Κυριακή 28 Αυγούστου 2022




 Οι απόηχοι 

Μιας ζωής που δεν έζησα, ακούγονται ακόμα 

(Οι απόηχοι...μιας ζωής... που...ακούγονται...)

Στα αυτιά μου, την βλεπω

Μπροστά μου, δεν χρειάζεται να κλείσω τα

Μάτια, ορίστε, εμφανίστηκε.

Και δεν ξέρω καν αν είναι

Όπως την φαντάζομαι, είναι 

Αποκύημα της φαντασίας μου, όσα θα μπορούσαμε να ζήσουμε, όλα όσα δεν ζήσαμε, ότι δεν έζησα κατέστρεψε αυτό που θα μπορούσα να ζήσω, να ζήσω, να ζήσω ,να-

(Βαθιά ανάσα).

Μια ανάσα είναι η ζωή 

Δεν γίνεται να ζήσεις χωρίς ανάσα

Ούτε να ανασαίνεις χωρίς ζωή.

Δεν γίνεται να ζήσεις και να πεθάνεις ταυτόχρονα

Και όμως γίνεται.

Οι απόηχοι μιας ζωής-

Ίσως περισσότερων ζωών-

Ακούγονται ακόμα

Όχι τόσο συχνά πια, τώρα είμαι καλύτερα.

Αλλά το μυαλό δεν ξεχνάει εύκολα

Ακόμα και όσα δεν υπήρξαν ποτέ

Και νοσταλγεί η καρδιά για κάποιο λόγο

Όσα δεν υπήρξαν ποτέ.

- Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)




Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022



Ήθελε από όποιον την γνώριζε να την φωνάζει Μάιρα και όχι Μαρία. Δεν μου εξήγησε ποτέ ακριβώς τον λόγο, απλά μου το ανακοίνωσε και, θέλοντας να το σεβαστώ αυτό, θα την λέω Μάιρα από εδώ και πέρα.
Την Μάιρα την γνώρισα πριν μερικά χρόνια στις αρχές του τέταρτου έτους της σχολής. Ήμασταν συμφοιτητές, διαφορετικά τμήματα, αλλά έτυχε εκείνο το εξάμηνο να παρακολουθήσουμε το ίδιο μάθημα επιλογής. Πρώτη φορά την παρατήρησα στο δεύτερο μάθημα, όταν και έκατσε δίπλα μου. Μαύρα μαλλιά καρέ, έντονα χείλη, πράσινα μάτια. Ένα τετράδιο και ένα στυλό και μια τσάντα. Ήταν αθλήτρια στίβου μέχρι το λύκειο και αυτό φαινόταν στο σώμα της. 
Στο επόμενο μάθημα έτυχε να κάτσει πάλι δίπλα μου. Λίγο πριν το διάλειμμα, ο καθηγητής μας έκανε ένα και καλά αστείο και, στο διάλειμμα, θέλοντας να το σχολιάσει  με κάποιον και μην έχοντας, όπως και εγώ, παρέα μέσα στην αίθουσα, γύρισε προς το μέρος μου. Από ό,τι θυμάμαι, ο καθηγητής αυτός έκανε ένα συσχετισμό αυτού που έλεγε με κάποια συμπεριφορά των γυναικών και φυσικά, με τη σειρά μας,  όλοι  γελάσαμε, γιατί θέλαμε να πάμε στα προφορικά και θα θυμόταν τις φάτσες μας. Δεν λέω, αν είχα κανέναν φίλο μου εκεί, θα γελούσαμε σαρκαστικά  και καλά θα συμφωνούσαμε, αλλά, κατά τα άλλα, δεν... 
Η Μάιρα ήταν άτομο που μιλούσε αρκετά, εγώ όχι τόσο. Ίσως γι'αυτό δέσαμε τόσο γρήγορα. Πιθανότατα της άρεσε το γεγονός πως μπορούσε να μιλάει όσο θέλει και εγώ να την ακούω, να κουνάω το κεφάλι μου, να χαμογελάω και να πετάω μερικές λέξεις εδώ και εκεί, απλά για να συνεχίσει η κουβέντα. Όχι πως εγώ δεν έλεγα τίποτα, αλλά είχε ωραία χροιά η φωνή της και δεν με πείραζε καθόλου. Η Μάιρα, επίσης, είχε ωραίο χαμόγελο, το οποίο κολάκευε τα μάτια της. Και αναφέρω ξανά το πρόσωπό της, γιατί μου έκανε ωραία εντύπωση το γεγονός πως δεν βαφόταν. Όσες φορές βρεθήκαμε έπειτα από εκείνο το μάθημα, είτε τυχαία είτε επειδή ήταν η συγκεκριμένη μέρα είτε την μια φορά που πήγαμε για καφέ γιατί δεν είχαμε άλλο μάθημα μετά,  ήταν απόλυτα φυσική. Ή μπορεί εμένα να μου φαινόταν απλά έτσι και να έβαζε κάτι ελάχιστο. Όπως και να έχει, η Μάιρα ήταν γοητευτική εκ του φυσικού της και αρκετά ενδιαφέρον άτομο, πάνω από όλα.
Πέρασε κοντά ένας μήνας που μιλούσαμε κατά κύριο λόγο στο μάθημα και στο Facebook, όταν αποφασίσαμε να βγούμε βράδυ. Επειδή υπήρχε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα μεταξύ μας - και, ο βασικός λόγος, είχε αρχίσει να μου αρέσει- της το πρότεινα και δέχθηκε με χαρά, χωρίς να το σκεφτεί. Μιας και γνωριζόμασταν , έστω και αυτό τον λίγο καιρό, η αμηχανία είχε φύγει από τη μέση και αποφασίσαμε να πάμε σε ένα μαγαζί που μας άρεσε και τους δύο, το Στέρεο, στην Αριστοτέλους κοντά. Δώσαμε απευθείας συνάντηση εκεί.
Έφτασα δέκα λεπτά νωρίτερα και κάθισα σε ένα τραπέζι έξω, γιατί ο καιρός είχε αρχίσει να μαλακώνει. Η Μάιρα έφτασε πέντε λεπτά αργότερα και ήταν σα να μην είχε φτάσει η ίδια. Γιατί τα πάντα φώναζαν Μάιρα, εκτός από το πρόσωπο: είχε βαφτεί. Για κάποιο λόγο, αποφάσισε να βαφτεί, να παστώσει το πρόσωπό της με διάφορα καλλυντικά και ό,τι άλλο φοράνε οι γυναίκες. Τρόμαξα να την αναγνωρίσω- τώρα που το σκέφτομαι, αντέδρασα υπερβολικά, μα έτσι ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Μαύρο τζιν ,μαύρη μπλούζα,  έντονο κόκκινο κραγιόν, μια χλωμάδα, μαύρο γύρο από τα μάτια της. Δεν ήταν η Μάιρα αυτή. Ήταν μια εκδοχή της η οποία δεν μου άρεσε και δεν ένιωθα άνετα να βρίσκομαι κοντά της. Τουλάχιστον όχι εκείνη τη στιγμή, όχι έτσι αναπάντεχα... Της έκανα νόημα με το χέρι, με είδε, ήρθε στο τραπέζι, αγκαλιαστήκαμε και κάθισε.

<<Ωραία ήταν, ε; Εγώ πέρασα πολύ ωραία!>>, είπε η Μάιρα, αφού πληρώσαμε και κάναμε την βόλτα μας. Δεν έχω ιδέα πόση ώρα καθίσαμε στο μαγαζί και συγκράτησα ελάχιστα από όσα είπαμε. Προσπαθούσα πάρα πολύ να μην φανερώσω την αμηχανία μου.
<<Ναι, ναι. Ήταν μια χαρά...>>, της απάντησα, ίσως κάπως αδιάφορα.
<<Τι έχεις; Είσαι καλά; Μου φαίνεσαι κάπως όλο το βράδυ>>.
<<Όχι καλέ, μια χαρά είμαι. Μην αγχώνεσαι. Λίγο κουρασμένος, αυτό είναι όλο>>.
<<Μμμμ... Ναι, ναι, λίγο κουρασμένος! Σε έχω μάθει λίγο πλέον, κάτι έχεις. Και θα σε κάνω να μου το πεις!>>, μου είπε, έκανε μια αστεία γκριμάτσα και με χτύπησε απαλά στο μπράτσο με την δεξιά γροθιά της. Και όπως γύρισα, για λίγο, είδα πάλι την Μάιρα που γνώριζα, αλλά κατευθείαν επανήλθα στην πραγματικότητα. Και τότε κατάλαβα πως βρισκόμουν σε δίλλημα: να της έλεγα την αλήθεια ή να άφηνα το βράδυ να κυλήσει όμορφα; 
Φτάσαμε μέχρι το Λιμάνι. Είχαμε πει πριν καιρό πως μας άρεσε να αράζουμε εκεί μια στο τόσο και, μιας και ο καιρός ήταν καλός, αποφασίσαμε να πάμε και μαζί. Μπήκαμε μέσα και περπατήσαμε όλο ευθεία, μέχρι το σημείο που τελειώνει η πέτρα  και συνεχίζει η θάλασσα. Σε όλη τη διαδρομή αυτή, από το μαγαζί μέχρι εκεί, μπορούσα να της μιλάω πιο άνετα, γιατί δεν χρειαζόταν να την κοιτάζω απευθείας στα μάτια. Και σκεφτόμουν, Τι μαλάκας, απλά τι μαλάκας είμαι!
Καθίσαμε κάτω, όχι δίπλα- δίπλα, αλλά με μια απόσταση μεταξύ μας μικρή και για μερικά δευτερόλεπτα δεν μιλούσαμε, απλά αγναντεύαμε. Δεν είχε πολύ κόσμο, ήταν γαλήνια και όμορφα. 
<<Ωραία είναι εδώ. Καλά που ήρθαμε>>, είπα.
<<Ναι μαγικά. Είχα αρκετό καιρό να έρθω. Τι ωραία θα ήταν να μπορούσαμε να βουτήξουμε κιόλας μέσα>>.
<<Αυτό σκέφτομαι κάθε φορά που έρχομαι εδώ!>>
<<Φαντάσου πόσο τέλειο θα ήταν να μπορούσες απλά να πέσεις μέσα και να κάνεις ένα μακροβούτι και να αρχίσεις να κολυμπάς και μετά να αναδυθείς πάλι στην επιφάνεια και ξανά και ξανά, μέχρι να βαρεθείς>>.
<<Και-. Και να->>.
Δούλεψε στόμα, δούλεψε γαμημένο, δούλεψε! Όχι, σήκωσε το κεφάλι, μην το έχεις κατεβασμένο κάτω, μην παίρνεις αυτό το βλέμμα, θα σε καταλάβει και-. Σκατά!
<<Δημήτρη; Σίγουρα κάτι έχεις... Θα μου πεις τι έχεις;>>
Έκλεισα τα μάτια μου, πήρα μια βαθιά ανάσα και τα άνοιξα πάλι. Γύρισα το βλέμμα μου προς την Μάιρα και της χαμογέλασα. 
<<Είναι ηλίθιο... Είναι τελείως ηλίθιο και ζητάω συγγνώμη. Απλά... Έπρεπε να στο πω από την αρχή, αλλά το ξέρω πως είναι ηλίθιο και δεν μου πέφτει λόγος και εγώ...>>.
<<Πες μου, Δημήτρη. Τι είναι;>>.
<<Δεν ξέρω πως... Ok! Είναι... είναι το βάψιμο σου>>
<<Το βάψιμο μου;>>
<<Δεν λέω πως είναι κακό ή.... εγώ δεν είναι πως... απλά αναρωτιέμαι τόση ώρα γιατί πάστωσες έτσι το πρόσωπό σου, Μάιρα... έχεις τόσο ωραίο πρόσωπο και φαίνεται λες και...>>
Θα μου άρεσε να είμαι λίγο πιο ετοιμόλογος. Να μπορώ να σταθώ πιο καλά στο λόγο, να μην τα βγάζω μισά, να είναι όσα σκέφτομαι πιο ατόφια. Να γινόμουν πιο κατανοητός με το σώμα μου. Η έκφραση της Μάιρα πάγωσε. Έγινε κάπως πικρή, φαινόταν ενοχλημένη, ίσως και προσβεβλημένη.
<<Το βαψ-... Κάτσε λίγο, μισό λεπτό! Δηλαδή θες να-. Σε ενοχλεί που βάφτηκα; Που περιποιήθηκα τον εαυτό μου; Που ήθελα να είμαι ωραία σήμερα για σένα; Και στην τελική, ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις τι θα κάνω και τι όχι; Αλλά και να σε ρωτούσα θα απαντούσες; Απλά θα κουνούσες το κεφάλι και θα χαμογελούσες>>.
Σηκώθηκε όρθια και έτσι σηκώθηκα και εγώ. 
<<Δεν εννοούσα κάτι τέτοιο. Απλά μου φαίνεται περίεργο, αυτό είναι όλο. Έχεις τόσο ωραίο πρόσωπο και μου φαίνεται σα να το χαλάς έτσι. Είσαι πολύ όμ-, μια χαζομάρα δική μου είναι, ξέχνα το>>.
<<Να το ξεχάσω; Να το ξεχάσω; Πας καλά; Θεέ μου! Τι κάθομαι και εγώ και ελπίζω πως θα βρω κάποιον φυσιολογικό στη ζωή μου! Ο ένας χειρότερος από τον άλλον είναι!>>
<<Δεν είναι έτσι, Μάιρα, και το ξέρεις!>>
<<Το ξέρω; Τι ξέρω; Νομίζεις σε ξέρω; Ανάθεμα και αν μου είπες πέντε πράγματα για σένα όλο αυτό τον καιρό. Ήταν λες και έγραφα στο ημερολόγιο μου. Και εσύ πας και μου λες για το βάψιμο μ->>.
<<Δεν είναι το βάψιμο το θέμα! Συγγνώμη... Νιώθω πως είναι κάτι πιο εσωτερικό. Και θέλω να το μάθω και αν κάνω λάθος, συγγνώμη. Πίστεψε με θέλω. Και θέλω να με μάθεις και εσύ->>.
<<Είχες την ευκαιρία σου και την έχασες. Τώρα θέλω να πάω σπίτι. Καλό σου βράδυ!>.
Ο μόνος θόρυβος που άκουγα ήταν τα παπούτσια της, ενώ απομακρυνόταν. Ήθελα να τρέξω από πίσω της, να της πιάσω το χέρι, να της εξηγήσω τα πάντα, αλλά δεν είχε σημασία- δεν είχε πια σημασία. Είχα μείνει μόνος και παρεξηγημένος και τίποτα από όλα όσα ένιωθα ή σκεφτόμουν για εκείνη δεν είχαν σημασία, καμία λέξη, τίποτα. Θα ήταν πιο εύκολο αν μπορούσα να της τα δείξω όλα με το σώμα μου. Να μην χρειαστεί να κουνήσω τα χείλια και να σχηματίσω λέξεις, απλά να κάνω δύο-τρείς κινήσεις και όλα να ξεκαθαρίσουν. Μα δεν πάει έτσι. Το σώμα μιλάει, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, το σώμα είναι απλά ένα σώμα.
Ευτυχώς είχα φέρει τα ακουστικά μου. Τα σύνδεσα στο κινητό μου, άνοιξα το Spotify, έκανα μια αναζήτηση και πάτησα το Play.
Και ξεκίνησα να περπατάω, μόνος και παρεξηγημένος.
Rolling around like a big rubber ball....trying to stand like a big strong tough man... all i got is nothing but a little bit of love...gonna give it to the people then they'll see...
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)




Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022


 Κάποτε θα παίξει η πιο μεγάλη ταινία 

Σε έναν μικρό κινηματογράφο

Και θα είμαστε εμείς οι πρωταγωνιστές.

Θα δουμε όλα όσα ζήσαμε, θα δούμε τα πάντα, θα, θα, θα!,

Θα αισθανθούμε τα πάντα πάλι από την αρχή 

Και θα έχουμε ένα γλυκόπικρο χαμόγελο-

Μια έκφραση που θα μαρτυράει 

Όσα δεν θα μπορούμε να εκφράσουμε

Με λόγια.

Τα εισιτήρια,περιορισμένα

Και η προβολή, μια και μοναδική.

Μα εμείς θα τα ζούμε όλα 

Αιώνια

Ενώ θα παίζει το Come Healing του Leonard Cohen

Σε λούπα.

Έξω απο την αίθουσα θα βρίσκεται η περίληψη σε ένα χαρτί, θα λέει,

Δες μητέρα.

Δες πατέρα.

Ο ουρανός έπεφτε πάνω στο κεφάλι του

Μα συνέχιζε να προχωράει.

Να χαίρεστε το παιδί σας.

Μπορεί να μην ήταν ο καλύτερος

Μπορεί να μην τα κατάφερνε πάντα

Όπως θα ήθελε, αλλά 

Ήταν εξαιρετικός

Πρωταγωνιστής.


Και μόνο τότε

Θα μπορέσουμε 

Να ηρεμήσουμε

Όταν θα παίξει επιτέλους

Η πιο προσωπική μας ταινία.

- Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)


Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022




<<...Μα δεν καταλαβαίνεις;>>, της είπε, <<Μπορεί να την έχουν πατήσει μέχρι τώρα!>>
<<Πας καλά; Πως κάνεις έτσι για μια χελώνα; Έλα Θεέ μου...>>
<<Οι χελώνες είναι πανέμορφα ζώα... Δεν έχεις συναισθήματα!>>
<<Οτι δηλαδή θέλεις να πάμε πάλι κάτω βραδιάτικα και να ψάχνουμε μια χελώνα στα γρασίδια... Στη Θεσσαλονίκη... Που μπορεί να μην είναι καν εκεί-, Τι λέω!, σίγουρα δεν θα είναι εκεί!>>
<<Εγώ θα πάω! Εσύ κάνε ό,τι θέλεις>>.
<<Έχουμε δέκα λεπτά που το συζητάμε. Σιγά μην σε αφήσω μόνο σου!>>
Ο Παντελής έκανε μια αόριστη κίνηση με τα χέρια του, ντύθηκε και μάζεψε τα πράγματα του. Η Ειρήνη έκανε το ίδιο και βγήκαν από το διαμέρισμα της, στο Γαλλικό Ινστιτούτο, για να πάνε κάτω στην Παραλία, στο Άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δεν είχε ούτε δύο ώρες που πέρασαν από εκεί, για να πάνε στο σπίτι της μετά από την βόλτα τους, γιατί είχε καλό καιρό και ήθελαν να περπατήσουν. Εκεί κοντά, ο Παντελής είδε με την άκρη του ματιού του κάτι να κινείται στα γρασίδια. Πλησίασε και συνειδητοποίησε πως ήταν μια χελώνα, φυσιολογικού μεγέθους. Από όταν είχε δει το Ψάχνοντας το Νέμο, τον είχαν μαγέψει αυτά τα πλάσματα. Και έπειτα είχε δει μερικές ακόμα έξω, στην εξοχή. Το είχε, μάλιστα, σκεφτεί πολλές φορές να πάρει ένα μικρό χελωνάκι στο σπίτι του, αλλά πάντα το μετάνιωνε, γιατί, ακόμα και τέτοια ζώα, γεννημένα για την αιχμαλωσία, δεν του πήγαινε η καρδιά να τα έχει έτσι στο σπίτι του. Αλλά και- .
<<Παντελή!>>
Δεν τους πήρε πολύ ώρα για να φτάσουν στην Παραλία. Για την ακρίβεια, ο Παντελής περπατούσε γρήγορα, σχεδόν σα να έτρεχε, και η Ειρήνη προσπαθούσε να τον ακολουθήσει, παρακαλώντας τον να πάει λίγο πιο σιγά. Ο Παντελής σταμάτησε μόνο όταν έφτασε στο σημείο που είχε δει την χελώνα. Η Ειρήνη στάθηκε δίπλα του, με την ανάσα της να έχει γίνει κοφτή.
<<Πας καλά; Δεν με άκουγες τόση ώρα;>>
<<Σε άκουγα, αλλά...>>. 
Δεν τελείωσε την πρόταση του. Το βλέμμα του ήταν στα χαμένα, δεξιά-αριστερά, μήπως και εντοπίσει την χελώνα.
<<Τι αλλά; Δεν πας καλά....Δεν πας καθόλου καλά! Και, για εξήγησέ μου πάλι, τι θα το κάνουμε το ζωντανό αν το βρούμε;>..
<<Θα->>.
Όπως άνοιξε το στόμα του, έτσι το έκλεισε. Αλήθεια, τι θα την έκανε ; Θα την έπαιρνε μαζί του; Θα την άφηνε κάπου για να είναι ασφαλές; Θα χτυπούσε, ας πούμε, μια πόρτα και θα έλεγε σε όποιον ή όποια την άνοιγε, Ορίστε, σας το έφερα για δώρο, πάρτε το; 
<<Τι έγινε; Σου έφαγαν την γλώσσα;>>, είπε η Ειρήνη ειρωνικά
<<Εγώ... Απλά...>>.
Για άλλη μια φορά δεν τελείωσε την πρόταση του και πήγε μέσα στο γρασίδια για να ψάξει.
<<Παντελή! Παντελή, με ακούς; Hello; Αχ, δεν πάει καλά!>>.
Ωστόσο, δεν βρήκε τίποτα και, απογοητευμένος, γύρισε πίσω στην Ειρήνη, η οποία τον περίμενε  με τα χέρια σταυρωμένα. 
<<Λοιπόν;>>
<<Δεν την βρήκα...>>.
<<Τι μου λες! Πάμε τώρα;>>
<<Δώσε μου μισό λεπτό, να... μόνο μισό λεπτό...>>, της είπε και κάθισε στο παγκάκι. Έφερε τους αγκώνες στα γόνατά του και άρχισε να τρίβει τα μάτια του. Η Ειρήνη τον περίμενε όρθια αλλά, όταν παρατήρησε τους ώμους του να κουνιούνται ελαφριά πάνω-κάτω, κάθισε δίπλα του, ακούμπησε την δεξιά παλάμη της πάνω στον αριστερό του ώμο και έσκυψε προς το κεφάλι του.
<<Τι έπαθες; Κλαις;>>
Ο Παντελής κούνησε το κεφάλι του πάνω-κάτω, χωρίς να μιλήσει. Η Ειρήνη τον αγκάλιασε και χάιδεψε την πλάτη του.
<<Συγγνώμη αν ήμουν κάπως απότομη πριν. Απλά είμαι κουρασμένη και μου φάνηκε κάπως χαζό όλο αυτό. Έλα, πάμε σπίτι, να ξεκουραστούμε. Και περνάμε και αύριο πάλι, να δούμε μήπως την βρούμε>>.
Ο Παντελής έπιασε την αριστερή της παλάμη και την χάιδεψε με το δεξί του χέρι. Σήκωσε το κεφάλι του - τα μάτια κοκκινισμένα- και της χαμογέλασε.
<<Συγγνώμη. Δεν ξέρω τι με έπιασε... Απλά την είδα και... Ίσως φταίει που... Στην είπα την ιστορία;>>.
<<Ποια ιστορία;>>.
<<Ναι, συγγνώμη. Πως να στην πω, δεν είχαμε γνωριστεί ακόμα. Ήταν πέρσι το καλοκαίρι, είχα πάει στο χωριό για λίγες μέρες. Ήμουν στο δρόμο με το αμάξι, ακούγοντας μουσική. Το Starman του David Bowie... Έτρεχα λίγο παραπάνω, αλλά όχι υπερβολικά, ούτε είχα αφαιρεθεί. Μερικά χιλιόμετρα πριν μπω στο χωριό, εκεί που το ζούσα μόνος μου με τη μουσική μου, παρατήρησα κάτι στο δρόμο. Σκέφτηκα, καμία σακούλα θα είναι, και συνέχισα ακάθεκτος. Λίγο πριν πλησιάσω, συνειδητοποίησα πως κινούνταν. Ήταν μια χελώνα. Ήταν λίγο πιο μέσα στη λωρίδα μου και ο δρόμος είναι μικρός και διπλής κατεύθυνσης και δεν μπόρεσα να την αποφύγω...προσπάθησα ,δηλαδή, αλλά... Δεν λέω πως με έχει στοιχειώσει η εικόνα. Έχω δει και ακούσει χειρότερα πράγματα. Δηλαδή, υπάρχουν χειρότερα πράγματα για να σε βασανίζουν. Αλλά όταν είδα εκείνη την χελώνα πριν, κάτι έγινε μέσα μου και δεν το σκέφτηκα καν... Και σε τράβηξα μέχρι εδώ νυχτιάτικα, ενώ... Έλα, πάμε σπίτι. Συγγνώμη...>>
Η Ειρήνη του χαμογέλασε και τον φίλησε στο μέτωπο. Χωρίς να πει κάτι, σηκώθηκε και πήγε στα γρασίδια. Ο Παντελής σηκώθηκε και αυτός, σταύρωσε τα χέρια στην κοιλιά του και χαμογέλασε, βλέποντας την να συνεχίζει την αναζήτηση. Διπλώθηκε στιγμιαία μπροστά, τεντώθηκε και, με γρήγορες κινήσεις την έφτασε. Την αγκάλιασε από πίσω, ήρθε μπροστά, της έπιασε το δεξί χέρι και της ψιθύρισε, Είναι εντάξει. Έλα, πάμε σπίτι.
-Ο.Γ.Θ..

Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

 



Έπεσα στο κρεβάτι να ξαπλώσω

Μεθυσμένος

Είχε ζέστη και τα έκανε

Όλα

Χειρότερα.

Ήμουν με το κινητό στο χέρι και χαζευα και

Δεν σκεφτόμουν απολύτως 

Τίποτα.

Δεν ήθελα να πέσω για ύπνο

Δεν ήθελα να χάσω 

Αυτή την αίσθηση, να μην

Σε νοιάζει τίποτα, να μην σε νοιαζει τίποτα.

Και το κεφάλι ήταν βαρύ,

Η επόμενη μέρα θα ήταν κακή, αλλά

Εκείνη τη στιγμή!,

Είχε σημασία μόνο εκείνη η στιγμή, εγώ 

Να ξαπλώνω στο κρεβάτι μου

Ήρεμος, να ξαπλώνω 

Όπως θα έπρεπε να ξαπλώνω

Κάθε βράδυ.

Δες με τώρα...

Δες τι μου κάνατε....

Δες τι μου έκανα....και πρέπει 

Να γυρίσω τις σελίδες σε ένα βιβλίο

Που δεν επέλεξα να διαβάσω

Μπας και προχωρήσω πιο γρήγορα

Στο επόμενο.

Αλλά κάθε κεφάλαιο

Σε κόβει τόσο βαθιά- σώπασε...

Ο ύπνος έρχεται...

-Ο.Γ.Θ.






  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...