Κυριακή 13 Ιουνίου 2021





Ήταν λίγο πριν τα τέλη της Πέμπτης Δημοτικού. Ένα, κάποιο ξεχασμένο και περασμένο, καλοκαίρι και, κατά τη διάρκεια της γυμναστικής, κάναμε πρόβες για κάτι αγωνίσματα. Ήταν κάτι σαν εκδηλώσεις  που θα γινόντουσαν για εμάς και τους γονείς μας την τελευταία μέρα πριν κλείσουν τα σχολεία για το καλοκαίρι.  Η γυμνάστρια το θεώρησε καλή ιδέα, κάτι διαδραστικό για εμάς και διασκεδαστικό παράλληλα, ένα παιχνίδι, με λίγα λόγια, για τους μαθητές της και κάτι για να χαρούν οι γονείς.
Ανάμεσα στα αγωνίσματα ήταν και οι τσουβαλοδρομίες. Κάτι απλό, που λάμβανε χώρα στο γήπεδο του μπάσκετ που διέθετε το Δημοτικό και πήγαινε ως εξής: Στην τάξη ήμασταν καμιά εικοσαριά άτομα, αγόρια και κορίτσια. Οπότε, χωριστήκαμε σε ομάδες των τεσσάρων, πέντε ομάδες στο σύνολο. Μπαίναμε σε σειρές ,δύο άτομα από κάθε ομάδα,  κάτω από τη μια μπασκέτα οι μισοί και οι υπόλοιποι μισοί κάτω από την  άλλη μπασκέτα. Όταν θα σφύριζε η γυμνάστρια, έπρεπε να μπει ο πρώτος στο τσουβάλι, να φτάσει στην άλλη άκρη του γηπέδου, να βγει, να μπει ο επόμενος, να τρέξει στην άλλη άκρη και ούτω καθεξής ,μέχρι τον τελευταίο της ομάδας. Η ομάδα της οποίας ο τελευταίος παίχτης θα έφτανε πρώτος την γραμμή του τερματισμού, θα ήταν και η νικήτρια. Απλό αγώνισμα, αλλά αρκούσε για να μας κάνει ανταγωνιστικούς και να μας πεισμώσει. Παιδιά ήμασταν και ήταν κάτι το διαφορετικό και ευχάριστο.
Οι ομάδες ορίστηκαν στην τύχη. Εγώ έτυχα σε αυτή με τον Αλέξανδρο, την Μένια και την Νατάσα. Ο Αλέξανδρος θα ξεκινούσε πρώτος, η Μένια δεύτερη, εγώ τρίτος και η Νατάσα τελευταία. Αποφάσισα πως θα πήγαινα όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να νικήσει η ομάδα μου, παρόλο που δεν είχαμε και πολλές πιθανότητες μιας και η Μαρία, πρωταθλήτρια στίβου , ήταν σε άλλη ομάδα.
Γυμναστική είχαμε την πέμπτη ώρα εκείνη την ημέρα. Το πρωί πήγαμε κανονικά στο σχολείο και περιμέναμε για την προσευχή.  Επειδή είχε περάσει το Πάσχα, δεν λέγαμε το Πάτερ Ημών αλλά το Πιστεύω και δεν το ήξερε κανένας μας σχεδόν , ή τουλάχιστον δεν το ομολογούσαν οι λίγοι που το θυμόντουσαν απ' έξω, οπότε το είπε για άλλη μια φορά η Στέλλα, μια κοπέλα που ήταν στην Τετάρτη. Μόλις τελείωσε, ανεβήκαμε στις τάξεις μας.
Την πρώτη ώρα είχαμε Γλώσσα. Εκείνη την μέρα, η δασκάλα μας, η Κυρία Φωφώ, μας έβαλε όλους να ζωγραφίσουμε. Κοινό το θέμα, γιατί αφορούσε τα τροχαία δυστυχήματα και όλες οι ζωγραφιές θα έπαιρναν μέρος σε έναν διαγωνισμό που διοργάνωνε η Τροχαία για όλα τα δημοτικά σχολεία της  περιοχής. Εγώ καλός ζωγράφος δεν ήμουν , αλλά προσπάθησα και έφτιαξα κάτι πολύ ωραίο, για εμένα: ήταν μια διασταύρωση, στην οποία ένα αμάξι πέρασε με κόκκινο και πάτησε έναν ποδηλάτη. Ο ποδηλάτης έπεσε κάτω αιμόφυρτος και γύρω του ήταν κόσμος. Κάπου στο βάθος, ένα ασθενοφόρο έκανε την εμφάνιση του. Όταν τελείωσα, σηκώθηκα, το έδειξα στην δασκάλα και μου έδωσε συγχαρητήρια. Χαμογέλασα και της ζήτησα να μου το δώσει πάλι  , για να το ολοκληρώσω. Δύο θρανία πίσω από εμένα καθόταν ο Άγγελος. Γενικά δεν τον ενδιέφεραν και τόσο τα μαθήματα, πιο πολύ να παίζει. Τον κοίταζα με την άκρη του ματιού μου, ενώ καθόμουν στη θέση μου, καθώς πασάλειβε μια ακουαρέλα αδιάφορα.  Θυμήθηκα που λίγες μέρες πριν, θα βγάζαμε φωτογραφίες για να τις κάνουν κάδρο και είχα ντυθεί με καλά ρούχα, τα οποία μου ήταν λίγο τσίτα. Έτυχε να κάθεται στο ίδιο θρανίο με εμένα και, όταν κάθισα και εγώ, γέλασε και φώναξε, για να το ακούσει όλη η τάξη, <<ΤΑ ΜΠΟΥΤΙΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΔΗΜΗΤΡΗ, ΧΑΧΑΧΑ>>. Με πλήγωσε, είναι η αλήθεια, αλλά δεν έδωσα πολύ σημασία. Τι μπορούσα να του πω άλλωστε;
Η πέμπτη ώρα έφτασε και βγήκαμε για τη γυμναστική. Αμέσως πήγαμε στο γήπεδο του μπάσκετ. Ο Άγγελος ήταν σε άλλη ομάδα, ακριβώς δίπλα από την δικιά μου. Όταν λάβαμε τις θέσεις μας, η γυμνάστρια μας ρώτησε αν ήμασταν έτοιμοι και απαντήσαμε καταφατικά. Τότε σφύριξε.
Η μάχη ήταν δύσκολη. Έβλεπες μικρά παιδιά να προσπαθούν με όλη τους τη δύναμη, με μικρά χοροπηδητά, μέσα σε τσουβάλια , να φτάσουν στην άλλη άκρη και με πολύ γρήγορες κινήσεις να βγουν για να δώσουν την θέση τους στον επόμενο. Στην δικιά μου ομάδα, ο Κωνσταντίνος έφυγε σφαίρα και έφτασε πρώτος. Η Μένια άργησε λίγο να μπει στο τσουβάλι και να ξεκινήσει. Όταν έφτασε κοντά μου και βγήκε, προσπάθησα με πολύ γρήγορες κινήσεις να μπω μέσα και να ξεκινήσω για να καταφέρει η Κωνσταντίνα να τερματίσει γρήγορα. Ωστόσο, δύο τρία πηδήματα μετά, δεν τα κατάφερα και έπεσα κάτω, και για λίγο δεν προσγειώθηκα στο πρόσωπο μου. Χωρίς να ήμουν σίγουρος, ένιωθα τα βλέμματα όλων να είναι στραμμένα πάνω μου. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά ξαναέπεσα. Και τότε, μια φωνή ακούστηκε. Η ίδια, αστεία, φωνή: <<ΔΕΣ ΤΟΝ, ΣΑΝ ΤΣΟΥΒΑΛΙ ΕΠΕΣΕ ΚΑΤΩ. ΣΑΝ ΠΑΤΑΤΑ. Η ΠΑΤΑΤΑ! ΧΑΧΑΧΑΧΑ.>>.
Γέλια. Αθώα γέλια μικρών παιδιών. Σηκώθηκα αμέσως και κουτσά στραβά έφτασα στην Νατάσα και βγήκα από το τσουβάλι. Αλλά δεν μπορούσα να μείνω εκεί. Είπα στην δασκάλα πως μου πονούσε λίγο το γόνατο και αν μπορούσα να πήγαινα λίγο πίσω να καθίσω. Μου το επέτρεψε και έτσι πήγα,  σχεδόν τρέχοντας, πίσω από τις κερκίδες που είχε το γήπεδο και κάθισα πάνω στο ένα από τα δύο παγκάκια που υπήρχαν εκεί, κάτω από τα πεύκα. Κάθισα και έπιασα το γόνατο μου. Κάθισα και τους άκουγα πως έπαιζαν, πως γελούσαν. Κάθισα και ,όσο τους άκουγα,  προσπαθούσα να συγκρατηθώ. Η πατάτα. Κάθισα , ώσπου δεν άντεξα και άρχισα να κλαίω. Και σκεφτόμουν, ο Δημήτρης η Πατάτα. Και συνέχιζα να κλαίω.
Τελικά, σταμάτησαν τα αγωνίσματα και τους είδα να πηγαίνουν μέσα στο σχολείο. Άρχισα να σκουπίζω τα μάτια μου. Δύο κορίτσια από την τάξη, η Ελεωνόρα και η Ελισάβετ, ήρθαν πίσω, εκεί που καθόμουν εγώ. 
<<Είσαι καλά Δημήτρη;>> και <<Έκλαιγες;>>.
<<Όχι, όχι, μια χαρά είμαι. Δεν έχω κάτι>>, απάντησα χαμογελώντας. 
<<Σίγουρα;>>.
<<Ναι, ναι >>.
<<Μην κλαις. Βλάκας είναι. Έλα, όλοι πάμε μέσα να πιούμε νερό>>.
Και έτσι, σηκώθηκα πάνω. Όπως και να είχε, δεν μπορούσα να μείνω για πάντα σε εκείνα τα παγκάκια.
-Ο.Γ.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...