Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023




Δίπλα στο κομοδίνο μου στο σπίτι των γονιών μου

Υπάρχουν δύο λούτρινα σκυλάκια.

Τα είχα πάρει μικρός, ο πατέρας μου δηλαδή μού τα πήρε 

Με κάτι κουπόνια από ένα σούπερ μάρκετ.

Κάποια στιγμή τα θεωρούσα ως τους καλύτερους φίλους μου-

Πόσα βράδια , θυμάμαι, τα κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου, μιλώντας, χαϊδεύοντας τα λες και ήταν 

Αληθινά.

Όλο αυτό με ηρεμούσε.

Είχαν πάντα την ίδια έκφραση. Τους έδωσα και ονόματα που δεν θυμάμαι πια.

Πριν πέσω για ύπνο, τα τοποθετούσα το ένα πλάτη στο άλλο και ψιθύριζα,

Εσύ να προσέχεις αυτούς και εσύ εκείνους, γιατί τους αγαπάω και δεν θέλω να πάθουν κάποιο κακό, εντάξει; Καλό βράδυ τώρα, σας αγαπώ! , και έκλεινα τα μάτια μου.

Και ,αν τύχαινε να ξυπνήσω μέσα στο βράδυ, ήταν ακόμα στη θέση τους-

Αμίλητα, χαμογελαστά, πανέμορφα!

Μέχρι σήμερα, τα αρκουδάκια αυτά είναι εκεί

Όχι για να μου θυμίζουν κάτι συγκεκριμένο,

Είναι απλά εκεί.

Ίσως για να μου θυμίζουν

Πως κάποια πράγματα μένουν απλά

Εκεί.

Ίσως να είναι ακόμα εκεί για να μου θυμίζουν

Το πέρασμα του χρόνου

Και πόσο διαφορετικοί γινόμαστε και πόσο ίδιοι παραμένουμε μέσα σε αυτό.

Μα ίσως

Χειρότερα

Γιατί κανείς δε νοιάζεται

Πλέον

Γι'αυτα.

- Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023




Προσπαθούσα να διαβάσω ένα βιβλίο, αλλά δεν με άφηναν. Δεν εννοώ οτι με κρατούσαν αιχμάλωτο και με βασάνιζαν ή κάτι τέτοιο, ούτε είμαι κανένας παράξενος με ιδιαίτερες απαιτήσεις, αλλά, όπως κάθε άνθρωπος, έχω και εγώ μερικές απαιτήσεις όταν κάνω κάποια πράγματα. Μέσα στο σπίτι εκείνη τη στιγμή είχε πολύ φασαρία και, όσο και να γυρνούσα τις σελίδες, έπρεπε να πάω πίσω πάλι, καταλήγοντας να διαβάζω τις ίδιες παραγράφους, ξανά και ξανά. Αναστατώθηκα. Δεν μου είχαν κάνει κάτι συγκεκριμένα, η μαμά και τα αδέρφια μου εννοώ, ίσα-ίσα, η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη, αλλά εγώ απλά ήθελα να διαβάσω τον ΜακΚάρθυ μου και να ηρεμήσω. Ακόμα και όταν πήγα στο δωμάτιό μου και νόμιζα πως ήμουν εντάξει, οι ψίθυροι από το σαλόνι πάλι με αποσυντόνιζαν. Ήθελα να σηκωθώ, να πάω μέσα και να φωνάξω ένα ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ, αλλά δεν το έκανα. Αντ' αυτού, άφησα το βιβλίο κάτω, πήρα το μπουφάν από το  δωμάτιο μου και είπα πως θα πήγαινα μια βόλτα. 
Ήταν περασμένες δέκα. Χιόνιζε και μου άρεσε όταν ήμουν στο χωριό και χιόνιζε, με γαλήνευε. Άνοιξα το κινητό μου, είδα τη ώρα και το έβαλα πάλι στην τσέπη. Είχα τα ακουστικά μαζί μου, αλλά δεν τα φόρεσα. Αποζητούσα την απόλυτη σιωπή, την ιδανική ηρεμία.
Φυσούσε, ένα απαλό αεράκι. Οι χιονονιφάδες στροβιλίζονταν σα να χόρευαν χωρίς ρυθμό μπροστά μου, για να χαθούν αμέσως από το οπτικό μου πεδίο και να εμφανιστούν άλλες στη θέση τους. Παρατηρούσα αυτό το θέαμα και γαλήνευα όλο και περισσότερο. Έβγαλα το αριστερό μου χέρι από την τσέπη και το τέντωσα στον αέρα, να αιωρείται, με τις χιονονιφάδες να ακουμπάνε πάνω και να λιώνουν αμέσως. Ένιωθα λες και ήμουν πάλι εφτά χρονών και ήταν πρωί Χριστουγέννων και έβγαινα με τον πατέρα μου για να παίξουμε με το χιόνι και να φτιάξουμε χιονάνθρωπο. Το χέρι μου είχε μικρύνει και το σώμα μου είχε μικρύνει και η ηλικία μου είχε μικρύνει και η αντίληψή μου είχε μικρύνει και όλα φαινόντουσαν πιο μικρά και πιο απλά και-
ένα κορνάρισμα- και ο μπαμπάς πέθανε κάποια στιγμή, τα αδέρφια μου μεγάλωσαν και εγώ βγήκα μια βόλτα, γιατί δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ να διαβάσω το βιβλίο μου. Στεκόμουν στην άκρη του δρόμου και έτσι δεν κατάλαβα για ποιο λόγο με κόρναραν. Ωστόσο, όταν το αμάξι πλησίασε και άνοιξε το παράθυρο, είδα πως ήταν ο <<...Λάζο; Εσύ είσαι;>>.
<<Που' σαι ρε Μήτσο; Μπες μέσα!>>
Άνοιξα την πόρτα, κάθισα στη θέση του συνοδηγού και την έκλεισα. 
Με τον Λάζο είχαμε ένα χρόνο διαφορά. Εκείνος δεν είχε φύγει ποτέ από το χωριό, είχε αναλάβει τα χωράφια των δικών του και κάτι εκατοντάδες ζωντανά που είχαν. Δεν κάναμε ακριβώς παρέα, αλλά τα βρίσκαμε σε γενικές γραμμές και είχε τύχει να αράξουμε αρκετές φορές σε κοινή παρέα και μερικές φορές μόνοι μας. Είναι από εκείνα τα άτομα που δεν σου έρχονται κατευθείαν στο μυαλό αν σε ρωτήσουν, ας πούμε, ποιοι είναι οι φίλοι σου, ούτε μιλάτε συχνά, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο, μια στο τόσο θα βρεθείτε και θα μάθετε ο ένας τι συμβαίνει με τη ζωή του άλλου. Έτσι, του έδωσα το χέρι και χαμογέλασα.
<<Τι λέει ρε;>>
<<Είχα κάτι δουλειές και τώρα πάω σπίτι. Ήρθες στο χωριό;>>
<<Ναι, πριν δύο μέρες>>.
<<Και ένα τηλέφωνο δεν πήρες! Πλάκα κάνω. Εσύ για που το έβαλες;>>
<<Ξέρω και 'γω...ήμουν σπίτι και βαρέθηκα και είπα να βγω καμιά βόλτα να περπατήσω>>.
<<Μάλιστα, μάλιστα...>>
<<Έχεις να κάνεις τίποτα τώρα;>>
<<Μπααα>>.
<<Θες να πιούμε κάνα τσίπουρο;>>
<<Χμμμ... Δεν είναι κακή ιδέα. Πάμε στου Ηλία;>>
<<Φύγαμε>>.
Ο Ηλίας είχε το μοναδικό τσιπουράδικο στο χωριό. Το όνομα του μαγαζιού δεν ήταν σημαντικό, σημασία είχε ο ιδιοκτήτης, γι' αυτό και το λέγαμε ''στου Ηλία''. Ο Λάζος πάρκαρε απ' έξω, βγήκαμε από το αμάξι και, χωρίς να κλειδώσει, μπήκαμε μέσα. Δεν είχε πολύ κόσμο, τρείς παρέες μόνο. Ήταν ζεστά, όμως και είχε ωραίο τσίπουρο και μεζέ. Εγώ χαιρέτησα με νεύμα τους πάντες και κάθισα στο τραπέζι, ενώ ο Λάζος στάθηκε πάνω από ένα τραπέζι και έπιασε κουβέντα.
<<Που' σαι  ρε Μήτσο; Τι λέει;>> μου είπε ο Ηλίας, φέρνοντας νερό και δύο ποτήρια.
<<Καλά ρε Ηλία. Εσύ; Πως πάει εδώ;>>
<<Πως να πάει...Ξέρεις πως είναι η κατάσταση. Προσπαθούμε να επιβιώσουμε. Πότε γύρισες;>>
<<Έχει τρείς μέρες, νομίζω. Μεθαύριο φεύγω πάλι, τελειώνει η άδεια και επιστρέφω στα ένσημα>>.
Φλυαρήσαμε λίγο ακόμα, ήρθε ο  Λάζος και παραγγείλαμε ένα καραφάκι μεγάλο χωρίς γλυκάνισο. Λίγο μετά μας τα έφερε ο Ηλίας, βάλαμε παγάκια στα ποτήρια, τα γεμίσαμε μέχρι πάνω και τσουγκρίσαμε. 
<<Αααααχ. Καιρό είχα να πιώ ωραίο τσίπουρο>> είπα.
<<Εμμμμ. Εκεί που είσαι, να πούμε, τι περίμενες; Τι έλεγες πριν παρκάρουμε;>>
<<Χμ;>>
<<Κάτι για...Για κάτι έλεγες>>.
<<Χμμμμ...Το ξέχασα!>>
<<Δεν γαμιέται! Αν το θυμηθείς, πες το μετά>>.
Ήπια μια γουλιά από το τσίπουρό μου.
<<Για πες... Τι λέει εδώ; Πως είσαι;>>
<<Ήρεμα ρε. Τα ξέρεις πως είναι στο χωριό. Δουλειά κυρίως. Τώρα τελευταία βγαίνω και με μία...>>
<<Λέγε! Ποια είναι; Την ξέρω;>>
<<Μπορεί. Ιωάννα Λογοθετίδου, πήγαινε στο δεύτερο Λύκειο, ίδια ηλικία με σένα>>.
<<Για δείξ'την...Μπααα, δεν την ξέρω. Καλό όμως. Μπράβο ρε Λάζο! Πόσο καιρό πάει η φάση;>>
<<Έχει κάνα δίμηνο. Τραβιόμαστε, μην φανταστείς οτι έχουμε σχέση ή κάτι τέτοιο. Εσύ τι λέει; Είσαι με καμία;>>.
<<Ουυυυυυ....Μπααα. Δεν έχει τύχει>>.
<<Τι θα γίνει με σένα ρε Μήτσο; Τόσα χρόνια είσαι Θεσσαλονίκη, τόσες κοπέλες εκεί...>>
<<Τι να σου πω...Απλά δεν έτυχε>>.
<<Άστα αυτά! Σε ξέρω. Απλά δεν προσπαθείς αρκετά. Αλλιώς κάτι θα έβρισκες>>
<<Μπορεί...Τι να σου πω...Φταίω και εγώ, αλλά και αυτές είναι βλαμμένες>>.
<<Εννοείς->>.
<<Ναι, ναι, αυτό εννοώ. Μαλάκα!>>
<<Χαχαχαχα. Σε πειράζω, σε πειράζω. Για πες, τι άλλα;>>
<<Τι άλλα ε;>>
Αλήθεια, τι άλλα; Τι άλλο είχα να πω; Το πιο σημαντικό εκείνη τη στιγμή, οτι ήθελα να διαβάσω το βιβλίο μου και δεν μπορούσα, ήταν όχι απλά ασήμαντο, αλλά και αδιάφορο, μιας και αφορούσε αποκλειστικά εμένα και δεν εξυπηρετούσε κανέναν άλλον. Έτσι, φλυάρησα λίγο, ήπια από το τσίπουρό μου, ήπιε και ο Λάζος και παραγγείλαμε ένα ακόμα. Και μετά ένα ακόμα. Ήπιαμε τρία καραφάκια και κάναμε καλό κεφάλι. Κέρασε ο Λάζος και τον ευχαρίστησα. Όταν βγήκαμε έξω, μας έπιασε το χαζό μας και παίξαμε λίγο χιονοπόλεμο. Δώσαμε τα χέρια και είπαμε καληνύχτα.
Άρχισα να περπατάω προς το σπίτι και για μια στιγμή σταμάτησα και κοίταξα πάνω, τον μαύρο και χιονισμένο ουρανό, χωρίς ίχνος σύννεφου, χωρίς τίποτα, ένα αχανές μαύρο, σαν ολοκληρωμένος πίνακας εκατομμυρίων ευρώ. Έβγαλα τη γλώσσα μου έξω και ένιωθα το χιόνι να πέφτει πάνω της. Έγινα πάλι επτά χρονών. Και έτσι, έφτασα στο σπίτι, χτύπησα για να μου ανοίξουν την πόρτα, όλοι ήταν ξύπνιοι, το δέντρο ήταν στολισμένο, η τηλεόραση ανοιχτή, το τζάκι φώτιζε το σαλόνι, κανείς δεν με ρώτησε που ήμουν τέτοια ώρα, φόρεσα τις πιτζάμες μου, ξάπλωσα στον καναπέ και-
έβαλα το κλειδί στην πόρτα και ξεκλείδωσα. Ησυχία στο σπίτι. Σκοτάδι. Άνοιξα τον φακό του κινητού μου. Πήγα στο δωμάτιο μου, άνοιξα το φως και άλλαξα. Ησυχία, επιτέλους. Πήρα το βιβλίο για να διαβάσω, αλλά κάτι μου αποσπούσε την προσοχή. Το άφησα πάλι στο γραφείο πάνω και πήγα στο σαλόνι. Το τζάκι είχε μια απαλή φωτιά, έτοιμη σχεδόν να σβήσει. Πήρα το τηλεκοντρόλ, άνοιξα την τηλεόραση και ξάπλωσα. Και, έτσι, απλά, γαλήνια, έκλεισα τα μάτια μου και με πήρε ο ύπνος.
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023




Ακόμα και τα φώτα της πόλης φαίνονται κουρασμένα.

Περπατάω.

Βράδυ.

Αναρωτιέμαι,

Πόσο καιρό έχω να δω 

Το ξημέρωμα;

Πολύ, πάρα πολύ, ξενέρωμα.

Δεν γίνεται αλλιώς, η δουλειά...

Και στο μεταξύ κάτι ετοιμάζεται, συνέχεια κάτι ετοιμάζεται

Και μοιάζει σα να μένει σε αυτό το σημείο,

Σαν το παρόν που μας προετοιμάζει συνέχεια για ένα μέλλον αβέβαιο.

Και ακόμα και τα βλέμματα των ανθρώπων φαίνονται

Κουρασμένα.

Γύρισα σπίτι.

Κάθομαι στην καρέκλα

Και κάτι ετοιμάζω.

Μέχρι και η καρέκλα

Φαίνεται να κουράστηκε

Που κάθομαι πάνω της συνέχεια.

Το μαξιλάρι μου...

Κουράστηκες να ακουμπάω το κεφάλι μου πάνω σου;

Μέχρι η φαντασία να σπάσει το φράγμα

Και να κάνει όσα ονειρεύομαι

Πραγματικότητα

Δεν έχεις άλλη επιλογή, δυστυχώς.

Μέχρι τότε,

Κουράγιο.

Γιατί όλα θα μοιάζουν 

Κουρασμένα.

- Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)


Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023



Άναβε τον αναπτήρα, τον κοίταζε μέχρι να σβήσει και τον ξανάναβε. Έτσι πέρασε μισή ώρα χωρίς να καταλάβει πραγματικά το πώς. Απλά πέρασε. Μόνο όταν είδε τον κόσμο που άρχιζε να βγαίνει έξω από την εκκλησία, τον έβαλε μέσα στην τσέπη του.
Ξαφνικά, ξεκίνησε να ψιχαλίζει και γρήγορα το γύρισε σε βροχή. Κάποιος θα μπορούσε να πει οτι ο θεός είδε το χαρμόσυνο γεγονός και συγκινήθηκε. Άλλος ότι απλά είχαν μαζευτεί από ώρα αρκετά σύννεφα και ήταν αναμενόμενο. Είναι ανάλογα την οπτική του καθενός το πως ερμηνεύει τα καιρικά φαινόμενα σε τέτοιες περιστάσεις. Τα γέλια και οι χαρές, όμως, δεν κόπηκαν και το νιόπαντρο ζευγάρι βγήκε κανονικά από μέσα και όλοι ήταν χαρούμενοι. Όλοι, εκτός από τον Δημήτρη, που καθόταν κάτω από ένα σκέπαστρο, είχε τα χέρια στις τσέπες και έπαιζε με τον αναπτήρα.
<<Που ήσουν;>> ακούστηκε μια φωνή. Ήταν της μητέρας του, που κάλυπτε το κεφάλι με την τσάντα της και πήγαινε προς το μέρος του.
<<Βγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα. Τελείωσε ο γάμος;>>
<<Μόλις. Έλα, πάμε στο Κέντρο πριν γίνουμε τελείως μούσκεμα>>.
<<Είναι ανάγκη να έρθω;>>
<<Τα ίδια πάλι; Αφού μας κάλεσαν. Μην λες χαζομάρες>>.
<<Ναι... Άντε πάμε!>>
Όταν έφτασαν στο Κέντρο Διασκέδασης Ουτοπία, η βροχή είχε κοπάσει. Ο Δημήτρης πάρκαρε το αμάξι στο πάρκιγκ και κατέβηκε. Και ,με τη σειρά, κατέβηκαν η μητέρα του, η αδερφή του και ο πατέρας του. Κλείδωσε και ξεκίνησε να περπατάει με τα χέρια στις τσέπες, ακολουθώντας τους υπόλοιπους. Για λίγο σταμάτησε, σήκωσε το κεφάλι. κοίταξε τα αστέρια και συνέχισε να περπατάει.
Ο πατέρας του είπε το επίθετο τους στην είσοδο και ένας άνδρας τους οδήγησε στο τραπέζι τους, όπου καθόταν μια άλλη οικογένεια, γνωστή τους, ένα ανδρόγυνο με ένα μικρό παιδί. Τους χαιρέτησαν, κάθισαν και άρχισε μια τυπική κουβέντα μεταξύ των μεγαλύτερων. Ο Δημήτρης μίλησε μονάχα στην αρχή και μετά παρέμεινε σιωπηλός. Που και που κουβέντιαζε τίποτα με την αδερφή του μονάχα. 
Οι σερβιτόροι έφτασαν και ακούμπησαν στο τραπέζι δύο μπουκάλια κόκκινο κρασί, πριν αρχίσουν να φέρνουν τα φαγητά. Ο πατέρας του γέμισε όλα τα ποτήρια των ενηλίκων και τσούγκρισαν. Όταν έφτασε το φαγητό, ο Δημήτρης δεν το άγγιξε. Είπε πως δεν πεινούσε και πράγματι δεν είχε καμία όρεξη. Σιγά- σιγά το κέντρο γέμισε και κάποια στιγμή έφτασε και το ζευγάρι. 
Χαμόγελα, χειροκροτήματα, βήματα, στη σκηνή, χορός, μαχαιροπίρουνα να βαράνε ρυθμικά στα ποτήρια, φιλί, χαμόγελα- τι υπέροχη στιγμή!
Το ζευγάρι έκοψε την τούρτα και ακολούθησε ο πρώτος χορός με τους συγγενείς και μετά όσοι πιστοί.  Ο DJ έβαζε τα κατάλληλα τραγούδια. Ο Δημήτρης κοίταζε προς τη σκηνή, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο τραπέζι και το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του. Γρήγορα, όμως, ένιωσε το βλέμμα της μητέρας του και άλλαξε στάση. 
Περίπου μισή ώρα μετά, το ζευγάρι, που περνούσε από όλα τα τραπέζια για να ευχαριστήσει τον κόσμο για την παρουσία του, πέρασε και από το δικό τους. Ήταν η πρώτη φορά που το βλέμμα του Δημήτρη και του Ιάσωνα συναντιόταν και το βλέμμα του Δημήτρη ήταν παγωμένο, κάτι που δεν κατάλαβε , μα ένιωσε ο Ιάσωνας στο πετσί του. Το ζεύγος συνέχισε στο επόμενο τραπέζι και ο Δημήτρης το ακολουθούσε με τα μάτια του.
Βγήκε για τσιγάρο. Όσο ο κόσμος μέσα χόρευε και διασκέδαζε, ο Δημήτρης στεκόταν με την πλάτη σε έναν τοίχο του Κέντρου Διασκέδασης, κάπνιζε και σκεφτόταν, δαγκώνοντας τον αντίχειρα του αριστερού του χεριού. Όταν το έσβησε, είδε τον Ιάσωνα να βγαίνει και αυτός για τσιγάρο. Ήταν μόνος του. Άναψε ένα ακόμη και τον πλησίασε. Ο Ιάσωνας τον είδε.
<<Θυμάσαι που τα καπνίζαμε κρυφά πριν μερικά χρόνια;>> είπε στον Δημήτρη χαμογελώντας.
<<Λες και ήμασταν τίποτα παράνομοι>>.
<<Έτσι νιώθαμε>>.
<<Και τώρα που μεγαλώσαμε τι καταλάβαμε;>>
<<Εσύ μάλλον αρκετά, γιατί παντρεύτηκες. Εγώ δεν είμαι σίγουρος αν άλλαξα και πολύ από τότε>>.
<<Μπααα, μαλακίες. Δεν έχω ιδέα τι κάνω>>.
Ο Δημήτρης έκανε μια τζούρα και κοίταξε κάτω, τα παπούτσια του. Μετά, σήκωσε πάλι το βλέμμα.
<<Πως πάει; Όλα καλά;>>
<<Την παλεύω, νομίζω. Εσύ;>>
<<Και εγώ το ίδιο>>.
<<Κατάλαβα. Λοιπόν, πρέπει να πάω μέσα. Τα λέμε μετά>>.
Ο Ιάσωνας έφτιαξε το σακάκι του, ο Δημήτρης πέταξε το τσιγάρο κάτω και το πάτησε με το δεξί του παπούτσι. Ο Ιάσωνας έκανε να γυρίσει για να μπει μέσα, αλλά σταμάτησε και κοίταξε τον Δημήτρη.
<<Είπες κάτι;>>
<<Ναι...Είπα, αυτό μόνο;>>
<<Πως;>>
<<Πως...Πως...Τι έγινε ρε Ιάσωνα; Τι συνέβη;>>
<<Δεν...δεν καταλαβαίνω>>
<<Καταλαβαίνεις πολύ καλά. Απλά το κρύβεις. Κρύβεσαι από μένα και τον εαυτό σου>>
<<Δηλαδή;>>
<<Ξέρεις πολύ καλά! Ποτέ δεν τα κουβεντιάσαμε, γιατί δεν μου έδωσες την ευκαιρία, αλλά... Όταν σε χρειαζόμουν περισσότερο από όλους, εξαφανίστηκες. Την έκανες με ελαφριά-, μην με κοιτάζεις έτσι. Που ήσουν στο Λύκειο; Γιατί δεν με βοήθησες τότε, όταν έβλεπες όλους τους παπάρες να... Και δεν έκανες τίποτα, απολύτως τίποτα. Σιγά-σιγά, εξαφανίστηκες και απέμεινα μόνος>>.
<<Δεν κάναμε παρέα τότε Μήτσο. Είχαμε κόψει. Και δεν ήσουν μόνος, είχες κάνει παρέες>>.
<<Εσύ μας έκοψες. Ήσουν ο καλύτερος φίλος μου. Και ποτέ δεν μου είπες τον λόγο. Ποτέ δεν είπες τίποτα>>.
<<Οι άνθρωποι αλλάζουν. Προχωράνε μπροστά. Τι θέλεις και τέτοια μέρα μάλιστα; Να σου πω συγγνώμη;>>
<<Χέστηκα για τη συγγνώμη σου. Λες είχα όρεξη να έρθω εδώ. Για τους δικούς μου το έκανα>>
<<Συγχαρητήρια ρε Μήτσο. Φάε δεύτερο κομμάτι τούρτα>>
<<Ούτως ή άλλως δεν περίμενα να καταλάβεις κάτι. Απλά μου φάνηκε σαν τη μοναδική ευκαιρία που θα μπορούσα να έχω, για να κλείσει αυτό το κεφάλαιο. Σόρρυ αν σου χάλασα τη βραδιά. Αλλά τι να κάνω; Εξαιτίας σου χάλασε ένα μέρος της ζωής μου, δεν είχα το δικαίωμα;>>
Ο Ιάσωνας πήγε να ανοίξει το στόμα του, αλλά το έκλεισε. Μονάχα τον κοίταξε και γύρισε την πλάτη του. Ο Δημήτρης έμεινε έξω. Άναψε ένα ακόμα τσιγάρο και κοίταξε τον ουρανό. Τα σύννεφα είχαν καθαρίσει και είχε ξαστεριά. Για πρώτη φορά μέσα στη μέρα, χαμογέλασε.
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...