια με ρούμι. Άσε που έπρεπε να ανηφορίσω μέχρι το σπίτι μου. Νηφάλιος θα μου έπαιρνε κοντά στα είκοσι λεπτά περπάτημα, ενώ, έτσι όπως ήμουν, παίζει και παραπάνω από μια ώρα. Για ταξί ούτε λόγος, δεν τους πάω μια , εκτός αν είναι ανάγκη και επίσης τα λεφτά που θα ξόδευα για το ταξί ίσως να κόστιζαν και δύο μπύρες της επόμενης ή της μεθεπόμενης ημέρας. Έτσι, το έκοψα με τα πόδια. Τώρα στα ακουστικά έπαιζε το Lady D' Arbanville του Cat Stevens. Είχα φτάσει σε εκείνο το σημείο που δεν σκεφτόμουν και κάτι, πέραν από το κρεβάτι μου και το οτι έπρεπε να ξυπνήσω πάλι αύριο. Σκέψη όχι μπολιασμένη με ματαιοδοξία, απλά είχα μάθημα το απόγευμα και θα έπρεπε να πάω . Και για κάποιο λόγο που δεν μπορούσα να προσδιορίσω ακριβώς, αισθανόμουν συνεχώς κουρασμένος. Αν μπορούσα θα κοιμόμουν συνεχόμενα καμιά δεκαριά χρόνια άνετα, αλλά κανένας καριόλης, και κυρίως ο ίδιος μου ο εαυτός, δεν θα μου το επέτρεπε αυτό.
Έτσι συνέχισα να περπατάω.
Ωστόσο, όντας σε αυτήν την κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου και εφόσον το αλκοόλ ρίχνει κάθε άμυνα και αναστολή, αποφάσισα, στην τρέλα - ή καλύτερα ηλιθιότητα- της στιγμής να κάνω κάτι που εκείνη τη στιγμή στο μυαλό μου μού φάνηκε τόσο μα τόσο αστείο.
Όταν έφτασα στην Παπαναστασίου, στο ύψος του Ευκλείδη περίπου, περίμενα μέχρι το φανάρι να γίνει κόκκινο και να μαζευτούν μερικά αμάξια- ευτυχώς δεν είχε αρχίσει να ξημερώνει ακόμη. Έγινε τελικά κόκκινο και είχαν μαζευτεί καμιά πέντε αμάξια. Έτσι πήγα και στάθηκα μπροστά στο πρώτο αμάξι.
Δεν κόρναραν ούτε τίποτα. Δεν είχαν ιδέα τι επρόκειτο να συμβεί. Έτσι, χαμογέλασα, σήκωσα τα χέρια μου στον αέρα και φώναξα: <<ΚΟΥΒΑΛΑΩ ΤΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΜΟΥ ΠΟΥ ΤΑ ΚΟΥΒΑΛΑΝΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ. ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΚΑΙ ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟ>>, και κατέβασα το παντελόνι μου και τους έδειξα τον κώλο μου, που αμέσως τo σήκωσα και άρχισα να τρέχω. Και έτρεχα, και έτρεχα τόσο γρήγορα που η ανάσα μου άρχισε να κόβεται, έτρεχα σα να προσπαθούσα να ξεφύγω από κάτι το οποίο με κυνηγούσε, με καταδίωκε, κάτι από το οποίο έπρεπε oπωσδήποτε να ξεφύγω και όμως, όταν σταμάτησα για να ξεκλειδώσω και πήρα επιτέλους την πολυπόθητη ανάσα που λαχταρούσα, ένιωσα λες και εκείνο από το οποίο προσπαθούσα να ξεφύγω με έφτασε πάλι δίχως ιδιαίτερο κόπο. Και ίσως είναι αλήθεια πως από αυτά που τρέχουμε να ξεφύγουμε, όσο και να το προσπαθούμε, αν μονάχα προσπαθούμε έτσι άτσαλα να τους ξεφύγουμε, δεν τα καταφέρουμε ποτέ πραγματικά.
Όταν ξύπνησα, κατά τις 2 το μεσημέρι περίπου, πήρα το κινητό και άνοιξα το wifi. Είδα μήνυμα από τον φίλο μου τον Αλέξανδρο. Το είχε στείλει κατά τις πέντε το πρωί.
Ήταν μια φωτογραφία.
Γέλασα.
Δεν θα μεγαλώσω ποτέ, σκέφτηκα.
-Ο.Γ.Θ.

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021




Είχε ένα μικρό λουλούδι στο διαμέρισμα του και το έβλεπε κάθε μέρα να μεγαλώνει λίγο-λίγο.  Όποτε γυρνούσε στο σπίτι του -είτε ήταν από την δουλειά είτε από βόλτα ακόμα και μετά το σούπερμαρκετ-  πριν κάνει το οτιδήποτε, θα καθόταν στον καναπέ του και θα το παρατηρούσε, εκεί, πάνω στο τραπέζι, μέσα στο γλαστράκι, να μεγαλώνει, το παρατηρούσε να μεγαλώνει, ευλαβικά, όπως ένα παιδί κοιτάει το χιόνι να πέφτει και ανυπομονεί να το στρώσει για να βγει έξω να παίξει. Δεν έβλεπε κάποια αισθητή διαφορά έτσι όπως το παρατηρούσε κάθε μέρα είναι η αλήθεια, αλλά ήξερε πως υπήρχε, πως πλανιόταν στον αέρα η ιδέα της αλλαγής, όπως πλανιούνται καθημερινά μέσα στο μυαλό μας οι τόσες και διάφορες σκέψεις, όπως η ελπίδα, η ελπίδα πως είμαστε κοντά μέρα με τη μέρα στο να πραγματοποιήσουμε τα μεγαλύτερα όνειρα μας. Δεν ήταν ο φίλος που του έλειπε, είχε αρκετούς είναι η αλήθεια. Ούτε εκείνο το κάτι που όλοι μας ψάχνουμε μπας και συμπληρώσει εκείνο το κενό που όλοι ή σχεδόν όλοι νιώθουμε πως έχουμε. Όχι. Απλά το είχε δει, του άρεσε και το αγόρασε. Βέβαια, δεν θυμόταν καν πότε το πήρε, ένιωθε σα να υπήρχε εκεί από πάντα, αλλά δεν είχε σημασία. Ήταν μια μανόλια, μια όμορφη άσπρη μανόλια. 
Με τους φίλους του ένα βράδυ αποφάσισαν να κάνουν ένα πάρτι και πρότεινε το σπίτι του να χρησιμοποιηθεί ως χώρος. Έτσι, την μέρα εκείνη  αγόρασαν τα απαραίτητα για το πάρτι και περίμεναν τους καλεσμένους. Δεν είχαν φωνάξει πολλούς και διάφορους, φίλους και κοντινούς μονάχα και αυτοί να έφερναν κάνα δύο-τρεις ακόμη. Ήταν ένα σπίτι περίπου εβδομήντα τετραγωνικών και, στο πικ του πάρτι είχε μέσα περίπου 45 άτομα. Η Εύη- γιατί αυτό το διήγημα αφορά μια  κοπέλα, αλλά μέσα της ένιωθε αγόρι, μόνο που δεν το είχε πει σε κανέναν, μονάχα εδώ το αποκαλύπτουμε, για να χρησιμοποιηθεί σωστά η κατάληξη των λέξεων που έχουν γένος, οπότε τηρείστε όρκο σιωπής- αισθανόταν λίγο περίεργα και λίγο ανήσυχα. Το πρώτο οφειλόταν στο γεγονός πως πάντα ένιωθε κάπως αμήχανα να βρίσκεται ανάμεσα σε τόσο κόσμο και γι' αυτό το λόγο το ποτήρι του δεν ήταν ποτέ άδειο. Το δεύτερο προερχόταν από το γεγονός πως δεν ήξερε αν είχε φυλάξει σε σωστό μέρος ή πολύ καλά το γλαστράκι και δεν θυμόταν ακριβώς που το είχε κρύψει. Εκείνη τη στιγμή ο φίλος του ο Λάζος τον σκούντηξε και είπε <<Πολύ καλό το πάρτι. Κάναμε καλή δουλειά>> και η Εύη τον κοίταξε και του χαμογέλασε, <<Τι έχεις ρε;>>, τον ρώτησε ο Λάζος και η Εύη απάντησε <<Τίποτα, απλά έχω πιεί αρκετά>>,  <<Πρόσεξε μην γίνει σαν την προηγούμενη φορά>>, είπε ο Λάζος. <<Χαχαχαχαχα. Μην αγχώνεσαι, αυτή την φορά θα θυμάμαι που ξύπνησα>>, απάντησε τάχα αμήχανα, γιατί η αλήθεια είναι πως θυμόταν, βλέπετε έκαναν πάλι πάρτι, στο σπίτι της φίλης του της Κατερίνας αυτή την φορά και εκεί βρήκε, εντελώς στην τύχη μα για καλή του τύχη  μια λεσβία και αφού έκαναν υπομονή μέχρι να ζωηρέψουν αρκετά τα πράγματα και, μόλις ήρθε η κατάλληλη στιγμή, έφυγαν για να πάνε σπίτι της όπου έπαιξαν ψαλίδι μολύβι χαρτί και ψαλίδι για ώρες. Ωστόσο, αποφάσισε να αφήσει κάθε ενδοιασμό και φοβία στην άκρη, ή να το προσπαθήσει έστω, και να το διασκεδάσει, άλλωστε ήταν σπίτι του και έκαναν πάρτι- αυτό προσπαθούσε να κάνει πάντα, άλλωστε, είτε ήταν πάρτι είτε έξοδος, ακόμη και καφές. Μύριζε τα ξερατά στην τουαλέτα αλλά ευτυχώς όλοι στόχευαν μέσα στην λεκάνη και έτσι δεν ήταν πολύ βρώμικα. Έβαλε χαρτί στο καπάκι και έκανε την ανάγκη του. Όταν βγήκε, το πάρτι συνεχιζόταν κανονικά. Η Εύη κοίταξε γύρω του και παρατηρούσε όλα τα πρόσωπα, πόσο ελεύθεροι φαίνονταν, πόσο ανέμελοι φαινόντουσαν και καλά έκαναν, σκεφτόταν. Πήγε στο μπαρ για να βάλει ένα ποτό. Τα καθήκοντα του μπαρμαν τα είχε αναλάβει ο φίλος της ο Σταύρος. <<ΠΠΠΠΠΠΠΠΟΟΟΥΥΥ ΣΑΙ ΡΕΕΕΕ ΕΥΗΗΗΗΗΗΗ>>,  φώναξε και <<Αν φωνάξεις λίγο παραπάνω νομίζω θα σε ακούσω καλύτερα>>, είπε η Εύη. <<ΑΧΑΧΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΑΧΧΑΧΑ. Είμαι χάλια>>, της απάντησε και <<Μήπως να φύγεις λίγο από εδώ να ηρεμήσεις;>>, του πρότεινε η Εύη, αλλά <<Πας καλά; Εδώ ανήκω..... ΕΔΩ ΑΝΉΚΩ!>>, κραύγασε.<<Καλά, καλά. Βάλε μου μια βότκα με σπραιτ>>, του είπε. <<ΑΜΈσως!>> απάντησε και ρεύτηκε. Η Εύη μειδίασε. Κράτησε το ποτήρι του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Τότε ο Σταύρος σοβάρεψε λίγο, όσο σοβαρή έκφραση μπορεί να πάρει ένας μεθυσμένος δηλαδή. <<Περνάς καλά; Σε βλέπω λίγο κάπως>>, τον ρώτησε και η Εύη απάντησε <<Μπα έχω πιει λίγο, μην αγχώνεσαι. Τσέκαρε την Κατερίνα που φασώνεται με εκείνον τον τύπο>>.
<<Με γλώσσα η τρελή μου. Σίγουρα δεν θα το μετανιώνει αύριο>>.
<<Εμένα όμως θα παίρνει τηλέφωνο και θα λέει πως είναι η τελευταία φορά που πίνει>>.
<<Μιας και είπες πίνει->>.
<<Όχι. Σας είπα όχι σήμερα. Έχω περίεργους γείτονες και δεν θέλουν πολύ για να καλέσουν την αστυνομία. Ας μην του δώσουμε παραπάνω κίνητρα>>.
<<Και εκείνη η σπασμένη γλάστρα στο μπαλκόνι;>>.
Το ποτήρι έπεσε από τα χέρια της Εύης και ο χρόνος άρχισε να κυλάει πιο αργά.
<<Ποια γλάστρα;>>.
<<Εκείνη με τη Μανόλια. Ξέρεις τώρα. Την άφησες απροστάτευτη;>>
Η Εύη έτρεξε στο μπροστά μπαλκόνι ενώ το ποτήρι ακόμη έπεφτε στο πάτωμα, κάνοντας στην άκρη όποιον έβρισκε μπροστά του αλλά δεν είδε κάτι. Μετά πήγε στο πίσω μπαλκόνι, που έβλεπε στον ακάλυπτο και εκεί νόμιζε πως είδε την γλάστρα. Έπεσε τα γόνατα να την πιάσει, αλλά δεν ήταν γλάστρα και η οφθαλμαπάτη διαλύθηκε αμέσως στα μάτια της. Άρχισε να γελάει, όχι σαν υστερική, αλλά με εκείνο το γλυκό γέλιο, όταν νομίζεις πως έχουν έρθει τα χειρότερα αλλά τα γλύτωσες, όταν έχει περάσει ο πιο σοβαρός κίνδυνος. Οι φίλοι του είχαν σπεύσει πίσω του και τον κοίταζαν.
<<Είσαι καλά Εύη;>>, ρώτησε ο Σταύρος με συμπόνια.
<<Δεν έσπασαν την γλάστρα μου. Το φυτό μου είναι καλά. Δεν έσπασαν την γλάστρα μου!>>.
<<Ποια γλάστρα ρε Εύη; Έλα μέσα να χαρείς!>>.
<<Θα χαρώ, γιατί δεν την έσπασαν. Δεν χάλασαν το λουλούδι μου. Πάλι-. Θα αλλάξω παιδιά. Θα αλλάξω σας το ορκίζομαι, δεν θα μείνω για πάντα το ίδιο άτομο που είμαι, εγώ θα
Τότε ο Σταύρος λύγισε τα γόνατα του και της ψιθύρισε.
<<Δεν τα έμαθες; Δεν θα αλλάξεις ποτέ. Θα μείνεις για πάντα η ίδια, όσο και να το προσπαθείς γιατί έτσι έχεις μάθει και σε βολεύει, να είσαι πάντα το θύμα μιας πλεκτάνης που έστησες μόνη σου, να πέφτεις πάντοτε στη φωτιά σου, που επιμένεις να μην την σβήνεις, γιατί βαριέσαι την ζωή σου και νομίζεις πως έτσι θα την κάνεις πιο ενδιαφέρουσα. Θα επιμένεις στα ίδια λάθη. Έχεις συνηθίσει τόσο στο σκοτάδι που όταν εκτίθεσαι στο πολύ φως πάντα σε πιάνει μια ανησυχία και πιστεύεις πως κάτι θα πάει στραβά, και όταν πάει εν τέλει, ξεκινάς πάλι τον φαύλο κύκλο σου. Είσαι πυγολαμπίδα. Και οι πυγολαμπίδες θα λάμπουν για πάντα στο σκοτάδι>>.

Η Εύη ξύπνησε. Μόλις ξύπνησε έτρεξε στο σαλόνι. Έτρεξε στο σαλόνι όπου δεν είχε γίνει κανένα πάρτι. Δεν είχε γίνει κανένα πάρτι γιατί απλά έβλεπε όνειρο. Πήρε το γλαστράκι στην αγκαλιά της και κούρνιασε στον καναπέ. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της, τα μάτια του συγγνώμη, μα δεν έχει σημασία, τίποτα δεν έχει σημασία, σκεφτόταν, καθώς τα δάκρυα από τα μάτια της γλιστρούσαν στα μάγουλα του και έπεφταν κάτω, το φυτό μου είναι εντάξει, η γλάστρα μου είναι εντάξει, δεν θα αφήσω κανέναν να σε πειράξει, συγγνώμη, συγγνώμη. Όσο και αν προσπαθούν, όσο και να προσπαθώ, θα σε φροντίζω για πάντα όσο καλύτερα μπορώ. Και κάποια μέρα, όσο όμορφο είσαι εσύ, άλλο τόσο θα γίνω και εγώ. Γιατί είμαι όσο όμορφο είσαι εσύ, αλλά δεν φαίνεται ακόμη, δεν μπορούν να το δουν ακόμη και εγώ με δυσκολεύω δίχως λόγο. 
Η Εύη ήξερε πως η γλάστρα και το φυτό δεν ήταν αληθινά. Μα ο καθένας θέλει να δώσει σε όλο αυτό μια όμορφη μεταφορά γιατί αλλιώς θα αρχίσει να ουρλιάζει.  Ποιο αυτό; Η Εύη ήξερε τι ήταν αυτό. Η Εύη ήξερε πολλά περισσότερα από όσα έδειχνε. Γι' αυτό σηκώθηκε όρθια και έκλαψε.
Και ήταν το κλάμα αυτό που τελικά την ξύπνησε από τον παραλίγο αιώνιο ύπνο της.
Η Εύη ξύπνησε μέσα σε ένα δωμάτιο που της μύριζε περίεργα. Ήταν ξαπλωμένη, το κεφάλι της το ένιωθε βαρύ και δεν ένιωθε τους καρπούς της.
Ωστόσο, όταν κοίταξε δεξιά της, είδε το γλαστράκι με την μανόλια μέσα
Όταν κοίταξε δεξιά της, υπήρχε ακόμα το γλαστράκι με την μανόλια μέσα... .
-Ο.Γ.Θ.


Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021



Καθόμουν και διάβαζα στο γραφείο μου. Είχα στα χέρια μου τον Μόμπι-Ντικ του Μέλβιλ και χανόμουν στις σελίδες του αλλά είναι παλιό και μεγάλο βιβλίο  και πλέον με τη δουλειά και όλα αυτά το μυαλό μου κουράζεται περισσότερο από παλιά, οπότε το πήγαινα σιγά σιγά για να μην το βαρεθώ και το παρατήσω. Έτσι, τελείωσα ένα κεφάλαιο και έπιασα ένα άλλο βιβλίο που είχα δανειστεί, το Middlesex του Ευγενίδη. Καθώς χανόμουν και στις σελίδες αυτού του βιβλίου, μου ήρθε μια ωραία ιδέα για μια ιστορία, οπότε παράτησα για λίγο και αυτό το βιβλίο στην άκρη και άρχισα να γράφω διάσπαρτες λέξεις και φράσεις για να δω αν θα καταλήξει κάπου.
Ωστόσο , κόλλησα, κατουρήθηκα και σηκώθηκα για να πάω στην τουαλέτα. Για να πάω στην τουαλέτα έπρεπε να προχωρήσω λίγο ευθεία, να βγω στο χολ, να στρίψω δεξιά και να η πόρτα. Ωστόσο έστριψα αριστερά , έβαλα τα παπούτσια μου και βγήκα έξω. Ήταν βράδυ, είχε παγωνιά  και ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκα για ποιον λόγο, ενώ ήθελα να πάω στην τουαλέτα, κατέληξα έξω στο δρόμο να περιφέρομαι. Ίσως οι τάσεις φυγής που με πιάνουν που και που να υπερίσχυσαν αυτή τη φορά. Δεν φορούσα μάσκα, ούτε είχα στείλει μήνυμα. Ήμουν ένας τρελός με πυτζάμες στο δρόμο, 9:30 το βράδυ- όσο τρελός δηλαδή μπορεί να είναι κάποιος σήμερα ,τέτοια ώρα και έτσι έξω στο δρόμο.
Για καλή -ή κακή- μου τύχη, ένα περιπολικό περνούσε. Πήγε να με προσπεράσει αλλά σταμάτησε. Έβαλε όπισθεν και σταμάτησε μπροστά μου.
<<Συγγνώμη κύριε>>, είπε ο ατσίδας με τα μπλε.
<<Παρακαλώ>>, απάντησα τέρμα φυσιολογικά.
<<Μπορείτε να μου δείξετε το μήνυμα που στείλατε η κάποια βεβαίωση εργασίας;>>.
<<Μα, κύριε αστυνόμε δεν είναι βεβαίωση αυτή η υπέροχη βραδιά; Δεν είναι μήνυμα για μια βόλτα αυτή η υπέροχη νύχτα:>>.
<<Η μάσκα σας που είναι;>>.
<<Την φοράω τώρα. Δεν την βλέπετε;>>.
<<Η αλήθεια είναι πως όχι. Μήπως σας έπεσε;>>.
<<Φοράω την μάσκα που έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ. Έχετε διαβάσει το πορτρέτο του Ντόριαν Γκει;>>.
<<Εννοείτε Γκρέι>>.
<<Τότε δεν έχετε διαβάσει για τη ζωή του Όσκαρ Ουάιλντ......Όχι; Αγγελάκας τότε; Τίποτα;>>.
<<Κύριε, μήπως είστε μεθυσμένος;>>.
<<Λίγο...αρκετά βασικά. Συγγνώμη , ποιος είστε;>>- μα δεν είχα πιει τίποτα εκείνη την μέρα. Απλά ήθελα να γλυτώσω το πρόστιμο.
<<Ακούστε με. Δεν θα σας γράψω. Αλλά πηγαίνετε σπίτι σας, κάντε ένα μπάνιο και μετά κοιμηθείτε>>,
<<Ναι αυτό θα κάνω. Με συγχωρείτε>>.
Δεν ξέρω αν με συγχώρεσε, εδώ εγώ τον εαυτό μου δεν έχω καταφέρει να συγχωρέσω τελείως. Πάντως γύρισα πίσω, όπως μου είπε ο ατσίδας με τα μπλε, έβγαλα τα ρούχα μου και έκανα να μπω στο μπάνιο. Και τότε θυμήθηκα για ποιον λόγο δεν είχα μπει στο μπάνιο εξ αρχ

-Ο.Γ.Θ.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021



Ένα βράδυ γυρνούσα στο σπίτι μου, εκείνον τον καιρό που τα μαγαζιά ήταν ακόμα ανοιχτά και τις μάσκες τις φορούσαν μόνο οι επαγγελματίες. Είχα πιει αρκετά- επτά μπύρες, τρία σφηνάκια ένα ποτό και μετά στο Πολυτεχνείο που είχε πάρτι άλλες 4. Αν και ήμουν σε υπερένταση από το ποτό, ήμουν παράλληλα στο σημείο λίγο πριν να θέλω να κάνω εμετό εσκεμμένα για να ηρεμήσω και τόσο ώστε να μην μπορώ να περπατήσω κανονικά. Τέτοιες στιγμές την ανηφορίτσα για το σπίτι μου την κάνω, αντί για δέκα δευτερόλεπτα, πέντε λεπτά.
Ενώ περπατούσα, δεν σκεφτόμουν κάτι. Είναι από τις στιγμές που το κεφάλι δεν σκέφτεται τίποτα, μονάχα πότε θα φτάσει το σώμα στο κρεβάτι, για να κοιμηθεί. Επειδή είχα πιει αρκετά, κάποια στιγμή μαύρισαν όλα και βρέθηκα δυο στενά πάνω από το σπίτι μου, να προσπαθώ να ξεκλειδώσω μια άλλη εξώπορτα πολυκατοικίας. Μέχρι να το καταλάβω, κόντεψα να σπάσω το κλειδί. Έτσι, με αργές, πολύ αργές, κινήσεις έκανα μεταβολή και παραλίγο να πέσω. Κατάφερα, ωστόσο, να μείνω όρθιος. Χαμογελούσα δίχως λόγο. Ίσως το αυτό είναι ωραίο όταν μεθάς , αν δεν φρικάρεις, είσαι σε έναν δικό σου κόσμο που τουλάχιστον χαμογελάς δίχως λόγο και σου φαίνεται πως είσαι ο νικητής των πάντων, τουλάχιστον μέχρι να ξυπνήσεις και να μετανιώσεις για την προηγούμενη, Ω εσύ τρανέ νικητή!
Στα δεξιά μου έχει μια εκκλησία, τον άγιο Φανούριο. Την κοιτάζω και ασυναίσθητα κάνω τον σταυρό μου. Κάνω να φύγω και τότε ακούω μια φωνή. Παραξενεύομαι και μένω στη θέση μου. Είναι μια γυναίκα. Όχι πολύ μεγάλη, λίγο πιο μεγάλη από εμένα. Μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά της γιατί όπως εσείς, έτσι και εγώ δεν το κατάλαβα ότι ξημέρωσε. Είχε ξανθά μαλλιά σγουρά και....και.... Βασικά δεν θυμάμαι κάτι άλλο, δυσκολεύομαι να θυμηθώ κάτι παραπάνω, τελικά λάθος έκανα στην αρχή. Δε βαριέσαι, ας την ονομάσουμε Μαρία και σκεφτείτε εσείς μια Μαρία που γνωρίζετε και βάλτε την στη θέση αυτής. Φαινόταν ταλαιπωρημένη πάντως, αυτό το θυμάμαι καλά. Επίσης δάγκωνε ένα τσιγάρο. Πρέπει να την κοιτούσα επίμονα, γιατί με κατάλαβε και άρχισε να έρχεται τρεκλίζοντας προς τα έμενα. Είχα σκαλώσει, αλλά συνέχιζα να χαμογελάω. Με πλησίασε σε απόσταση αναπνοής και φύσηξε τον καπνό στη μούρη μου.
<<Ξέρεις,>> μου είπε -και μύρισα το τζιν στην αναπνοή της και διέκρινα το παράπονο στη φωνή της- << θα μπορούσα να έχω όλο τον κόσμο δικό μου. Αλλά φταίει το γαμημένο το κεφάλι μου>>.
Το στόμα μου είχε μουδιάσει αλλά κατάφερα να αρθρώσω μια πρόταση.
<<Ξέρεις, εγώ είμαι συγγραφέας. Ο πιο μεγάλος συγγραφέας που θα έχει υπάρξει τα τελευταία χρόνια. Αλλά, σσσσσσ μην το μάθει κανείς, ακόμη δεν το ξέρουν>>.
<< Είσαι συγγραφέας;>>.
<<Ναι αλλά αν με ακούσεις να μιλάω δεν θα το καταλάβεις. Δεν είμαι καλός με τις λέξεις>>.
<<Τότε πως είσαι καλός συγγραφέας;>>.
<<Πολύ καλή ερώτηση.  Όταν γράφεις είναι διαφ-. Μήπως είσαι αστυνομικός; Ή ψυχολόγος; Θα μου ήταν χρήσιμη μια ψυχολόγος τώρα>>.
<<Μπα. Εγώ είμαι απλά μια μπερδεμένη>>.
<<Και εγώ ένας βλαμμένος και ανειλικρινής που δεν πιστεύει στον εαυτό του. Σε νίκησα>>.
<<Είναι ωραίο να νιώθεις νικητής έστω μια στιγμή έτσι;>>.
<<Ναι ,φανταζ->>.
Μας διέκοψε ένα κορνάρισμα. Ήμασταν στην μέση του δρόμου. Σήκωσα το χέρι μου με τρόπο σα να ζητούσα συγγνώμη με το στόμα μου.
Κατεβήκαμε μαζί με την Μαρία και έφτασα μπροστά από την πόρτα της πολυκατοικίας μου.
<<Εγώ εδώ μένω.>>, της είπα.
<<Οπότε θα πούμε αντίο>>.
<<Αν ήμασταν ταινία, όμως, θα σε καλούσα πάνω και θα ερχόσουν και.....>>.
<<Μα δεν είναι ταινία>>.
Από μέσα μου άρχισα να τραγουδάω το La Vie En Rose από τον Louis Armstrong.
<<Τι ωραία θα ήταν να ήμασταν σε ταινία>>.
<<Μου λείπει, ξέρεις>>.
<<Τι;>>.
<<Ο εαυτός μου πριν γίνω έτσι όπως είμαι>>.
<<Θα το διορθώσεις. Πάνε πέσε για ύπνο. Χρειάζεσαι ξεκούραση>>.
<<Ξεκουράστηκα πολύ αυτά τα χρόνια. Χρειάζομαι μια μπύρα και ένα τετράδιο και θα δεις, εγώ.....είμαι πολλά περισσότερα από όσα δείχνω να ξέρεις. Δεν είμαι αυτό που δείχνω μόνο, να ξέρεις. Εγώ.....εγώ θα γίνω ο μεγαλύτερος συγγραφέας που πέρασε τα τελευταία χρόνια και μετά θα.... Εγώ θα τους δείξω. Και θα πάρω όσα μου αξίζουν ,όσα τα άφησα να μου γλιστρήσουν από τα χέρια. Εγώ.....εγώ απλά θέλω να......>>
<<Ξέρω τι θέλεις>>, με διέκοψε και η χροιά της φωνής της φανέρωνε συμπόνια.
<<Πως το ξέρεις;>>
<<Απλά το ξέρω. Δεν έχουν όλα εξήγηση. Απλά το ξέρω>>, είπε στο τέλος. Με φίλησε στο μάγουλο και έφυγε.
Ενώ ξεκλείδωνα, σκεφτόμουν τι να σημαίνει όλο αυτό. Ωστόσο η πόρτα πάλι δεν ξεκλείδωνε. Παραπάτησα πίσω και συνειδητοποίησα  ότι ήμουν πάλι σε λάθος πολυκατοικία.
Που σκατά έμενα;

-Ο.Γ.Θ.

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

 

Βυθίζομαι στην καρέκλα μου
Τα μάτια κλείνουν, βάρυναν, και το
Μυαλό μου πάλι κατεβάζει ιδεες και είναι γεμάτο με
Τόσες πολλές ιδέες που δεν μπορώ να τις αποτύπωσω όπως θέλω γι'αυτό γράφω ακόμη , και γι'αυτό, και
Μετά πάω για ύπνο και ξυπνάω
Και πειθώ τον εαυτό μου πως
Θα τα καταφέρω και σήμερα και τότε
Σηκώνομαι και ετοιμάζομαι.
Γι'αυτό θέλω να χτίσω μια ζωή
Που θα μπορω να κοιμάμαι
Όταν ο ήλιος ανεβαίνει
Και κανείς
Να μην με ενοχλεί,
γι'αυτό και γιατί
Έχουμε μόνο μια ζωή
Απο όσο γνωρίζω.
-Ο.Γ.Θ.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

 


Όταν κατάλαβα πως

Δεν μπορώ να νικήσω το σκοτάδι
Αλλά τουλάχιστον μπορώ
Να ρίξω λίγο φώς
Ίσα-ίσα
Για να μην φοβάμαι τόσο
Άνοιξα ένα παραθυράκι
Ίσα για να φύγει η σκόνη
Φύτεψα μια μανόλια
Που φροντίζω όσο μπορώ
Και άφησα ελεύθερο
Το μικρό γαλάζιο πουλί
Να πετάξει ελεύθερο μέσα στην καρδιά μου
Και τουλάχιστον τώρα
Δεν φοβάμαι πια
Τόσο.
-Ο.Γ.Θ.


 Καμιά φορά

Όταν είμαι στις μαύρες μου
Φαντάζομαι
Πως εγώ γράφω
Και γυρνάω το κεφάλι μου
Και εσύ είσαι πίσω στον καναπέ και ξαπλώνεις
Και έτσι νιώθω για λίγο
Πως σε έναν παράλληλο κόσμο
Έχω νικήσει τον εαυτό μου
Και εσύ δεν χάθηκες ποτέ.
-Ο.Γ.Θ.

 


Και αυτή η λέξη

Κρύβει τόσα όνειρα, τόσες ελπίδες
Μια παιδικότητα
Μα κρύβει και τόση ματαιότητα.
Λες <<κάποτε>> ή <<κάποια στιγμή>>
Και μέσα σε αυτές τι λέξεις
Κρύβεται δειλία
Κρύβονται τόσα αύριο
Που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
<<Κάποτε>>
Κρύβει την λέξη ποτέ
Και θα έπρεπε να το καταλάβουμε πιο νωρίς
Και να κάνουμε πιο συχνά το <<κάποτε>>
<<τώρα>>
Αλλά εμείς επιμένουμε ακόμα
Σε αυτό το <<κάποτε>>
Όχι όσο παλιότερα
Ό,τι πολυτιμότερο έχω
Σχεδόν.
-Ο.Γ.Θ

 


Κάτι πήγε λάθος

Κάτι συνεχίζει να πάει λάθος
Αλλιώς δεν τα είχαμε συμφωνήσει;
Μα δεν θέλουμε
Όχι δεν θέλουμε
Να ελευθερώσουμε
Το γαλάζιο πουλί.
Μα αφού δεν, όχι, δεν το ξεχνάω , όμως-.
Άσε με τώρα
Βάλε μου μόνο λίγο μουσική.
Να το ξες
Η μέρα εκείνη δεν θα αργήσει
Μόνο υποσχέσου μου πως
Θα είσαι εντάξει μέχρι τότε
Γιατί
Δεν τους αντέχω τους καβγάδες μάτια μου.
-Ο.Γ.Θ.

 


Τώρα που κάθομαι εδώ

Μοναχός
Μα όχι μόνος γιατί εδώ
Έχω τη μουσική μου,
τα βιβλία μου
τις ταινίες και τις σειρές μου
τους φίλους μου
και ας είναι μακριά
και ας χαθήκαμε κάπως
-εχω τις οικογένειες μου-
και το τετράδιο μου.
Τώρα που κάθομαι εδώ
Μα δεν είμαι εδώ ακριβώς
Είμαι κάπου αλλού, ως συνήθως
Μεταξύ ενός παρελθόντος που με λύγισε
Του παρόντος που δεν ξέρω τι μου επιφυλάσσει
Και ενός μέλλοντος
Που με φοβίζει λίγο
Μήπως και δεν έρθει ποτέ
Μήπως και δεν έρθει όπως το θέλω
Και όλα όσα κάνω αποβούν μάταια-
Μα δεν ελέγχεις πάντα
Ό,τι συμβαίνει στη ζωή σου
Απλά κανείς ότι καλύτερο μπορείς.....
-Ο.Γ.Θ

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...