Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022




<<...Μα δεν καταλαβαίνεις;>>, της είπε, <<Μπορεί να την έχουν πατήσει μέχρι τώρα!>>
<<Πας καλά; Πως κάνεις έτσι για μια χελώνα; Έλα Θεέ μου...>>
<<Οι χελώνες είναι πανέμορφα ζώα... Δεν έχεις συναισθήματα!>>
<<Οτι δηλαδή θέλεις να πάμε πάλι κάτω βραδιάτικα και να ψάχνουμε μια χελώνα στα γρασίδια... Στη Θεσσαλονίκη... Που μπορεί να μην είναι καν εκεί-, Τι λέω!, σίγουρα δεν θα είναι εκεί!>>
<<Εγώ θα πάω! Εσύ κάνε ό,τι θέλεις>>.
<<Έχουμε δέκα λεπτά που το συζητάμε. Σιγά μην σε αφήσω μόνο σου!>>
Ο Παντελής έκανε μια αόριστη κίνηση με τα χέρια του, ντύθηκε και μάζεψε τα πράγματα του. Η Ειρήνη έκανε το ίδιο και βγήκαν από το διαμέρισμα της, στο Γαλλικό Ινστιτούτο, για να πάνε κάτω στην Παραλία, στο Άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δεν είχε ούτε δύο ώρες που πέρασαν από εκεί, για να πάνε στο σπίτι της μετά από την βόλτα τους, γιατί είχε καλό καιρό και ήθελαν να περπατήσουν. Εκεί κοντά, ο Παντελής είδε με την άκρη του ματιού του κάτι να κινείται στα γρασίδια. Πλησίασε και συνειδητοποίησε πως ήταν μια χελώνα, φυσιολογικού μεγέθους. Από όταν είχε δει το Ψάχνοντας το Νέμο, τον είχαν μαγέψει αυτά τα πλάσματα. Και έπειτα είχε δει μερικές ακόμα έξω, στην εξοχή. Το είχε, μάλιστα, σκεφτεί πολλές φορές να πάρει ένα μικρό χελωνάκι στο σπίτι του, αλλά πάντα το μετάνιωνε, γιατί, ακόμα και τέτοια ζώα, γεννημένα για την αιχμαλωσία, δεν του πήγαινε η καρδιά να τα έχει έτσι στο σπίτι του. Αλλά και- .
<<Παντελή!>>
Δεν τους πήρε πολύ ώρα για να φτάσουν στην Παραλία. Για την ακρίβεια, ο Παντελής περπατούσε γρήγορα, σχεδόν σα να έτρεχε, και η Ειρήνη προσπαθούσε να τον ακολουθήσει, παρακαλώντας τον να πάει λίγο πιο σιγά. Ο Παντελής σταμάτησε μόνο όταν έφτασε στο σημείο που είχε δει την χελώνα. Η Ειρήνη στάθηκε δίπλα του, με την ανάσα της να έχει γίνει κοφτή.
<<Πας καλά; Δεν με άκουγες τόση ώρα;>>
<<Σε άκουγα, αλλά...>>. 
Δεν τελείωσε την πρόταση του. Το βλέμμα του ήταν στα χαμένα, δεξιά-αριστερά, μήπως και εντοπίσει την χελώνα.
<<Τι αλλά; Δεν πας καλά....Δεν πας καθόλου καλά! Και, για εξήγησέ μου πάλι, τι θα το κάνουμε το ζωντανό αν το βρούμε;>..
<<Θα->>.
Όπως άνοιξε το στόμα του, έτσι το έκλεισε. Αλήθεια, τι θα την έκανε ; Θα την έπαιρνε μαζί του; Θα την άφηνε κάπου για να είναι ασφαλές; Θα χτυπούσε, ας πούμε, μια πόρτα και θα έλεγε σε όποιον ή όποια την άνοιγε, Ορίστε, σας το έφερα για δώρο, πάρτε το; 
<<Τι έγινε; Σου έφαγαν την γλώσσα;>>, είπε η Ειρήνη ειρωνικά
<<Εγώ... Απλά...>>.
Για άλλη μια φορά δεν τελείωσε την πρόταση του και πήγε μέσα στο γρασίδια για να ψάξει.
<<Παντελή! Παντελή, με ακούς; Hello; Αχ, δεν πάει καλά!>>.
Ωστόσο, δεν βρήκε τίποτα και, απογοητευμένος, γύρισε πίσω στην Ειρήνη, η οποία τον περίμενε  με τα χέρια σταυρωμένα. 
<<Λοιπόν;>>
<<Δεν την βρήκα...>>.
<<Τι μου λες! Πάμε τώρα;>>
<<Δώσε μου μισό λεπτό, να... μόνο μισό λεπτό...>>, της είπε και κάθισε στο παγκάκι. Έφερε τους αγκώνες στα γόνατά του και άρχισε να τρίβει τα μάτια του. Η Ειρήνη τον περίμενε όρθια αλλά, όταν παρατήρησε τους ώμους του να κουνιούνται ελαφριά πάνω-κάτω, κάθισε δίπλα του, ακούμπησε την δεξιά παλάμη της πάνω στον αριστερό του ώμο και έσκυψε προς το κεφάλι του.
<<Τι έπαθες; Κλαις;>>
Ο Παντελής κούνησε το κεφάλι του πάνω-κάτω, χωρίς να μιλήσει. Η Ειρήνη τον αγκάλιασε και χάιδεψε την πλάτη του.
<<Συγγνώμη αν ήμουν κάπως απότομη πριν. Απλά είμαι κουρασμένη και μου φάνηκε κάπως χαζό όλο αυτό. Έλα, πάμε σπίτι, να ξεκουραστούμε. Και περνάμε και αύριο πάλι, να δούμε μήπως την βρούμε>>.
Ο Παντελής έπιασε την αριστερή της παλάμη και την χάιδεψε με το δεξί του χέρι. Σήκωσε το κεφάλι του - τα μάτια κοκκινισμένα- και της χαμογέλασε.
<<Συγγνώμη. Δεν ξέρω τι με έπιασε... Απλά την είδα και... Ίσως φταίει που... Στην είπα την ιστορία;>>.
<<Ποια ιστορία;>>.
<<Ναι, συγγνώμη. Πως να στην πω, δεν είχαμε γνωριστεί ακόμα. Ήταν πέρσι το καλοκαίρι, είχα πάει στο χωριό για λίγες μέρες. Ήμουν στο δρόμο με το αμάξι, ακούγοντας μουσική. Το Starman του David Bowie... Έτρεχα λίγο παραπάνω, αλλά όχι υπερβολικά, ούτε είχα αφαιρεθεί. Μερικά χιλιόμετρα πριν μπω στο χωριό, εκεί που το ζούσα μόνος μου με τη μουσική μου, παρατήρησα κάτι στο δρόμο. Σκέφτηκα, καμία σακούλα θα είναι, και συνέχισα ακάθεκτος. Λίγο πριν πλησιάσω, συνειδητοποίησα πως κινούνταν. Ήταν μια χελώνα. Ήταν λίγο πιο μέσα στη λωρίδα μου και ο δρόμος είναι μικρός και διπλής κατεύθυνσης και δεν μπόρεσα να την αποφύγω...προσπάθησα ,δηλαδή, αλλά... Δεν λέω πως με έχει στοιχειώσει η εικόνα. Έχω δει και ακούσει χειρότερα πράγματα. Δηλαδή, υπάρχουν χειρότερα πράγματα για να σε βασανίζουν. Αλλά όταν είδα εκείνη την χελώνα πριν, κάτι έγινε μέσα μου και δεν το σκέφτηκα καν... Και σε τράβηξα μέχρι εδώ νυχτιάτικα, ενώ... Έλα, πάμε σπίτι. Συγγνώμη...>>
Η Ειρήνη του χαμογέλασε και τον φίλησε στο μέτωπο. Χωρίς να πει κάτι, σηκώθηκε και πήγε στα γρασίδια. Ο Παντελής σηκώθηκε και αυτός, σταύρωσε τα χέρια στην κοιλιά του και χαμογέλασε, βλέποντας την να συνεχίζει την αναζήτηση. Διπλώθηκε στιγμιαία μπροστά, τεντώθηκε και, με γρήγορες κινήσεις την έφτασε. Την αγκάλιασε από πίσω, ήρθε μπροστά, της έπιασε το δεξί χέρι και της ψιθύρισε, Είναι εντάξει. Έλα, πάμε σπίτι.
-Ο.Γ.Θ..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...