Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021






Όλο αυτό συνέβη σε μια εποχή προ-Covid, όπου τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά και βγαίναμε έξω,  χωρίς μάσκες και ο καθένας μπορούσε να φύγει ό,τι ώρα ήθελε για το σπίτι του.
.
.
.
Έπαιζε το Dum Dum Boys του Iggy Pop στα ακουστικά. Κουνούσα το κεφάλι μου πάνω κάτω στον ρυθμό και με φανταζόμουν σαν έναν ροκ σταρ, να τραγουδάω κομμάτια σε συναυλίες σε όλο τον κόσμο και το κοινό από κάτω να παθιάζεται μαζί μου. Δεν ξέρω για πόση ώρα έπαιζε συνεχόμενα, γιατί, όπως συνειδητοποίησα μετά, καθόμουν σε στάση λεωφορείου και πρέπει να με είχε πάρει ο ύπνος ή να είχαν μαυρίσει όλα για ώρα, δεν είμαι σίγουρος. Όταν άνοιξα τα μάτια μου - δεν το λέω με σιγουριά ότι τα είχα κλειστά βέβαια- όταν τελοσπάντων μπορούσα πάλι να καταλάβω τι συνέβαινε γύρω μου, έριξα μία ματιά γύρω μου. Βρισκόμουν στη στάση έξω από την ΧΑΝΘ. Το κινητό μου χτυπούσε. Ήταν ο φίλος μου ο Χάρης. Ήμασταν μαζί έξω ,στο Colombia.
<<Έλα ρε>>.
<<Έλα ρε τι λέει;>>.
<<Καλά. Έφυγες από το μαγαζί;>>.
<<Ποιο...Ναι ρε, στάση είμαι. Εσύ που είσαι;>>.
<<Ήρθα σπίτι με τον Σάκη και τον Σπύρο. Άκου εδώ. Μπήκε ένα σκυλί μαζί μας από την είσοδο και έχει καθίσει έξω από την πόρτα του διαμερίσματός μου>>.
<<Λέγε ρε>>.
<<Ψήνεις να έρθεις για βοήθεια;>>.
<<Είμαι γάμησε τα. Θα πάω σπίτι>>.
<<Καλώς. Τα λέμε αν είναι>>.
<<Καλό βράδυ>>.
Πρέπει να με ξαναπήρε ο ύπνος ή να έχασα τις αισθήσεις μου. Μάλλον το δεύτερο. Γιατί τώρα καθόμουν λίγο πιο πέρα από το Makedonia Palace . Έβγαλα το κινητό μου και πήρα τον Χάρη.
<<Έλα ρε με πήρες τηλέφωνο;>>.
<<Ναι πριν κάνα εικοσάλεπτο>>.
<<Α>>
<<Χαχαχχαχαχα>>.
<<Χαχαχαχαχα>>.
<<Γάμησε τα έχω σκαλώσει. Το διώξατε το σκυλί;>>.
<<Ναι. Ο Σάκης πήρε κάτι λουκάνικα και του πέταξε ένα στις σκάλες μπας και το μυρίσει και φύγει αλλά δεν ψήθηκε. Τελικά το βάρεσε με τα λουκάνικα και έφυγε>>.
<<Χαχαχαχαχχααχ. Λέγε>>.
<<Ναι γάμησε τα.>>.
<<Καλώς. Οκ ρε, τα λέμε αν είναι>>.
<<Άντε ρε>>.
Έβαλα το κινητό μου στην τσέπη και ευχήθηκα να μην ξανασβήσουν όλα γιατί έπρεπε να πάω σπίτι επιτέλους. Κοίταξα την ώρα, ήταν κοντά 4:30, βράδυ Δευτέρας- οι καλύτερες μέρες για να βγαίνεις έξω αν είσαι φοιτητής είναι οι καθημερινές, αυτό είχα καταλάβει. Ζαλιζόμουν και άνετα μπορούσα να κοιμηθώ κάτω στο κρύο, κρύο πάτωμα. Η κοιλιά μου ήταν πρησμένη από τις μπύρες, τα ουίσκι και δύο- τρία σφηνάκια με ρούμι. Άσε που έπρεπε να ανηφορίσω μέχρι το σπίτι μου. Νηφάλιος θα μου έπαιρνε κοντά στα είκοσι λεπτά περπάτημα, ενώ, έτσι όπως ήμουν, παίζει και παραπάνω από μια ώρα. Για ταξί ούτε λόγος, δεν τους πάω μια , εκτός αν είναι ανάγκη και επίσης τα λεφτά που θα ξόδευα για το ταξί ίσως να κόστιζαν και δύο μπύρες της επόμενης ή της μεθεπόμενης ημέρας. Έτσι, το έκοψα με τα πόδια. Τώρα στα ακουστικά έπαιζε το Lady D' Arbanville του Cat Stevens. Είχα φτάσει σε εκείνο το σημείο που δεν σκεφτόμουν και κάτι, πέραν από το κρεβάτι μου και το οτι έπρεπε να ξυπνήσω πάλι αύριο. Σκέψη όχι μπολιασμένη με ματαιοδοξία, απλά είχα μάθημα το απόγευμα και θα έπρεπε να πάω . Και για κάποιο λόγο που δεν μπορούσα να προσδιορίσω ακριβώς, αισθανόμουν συνεχώς κουρασμένος. Αν μπορούσα θα κοιμόμουν συνεχόμενα καμιά δεκαριά χρόνια άνετα, αλλά κανένας καριόλης, και κυρίως ο ίδιος μου ο εαυτός, δεν θα μου το επέτρεπε αυτό.
Έτσι συνέχισα να περπατάω.
Ωστόσο, όντας σε αυτήν την κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου και εφόσον το αλκοόλ ρίχνει κάθε άμυνα και αναστολή, αποφάσισα, στην τρέλα - ή καλύτερα ηλιθιότητα- της στιγμής να κάνω κάτι που εκείνη τη στιγμή στο μυαλό μου μού φάνηκε τόσο μα τόσο αστείο.
Όταν έφτασα στην Παπαναστασίου, στο ύψος του Ευκλείδη περίπου, περίμενα μέχρι το φανάρι να γίνει κόκκινο και να μαζευτούν μερικά αμάξια- ευτυχώς δεν είχε αρχίσει να ξημερώνει ακόμη. Έγινε τελικά κόκκινο και είχαν μαζευτεί καμιά πέντε αμάξια. Έτσι πήγα και στάθηκα μπροστά στο πρώτο αμάξι.
Δεν κόρναραν ούτε τίποτα. Δεν είχαν ιδέα τι επρόκειτο να συμβεί. Έτσι, χαμογέλασα, σήκωσα τα χέρια μου στον αέρα και φώναξα: <<ΚΟΥΒΑΛΑΩ ΤΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΜΟΥ ΠΟΥ ΤΑ ΚΟΥΒΑΛΑΝΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ. ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΚΑΙ ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟ>>, και κατέβασα το παντελόνι μου και τους έδειξα τον κώλο μου, που αμέσως τo σήκωσα και άρχισα να τρέχω. Και έτρεχα, και έτρεχα τόσο γρήγορα που η ανάσα μου άρχισε να κόβεται, έτρεχα σα να προσπαθούσα να ξεφύγω από κάτι το οποίο με κυνηγούσε, με καταδίωκε, κάτι από το οποίο έπρεπε oπωσδήποτε να ξεφύγω και όμως, όταν σταμάτησα για να ξεκλειδώσω και πήρα επιτέλους την πολυπόθητη ανάσα που λαχταρούσα, ένιωσα λες και εκείνο από το οποίο προσπαθούσα να ξεφύγω με έφτασε πάλι δίχως ιδιαίτερο κόπο. Και ίσως είναι αλήθεια πως από αυτά που τρέχουμε να ξεφύγουμε, όσο και να το προσπαθούμε, αν μονάχα προσπαθούμε έτσι άτσαλα να τους ξεφύγουμε, δεν τα καταφέρουμε ποτέ πραγματικά.
Όταν ξύπνησα, κατά τις 2 το μεσημέρι περίπου, πήρα το κινητό και άνοιξα το wifi. Είδα μήνυμα από τον φίλο μου τον Αλέξανδρο. Το είχε στείλει κατά τις πέντε το πρωί.
Ήταν μια φωτογραφία.
Γέλασα.
Δεν θα μεγαλώσω ποτέ, σκέφτηκα.
-Ο.Γ.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...