Κυριακή 16 Μαΐου 2021




Όταν ξύπνησε,  ένιωσε ένα απαλό αεράκι να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Έτσι, άλλαξε πλευρό, ωστόσο, για  έναν περίεργο λόγο, αισθανόταν το στρώμα του αρκετά σκληρότερο από ό,τι συνήθως, οπότε, πριν προλάβει να βολευτεί πάλι, ασυναίσθητα άνοιξε τα μάτια του  και αμέσως πετάχτηκε όρθιος.  Χτύπησε κάπου το κεφάλι του και έπεσε πάλι κάτω, μα δεν πτοήθηκε και σηκώθηκε αμέσως. Ένας σκύλος, που το έβαζε στα πόδια εκείνη τη στιγμή,  του κατούρησε το δεξί παπούτσι. Απορημένος, κοίταξε γύρω του και συνειδητοποίησε πως βρισκόταν στον Λευκό Πύργο, δίπλα - και πιθανόν κοιμόταν κάτω-  από ένα παγκάκι. Το κεφάλι του πονούσε, αλλά όχι μόνο από το χτύπημα. Το έτριψε λίγο και έψαξε αμέσως τις τσέπες του. Κλειδιά... Πορτοφόλι.... Κινητό, τα είχε όλα. Έπιασε το κινητό του  και τσέκαρε την ώρα. Κόντευε πέντε. Ακόμα δεν είχε ξημερώσει. Αμέσως άνοιξε το κινητό του και άρχισε να ψάχνει για στοιχεία. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν πως ήταν έξω με τους φίλους του και-
Τουυυυυτ... Τουυυυυυυτ.....
<<Έλα ρε>>.
<<Έλα, όλα καλά;>>.
<<Βασικά, όχ- Ενοχλώ μήπως; Που είσαι; >>.
<<Σπίτι, μόλις γύρισα>>.
<<Να περάσω λίγο από εσένα;>>
<<Δεν είσαι-; Το ήξερα πως κάτι έγινε. Ναι, έλα>>.
<<Έχεις καφέ;>>.
<<Ναι, θα σου κάνω. Φραπέ σκέτο;>>.
<<Ό,τι έχεις τώρα. Τα λέμε σε λίγο>>.
<<Ναι, έλα, άντε>>.
Ο Κώστας έμενε κοντά στην Αγίου Δημητρίου, λίγο πιο πέρα από τα Νεκροταφεία. Ξεκίνησε με λίγο γοργό, αν και μουδιασμένο, βήμα, να ανηφορίζει. Το στόμα του ήταν στεγνό τελείως και το κεφάλι του κόντευε να σπάσει.  Στο δρόμο προσπαθούσε να σκεφτεί τι ακριβώς είχε συμβεί τις ώρες που δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ακριβώς συνέβαινε γύρω του και μέσα του- δηλαδή όταν είχε black out. Ευχόταν εκείνη τη στιγμή να μπορούσε να τηλεμεταφερθεί στο σπίτι του, απλά στο στρώμα του, και εκεί να τον πάρει ο ύπνος μέχρι τη στιγμή που θα ξυπνούσε από μόνος του.  Αντ' αυτού, χτύπησε το θυροτηλέφωνο του Κώστα. Τώρα είχε ξημερώσει. 
<<Ποιος είναι;>>
<<Εγώ>>.
<<Ανέβα>>.
Ο Κώστας βρισκόταν στον πρώτο όροφο. Η πόρτα του ήταν ήδη ανοιχτή. Μπήκε μέσα, έβγαλε τα παπούτσια του και τον είδε  να κάθεται στον καναπέ και  να στρίβει ένα τσιγάρο . Τον περίμενε εκεί, με ένα σορτσάκι γκρι, ένα αμάνικο φανελάκι μαύρο και τις τρίχες του από το στήθος και τις μασχάλες του πυκνές. Σήκωσε το βλέμμα του τη στιγμή που το χαρτάκι, το φιλτράκι και ο καπνός μεταμορφώνονταν σε τσιγάρο χάριν στο σάλιο του, και τον κοίταξε. Καθόταν ανακούρκουδα στον καναπέ επάνω. Τον χαιρέτησε με το κεφάλι.
<< Άντε μωρέ μαλάκα! Από που έρχεσαι;>>.
<<Σόρρυ. Ο καφές μου;>>.
<<Τελικά δεν είχα. Σου παρήγγειλα φρέντο εσπρέσσο σκέτο. Είναι εντάξει;>>.
<<Ναι, μια χαρά είναι!>>.
Ο Κώστας άναψε το τσιγάρο του . Τον κοίταζε με βλέμμα που φανέρωνε πως ήθελε να τον κοροϊδέψει, αλλά πρώτα να μάθει τον λόγο. Πριν καθίσει, έβγαλε το παντελόνι του.
<<Κάτσε να κάνω ένα μπάνιο πρώτα>>, είπε ο Κώστας.
<<Α ναι, σόρρυ. Μεγάλη ιστορία. Θα στην πω μετά>>,  του είπε και κάθισε στον καναπέ.
<<Για πες ρε γαμημένε>>.
<<Κάτσε να πιώ λίγο καφέ πρώτα>>.
Κοιτούσε το καλαμάκι του καθώς ρουφούσε τον καφέ του, ενώ σκεφτόταν τι στο καλό μπορούσε να είχε γίνει εκείνες τις ώρες που δεν θυμόταν τίποτα. 
<<Λοιπόν;>>, είπε ο Κώστας και τον επανέφερε πάλι στην πραγματικότητα.
<<Λοιπόν....>>.
<<Τι θυμάσαι;>>.
<<Θυμάμαι.... Θυμάμαι...>>.
<<Θυμάσαι;>>.
<<Δώσ' μου ένα λεπτό. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ>>.
<<Άντε όμως , μην το γαμάς κιόλας>>.
Έτριψε τα μάτια του και πήρε μια ανάσα.
<<Κάτσε να το πάρω από την αρχή. Βγήκαμε έξω, σωστά;>>.
<<Σωστά. Στο Πορτορίκο και καθίσαμε έξω>>.
<<Και πήραμε μπύρες, σωστά;>>.
<<Ναι>>.
<<Και σφηνάκια, σωστά;>>.
<<Για ακόμη μια φορά, το πέτυχες>>.
<<Και μετά.... Το τελευταίο σκηνικό που έχω καθαρά. Μόλις ήρθε ο Χάρης και κάθισε. Ο Αριστείδης κοιτούσε ευθεία, μια κοπέλα. Όχι πολύ έντονα και όχι συνέχεια, αλλά είχε το βλέμμα στραμμένο ευθεία.  Και κάποια στιγμή, αυτή σηκώνεται, έρχεται προς το μέρος μας , σκύβει στο αυτί του και του λέει, συγγνώμη που έρχομαι έτσι, αλλά αυτό που κάνεις είναι λίγο άβολο, να ξέρεις, μπορείς να το σταματήσεις;, με χαμόγελο, ικανοποιημένη, και ξαναπήγε στη θέση της. Ο κριπάς.>>.
<<Χαχαχαχαχα>>.
<<Χαχαχαχαχαχα>>.
<<Εσύ δεν έλεγες πως σέρνουν;>>.
<<Θα ήθελε να κάνει μόστρα στις φίλες της μάλλον>>.
Ο Κώστας ήπιε μια ακόμη γουλιά από τον καφέ του και τον περίμενε να συνεχίσει, όσο εκείνος κοίταζε δεξιά και αριστερά.
<<Και μετά τι θυμάσαι;>>.
<<Βασικά... τίποτα συγκεκριμένο>>.
<<Ωραίααααα. Λοιπόν....πόσες μπύρες ήπιες χθες;>>.
<<5..όχι 7,.... το βρήκα, 9>>.
<<Και πόσα σφηνάκια;>>.
<<5 ήπιαμε όλοι>>.
<<Καλή αρχή. Θα στα πω σύντομα, γιατί δεν σε βλέπω πολύ καλά, θα τα πούμε όταν ξαναβγούμε με τους άλλους για να σε κοροϊδέψουμε>>.
<<Μίλα καταραμένε!>>.
<<Μετά την τελευταία μπύρα σου πήγες τουαλέτα και έκανες να γυρίσεις λίγη ώρα. Περίεργο, λέμε, αυτός κατουράει μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα συνήθως. Όταν τελικά βγήκες, κάθισες και είχες εκείνο το ηλίθιο μεγάλο χαμόγελο που έχεις όταν είσαι σκατά. Όλα καλά ρε; σε ρώτησα και σήκωσες τον αντίχειρα σου, έχοντας το ίδιο χαμόγελο. Τότε είπα στους άλλους, ωχ πάλι σκατά έγινε, και με άκουσες απάντησες, οοοχ, γω κλ είμ ρ. Μετά σηκώθηκες, άφησες ένα πενηντάρικο και είπες, πάω σπίτι. Τα ρέστα σου τα έχει ο Αριστείδης, να ξες. Μα, μου, κάτσε, θα σε πάμε, αλλά δεν μπορέσαμε να σε κρατήσουμε, τάγαρος είναι αυτός λέμε, στην τελική, δεν παθαίνει τίποτα. Μετά από κάνα πεντάλεπτο, χτύπησε το τηλέφωνο του Μάκη. Κλήση από σένα. Το έβαλε σε ανοιχτή ακρόαση. Έλα ρε, όλα καλά; . Και άρχισες να φωνάζεις. ΧΑΧΑΧΑ ΑΝΑΚΆΛΥΨΑ ΤΟ ΚΑΛΎΤΕΡΟ ΠΟΤΌ ΠΟΥ ΥΠΆΡΧΕΙ, ΘΑ ΓΊΝΩ ΑΘΆΝΑΤΟΣ ΧΑΧΑΧΑ. Που είσαι ρε;, σε ρώτησε. ΠΑΩ ΣΠΙΤΙ. ΑΛΛΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΑ ΤΟ- και μετά ακούστηκε ένας γδούπος, ένα βαριανάσεμα και μετά απλά θόρυβοι. Φανταστήκαμε οτι σου έπεσε, το σήκωσες και μετά το έβαλες στην τσέπη. Σε πήραμε κάνα δυο φορές ακόμα, αλλά τίποτα. Και μετά έστειλες ένα sms  πως έφτασες σπίτι και είσαι καλά.>>.
<<Ένα τι;>>.
Τότε έβγαλε το κινητό του. Πράγματι είχε πέσει και είχε ραγίσει το τζαμάκι. Πράγματι, είχε στείλει sms. Έκανε να βάλει το κινητό του πάλι στην τσέπη, όταν ένιωσε κάτι πίσω από αυτό. Το γύρισε και ήταν μια απόδειξη. Την κοίταξε, ενώ με τη δεξιά του παλάμη έτριβε το πρόσωπο του. Μετά άρχισε να γελάει.
<<Τι είναι ρε;>>.
<<Τώρα κατάλαβα. Το ποτό της αθανασίας ήταν αυτό  που σας έπρηζα να πάρουμε ε;>>.
<<Ναι>>.
<<Δες την απόδειξη>>.
<<Ωραίος! Και μετά λιποθύμησες στον Λευκό Πύργο. Τι να σου πω τώρα;>>.
<<Για την ώρα τίποτα. Θα έχουμε να την λέμε αυτή την βραδιά. Δε βαριέσαι; Άντε τώρα να την κάνω να πάω σπίτι, να κοιμηθείς και εσύ>>.
<   Είσαι σίγουρος; Αν θες κοιμήσου εδώ και φεύγεις το μεσημέρι>>.
<<Μπα ρε. Θα πάρω ταξί. Προτιμώ να ξυπνήσω στο κρεβάτι μου>>.
<<Όπως νομίζεις. Να δούμε τώρα τι άλλο θα κάνεις>>.
Φόρεσε το παντελόνι του με γρήγορες κινήσεις, έδωσαν τις γροθιές τους και έφυγε. Βρήκε ταξί σε  μια πιάτσα  λίγο πιο κάτω από το σπίτι του Κώστα και έφτασε στο σπίτι του μετά από δέκα λεπτά περίπου. Ξεντύθηκε και έπεσε στο κρεβάτι του χαμογελώντας.
-Ο.Γ.Θ. 


  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...