Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021




Θα την αναγνώριζα ακόμα και αν είχαν περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια από την τελευταία φορά που την είχα δει και αν ακόμα και στη φαντασία μου η μορφή της είχε ξεφτίσει και ήταν πια ένα φάντασμα . Πότε ήταν η τελευταία φορά που την είδα; Αυτό αναρωτήθηκα όταν πέρασε από δίπλα μου, όσο περίμενα στη διάβαση το φανάρι να ανάψει πράσινο για να περάσω απέναντι. Σίγουρα δεν είχαν περάσει χρόνια πάντως. Σίγουρα φαινόντουσαν σαν χρόνια πάντως.
Φορούσε μια φούστα κόκκινη, γυαλιά ηλίου και κρατούσε μια τσάντα μαύρη και μικρή στο δεξί της χέρι. Φορούσα και εγώ γυαλιά ηλίου και έτσι δεν μπορούσε να με καταλάβει που την κοιτούσα όταν ήρθε και στάθηκε δίπλα μου για να περάσει και αυτή τη διάβαση. Το στόμα μου πρέπει να άνοιξε ελάχιστα. Ένιωσα λίγο αμήχανα. Γιατί να ένιωθα αμήχανα; Και εκείνη στεκόταν δίπλα μου λες και δεν συνέβαινε τίποτα, λες και δεν ήμουν εγώ που στεκόμουν δίπλα της. Σίγουρα δεν με είχε αναγνωρίσει ή έκανε πως δεν με αναγνώρισε. Ήθελα να της μιλήσω, να την ρωτήσω, να ακούσω, να την αγγίξω. Ωστόσο, δεν μπορούσα να το κάνω αυτό. Δεν γινόταν να το κάνω αυτό και το ήξερα και μου το είχε ξεκαθαρίσει τότε, την τελευταία φορά, πως δεν ήθελε να έχει καμία σχέση πια μαζί μου. Μα γιατί τώρα;, σκέφτηκα, όχι τώρα, γιατί να την πετύχω τώρα; 
Το φανάρι άναψε πράσινο για τους πεζούς και περίμενα να περάσει αυτή μπροστά. Αφού περπάτησε μερικά βήματα , άρχισα να περπατάω και εγώ. Περπατούσαμε σε παράλληλες ευθείες, όπως και η ζωές μας πλέον. Μόλις έφτασε στο πεζοδρόμιο, έστριψε προς τα αριστερά ενώ εγώ πήγα προς τα δεξιά. Όχι για να την αποφύγω, προς τα εκεί θα πήγαινα ούτως ή άλλως. Είχε πάει 9 και θα έβρισα την Κατερίνα που τελείωνε εκείνη τη στιγμή τη βάρδια της σε ένα Mini Market και θα βγαίναμε έξω. Ωστόσο, όταν έφτασα έξω από το μαγαζί, το μυαλό μου είχε αφαιρεθεί και συνέχισα να περπατάω, μέχρι που ένιωσα ένα χέρι στον δεξί μου ώμο. Γύρισα και ήταν η Κατερίνα.
<<Δημήτρη; >>.
<<Εγώτί;>>.
<<Δύο φορές σε φώναξα και δεν γύρισες. Είσαι καλά;>>
<<Εγώ... ναι, ναι μια χαρά. Σκεφτόμουν ένα ανέκδοτο που άκουσα στο γραφείο και προσπαθούσα να καταλάβω γιατί ήταν αστείο. Συγγνώμη, αφαιρέθηκα.  Που λες να πάμε;>>.
<<Ήταν δύσκολη μέρα σήμερα και είμαι κάπως κουρασμένη. Σε πειράζει να πάμε πουθενά εδώ κοντά;>>
<<Όχι, κανένα πρόβλημα. Έχεις κάποια προτίμηση;>>.
<<Θα ήθελα να τσιμπήσω και κάτι. Πάμε εδώ πιο πάνω, στο Οινόμελο;>>.
<<Πάμε, ναι>>.
Όσο περπατούσαμε, την άκουγα να μου αναλύει την μέρα της και απλά κουνούσα το κεφάλι μου και χαμογελούσα. Ήθελα να της πω τι είχε συμβεί πραγματικά, αλλά βγαίναμε μόλις ένα μήνα και δεν ήθελα να την αφήσω ακόμα να κολυμπήσει τόσο βαθιά στην θάλασσά μου. Για την ώρα, ήθελα μόνο να με αφήσει να βουτήξω βαθιά μέσα της και ήλπιζα πως εκείνη θα ήταν η ευλογημένη νύχτα.
Το μαγαζί είχε αρκετό κόσμο αλλά επειδή ήμασταν μόνο δύο άτομα, βρήκαμε τραπέζι. Παραγγείλαμε κρασί κόκκινο ημίγλυκο χύμα, μισό λίτρο, και μερικά φαγητά. Εγώ δεν είχα όρεξη, αλλά δεν ήθελα να το δείξω κιόλας. Όταν ήρθε το κρασί, γεμίσαμε τα ποτήρια μας και τσουγκρίσαμε. Το δικό μου το κατέβασα όλο, ενώ η Κατερίνα είχε πιει μόνο μια μικρή γουλιά. Με κοίταξε λες και ήμουν κανένας μυστήριος τύπος. 
<<Νόμιζα θα το πίναμε όλο για το καλό>>, είπα και χαμογέλασα. για να σώσω κάπως την κατάσταση.
<<Αααα , δεν σε είχα για τέτοιο>>.
<< Εσύ; Μήπως φοβάσαι;>>.
<<Εγώ; Να φοβάμαι;>>.
Σήκωσε το ποτήρι της και το άδειασε. Ξίνισε.
<<Λίγο βαρύ ε;>>, είπε, ενώ γέμιζε ένα άλλο ποτήρι με νερό.
<<Χύμα είναι, τι περίμενες; Και ημίγλυκο...>>.
Περάσαμε κάνα δίλεπτο να μιλάμε για το κρασί και μετά πιάσαμε κάτι γενικόλογα, μέχρι που ήρθαν τα φαγητά. Εγώ πήρα ένα πιρούνι και τσίμπησα δύο-τρεις πατάτες για να της δημιουργήσω την εντύπωση πως θα έτρωγα, ενώ , η αλήθεια είναι πως μετά άφησα το πιρούνι μου κάτω και άρχισα να πίνω. Έπινα μικρές και γρήγορες γουλιές, ενώ παράλληλα σήκωνα το πιρούνι μου και έπαιζα με το φαγητό μου. Η Κατερίνα είχε συγκεντρωθεί στις μπουκιές της και δεν μιλούσε τόσο και αυτό μου είχε δώσει τη δυνατότητα να χαθώ για λίγο στις σκέψεις μου. Τις σκέψεις για Εκείνη. Που τόσο ανέμελη πέρασε και στάθηκε δίπλα μου, Εκείνη που-
<<Δημήτρη;>>.
<<Ναί;>>
<<Αφαιρέθηκες>>.
<<Ποιος, εγώ; Χαζομάρες λες. Σκεφτόμουν πως-. Καλά ναι, αφαιρέθηκα. Σκεφτόμουν... πώς εκείνο το αστείο μπορεί να θεωρείται αστείο. Μου έχει κολλήσει στο μυαλό και δεν λέει να φύγει>>.
<<Να' το πάλι. Θα μου το πεις και εμένα μπας και το καταλάβω;>>.
<<Και να χαραμίσω μερικά κύτταρα του εγκεφάλου σου; Μπα, ασ' το. Τι θα έλεγες να πάρουμε ένα μισόλιτρο, ξηρό αυτή την φορά;>>.
<<Πότε τελείωσε κιόλας;>>.
<<Φαίνεται μεγάλο, αλλά δεν είναι τόσο όσο νομίζεις>>.
Σήκωσα το αριστερό μου χέρι και έκανα νόημα στη σερβιτόρα, δείχνοντας το τσίγκινο σκεύος. Όταν γύρισα προς την Κατερίνα, μια κραυγή πήγε να μου ξεφύγει , γιατί, αντί να μασουλάει η Κατερίνα τηγανιά κοτόπουλο, μασουλούσε Εκείνη και με κοίταζε. Ανοιγόκλεισα τόσο έντονα τα μάτια μου που είδα κουκκίδες και, όταν τα ξανάνοιξα, η Κατερίνα βρισκόταν πάλι στη θέση της.
<<Με συγχωρείς, αλλά πρέπει να πάω λίγο στην τουαλέτα>>, της είπα.
Σηκώθηκα όρθιος. Η καρδιά μου χτυπούσε λίγο πιο έντονα από το κανονικό. Στάθηκα μπροστά από το νεροχύτη και έριξα λίγο νερό στα μούτρα μου. Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη και με την άκρη του ματιού μου αναγνώρισα μια γνώριμη φυσιογνωμία. Γύρισα απότομα και δεν ήταν κανένας πίσω μου. Ξαναγύρισα στον καθρέπτη και , να τη!, εμφανίστηκε πάλι πίσω μου.
<<Τι θέλεις; Τι θέλεις από τη ζωή μου>>, ψέλλισα και Εκείνη ήταν σα να μου έριχνε το πιο ανέκφραστο και επικριτικό της βλέμμα, όπως την τελευταία φορά που την είχα δει.
<<Νόμιζα δεν ήθελες να έχεις καμία επαφή πια μαζί μου. Γιατί εμφανίστηκες σήμερα; Γιατί σήμερα από όλες τις ημέρες; Μίλα! Γιατί δεν μιλάς, γαμώτ->>.
Η πόρτα άνοιξε. Σταμάτησα αμέσως να μιλάω, έσκυψα το κεφάλι μου και βγήκα από την τουαλέτα. 
Σίγουρα είχα παράξενο βλέμμα όταν κάθισα στο τραπέζι και , για να σώσω πάλι κάπως την κατάσταση, πήρα μια βαθιά ανάσα και  δημιούργησα μια ολόκληρη ιστορία γύρω από έναν τύπο που είδα στην τουαλέτα - η αλήθεια- και πως ήταν ένας παλιός συμμαθητής μου που μισούσα για αυτό και εκείνο τον λόγο - το ψέμα. Δηλαδή, αναγκάστηκα να το κάνω.  Η Κατερίνα μου έπιασε το δεξί χέρι με την δεξιά της παλάμη και άρχισε να το χαϊδεύει. Την είχε συγκινήσει η φτιαχτή μου ιστορία και άρχισα να νιώθω απαίσια. Αναρωτήθηκα πως μπορούν να το κάνουν αυτό στα ψεύτικα μερικοί για να ρίχνουν γυναίκες, Δεν ήταν, δηλαδή, αυτός ο σκοπός μου, αλλά φαινόταν πως η Κατερίνα πλέον με ένιωθε λίγο καλύτερα, με συμπονούσε και με εμπιστευόταν περισσότερο που της αποκάλυψα κάτι τόσο τραγικό.
Συνέχισα να πίνω και να μιλάω χωρίς να συμβαίνει κάτι. Είχαμε παραγγείλει το τρίτο μισόλιτρο , που κόντευε να τελειώσει, γιατί εγώ έπινα δίχως σταματημό. Κάποια στιγμή ήρθε η σερβιτόρα για να ρωτήσει αν θα θέλαμε κάτι άλλο. Η Κατερίνα της είπε πως ήμασταν εντάξει.
<<Εσύ , Δημήτρη; Είσαι εντάξει, καριόλη;>>.
<<Πω->>.
Την κοίταξα. Ήταν Εκείνη. Τινάχτηκα τόσο δυνατά που έπεσα από την καρέκλα μου. Πρέπει να γύρισε όλο το μαγαζί προς το μέρος μου. Η Κατερίνα πετάχτηκε πάνω και ήρθε για να με βοηθήσει για να σηκωθώ. 
<<Είσαι καλά Δημήτρη; Μήπως να φύγουμε;>>.
<<Όχι, όχι. Μια χαρά είμαι. Δεν τρέχει κάτι.>>.
<<Και να έτρεχε θα σε ενδιέφερε, παλιομαλάκα;>>.
Το πρόσωπο της Κατερίνας πήρε την μορφή του προσώπου Εκείνης. Με μια γρήγορη ματιά, όλο το μαγαζί είχε το πρόσωπο Εκείνης. Όλοι στο μαγαζί ήταν Εκείνη. Έκλεισα πάλι δυνατά τα μάτια μου και τα άνοιξα , αλλά αυτό δεν βοήθησε καθόλου. Εκείνη ήταν εκεί, ήταν παντού και δεν μπορούσα να κάνω κάτι διαφορετικό. Κάθισα στην καρέκλα μου και Εκείνη κάθισε απέναντι μου. Με τα καστανά της μάτια, τα ξανθά βαμμένα μαλλιά της, την μικρή ελιά στο δεξί της μάγουλο, το σκουλαρίκι στη μύτη, όλα ήταν εκεί πάλι. Ήθελα να σηκώσω το χέρι μου και να χαϊδέψω τα μαλλιά της. Αντ' αυτού, ήπια το κρασί μου και έβαλα τους αγκώνες μου πάνω στο τραπέζι.
<<Θα μου πεις τώρα το αστείο; Ή θα με αφήσεις απ' έξω, όπως έκανες τότε;>>, με ρώτησε
<<Θα στο πω. Αλλά μην με κρίνεις αν δεν σου φανεί αστείο. Εσύ το ήθελες άλλωστε. Βασικά, ξέρεις πως δεν υπάρχει καν αστείο, αλλά εσύ τα ήθελες όλα, όλα και τόσα παραπάνω, όσα και να σου πρόσφερα. Πάντα ήταν δικό μου λάθος άλλωστε>>.
<<Ακόμα τα ρίχνεις πάνω μου;>>.
<<Φυσικά και όχι. Ποτέ δεν το έκανα αυτό. Αλλά εσύ το παρερμήνευσες. Όλα τα παρερμήνευες. Ένιωθα τόσο.... σαν φυλακισμένος. Έκλεψες την καρδιά μου, την κλείδωσες σε ένα μπαούλο και μετά κατάπιες το κλειδί>>.
<<Συγγνώμη, δεν το ήθελα!>>.
<<Να και η ειρωνεία. Είσαι η ίδια, ακόμα και στην φαντασία μου>>.
<<Εσύ έπαθες κοκομπλόκο που με είδες. Εγώ μια χαρά περνάω τη ζωή μου >>.
<<Και εγώ. Έχω βγει με μια υπέροχη κοπέλα και το κατέστρεψες>>.
<<Κάποτε ήμουν εγώ το καλύτερο πράγμα που συνέβη στη ζωή σου. Εκείνη τη μίζερη, θλιβερή ζωή που είχες πριν με γνωρίσεις>>.
<<Εγώ φταίω που σου ανοίχτηκα>>.
<<Λοιπόν; Το αστείο; Κάτι; Μια λέξη; Ή θα κρατήσεις  το στόμα σου κλειστό για να τα πεις στη φίλη μου τη Μαρίνα αφού την ξεκωλιάσεις; Ή δεν μιλούσατε καν; Μόνο σεξ, ε; Τι να λέγατε κιόλας με το τούβλο>>.
<<Τουλάχιστον μου έδινε αυτό που δεν μπορούσες να μου δώσεις εσύ πια. Απόλαυση. Και θα πήγαινε μια χαρά αν εσύ->>
<<Εγώ τι; Συγγνώμη που ήμουν αδιάκριτη. Δεν θα το ξανακάνω. Ουπς! Δεν το ξαναέκανα ποτέ, μπάσταρδε. Πως σου φάνηκε αυτό; Νόμιζες θα είχε και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο;>>.
<<Το δικό μου σκυλί σίγουρα χόρταινε από άλλες πίτες. ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΗΚΩΝΕΣΑΙ ΚΑΙ ΦΕΥΓΕΙΣ! ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΓΡ- Τι;>>.
Τώρα όλο το μαγαζί με κοίταζε. Η Κατερίνα είχε σηκωθεί και πίεζε το δεξί μου χέρι κάτω.
<<Δημήτρη; Δημήτρη, κάτσε κάτω!>>.
<<Πως; Τι...>>.
Χωρίς να καταλάβω τι έκανα, κάθισα κάτω. Η Κατερίνα έσκυψε στο αυτί μου.
<<Ήσουν σιωπηλός και ξαφνικά σηκώθηκες πάνω και άρχισες να κουνάς δεξιά αριστερά τα χέρια σου, ανοιγοκλείνοντας το στόμα σου>>.
<<Εγώ.... Τι;>>.
<<Κάτσε κάτω, σε παρακαλώ....>>.
Κάθισα κάτω και η Κατερίνα έκανε νεύμα στην σερβιτόρα να πληρώσουμε. Η σερβιτόρα μας είπε το ποσό και πλήρωσα εγώ για όλα.
<<Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω>>, ψιθύρισα.
Σηκωθήκαμε όρθιοι και αρχίσαμε να περπατάμε αμίλητοι. Αφού απομακρυνθήκαμε αρκετά από το μαγαζί, σταμάτησα και έπιασα την Κατερίνα από τα χέρια.
<<Συγχώρεσέ με για σήμερα. Φέρθηκα ηλίθια. Δεν ξέρω τι με έπιασε. Δεν ξέρω, αλήθεια. Βασικά, ξέρω αλλά- .Θα σε αφήσω σπίτι και θα φύγω και δεν θα με ξαναδείς ποτέ. Συγγνώμη και πάλι>>.
Ωστόσο, πρέπει να κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί μου. Έσφιξε τα χέρια μου με τις παλάμες της και χαμογέλασε. Τα κατέβασε κάτω και ,έπειτα, χάιδεψε με το πίσω μέρος της παλάμης του δεξιού της χεριού το πρόσωπο μου.
-Ο.Γ.Θ.

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...