Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021



Όταν ο Δημήτρης γύρισε πλευρό, ξύπνησε. Ευχόταν να μην είχε ξυπνήσει, βέβαια, αλλά μιας και είχε ξυπνήσει, τουλάχιστον να μην έχει πάει ακόμα επτά και μισή, να μην άκουγε σε λίγα δευτερόλεπτα το ξυπνητήρι να χτυπάει-  ένας γαλήνιος και ηλίθιος γενικός ήχος κιθάρας- ή , το χειρότερο, να είχε αργήσει να ξυπνήσει. Ανοίγοντας τα μάτια του, τρόμαξε- μια φιγούρα τον κοιτούσε. Άργησε να καταλάβει ποιος, ή καλύτερα ποια, ήταν.
<<Όλη την βδομάδα  το περίμενα αυτό. Καλημέρα ηλιαχτίδα>>, ψιθύρισε η φιγούρα χαχανίζοντας. Δύο δευτερόλεπτα μετά είχε ανοίξει το φως.
<<Στο καλό σου Τάνια, με τρόμαξες >>.
<<Όταν το κάνεις εσύ είναι καλά;>>.
<<Αποφασίσαμε πως ένας από εμάς θα είναι ο αστείος σε αυτή την σχέση και το καπάρωσα από την αρχή>>.
<<Μόνος σου τα λες, αλλά όσο είσαι χαρούμενος, δεν λέω κάτι>>.
<<Πότε γύρισες;>>.
<<Δεν έχω πολύ ώρα>>.
<<Τι ώρα πήγε;>>.
<<Οκτώ;>>.
<<ΟΚ->>.
Ο Δημήτρης πετάχτηκε πάνω και έτρεξε προς την τουαλέτα. Ένας γδούπος ακούστηκε. Η Τάνια έτριψε τα μάτια της και κατευθύνθηκε αργά προς τον γδούπο . Ο Δημήτρης είχε πέσει κάτω.
<<Σάββατο είναι ε;>>, την ρώτησε με τη μούρη του να ακουμπάει το έδαφος.
<<Τουλάχιστον να έχεις τα γυαλιά σου δίπλα από το κρεβάτι ή να τα φοράς όσο κοιμάσαι. Θα γλυτώνεις το χτύπημα>>.
<<Εγώ φταίω που αγχώνομαι;>>.
<<Ε, λίγο>>.
<<Κάθε βδομάδα είναι σα να ζω το ίδιο πράγμα>>.
Ο Δημήτρης είχε σηκωθεί στο μεταξύ και έπλενε τα δόντια του.
<<Γιατί πλένεις τα δόντια σου; Αφού θα κοιμηθούμε τώρα>>.
Ο Δημήτρης σταμάτησε και την κοίταξε.
<<μπρνθςνφιιιιουμ>>.
<<Πως;>>.
Ξέπλυνε την οδοντόβουρτσα και το στόμα του με νερό.
<<Λέω, μπορεί να θες να φιληθούμε και το στόμα μου βρωμάει>>.
<<Άχου μωρέ το καβουράκι μου με σκέφτεται>>.
Τον πλησίασε και τον φίλησε.
<<Πως πήγε η δουλειά;>>.
<<Νέκρα. Ειδικά με αυτόν τον Covid δεν πατάει σχεδόν κανένας στο μαγαζί. Τώρα το πρωί μόνο είχαμε κάτι. Εσύ έκανες πρόοδο με το βιβλίο σου;>>.
<<Ναι, σκέφτηκα πολύ σοβαρά και κατέληξα στο οτι πρέπει να το βγάλω φωτοτυπία και να το βάλω  φωτιά. Είναι χάλια>>.
<<Γιατί το λες αυτό;>>.
<<Γιατί είναι. Μέχρι τις τέσσερις παιδευόμουν και έγραψα μόλις δύο σελίδες. Και η πλοκή είναι ηλίθια>>, είπε με απόγνωση και έξυσε το καραφλό κεφάλι του. Πήγε μέσα στο δωμάτιο , όπου είχε το γραφείο του. Κάθισε στην καρέκλα του και σταύρωσε τα χέρια του. Η Τάνια πήγε και στάθηκε στην πόρτα. Έμεινε για λίγη ώρα σιωπηλή, κατσουφιασμένη. Έπειτα, προχώρησε και τον πλησίασε. Άρχισε να του χαϊδεύει το κεφάλι, αφού τον φίλησε στο μάγουλο.
<<Μην στεναχωριέσαι. Έχεις ωραίες ιδέες. Μην τα παρατάς>>.
<<Ναι γιατί οι ιδέες είναι που σε ταίζουν. Τι έχω καταφέρει ως τώρα Τάνια; Μου λες; Είμαι 28, τα άφησα όλα γιατί είχα ένα όνειρο, οι γονείς μου δεν μου μιλάνε, οι φίλοι μου προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα και δεν θέλω να τους γίνομαι βάρος, δουλεύω για να βγάζω τα προς το ζην και για να μην γίνομαι βάρος κανενός και τίποτα από αυτά δεν φαίνεται να λειτουργεί. Όλα όσα έχω κάνει και όλα όσα έχω σχεδιάσει θα πάνε στράφι. Ίσως να έπρεπε να μείνω στο γραφείο του πατέρα μου. Ίσως θα έπρεπε να μην με απασχολούν ανόητα παιδικά όνειρα. Ζούμε σε έναν κόσμο μεγάλων και εγώ έχω κολλήσει ακόμη στην εποχή που πίστευα στον Άι- Βασίλη>>.
<<Ακόμα πιστεύεις στον Αι- Βασίλη>>.
<<Βλέπεις; Εγώ- .Μα τι κάνω; Συγγνώμη. Είσαι κουρασμένη. Συγγνώμη. Σκατά, σκατά. Έλα εδώ>>, της είπε και αγκαλιάστηκαν.
(Και η αγκαλιά τους, αν και για μερικά δευτερόλεπτα, ήταν αρκετή, τουλάχιστον γι' αυτόν)
Εντελώς ξαφνικά, κάτι τράβηξε την προσοχή του Δημήτρη προτού σταματήσουν την αγκαλιά και τον έκανε να ανοίξει τα μάτια του. Η Τάνια κατάλαβε αμέσως πως κάτι πήγαινε λάθος, πλέον τον ήξερε πολύ καλά
<<Τι είναι;>>, τον ρώτησε  προβληματισμένη.
<<Νόμιζα πως κάτι άκουσ-. Να' το, ξανά!>>.
<<Τι ακούς;>>.
<<Από που έρχεται ο θόρυβος;>>.
Σαν σκύλος που μύριζε κάτι που του τράβηξε την προσοχή, βγήκε έξω από το δωμάτιο του.
<<Το ακούω Τάνια, το ακούω!>>
<<Με τρομάζεις Δημήτρη. Τι ακούς;>>.
<<Δεν το ακούς και εσύ;>>, είπε και με τα χέρια του της έκανε νόημα να χαμηλώσουν τον τόνο των φωνών τους. 
<<Να' το πάλι. Έρχεται από....>>, και έτρεξε στην κουζίνα.  Και μετά στο σαλόνι. Και μετά στο δωμάτιο του. Έτρεχε σαν παλαβός εδώ και εκεί και η Τάνια τον ακολουθούσε, μέχρι αυτός να σταματήσει πάνω στο κρεβάτι του. Αγκάλιασε τα γόνατα του και <<Δεν είμαι εδώ, αυτό δεν συμβαίνει, δεν είμαι εδώ, αυτό δεν συμβαίνει, δεν είμαι εδώ, αυτό δεν συμβαίνει...>>, μουρμούριζε, ενώ πήγαινε το σώμα του μπρος πίσω.
<<Κάν'τα να σταματήσουν. Καν' τα να σταματήσουν. Τα γέλια, καν' τα να σταματήσουν Τάνια!>>. 
<<Σσσσσσ, όλα θα πάνε καλά. Όλα θα πάνε καλά Δημήτρη. Ηρέμησε. Ηρέμησε. Είμαι εγώ εδώ για σένα>>, τον παρότρυνε κολλημένη πάνω του.
Σταδιακά, ο Δημήτρης σταμάτησε να τρέμει. Γύρισε και την κοίταξε.
<<Είναι, είναι αυτά τα γέλια, τα ίδια γέλια πάντα. Όπως ακούγονταν στα Φιλαράκια. Κάποιος γελάει με εμένα Τάνια, κάποιος γελάει εμένα>>.
<<Κανένας δεν γελάει με εσένα Δημήτρη Στο μυαλό σου είναι όλα>>.
<<Ο αόρατος εχθρός. Πως να νικήσεις κάτι που δεν μπορείς να δείς; Ο εαυτός μου γελάει με εμένα και όλοι γελάνε μεταξύ τους. Είναι βάναυσο!>> .
Τότε η Τάνια σηκώθηκε όρθια, πιάνοντάς του το χέρι. Ο Δημήτρης σήκωσε το κεφάλι του αργά και την κοίταξε.
<<Έλα σήκω>>, του είπε, <<πάμε μια βόλτα>>.
<<Μα είσαι κουρασμένη. Τώρα γύρισες>>.
<<Θα κοιμηθώ μισή ώρα αργότερα, χαλάλι>>.
<<Όχι, πρέπει να ξεκουραστείς. Άστο, νιώθω καλύτερα. Πάνε άλλαξε και έλα να ξαπλώσεις.>>.
Λίγα λεπτά μετά η Τάνια είχε φορέσει τις πυτζάμες της. Ο Δημήτρης την περίμενε ξαπλωμένος, με ένα βιβλίο στο χέρι.
<<Τι διαβάζεις;>>, τον ρώτησε ενώ έμπαινε κάτω από το πάπλωμα.
<<Το Καμασούτρα>>.
<<Μμμμμ, αστείε>>
<<Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, του Λειβαδίτη>>.
<< Διάβασε μου το σημείο που είσαι τώρα>>.
<<Μισό. Ωραία:                                           Πολύτιμος Στίχος.
                           Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον, είμαστε κιόλας νεκροί.>>.
<<Ενδιαφέρον>>.
<<Έλα να κοιμηθούμε τώρα>>.
<<Έχω λίγη υπερένταση ακόμη. Θες να μου τραγουδήσεις κάτι;>>.
<<Είσαι σίγουρη; Ξες οτι δεν έχω καλή φωνή>>.
<<Δεν πειράζει. Ό, τι θέλεις. Οκ;>>.
<<Άντε καλά (πλησιάζει στο αυτί της και μειδιάζει)Ι WANNA SLIT YOUR THROAT AND FUCK THE WOUND>>, γρύλισε σαν αδέξιος Corey Taylor
Η Τάνια πετάχτηκε πάνω και τον χτύπησε στη μύτη με το κεφάλι της καταλάθος, φωνάζοντας:  <<ΕΙΣΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣ>>. Ωστόσο δεν του θύμωσε.
Λίγα λεπτά μετά, η αιμορραγία έχει σταματήσει και είναι πάλι στην ίδια θέση.
<<Αυτή την φορά σοβαρά ε;>>.
<<Αυτή την φορά σοβαρά. Πάμε. 
Now, the night is coming to an end/ The sun will rise and we will try again/ Ohhhh, ohhhh,ohhhhhh/ Stay alive, stay alive for me/ you will die, but now your life is free/Take pride in what is sure/ to die>>.
Η Τάνια, που είχε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του, ένιωσε την κορυφή του κεφαλιού της υγρή. Σήκωσε το βλέμμα της. Ο Δημήτρης κοίταζε το κενό, με υγρά μάτια.
<<Τι έπαθες; Κλαις;>>.
<<Όχι. Άρχισε να βρέχει>>.
<<Άρχισε να βρέχει;>>.
<<Ναι. Περίεργο ε; Άρχισε να βρέχει μέσα στο σπίτι>>
<<Τουλάχιστον σταμάτησαν;>>>
<<Για την ώρα ναι>>.
<<Πέσε κοιμήσου τώρα. Το χρειάζεσαι περισσότερο από εμένα>>.
<<Καληνύχτα Τάνια>>.
<<Καληνύχτα Δημήτρη>>.
Και έτσι η Τάνια κοιμήθηκε μέχρι να ξυπνήσει πάλι κατά το μεσημέρι, δίχως ξυπνητήρι όμως γιατί δεν δούλευε. Ο Δημήτρης ξύπνησε νωρίτερα από αυτήν και χουζούρεψε. Τελικά αναγκάστηκε να σηκωθεί γιατί τον έπιασαν κατουρόκαυλες και μετά κάθισε να γράψει. 
Και, ενώ ήταν στην περισυλλογή του, θαύμαζε, παράλληλα,  την φιγούρα της Τάνιας, της κοπέλας του και ό, τι αυτή αντιπροσώπευε, πόσο γαλήνια φαινόταν όπως κοιμόταν, ενώ λίγο χαριτωμένο, κατά την άποψη του, σαλάκι, έπεφτε από το στόμα της στο μαξιλάρι και πόσο γαλήνιο τον έκανε. Και σκέφτηκε, πόσο φυσιολογικά μοιάζουν όλα τώρα, πόσο ωραίο θα ήταν να έμοιαζαν όλα φυσιολογικά για πάντα.
-Ο.Γ.Θ.
 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...