Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021





Ήταν μεσημέρι Αυγούστου, το καλοκαίρι προτού πάει στην Τετάρτη Δημοτικού. Είχε μόλις γυρίσει  στο σπίτι του από έξω. Εκείνη την ημέρα με τους φίλους του συνέχιζαν να παίζουν ''Ρολόι'' στην μπασκέτα του Δημοτικού του χωριού του για τρίτη συνεχόμενη μέρα.  Αύγουστος, λοιπόν, και εκείνο το μεσημέρι κατεβαίνει από το ποδήλατο του για να ανοίξει την καγκελωτή πόρτα, που βρίσκεται στην μπροστινή όψη του σπιτιού του, για να να μπει μέσα στην αυλή.  Ανοίγει την πόρτα, ενώ σκέφτεται πότε θα μεγαλώσουν επιτέλους οι τρίχες στα πόδια του, γιατί ζηλεύει τους μεγάλους που έχουν τόσες τρίχες. Την σκέψη αυτή διακόπτει  ένα κοπάδι αδέσποτων κόπρων, καμιά 5-6, οι οποίοι τότε ήταν πολυπληθείς στο χωριό του, που κατεβαίνουν την κατηφόρα έξω από το σπίτι του. Τους κοιτάζει με χαρά και λίγο απόγνωση, γιατί πάντα ήθελε αυτός και τα αδέρφια του να πάρουν ένα σκυλάκι για κατοικίδιο αλλά οι γονείς του και η γιαγιά του, η οποία έμενε στο δίπλα ακριβώς σπίτι, έχουν άλλη άποψη. Λένε πως είναι μεγάλη ευθύνη, σα να φροντίζεις άνθρωπο ,και τέτοια. Η γιαγιά του επίσης φοβόταν τα σκυλιά. Κάθε Κυριακή που πήγαινε μαζί της στα μνήματα για να φροντίσουν τον τάφο του παππού του, η γιαγιά του πάντα έσκυβε, γράπωνε μια πέτρα και την κρατούσε γερά στο δεξί της χέρι. Η γιαγιά του ήταν μια μεγάλη γυναίκα που φοβόταν τα σκυλιά, γιατί είχε μεγαλώσει σε μια άλλη εποχή.
Τοποθέτησε το ποδήλατο του σε θέση που θα μπορούσε να το βγάλει το απόγευμα εύκολα, προκειμένου να πάει να ξαναπαίξει. Χτύπησε την πόρτα για να μπει μέσα. Του άνοιξε ο πατέρας του, με το άσπρο φανελάκι του, το μουστάκι του και το δασύτριχο στήθος του. <<Δημήτρη, πέταξε τα σκουπίδια πρώτα>>, του είπε και ο μικρός Δημήτρης υπάκουσε. 
Έσκυψε για να σηκώσει την σακούλα και, ενώ γυρνούσε για βγει έξω, παρατήρησε πως ένα σκυλί, μικρό, μαύρο, χωρίς πολύ τρίχωμα και με την γλώσσα έξω, είχε σταθεί έξω από την πόρτα , σα να μύριζε κάτι, σαν να του είχε κινήσει κάτι το ενδιαφέρον. Ο πατέρας του νόμιζε πως ο μικρός Δημήτρης το φοβήθηκε, οπότε άρχισε να το τρομάζει για να φύγει, χτυπώντας το πόδι του δυνατά κάτω και φωνάζοντας <<ΣΙΟΥΤ, ΦΕΥΓΑ ΑΠΌ ΕΔΏ>>.  Το σκυλί εν τέλει απομακρύνθηκε αλλά όχι πολύ μακριά, πήγε λίγο πιο πέρα από το δένδρο που υπήρχε ακριβώς έξω από το σπίτι τους, δίπλα από το γκαράζ, πέντε βήματα μακριά.
Την επόμενη ημέρα, το σκυλάκι ήταν πάλι απ' έξω. Οι γονείς του Δημήτρη είχαν πέσει για ύπνο, όπως και τα αδέρφια του. Έτσι, με ήσυχα βήματα, άνοιξε το ψυγείο, έκοψε λίγο σαλάμι και άνοιξε την πόρτα. Χαμογέλασε στο σκυλί και του το πέταξε για να το φάει. Το ίδιο έκανε και τις επόμενες ημέρες με το φαγητό που περίσσευε, δεν το πετούσε όλο στην πίσω μεριά, όπου μάχονταν οι γάτες της γειτονιάς για να το καταβροχθίσουν,  αλλά κρατούσε και λίγο για τον φίλο του.  Το κρατούσε σφιχτά στην παλάμη του και  το πετούσε κρυφά, δίπλα από εκείνο το δένδρο, λίγο πριν μπει στην αυλή,  και ο φίλος του, κάθε μεσημέρι, πιστά , ερχόταν την ίδια ώρα περίπου και έτρωγε.
Είχε περάσει λίγος καιρός, καμιά εβδομάδα περίπου, όταν ένα πρωί,  ενώ έτρωγε τα δημητριακά του μπροστά από την τηλεόραση,  είδε την μητέρα του,  που είχε βγει για να καθαρίσει το μπαλκόνι, να κρατάει στο δεξί της χέρι ένα ξύλο και στην κορυφή αυτού ένα σουτιέν. Φαινόταν απορημένη και πήγε στο κάδο για να το πετάξει. Ο Δημήτρης δεν έδωσε άλλο σημασία και συνέχισε να τρώει τα δημητριακά του.
Ήταν Σάββατο μεσημέρι. Ο Δημήτρης έβλεπε Φιλαράκια στην τηλεόραση. Καθόταν στο σαλόνι, στην πολυθρόνα, η οποία ήταν δίπλα στο παράθυρο. Όταν το κανάλι έβαλε διαφημίσεις, κοίταξε προς τα έξω, στον δρόμο. Τότε, είδε το σκυλί να αφήνει κάτι μαύρο μπροστά από το σπίτι τους και να φεύγει. Βγήκε έξω και είδε πως ήταν ένα εσώρουχο- το ίδιο απόγευμα η μητέρα του , που είχε βγει για δουλειές στην αυλή, μιλούσε με την γειτόνισσα από τον πάνω δρόμο, η οποία της είπε πως κάποιος της είχε κλέψει ένα σουτιέν και ένα βρακί από τα απλωμένα ρούχα. Ο Δημήτρης χαζογέλασε όταν το άκουσε. Ο νέος του φίλος του τους άφηνε δωράκια για να τους ευχαριστήσει για την φιλοξενία και την θαλπωρή που του έδειχνα
Ώσπου ένα πρωί, ο Δημήτρης βρισκόταν δίπλα από τον κήπο που είχαν στην αυλή του σπιτιού τους και βαρούσε σουτάκια στην αυτοσχέδια μπασκέτα που  είχε φτιάξει ο πατέρας του. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και ο νέος του φίλος μπήκε μέσα. Ήταν έτοιμος να ρίξει σουτ, όταν ένιωσε κάτι μαλλιαρό στο πόδι του και τρόμαξε. Κοίταξε κάτω και χαμογέλασε πάλι. Άρχισε να παίζει μαζί του και να το χαϊδεύει την κοιλιά με το πόδι του. Έπειτα από λίγο, το σκυλί έτρεξε στο γρασίδι για να τρέξει. Ο Δημήτρης το άφησε να πάει εκεί αλλά είναι μια απόφαση που την μετανιώνει οικτρά. Γιατί η γιαγιά του είχε γυρίσει από την βόλτα της. Είδε το σκυλί αυτό και φοβήθηκε. Έβγαλε σιγά-σιγά την παντόφλα της, το πλησίασε τόσο ώστε να μην φύγει, σημάδεψε και το πέτυχε στο κεφάλι. Ακούστηκαν αλυχτίσματα και ο Δημήτρης γύρισε αμέσως το κεφάλι του. Το σκυλί έτρεχε να ξεφύγει και βγήκε κακήν κακώς από την πόρτα που μπήκε και η γιαγιά του είχε πάρει μια έκφραση ικανοποίησης. Ο Δημήτρης άφησε την μπάλα και πήγε κοντά στην γιαγιά του, η οποία φορούσε την παντόφλα της.
<<Γιατί το χτύπησες γιαγιά;>>.
<<Είναι αρρωστιάρικα αυτά. Μακριά.>>.
<<Δεν πείραζε κάποιον>>.
<<Αυτά δαγκώνουν. Δεν είναι καλά>>.
<<Εντάξει γιαγιά>>. 
<<Άντε έλα να καθίσεις μαζί μου>>.
<<Θέλω να παίξω λίγο μπάσκετ>>.
<<Ο Σταύρος απέναντι πάντα κάθεται με την γιαγιά του. Όλη μέρα είναι σε αυτήν. Είναι καλό παιδί αυτό>>, του είπε επικριτικά,  προσπαθώντας να τον γεμίσει τύψεις και έφυγε. Η γιαγιά του ήταν μια γυναίκα μόνη για πολλά χρόνια. Η γιαγιά του φοβόταν τα σκυλιά. Η γιαγιά του είχε μεγαλώσει σε μια άλλη εποχή.
Ωστόσο ο Δημήτρης συνέχισε να ρίχνει σουτάκια.
-Ο.Γ.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...