Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023



Άναβε τον αναπτήρα, τον κοίταζε μέχρι να σβήσει και τον ξανάναβε. Έτσι πέρασε μισή ώρα χωρίς να καταλάβει πραγματικά το πώς. Απλά πέρασε. Μόνο όταν είδε τον κόσμο που άρχιζε να βγαίνει έξω από την εκκλησία, τον έβαλε μέσα στην τσέπη του.
Ξαφνικά, ξεκίνησε να ψιχαλίζει και γρήγορα το γύρισε σε βροχή. Κάποιος θα μπορούσε να πει οτι ο θεός είδε το χαρμόσυνο γεγονός και συγκινήθηκε. Άλλος ότι απλά είχαν μαζευτεί από ώρα αρκετά σύννεφα και ήταν αναμενόμενο. Είναι ανάλογα την οπτική του καθενός το πως ερμηνεύει τα καιρικά φαινόμενα σε τέτοιες περιστάσεις. Τα γέλια και οι χαρές, όμως, δεν κόπηκαν και το νιόπαντρο ζευγάρι βγήκε κανονικά από μέσα και όλοι ήταν χαρούμενοι. Όλοι, εκτός από τον Δημήτρη, που καθόταν κάτω από ένα σκέπαστρο, είχε τα χέρια στις τσέπες και έπαιζε με τον αναπτήρα.
<<Που ήσουν;>> ακούστηκε μια φωνή. Ήταν της μητέρας του, που κάλυπτε το κεφάλι με την τσάντα της και πήγαινε προς το μέρος του.
<<Βγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα. Τελείωσε ο γάμος;>>
<<Μόλις. Έλα, πάμε στο Κέντρο πριν γίνουμε τελείως μούσκεμα>>.
<<Είναι ανάγκη να έρθω;>>
<<Τα ίδια πάλι; Αφού μας κάλεσαν. Μην λες χαζομάρες>>.
<<Ναι... Άντε πάμε!>>
Όταν έφτασαν στο Κέντρο Διασκέδασης Ουτοπία, η βροχή είχε κοπάσει. Ο Δημήτρης πάρκαρε το αμάξι στο πάρκιγκ και κατέβηκε. Και ,με τη σειρά, κατέβηκαν η μητέρα του, η αδερφή του και ο πατέρας του. Κλείδωσε και ξεκίνησε να περπατάει με τα χέρια στις τσέπες, ακολουθώντας τους υπόλοιπους. Για λίγο σταμάτησε, σήκωσε το κεφάλι. κοίταξε τα αστέρια και συνέχισε να περπατάει.
Ο πατέρας του είπε το επίθετο τους στην είσοδο και ένας άνδρας τους οδήγησε στο τραπέζι τους, όπου καθόταν μια άλλη οικογένεια, γνωστή τους, ένα ανδρόγυνο με ένα μικρό παιδί. Τους χαιρέτησαν, κάθισαν και άρχισε μια τυπική κουβέντα μεταξύ των μεγαλύτερων. Ο Δημήτρης μίλησε μονάχα στην αρχή και μετά παρέμεινε σιωπηλός. Που και που κουβέντιαζε τίποτα με την αδερφή του μονάχα. 
Οι σερβιτόροι έφτασαν και ακούμπησαν στο τραπέζι δύο μπουκάλια κόκκινο κρασί, πριν αρχίσουν να φέρνουν τα φαγητά. Ο πατέρας του γέμισε όλα τα ποτήρια των ενηλίκων και τσούγκρισαν. Όταν έφτασε το φαγητό, ο Δημήτρης δεν το άγγιξε. Είπε πως δεν πεινούσε και πράγματι δεν είχε καμία όρεξη. Σιγά- σιγά το κέντρο γέμισε και κάποια στιγμή έφτασε και το ζευγάρι. 
Χαμόγελα, χειροκροτήματα, βήματα, στη σκηνή, χορός, μαχαιροπίρουνα να βαράνε ρυθμικά στα ποτήρια, φιλί, χαμόγελα- τι υπέροχη στιγμή!
Το ζευγάρι έκοψε την τούρτα και ακολούθησε ο πρώτος χορός με τους συγγενείς και μετά όσοι πιστοί.  Ο DJ έβαζε τα κατάλληλα τραγούδια. Ο Δημήτρης κοίταζε προς τη σκηνή, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο τραπέζι και το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του. Γρήγορα, όμως, ένιωσε το βλέμμα της μητέρας του και άλλαξε στάση. 
Περίπου μισή ώρα μετά, το ζευγάρι, που περνούσε από όλα τα τραπέζια για να ευχαριστήσει τον κόσμο για την παρουσία του, πέρασε και από το δικό τους. Ήταν η πρώτη φορά που το βλέμμα του Δημήτρη και του Ιάσωνα συναντιόταν και το βλέμμα του Δημήτρη ήταν παγωμένο, κάτι που δεν κατάλαβε , μα ένιωσε ο Ιάσωνας στο πετσί του. Το ζεύγος συνέχισε στο επόμενο τραπέζι και ο Δημήτρης το ακολουθούσε με τα μάτια του.
Βγήκε για τσιγάρο. Όσο ο κόσμος μέσα χόρευε και διασκέδαζε, ο Δημήτρης στεκόταν με την πλάτη σε έναν τοίχο του Κέντρου Διασκέδασης, κάπνιζε και σκεφτόταν, δαγκώνοντας τον αντίχειρα του αριστερού του χεριού. Όταν το έσβησε, είδε τον Ιάσωνα να βγαίνει και αυτός για τσιγάρο. Ήταν μόνος του. Άναψε ένα ακόμη και τον πλησίασε. Ο Ιάσωνας τον είδε.
<<Θυμάσαι που τα καπνίζαμε κρυφά πριν μερικά χρόνια;>> είπε στον Δημήτρη χαμογελώντας.
<<Λες και ήμασταν τίποτα παράνομοι>>.
<<Έτσι νιώθαμε>>.
<<Και τώρα που μεγαλώσαμε τι καταλάβαμε;>>
<<Εσύ μάλλον αρκετά, γιατί παντρεύτηκες. Εγώ δεν είμαι σίγουρος αν άλλαξα και πολύ από τότε>>.
<<Μπααα, μαλακίες. Δεν έχω ιδέα τι κάνω>>.
Ο Δημήτρης έκανε μια τζούρα και κοίταξε κάτω, τα παπούτσια του. Μετά, σήκωσε πάλι το βλέμμα.
<<Πως πάει; Όλα καλά;>>
<<Την παλεύω, νομίζω. Εσύ;>>
<<Και εγώ το ίδιο>>.
<<Κατάλαβα. Λοιπόν, πρέπει να πάω μέσα. Τα λέμε μετά>>.
Ο Ιάσωνας έφτιαξε το σακάκι του, ο Δημήτρης πέταξε το τσιγάρο κάτω και το πάτησε με το δεξί του παπούτσι. Ο Ιάσωνας έκανε να γυρίσει για να μπει μέσα, αλλά σταμάτησε και κοίταξε τον Δημήτρη.
<<Είπες κάτι;>>
<<Ναι...Είπα, αυτό μόνο;>>
<<Πως;>>
<<Πως...Πως...Τι έγινε ρε Ιάσωνα; Τι συνέβη;>>
<<Δεν...δεν καταλαβαίνω>>
<<Καταλαβαίνεις πολύ καλά. Απλά το κρύβεις. Κρύβεσαι από μένα και τον εαυτό σου>>
<<Δηλαδή;>>
<<Ξέρεις πολύ καλά! Ποτέ δεν τα κουβεντιάσαμε, γιατί δεν μου έδωσες την ευκαιρία, αλλά... Όταν σε χρειαζόμουν περισσότερο από όλους, εξαφανίστηκες. Την έκανες με ελαφριά-, μην με κοιτάζεις έτσι. Που ήσουν στο Λύκειο; Γιατί δεν με βοήθησες τότε, όταν έβλεπες όλους τους παπάρες να... Και δεν έκανες τίποτα, απολύτως τίποτα. Σιγά-σιγά, εξαφανίστηκες και απέμεινα μόνος>>.
<<Δεν κάναμε παρέα τότε Μήτσο. Είχαμε κόψει. Και δεν ήσουν μόνος, είχες κάνει παρέες>>.
<<Εσύ μας έκοψες. Ήσουν ο καλύτερος φίλος μου. Και ποτέ δεν μου είπες τον λόγο. Ποτέ δεν είπες τίποτα>>.
<<Οι άνθρωποι αλλάζουν. Προχωράνε μπροστά. Τι θέλεις και τέτοια μέρα μάλιστα; Να σου πω συγγνώμη;>>
<<Χέστηκα για τη συγγνώμη σου. Λες είχα όρεξη να έρθω εδώ. Για τους δικούς μου το έκανα>>
<<Συγχαρητήρια ρε Μήτσο. Φάε δεύτερο κομμάτι τούρτα>>
<<Ούτως ή άλλως δεν περίμενα να καταλάβεις κάτι. Απλά μου φάνηκε σαν τη μοναδική ευκαιρία που θα μπορούσα να έχω, για να κλείσει αυτό το κεφάλαιο. Σόρρυ αν σου χάλασα τη βραδιά. Αλλά τι να κάνω; Εξαιτίας σου χάλασε ένα μέρος της ζωής μου, δεν είχα το δικαίωμα;>>
Ο Ιάσωνας πήγε να ανοίξει το στόμα του, αλλά το έκλεισε. Μονάχα τον κοίταξε και γύρισε την πλάτη του. Ο Δημήτρης έμεινε έξω. Άναψε ένα ακόμα τσιγάρο και κοίταξε τον ουρανό. Τα σύννεφα είχαν καθαρίσει και είχε ξαστεριά. Για πρώτη φορά μέσα στη μέρα, χαμογέλασε.
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...