Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021




<<ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ! >>.
<<ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ; >>.
Μια τόσο δυνατή τσιρίδα ακούστηκε στο δρόμο εκείνο, που έκανε μέχρι και τους απαθείς κατοίκους της πόλης, όσους ήταν τουλάχιστον ξύπνιοι, να βγούνε από τα διαμερίσματα τους για να δούνε τι γινόταν στη γειτονιά τους. 
<<ΜΑΚΡΙΑ! ΜΑΚΡΙΑ!>>.
Στο δρόμο, ένα μικρό αγόρι κρατούσε τη μαμά του από το χέρι.
<<Μαμά, τι κάνει ο κύριος;>>, την ρώτησε και εκείνη αμέσως έκρυψε τα μάτια του με τα χέρια της.
<<Μην τον κοιτάς παιδί μου, είναι ανώμαλος>>, τον συμβούλεψε και τον πήρε αμέσως για να φύγουν.
-Μια φιγούρα- 
-Ένας άντρας- 

Τρέχει τώρα. Δεν είναι πολύ μεγάλος μα ούτε και πολύ μικρός στην ηλικία. Φοράει τα καλά του ρούχα, ή τουλάχιστον καλά για τα χρήματα που μπορεί να διαθέσει και για το γούστο που έχει : Ένα μαύρο, σκισμένο τζιν, ένα λευκό πουκάμισο και αθλητικά παπούτσια. Τα μαλλιά του κολλάνε πάνω στο μέτωπο του. Έχει βάλει ζελέ για να τους δώσει σχήμα και με το τρέξιμο, τη ζέστη και τον ιδρώτα έχουν χαλάσει και τον ενοχλούν. 
Παρόλα αυτά, συνεχίζει να τρέχει.
Φτάνει τελικά στην πολυκατοικία του. Με γρήγορες κινήσεις ξεκλειδώνει την πόρτα, ανεβαίνει τα σκαλιά και τρέχει μέσα στο διαμέρισμα του. Δεν τον νοιάζει αν τον ακολούθησαν. Δεν τον νοιάζει αν θα τον βρουν. 
Μόλις κλείσει την πόρτα πίσω του, παίρνει δύο βαθιές ανάσες.  Χωρίς να σταματήσει πουθενά στο ενδιάμεσο, με αργό και σταθερό βήμα, πηγαίνει στον καθρέπτη του μπάνιου του. Κοιτάζεται. Τα μούσια του έχουν επιτέλους το μάκρος που επιθυμεί. Παίρνει μια χτένα και αρχίζει να φτιάχνει τα μαλλιά του πάλι. Όσο το κάνει αυτό, σφυρίζει και χαμογελάει. Όταν το μαλλί του έχει το σχήμα που θέλει, αφήνει την χτένα κάτω και τεντώνεται.

Άνοιξε το νερό της ντουζιέρας αλλά δεν μπήκε από κάτω. Αντ' αυτού, πήγε στο δωμάτιο του. Άνοιξε το Laptop του και έβαλε  Tom Waits. Silent night, holy night... Hey Charlie...
Άνοιξε το ημερολόγιο του. Πήρε ένα στυλό και ξεκίνησε να γράφει.

<<Αγαπητό μου ημερολόγιο.
Σήμερα είναι Κυριακή. Έχω γενέθλια, οπότε χρόνια μου πολλά, χαχαχα. Η αλήθεια είναι πως δεν με πολυενδιαφέρει κιόλας. Ίσως να με πήραν και τηλέφωνο ή να μου έστειλαν κανένα μήνυμα, δεν ξέρω. Απενεργοποίησα το κινητό μου πριν τα μεσάνυχτα. Τώρα κοντεύει έντεκα το πρωί. Ίσως να νομίζουν πως κοιμάμαι ακόμη. Χθες μου είπαν οι άλλοι να βγούμε αλλά τους είπα πως ένιωθα λίγο άρρωστος. Πως περνάνε οι ώρες ε;  Πως περνάνε τα λεπτά, οι μέρες, τα χρόνια. Πριν 26 χρόνια ήρθα στη ζωή. Πριν 8 πέρασα στο πανεπιστήμιο. Αν το καλοσκεφτείς , ο χρόνος είναι κάτι το σχετικό, ε; Και λέω σχετικό γιατί εμένα μου φαίνονται αιώνες. Σα να με έχουν κλείσει σε μια φυλακή με αόρατες αλυσίδες, δίχως φύλακα, και όμως, νιώθω πως αν κάνω να φύγω, θα με σκοτώσουν μόλις πατήσω το πόδι μου στο ελεύθερο έδαφος και εδώ ο χρόνος περνάει τόσο αργά. Στον παράδεισο... Στον παράδεισο; Αγαπητό μου ημερολόγιο, λες να υπάρχει παράδεισος ή κόλαση; Δεν ξέρω. 
Για χρόνια πορευόμουν με την σκέψη πως όσα περνάμε είναι μια δοκιμασία. Πως, ό,τι και να γίνει, γίνεται για έναν σκοπό και πως, στους καλούς συμβαίνουν μόνο καλά, και μετά το άλλαξα και έγινε, στους καλούς πρέπει να συμβαίνουν τουλάχιστον μερικά καλά. Ίσως να είχα άδικο. Ίσως να μην λειτουργεί έτσι. Δεν ξέρω. Πέρασα τόσες ταπεινώσεις από μικρός, τόσα βάσανα από τους άλλους , τόση κακία χωρίς να φταίω, που έλεγα πως, δεν βαριέσαι, κάνε υπομονή. Και έκανα, αγαπητό μου ημερολόγιο, έκανα όσο λίγοι σε αυτό τον κόσμο. Έκλαιγα, λύγιζα, αλλά στεκόμουν στα πόδια μου. Πάντα στεκόμουν στα πόδια μου. Και, παρόλα αυτά, όσο και να προσπαθούσα, όσο και να το πάλευα, εκείνοι τα κατάφερναν πάντα καλύτερα. Δεν λέω πως όλα μου πήγαν σκατά, όμως. Μα τους έβλεπα και έλεγα, γιατί, γιατί να συμβαίνουν τα καλά σε αυτούς; Τα καλά που θα ήθελα να συμβαίνουν σε εμένα; Θεέ ; Δεν είδες τι μου έκαναν, γιατί τους ευλογείς; Και όμως! Πίστευα πως ήμουν ξεχωριστός, πως ήμουν διαφορετικός, πως ήμουν καλύτερος από εκείνους. Γιατί εγώ ήξερα τι άνθρωποι ήταν πραγματικά και ας μην το ήξεραν οι ίδιοι. Αλλά δεν έμαθα ποτέ πραγματικά τι άνθρωπος είμαι εγώ και έχει πάψει να με ενδιαφέρει εδώ και καιρό.
Η αλήθεια, αγαπητό μου ημερολόγιο, είναι πως έχω κάνει λάθη. Αρκετά λάθη. Τόσα πολλά που έχω χάσει το μέτρημα. Και το χειρότερο είναι που τα επαναλαμβάνω. Έχω πειστεί πια πως  για ένα σωστό που κάνω, δύο λάθη ξετρυπώνουν. Βαρέθηκα να κάνω τόσα λάθη. Και το χειρότερο είναι όταν τα λάθη αυτά αφορούν άλλους, οι οποίοι σε εμπιστεύονται, σε αγαπάνε, σε λαμβάνουν υπόψιν, αλλά εσύ απλά κάνεις το λάθος και επανέρχεσαι πάλι στο μηδέν.  Και τι να τους πεις και αυτούς; Χαχα. Λες να ήταν λάθος που γεννήθηκα; Λες να υπάρχω καταλάθος;
I'm so tired. I'm so sick and tired and...
Οι γονείς μου με αγαπάνε το δίχως άλλο. Ο αδερφός μου δεν μας μιλάει πλέον, αλλά πως να τον κατηγορήσεις; Πόσοι γονείς άραγε μπορούν να το πάρουν εντάξει όταν το παιδί τους τούς ανακοινώνει πως είναι γκέι;  Τι φωνές, τι κλάματα, τι συγκινήσεις! Και ήμουν μόλις δεκατεσσάρων, πως να ήξερα ποιανού την μεριά έπρεπε να πάρω; Έχουμε να μιλήσουμε δέκα χρόνια. Τι να κάνει άραγε; 
Και μέσα σε όλα αυτά, σκέφτομαι συνέχεια το ίδιο. Πως, αν είχα τουλάχιστον μια κοπέλα δίπλα μου, κάποια να με καταλαβαίνει και να την παιδεύω, να με αγαπάει και να την φροντίζω, θα ήμουν σε πολύ καλύτερη μοίρα. Θα είχα τουλάχιστον κάποιον ώμο να ακουμπήσω το κεφάλι μου. Έχω τους φίλους μου βέβαια, αλλά , όπως και να έχει, το άγγιγμα μιας γυναίκας είναι κάτι διαφορετικό, κάτι μαγικό. Ειδικά αν εμπεριέχει και συναίσθημα. Και προσπάθησα, αγαπητό μου ημερολόγιο, το προσπάθησα με τον δικό μου τρόπο όλα αυτά τα χρόνια, στοχεύοντας σε αστέρια που τα φώτιζε ο ήλιος τελικά, αλλά ήταν τόσο λαμπερά! Και άπλωνα το χέρι μου να τα πιάσω και καιγόμουν, αλλά όχι από την φωτιά τους, αλλά από την ίδια μου την φωτιά. Μα δεν ήθελα να αλλάξω τους τρόπους μου. Έλεγα, όποια είναι να με αγαπήσει, θα με αγαπήσει γι' αυτό που είμαι. Ξέρεις πως είναι να περνάς χρόνια ολόκληρα ανέγγιχτος και μόνος; Δεν το ξέρεις, γιατί γράφω συχνά. 
Αγαπητό μου ημερολόγιο, σου έχω πει τόσες φορές πως λαχταρώ να νιώσω την αγκαλιά μιας γυναίκας. Οι πληρωμένες κυρίες δεν μετράνε. Αν δεν νιώσεις μια αγκαλιά που προέρχεται από ευγενικά συναισθήματα, τότε ποιο το νόημα; Το επανέλαβα νομίζω. Δε βαριέσαι; Ξέρεις τι έκανα σήμερα; Βγήκα έξω με τα καλά μου, λίγο αφού τελείωσε η εκκλησία και όταν ο κόσμος θα άρχιζε να πηγαίνει για καφέ, έχοντας πάρει την απόφαση να αγκαλιάσω μια γυναίκα. Δεν ζήτησα πολλά. Απλά να νιώσω τη ζεστασιά του κορμιού, την γαλήνη της καρδιάς. Και έτσι, βγήκα και αγκάλιασα την πρώτη γυναίκα που είδα. Φυσικά, δεν το πήρε και πολύ καλά. Θα μου πεις, πως αλλιώς περίμενες να αντιδράσει. Φώναξε. Ούρλιαξε, Με είδε κόσμος. Έπρεπε να τρέξω για να ξεφύγω, όχι από εκείνους, αλλά από μένα. Να ξεφύγω; Να τρέξω; Τι κάνω τόσα χρόνια; Δεν ξεφεύγω από κάτι, από κάποιον; Από τον ίδιο μου το εαυτό; Μονάχα να έβρισκα μια γυναίκα να με αγαπήσει γι' αυτό που είμαι. Και θα ήμουν πιο γαλήνιος, πιο εντάξει με εμένα. Βέβαια, ίσως να ζητούσα πολλά. Σα να ζητούσα από κάποια να με σώσει, ουσιαστικά. Λες και δεν έχουν οι άλλοι προβλήματα, θα τους έβαζα και εγώ παραπάνω στην πλάτη  τους να κουβαλάνε. Δεν ξέρω. Έχω κάνει στην άκρη από καιρό την σκέψη πως μπορώ να σώσω τον εαυτό μου. Γιατί να μην το κάνει κάποιος άλλος για μένα; Ίσως να ζητάω πολλά. Δεν ξέρω. Βαρέθηκα.
Αγαπητό μου ημερολόγιο, έχω σηκωθεί εδώ και λίγη ώρα και γράφω όρθιος. Είμαι στο μπάνιο. Σε αφήνω για λίγο. Πρέπει να >>.

Άφησε το ημερολόγιο πάνω στο πλυντήριο ρούχων. Εκεί, λίγο πιο πέρα, βρισκόταν ένα πλαστικό πράσινο  μπουκάλι. Πάνω έγραφε " Ποτό γενεθλίων". Ήταν με δικά του γράμματα. Το σήκωσε για να το πιει. Ήταν ένα μπουκάλι γεμάτο χλωρίνη. Ωστόσο, λίγο πριν το φέρει στο στόμα του, το πέταξε κάτω. Μετά, όπως ήταν, πήγε και κάθισε κάτω από το νερό που είχε αφήσει να τρέχει. Αγκάλιασε τα γόνατα του, έσκυψε το κεφάλι του και παρέμεινε εκεί για ώρα, με το νερό να τρέχει πάνω του. Παρέμεινε στην ίδια θέση για λίγα λεπτά, μέχρι που σηκώθηκε. Χωρίς να κλείσει το νερό, πήγε στην κουζίνα, άνοιξε ένα συρτάρι και πήρε ένα κεράκι. Κρατώντας το στο δεξί του χέρι, σα λαμπάδα το Πάσχα, περπάτησε μέχρι το δωμάτιο του. 
Στο Laptop έπαιζε ακόμα μουσική. Κάθισε στην καρέκλα, κρατώντας ακόμη το κεράκι ψηλά. Με το ποντίκι πήγε στις αποθηκευμένες εικόνες. Έπειτα από λίγο ψάξιμο, βρήκε εκείνη που έψαχνε. Έτσι, άναψε το κεράκι και άρχισε να μουρμουρίζει.....Να ζήσεις......Μεγάλος να γίνεις .....και όλοι να λένε......  Χα χα χα. Μα....μα. Μπα....μπας.
Πίσω από το κεράκι η εικόνα συνέχιζε να υπάρχει και το κεράκι έκαιγε και το λιωμένο κερί έπεφτε πάνω στο γραφείο του.
Ήταν αυτός, με τα καλά του ρούχα,  στα πρώτα του γενέθλια, που πιπίλιζε τον αριστερό του αντίχειρα και πόζαρε άβολα στην κάμερα.

-Ο.Γ.Θ.

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021



Καθόμουν στην καρέκλα μου και έσκυψα για να πάρω το φορτιστή του Laptop από το πάτωμα. Έπρεπε να βάλω τον φορτιστή στην πρίζα, αλλιώς θα το Laptop θα έκλεινε. Σκύβοντας, ένιωσα την κοιλιά να με εμποδίζει. Ωστόσο, άκουγα ωραίο τραγούδι εκείνη τη στιγμή και σκέφτηκα πως θα ήταν κρίμα να έκλεινε το Laptop και να το έκοβα στη μέση, ας πούμε, μη χειρότερα! Οπότε, σήκωσα το φορτιστή με το δεξί μου χέρι και τον σύνδεσα.
Η αλήθεια είναι πως δεν έχω κάτι να πω. Δεν έχουμε πάντα κάτι να πούμε, όσο και αν το θέλουμε, γιατί νιώθουμε στην άκρη της γλώσσας μας μια ενόχληση, σα να θέλει να κουνηθεί, αλλά απλά καταλήγουμε να ανοιγοκλείνουμε το στόμα αθόρυβα. Και, πολλές φορές που είχα κάτι να πω, απλά πίστευα πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, ή δεν μου έρχονταν οι κατάλληλες λέξεις, και έτσι απλά σώπαινα.  Παλιά τουλάχιστον λειτουργούσε αυτό. Η σιωπή ήταν σωτηρία. Όταν σωπαίνεις, και δεν ακούει κανένας τι έχεις να πεις, δεν σε ενοχλεί και κανένας. Μόνο που, τις περισσότερες φορές έχεις όντως κάτι να πεις, απλά σωπαίνεις, γιατί παλιά δεν σε καταλάβαιναν ή , τις φορές που μιλούσες, ένιωθες πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Και το θεώρησες προτιμότερο να σωπάσεις.  Βέβαια, μετά μαζεύονται τόσα και νιώθει να πνίγεσαι και δεν ξέρεις τι στο καλό συμβαίνει με σένα. Αλλά τουλάχιστον, λες, αυτή η σιωπή γέννησε τόσα ποιήματα, τόσα πεζά. Τουλάχιστον δεν βγήκες απόλυτα χαμένος.
Μόλις σύνδεσα το φορτιστή, το τραγούδι που άκουγα τελείωσε. Όλα τελειώνουν κάποια στιγμή. Αλλά δεν είναι δεσμευτική αυτή η αλήθεια. Γιατί μπορείς να αρχίσεις κάτι, να δώσεις κάτι και αυτό το κάτι να συνεχίζεται ακόμα και όταν εσύ τελειώσεις, όταν η φυσική σου υπόσταση πάψει. Γιατί όλοι θα πεθάνουμε. Ίσως να παραγνωριστείς όσο υπάρχεις. Ίσως να μην σου δώσουν την απαραίτητη σημασία, ίσως να μην σε καταλάβουν όπως το θέλεις. Αλίμονο αν ήταν το αντίθετο πάντα. Μα, αν πιστέψεις σε μια ιδέα πολύ, αν της δώσεις όλη σου την αγάπη και την αφοσίωση, αν καταφέρεις να την κάνεις να ζήσει έξω από σένα και μέσα σου παράλληλα,  δεν είναι πως το σύμπαν θα συνωμοτήσει για να τα καταφέρεις. Το σύμπαν χέστηκε για σένα. Απλά θα σου δώσει λίγη προσοχή, μα , ακόμα και αυτή η λίγη προσοχή αρκεί για να τα καταφέρεις.
Το Laptop φορτίζει τώρα. Όλοι και όλα χρειαζόμαστε  λίγη φόρτιση. Λίγο χρόνο για να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας. Ο καθένας χρειάζεται το χρόνο του. Μα, όσο μεγαλώνεις, καταλαβαίνεις πως ο χρόνος σου όλο και λιγοστεύει, ειδικά όταν καταλάβεις πως, για μεγάλο χρονικό διάστημα τον χαράμισες, τον σπατάλησες, και προσπαθείς να τον αναπληρώσεις και ας λες στον εαυτό σου πως τάχα έχεις χρόνο για να τον πείσεις να μην αρχίσει να ουρλιάζει.  Μα συνεχώς προσπαθείς, δεν το βάζεις κάτω. Προσπαθείς να αναπληρώσεις τον χαμένο χρόνο όσο καλύτερα γίνεται και να γεμίσεις τον ήδη υπάρχοντα.  Δεν σε νοιάζουν οι συνέπειες, μονάχα να αναπληρώσεις τον χαμένο χρόνο. Αλλά ακόμα φοβάσαι λίγο. Δεν πειράζει. Θα το ξεπεράσεις κάποτε. Γι' αυτό τρέχεις και τρέχεις και όλο τρέχεις,  όχι για να ξεφύγεις, μα για να προφτάσεις. Και πάντα λες πως έχεις μείνει πίσω, αλλά πόσα να αντέξει ένας άνθρωπος; Και πόσα να εξηγήσει και πόσο να τον καταλάβουν οι δικοί σου;Μα δες πόσο μακριά έχουμε φτάσει! Και πλέον αρκεί μια περιήγηση στο Ίντερνετ. Δεν θέλει πολλά για να δεις τους εφήμερους, για να σηκωθείς, να κατεβάσεις το παντελόνι όσο πας στην τουαλέτα, να κάτσεις και να καταλάβεις πως τα περισσότερα που φαίνονται αξίζουν όσο αυτό που αποθέτεις εκείνη τη στιγμή. Και σκέφτεσαι πως, αν στόχευες για τα εφήμερα, τι νόημα έχει ο σκοπός σου;  Ποιο το νόημα αν δεν προσφέρεις κάτι ουσιαστικό  έστω και μια φορά; Ποιο το νόημα αν γίνεις ένα με τη μάζα; Και ας λένε ό,τι θέλουν, και ας λες ό,τι θες, ξέρεις τι πραγματικά αξίζεις και πως θα το πάρεις.
Το Laptop μου και οι χορδές της κιθάρας που πάλλονται ρυθμικά.  Τώρα παίζει άλλο τραγούδι. Δεν θες να είσαι ένα ακόμη τραγούδι. Θες να μοιάσεις στου ήρωες σου και να διαφοροποιηθείς από αυτούς. Αν βρεις αυτό που θες να γίνεις, θες να γίνεις αυτό που θες να γίνεις.  Και τίποτα πια δεν έχει σημασία, μα η φράση αυτή , τίποτα πια δεν έχει σημασία, δεν είναι τελείως αληθινή. Γιατί πλέον έχουν πολλά σημασία, ειδικά πολλά από αυτά που είχαν παλιότερα ή που ίσως φαινόντουσαν πως δεν είχαν. Οι οικογένειες σου, η μουσική που άκουγες, οι ταινίες και οι σειρές και τα anime που βλέπεις, τα βιβλία και τα manga που διαβάζεις, η ηρεμία σου, ο ελεύθερος χρόνος σου, ο ύπνος σου. Είναι μια λίστα τεράστια, μια λίστα που όλο και μεγαλώνει. Τώρα έχουν όλα τόση σημασία που προσπαθείς να την κατανείμεις κάπως, ξέροντας πάντα πως την ύψιστη σημασία έχει ένα πράγμα: να δημιουργείς, γιατί αυτό σε έσωσε, και να δημιουργείσαι, γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Δεν είναι δύο διαφορετικά, αλλά οι διπλές όψεις ενός νομίσματος.
Τώρα παρατηρώ  πως ξέχασα να βάλω το Laptop να φορτίσει. Δεν σύνδεσα την πρίζα. Δεν το ξέχασα ακριβώς, απλά με έπιασε ένας μικρός οίστρος και ξεχάστηκα. Πλέον χαίρομαι όταν έχω χρόνο να ξεχαστώ. Να ξεχαστώ πραγματικά, εννοώ.  Μα δεν θέλω να ξεχαστώ τελείως. Γι' αυτό προσπαθώ να αφήσω κάτι καλό πίσω, για να έχουν να με θυμούνται. Να λένε πως δεν φοβήθηκε τελείως. Και όπως αυτό το Laptop που θα κλείσει, θα κλείσω και εγώ κάποτε. Τουλάχιστον να αφήσω κάτι πίσω μου που να λειτουργεί σαν τον φορτιστή. Και να έχω κλείσει, να μπορούν να με ανοίξουν όποτε θέλουν. Δεν είναι πως φοβάμαι μήπως δεν αναγνωριστώ τελικά. Τόσο  έχω ματώσει για να φτάσω ως εδώ, άλλο τόσο και παραπάνω θα ματώσω,  τουλάχιστον θα κινήσω την περιέργεια των θεών. Έχω γραπώσει το άστρο μου από τις μπάλες και το ζουλάω μέχρι να στερέψει. Και, όταν στερέψει, θα γραπώσω άλλα άστρα. Γιατί η νύχτα μου είναι ατελείωτη και θα φωτίζει την αυγή. Ο θάνατος είναι σίγουρος. Την αιωνιότητα όμως μπορείς να την ελέγξεις. Και το Laptop αυτό θα το αφήσω να κλείσει. Και θα πέσω για ύπνο γιατί πρέπει να ξυπνήσω και όχι γιατί πραγματικά θέλω να πέσω για ύπνο.  Μα δε βαριέσαι. Έχουμε μια ζωή μπροστά μας, όση διαρκέσει τελοσπάντων, και τόσα άστρα στον ουρανό. 
Είναι ωραίος ο ουρανός. Και εσύ έχεις ωραία μάτια, σίγουρα. Μην τους φέρεσαι άσχημα. Κάποτε όλα όσα κάνουμε θα φανερώσουν ακριβώς τον σκοπό για τον οποίο τα κάναμε. Και αν αποδειχθεί ,τελικά, πως τα σκατώσαμε, ε, τι να κάνουμε!  Η ζωή είναι ένα ατέλειωτο τραγούδι και πρέπει να το ακούσουμε μέχρι τέλους. 
Ακόμα κάθομαι στην καρέκλα μου. Ακόμα ακούω μουσική. Το Laptop τελικά δεν έκλεισε. Κοίταξε να δεις!
-Ο.Γ.Θ.

Κυριακή 13 Ιουνίου 2021





Ήταν λίγο πριν τα τέλη της Πέμπτης Δημοτικού. Ένα, κάποιο ξεχασμένο και περασμένο, καλοκαίρι και, κατά τη διάρκεια της γυμναστικής, κάναμε πρόβες για κάτι αγωνίσματα. Ήταν κάτι σαν εκδηλώσεις  που θα γινόντουσαν για εμάς και τους γονείς μας την τελευταία μέρα πριν κλείσουν τα σχολεία για το καλοκαίρι.  Η γυμνάστρια το θεώρησε καλή ιδέα, κάτι διαδραστικό για εμάς και διασκεδαστικό παράλληλα, ένα παιχνίδι, με λίγα λόγια, για τους μαθητές της και κάτι για να χαρούν οι γονείς.
Ανάμεσα στα αγωνίσματα ήταν και οι τσουβαλοδρομίες. Κάτι απλό, που λάμβανε χώρα στο γήπεδο του μπάσκετ που διέθετε το Δημοτικό και πήγαινε ως εξής: Στην τάξη ήμασταν καμιά εικοσαριά άτομα, αγόρια και κορίτσια. Οπότε, χωριστήκαμε σε ομάδες των τεσσάρων, πέντε ομάδες στο σύνολο. Μπαίναμε σε σειρές ,δύο άτομα από κάθε ομάδα,  κάτω από τη μια μπασκέτα οι μισοί και οι υπόλοιποι μισοί κάτω από την  άλλη μπασκέτα. Όταν θα σφύριζε η γυμνάστρια, έπρεπε να μπει ο πρώτος στο τσουβάλι, να φτάσει στην άλλη άκρη του γηπέδου, να βγει, να μπει ο επόμενος, να τρέξει στην άλλη άκρη και ούτω καθεξής ,μέχρι τον τελευταίο της ομάδας. Η ομάδα της οποίας ο τελευταίος παίχτης θα έφτανε πρώτος την γραμμή του τερματισμού, θα ήταν και η νικήτρια. Απλό αγώνισμα, αλλά αρκούσε για να μας κάνει ανταγωνιστικούς και να μας πεισμώσει. Παιδιά ήμασταν και ήταν κάτι το διαφορετικό και ευχάριστο.
Οι ομάδες ορίστηκαν στην τύχη. Εγώ έτυχα σε αυτή με τον Αλέξανδρο, την Μένια και την Νατάσα. Ο Αλέξανδρος θα ξεκινούσε πρώτος, η Μένια δεύτερη, εγώ τρίτος και η Νατάσα τελευταία. Αποφάσισα πως θα πήγαινα όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να νικήσει η ομάδα μου, παρόλο που δεν είχαμε και πολλές πιθανότητες μιας και η Μαρία, πρωταθλήτρια στίβου , ήταν σε άλλη ομάδα.
Γυμναστική είχαμε την πέμπτη ώρα εκείνη την ημέρα. Το πρωί πήγαμε κανονικά στο σχολείο και περιμέναμε για την προσευχή.  Επειδή είχε περάσει το Πάσχα, δεν λέγαμε το Πάτερ Ημών αλλά το Πιστεύω και δεν το ήξερε κανένας μας σχεδόν , ή τουλάχιστον δεν το ομολογούσαν οι λίγοι που το θυμόντουσαν απ' έξω, οπότε το είπε για άλλη μια φορά η Στέλλα, μια κοπέλα που ήταν στην Τετάρτη. Μόλις τελείωσε, ανεβήκαμε στις τάξεις μας.
Την πρώτη ώρα είχαμε Γλώσσα. Εκείνη την μέρα, η δασκάλα μας, η Κυρία Φωφώ, μας έβαλε όλους να ζωγραφίσουμε. Κοινό το θέμα, γιατί αφορούσε τα τροχαία δυστυχήματα και όλες οι ζωγραφιές θα έπαιρναν μέρος σε έναν διαγωνισμό που διοργάνωνε η Τροχαία για όλα τα δημοτικά σχολεία της  περιοχής. Εγώ καλός ζωγράφος δεν ήμουν , αλλά προσπάθησα και έφτιαξα κάτι πολύ ωραίο, για εμένα: ήταν μια διασταύρωση, στην οποία ένα αμάξι πέρασε με κόκκινο και πάτησε έναν ποδηλάτη. Ο ποδηλάτης έπεσε κάτω αιμόφυρτος και γύρω του ήταν κόσμος. Κάπου στο βάθος, ένα ασθενοφόρο έκανε την εμφάνιση του. Όταν τελείωσα, σηκώθηκα, το έδειξα στην δασκάλα και μου έδωσε συγχαρητήρια. Χαμογέλασα και της ζήτησα να μου το δώσει πάλι  , για να το ολοκληρώσω. Δύο θρανία πίσω από εμένα καθόταν ο Άγγελος. Γενικά δεν τον ενδιέφεραν και τόσο τα μαθήματα, πιο πολύ να παίζει. Τον κοίταζα με την άκρη του ματιού μου, ενώ καθόμουν στη θέση μου, καθώς πασάλειβε μια ακουαρέλα αδιάφορα.  Θυμήθηκα που λίγες μέρες πριν, θα βγάζαμε φωτογραφίες για να τις κάνουν κάδρο και είχα ντυθεί με καλά ρούχα, τα οποία μου ήταν λίγο τσίτα. Έτυχε να κάθεται στο ίδιο θρανίο με εμένα και, όταν κάθισα και εγώ, γέλασε και φώναξε, για να το ακούσει όλη η τάξη, <<ΤΑ ΜΠΟΥΤΙΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΔΗΜΗΤΡΗ, ΧΑΧΑΧΑ>>. Με πλήγωσε, είναι η αλήθεια, αλλά δεν έδωσα πολύ σημασία. Τι μπορούσα να του πω άλλωστε;
Η πέμπτη ώρα έφτασε και βγήκαμε για τη γυμναστική. Αμέσως πήγαμε στο γήπεδο του μπάσκετ. Ο Άγγελος ήταν σε άλλη ομάδα, ακριβώς δίπλα από την δικιά μου. Όταν λάβαμε τις θέσεις μας, η γυμνάστρια μας ρώτησε αν ήμασταν έτοιμοι και απαντήσαμε καταφατικά. Τότε σφύριξε.
Η μάχη ήταν δύσκολη. Έβλεπες μικρά παιδιά να προσπαθούν με όλη τους τη δύναμη, με μικρά χοροπηδητά, μέσα σε τσουβάλια , να φτάσουν στην άλλη άκρη και με πολύ γρήγορες κινήσεις να βγουν για να δώσουν την θέση τους στον επόμενο. Στην δικιά μου ομάδα, ο Κωνσταντίνος έφυγε σφαίρα και έφτασε πρώτος. Η Μένια άργησε λίγο να μπει στο τσουβάλι και να ξεκινήσει. Όταν έφτασε κοντά μου και βγήκε, προσπάθησα με πολύ γρήγορες κινήσεις να μπω μέσα και να ξεκινήσω για να καταφέρει η Κωνσταντίνα να τερματίσει γρήγορα. Ωστόσο, δύο τρία πηδήματα μετά, δεν τα κατάφερα και έπεσα κάτω, και για λίγο δεν προσγειώθηκα στο πρόσωπο μου. Χωρίς να ήμουν σίγουρος, ένιωθα τα βλέμματα όλων να είναι στραμμένα πάνω μου. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά ξαναέπεσα. Και τότε, μια φωνή ακούστηκε. Η ίδια, αστεία, φωνή: <<ΔΕΣ ΤΟΝ, ΣΑΝ ΤΣΟΥΒΑΛΙ ΕΠΕΣΕ ΚΑΤΩ. ΣΑΝ ΠΑΤΑΤΑ. Η ΠΑΤΑΤΑ! ΧΑΧΑΧΑΧΑ.>>.
Γέλια. Αθώα γέλια μικρών παιδιών. Σηκώθηκα αμέσως και κουτσά στραβά έφτασα στην Νατάσα και βγήκα από το τσουβάλι. Αλλά δεν μπορούσα να μείνω εκεί. Είπα στην δασκάλα πως μου πονούσε λίγο το γόνατο και αν μπορούσα να πήγαινα λίγο πίσω να καθίσω. Μου το επέτρεψε και έτσι πήγα,  σχεδόν τρέχοντας, πίσω από τις κερκίδες που είχε το γήπεδο και κάθισα πάνω στο ένα από τα δύο παγκάκια που υπήρχαν εκεί, κάτω από τα πεύκα. Κάθισα και έπιασα το γόνατο μου. Κάθισα και τους άκουγα πως έπαιζαν, πως γελούσαν. Κάθισα και ,όσο τους άκουγα,  προσπαθούσα να συγκρατηθώ. Η πατάτα. Κάθισα , ώσπου δεν άντεξα και άρχισα να κλαίω. Και σκεφτόμουν, ο Δημήτρης η Πατάτα. Και συνέχιζα να κλαίω.
Τελικά, σταμάτησαν τα αγωνίσματα και τους είδα να πηγαίνουν μέσα στο σχολείο. Άρχισα να σκουπίζω τα μάτια μου. Δύο κορίτσια από την τάξη, η Ελεωνόρα και η Ελισάβετ, ήρθαν πίσω, εκεί που καθόμουν εγώ. 
<<Είσαι καλά Δημήτρη;>> και <<Έκλαιγες;>>.
<<Όχι, όχι, μια χαρά είμαι. Δεν έχω κάτι>>, απάντησα χαμογελώντας. 
<<Σίγουρα;>>.
<<Ναι, ναι >>.
<<Μην κλαις. Βλάκας είναι. Έλα, όλοι πάμε μέσα να πιούμε νερό>>.
Και έτσι, σηκώθηκα πάνω. Όπως και να είχε, δεν μπορούσα να μείνω για πάντα σε εκείνα τα παγκάκια.
-Ο.Γ.Θ.

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...