Κυριακή 28 Μαρτίου 2021




Ξεκλείδωσε την πόρτα της πολυκατοικίας του, ενώ μασούσε πατατάκια. Κάλεσε το ασανσέρ και, όσο το περίμενε να κατέβει, μάσησε μερικά ακόμη πατατάκια. Μέχρι να μπει στο διαμέρισμα του, είχε φάει σχεδόν τα μισά. Έβγαλε τα παπούτσια του με δυσκολία, πέταξε την σακούλα με τα πατατάκια πάνω στον πάγκο της κουζίνας του, άφησε την τσάντα του και μια σακούλα με κόκκινο ξηρό κρασί στο δωμάτιο του δίπλα από το γραφείο του και πήγε να βάλει τροφή στα δύο του χρυσόψαρα, στη  γυάλα που βρισκόταν στο τραπέζι του σαλονιού. Όταν η τροφή ακούμπησε την επιφάνεια του νερού, λύγισε τα γόνατα του για να παρατηρήσει τα ψάρια όσο έτρωγαν. 
<<Πέρασε και αυτή η μέρα μάγκες. Τέλος η χαρτούρα για σήμερα. Αύριο με το καλό τώρα, στις 9 το πρωί ξανά, σεεεεε 15 ώρες και 24 λεπτά. Το ξέρατε πως σε μια βδομάδα κλείνω τα έξι χρόνια στο γραφείο του Παύλου; Έξι χρόνια γραμματέας. Όχι, που να το ξέρατε, πριν δύο μήνες σας αγόρασα. Βασικά χεστήκατε κιόλας. Ελπίζω ο Παύλος να το θυμηθεί και να μου δώσει κάνα μπόνους. Ναι, φυσικά, θα μου πει, έλα μια χειραψία, πάρε τα τρία μου και ξεκίνα τη δουλειά, γιατί σήμερα πνιγόμαστε. Κάθε μέρα πνιγόμαστε. Χα! >>.
Όταν φάνηκε πως χόρτασαν, χαμογέλασε, σηκώθηκε, ξεντύθηκε και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Όσο περίμενε το νερό να ζεσταθεί, έψαχνε τραγούδι στο Youtube για να ακούει όσο θα έκανε μπάνιο. Όταν το βρήκε, άφησε το κινητό πάνω στο πλυντήριο ρούχων και, με δύο κινήσεις, βρέθηκε κάτω από το ζεστό νερό. 
(Did you ever want it?
Did you want it bad?
Oh, my, it tears me apart...)
Τον νερό έπεφτε πάνω στα κοντά, μαύρα μαλλιά και στο άτριχο σώμα του. Έκλεισε τα μάτια του  και φαντάστηκε πως ήταν μέσα στη θάλασσα, απόγευμα καλοκαιριού, ενώ ο ήλιος έδυε και δεν ήταν κανένας μέσα στην θάλασσα εκτός από τον ίδιο. Και κολυμπούσε, και κολυμπούσε, και κολυμπούσε, ενώ ξέπλενε το αφρόλουτρο και το σαμπουάν από τα μαλλιά και το σώμα του. Αναδύθηκε νοητά όταν τέλειωσε, έκλεισε την παροχή και βγήκε έξω να σκουπιστεί. Μόνο τότε άνοιξε τα μάτια του, όταν η πετσέτα ακούμπησε την παλάμη του.
(Maybe this time, i can be strong
But since i know who i am
I'm propably wrong...)
Σχεδόν είχε ντυθεί όταν το τραγούδι τελείωσε και το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει. Κοίταξε την οθόνη. Δεν ήταν αποθηκευμένος αριθμός, αλλά κάτι του θύμιζε. Το σήκωσε γιατί φαντάστηκε οτι ήταν από την δουλειά.
<<Παρακαλώ;>>, ρώτησε. Δεν έλαβε καμία απάντηση. Επανέλαβε την ερώτηση.
<<Αλέξανδρε; Εσύ είσαι;>>. Ήταν μια γυναικεία φωνή, γνώριμη.
<<Ο ίδιος. Ποιος είναι;>>, ρώτησε ευγενικά.
<<Εγώ είμαι. Δεν με κατάλαβες;>>.
<<Ε-. Ναι , ναι, σας κατάλαβα. Τι κάνετε;>>.
<<Καλά, αλλά γιατί μου μιλάς στον πληθυντικό;>>.
<<Εγώ-. Λάθος μου τότε. Συγγνώμη. Η αλήθεια είναι πως δεν κατάλαβα ποιος είναι>>.
<<Εγώ είμαι καλέ. Τι έπαθες; Τέλοσπαντων. Πως είσαι; Τι κάνεις;>>
<<Δεν-. Συγγνώμη, αλλά ποιος είναι;>>.
<<Αμάν καλέ, εγώ είμαι. Τώρα πες μου, πως είσαι;>>.
<<Κα-. Καλά είμαι. Εσύ;>>. 
Ήθελε να πει πως έκαναν λάθος και να το κλείσει, όμως κάτι σε αυτή την φωνή τον έκανε να επιμένει.
<<Φανταστικά. Δεν ενοχλώ ε; Ακούω το νερό να τρέχει, οπότε είσαι σπίτι>>.
<<Δεν τρέχει το->>.
<<Αχ, άκου τι έγινε σήμερα στο μαγαζί. Που λες...>>
Κρατώντας το κινητό στο αυτί του, ο Αλέξανδρος κοίταξε γύρω του. Τελικά, ελλείψει χώρου, βγήκε έξω και, ακουμπώντας στον τοίχο, κάθισε κάτω.
<<...και τον βοηθούσα να διαλέξει ένα τζιν και τότε ήρθε η γυναίκα του, που ήταν μαζί του και είχε κάτι στο βλέμμα της, ξέρεις, σα να έλεγε, δεν θα αφήσω άλλη γυναίκα να διαλέξει ρούχα για τον άνδρα μου. Μόνο εγώ θα διαλέγω τα ρούχα του. Έτσι τον έκανε να αγοράσει τον χειρότερο συνδυασμό ρούχων, μόνο και μόνο για να αποδείξει κάτι που δεν χρειαζόταν απόδειξη. Τον έβλεπα τον καημένο πόσο δεν του άρεσαν αλλά και πόσο δεν ήθελε να της χαλάσει το χατίρι. Τελικά τα αγόρασαν και, ενώ πλήρωνε, το είδα στο βλέμμα της πόσο ικανοποιημένη ένιωθε. Και μετά έφυγαν>>.
Ο Αλέξανδρος χαμογελούσε και έτριβε το δεξί του γόνατο με το αριστερό του χέρι. Ήταν ένα χαμόγελο σαν ευγενική χειρονομία, σα να βρισκόταν σε μια κατάσταση που, παρόλο που ένιωθε μια κάποια αμηχανία, δεν ήθελε να φανεί αγενής.  
<<Δεν είναι απίστευτο πόσο εύκολα χειραγωγούνται οι άνθρωποι;>>.
<<Ναι , είναι>>.
<<Εσένα πως ήταν η μέρα σου; Ξέρω, τα γνωστά, μην μου πεις. Ομιλητικός όπως πάντα. Άντε άνοιξε την πόρτα τώρα. Βαρέθηκα να περιμένω έξω>>.
 Παρόλα αυτά, δεν χρειάστηκε να κάνει καμία κίνηση. Γιατί, την ίδια στιγμή, μια γυναίκα εμφανίστηκε και κάθισε δίπλα του.
<<Άσε τώρα το κινητό. Είμαι εδώ>>.
Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε να βουρκώνει.
<<Τι έπαθες; >>.
<<Δεν θέλω να κλείσω το κινητό. Μπορώ να μην κλείσω το κινητό;>>.
<<Όπως νομίζεις>>.
<<Λοιπόν;>>, είπε τρίβοντας τα μάτια του. Έπειτα κοίταξε ψηλά και πάνω, αφηρημένα, με το κινητό να κολλάει όλο και πιο έντονα στο αυτί του. Απέφευγε ωστόσο να κοιτάξει την γυναίκα εκείνη που είχε καθίσει δίπλα του.
<<Τι λοιπόν;>>.
<<Γιατί μου το κάνεις αυτό; Δεν βαρέθηκες να εμφανίζεσαι;>>.
<<Μα δεν φταίω εγώ. Εσύ το προκαλείς. Είμαι στην φαντασία σου, ποιος ξέρει που βρίσκομαι τώρα. Αν το θελήσεις, θα χαθώ αμέσως>>.
<<Τι νόημα έχει; Αφού πάλι θα εμφανιστείς>>.
<<Τότε;>>.
<<Αλήθεια, δεν ξέρω. Μακάρι να ήξερα. Είχα δύσκολη μέρα και-. Τι κάθομαι και λέω. Σάμπως νοιάζεσαι; Αν νοιαζόσουν, θα έμενες, δεν θα έφευγες....Γιατί έφυγες Μάρθα;>>.
<<Πόσες φορές θα το ρωτήσεις αυτό; Σου απάντησα τότε, και έκτοτε αναπαράγεις την ίδια απάντηση στο μυαλό σου. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Σμίγουν και χωρίζουν και κανένας δεν μπορεί να κάνει κάτι γι' αυτό.>>.
<<Εσύ το επέλεξες>>.
<<Επέλεξα τα συναισθήματά μου; Ποιος επιλέγει τι αισθάνεται και τι όχι>>.
<<Εγώ σε αγαπούσα>>.
<<Και εγώ και στο είπα πρώτη γιατί εσύ ντρεπόσουν. Δεν ήταν διαγωνισμός. Δεν ήσουν μόνος σε αυτό. Κατάλαβε το επιτέλους>>.
<<Αν δεν σε είχα συναντήσει ποτέ, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα>>.
<<Και όμως με συνάντησες. Γιατί προσπαθείς να αλλάξεις κάτι που συνέβη; Δεν μπορείς να αλλάξεις το παρελθόν>>.
Τα μάτια του ήταν ανήσυχα, υγρά και σκοτεινά. Το κεφάλι του άρχισε να πονάει. Δάγκωνε τα χείλη του. Σηκώθηκε όρθιος και πήγε μέσα στο μπάνιο. Κοιταζόταν τώρα στον καθρέπτη. Πίσω του, πάνω στο πλυντήριο, καθόταν εκείνη, με τα χέρια της να ακουμπάνε πάνω στην επιφάνεια του πλυντηρίου και τα  πόδια της στον αέρα να κουνιούνται πέρα δώθε. Ακόμη απέφευγε να την κοιτάζει. Τώρα κοίταζε τον νιπτήρα.
<<Πάνε πέντε χρόνια. Γιατί έρχεσαι ακόμα>>.
<<Γιατί η ζωή προχωράει αλλά οι αναμνήσεις μένουν>>.
<<Εσύ φταις που->>.
<<Ωρίμασε επιτέλους. Δεν φταίω εγώ για το πως είσαι τώρα. Προχώρα μπροστά. Όλοι το ίδιου σου είπαν. Το ξέρεις και ο ίδιος. Για πόσο ακόμα θα τυραννάς έτσι τον εαυτό σου; Σχεδόν 30 είσαι. Προχώρα μπροστά!>>.
<<Δεν μπορώ. Γαμώτο, δεν μπορώ!  >>.
<<Δεν θέλεις. Όχι δεν μπορείς. Μια χαρά μπορείς. Όπως έκανα και εγώ. Τι νόημα θα είχε να κολλήσω στα παλιά, εκτός από το να κρατήσω μόνο όσα ζήσαμε, τα καλά και τα άσχημα;>>.
<<Για σένα ήταν εύκολο. Πάντα ήταν όλα εύκολα για σένα Ξέρεις πόσο καιρό λαχταρούσα ένα τηλέφωνο σου ή ένα μήνυμα σου  για να μου πεις πως όλα είναι εντάξει και θα γυρίσεις πάλι; Και το τηλέφωνο μου ποτέ δεν χτύπησε. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι για εμένα όλο αυτό;>>.
<<Για κανέναν δεν είναι εύκολο. Και το ξέρεις πως δεν έχει νόημα να μαλώνεις με κάτι που δεν υπάρχει παρά μόνο στην φαντασία σου, έτσι; >>.
Έμεινε για λίγο αμίλητος.
<<Ωραία ήταν>>, είπε χαμογελώντας.
<<Ήταν ωραία. Αλλά δεν είμαι η μοναδική. Ζήσε τη ζωή σου>>.
<<Για εμένα ήσουν όμως. Για εμένα ήσουν....>>.
<<...........>>.
<<Μπορώ τουλάχιστον να σου μιλήσω; Για λίγο ακόμα;>>.
<<Φυσικά>>.
<<............>>.
<<Τι έγινε τώρα:>>.
<<Αν σε πάρω τηλέφωνο και ακούσεις την φωνή μου, θα πιστέψεις πάλι σε εμάς;>>.
<<Το δοκίμασες κάποτε και δεν ωφέλησε. Δεν ωφελεί να κολλάς στις->>.
Άφησε κάτω το κινητό του και κοιτάχτηκε καλύτερα στον καθρέπτη. Του χαμογέλασε και σκούπισε τα μάτια του. Για μια στιγμή ένιωσε κάτι απαλό να του χαϊδεύει τον ώμο, αλλά αυτή την φορά δεν γύρισε να δει τι ήταν. 
Άνοιξε τα μάτια του. Το νερό ακόμα έτρεχε. Καθόταν κάτω στην ντουζιέρα. Κούνησε το κεφάλι του, σηκώθηκε προσεκτικά, έκλεισε την παροχή και βγήκε έξω.
Πήγε μέσα στο δωμάτιο του γυμνός όπως ήταν. Άνοιξε το laptop του και έβαλε μουσική να παίζει.
(Operator, number please, it's been so many years.
Will she remember my old voice while i fight the tears?...).
Πήγε στην κουζίνα και πήρε μια κούπα από το ντουλάπι. Άνοιξε το μπουκάλι με το κρασί και το γέμισε μέχρι πάνω.  Σήκωσε την κούπα σα να την τσούγκριζε με κάποιον και την ήπιε μονορούφι. Σκούπισε το στόμα του, σήκωσε πάλι την κούπα στον αέρα και την πέταξε κάτω με δύναμη. Κοίταζε τα κομμάτια. Δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή να τα μαζέψει. Απλά άρχισε να πίνει από το μπουκάλι και, όταν χρειάστηκε να σηκωθεί, απλά τα προσπέρασε για να μην κοπεί. 
Και , όταν το κεφάλι του ήταν πια βαρύ, άφησε τη μουσική να παίζει και ξάπλωσε στα πλάγια. Είχε μαζέψει τα γόνατα του στην κοιλιά του και βαριανάσαινε. Δεν άργησε να τον πάρει ο ύπνος. 
Η μουσική έπαιζε ακόμα. Και, στην οθόνη, στο Word που είχε ανοίξει και έτσι το άφησε μέχρι το πρωί, μια φράση ήταν γραμμένη.

Ποιος ξέρει γιατί συμβαίνουν όσα συμβαίνουν σε ανθρώπους που δεν το ζήτησαν ποτέ; 

Αnd i remember quite evenings
Trembling close to you.

-Ο.Γ.Θ.




Τρίτη 23 Μαρτίου 2021




Μην επιστρέψεις πάλι

Γιατί δεν είναι πως
Πονάει
Η καρδιά μου περισσότερο αλλα
Η σκέψη πως,
Πως δεν σε έχω εδώ, δίπλα μου
Να σε αισθάνομαι
Και ας μην σε αισθάνθηκα ποτέ πραγματικά.
Και είναι χειρότερο
Γιατί επιστρέφεις
Μόνο σαν φάντασμα.
Γι'αυτό μην επιστρέψεις .
Μα ξέρω πως δεν θα με ακούσεις
Γι'αυτό θα απλώσω το χέρι μου
Και θα κάνω πως είσαι εδώ.
Τουλάχιστον για λίγο
Να νιώσω
Ευτυχισμένος και
Γαλήνιος.
-Ο.Γ.Θ.

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

 

Δεν το περηφανεύονται δυνατά
Εκείνοι που επιβίωσαν
Και δεν είναι ότι επιβίωσαν και αυτό ήταν
Γιατί παραμένει, η θλίψη παραμένει
Και μια ζαλάδα, ένας πονοκέφαλος
Ένα ερώτημα, μια αμφιβολία
Όσα ένιωσαν στο παρελθόν
(Και η λίστα συνεχίζεται...).
Γι'αυτό είναι πολύ σιωπηλοί ή
Πολύ θορυβώδεις
Γεμάτοι με πολλά ερωτήματα και όχι όσες απαντήσεις θα ήθελαν
Σε πόλεμο με τον εαυτό τους
Γεμάτοι όνειρα που μένουν ζωντανά μαζι τους
Και τελικά με την απορία
Γιατί ακόμα
Παρόλο που τα κατάφεραν
Χωρίς να το θέλουν
Σκέφτονται
Το τέλος της διαδρομής
Τόσο έντονα.
-Ο.Γ.Θ

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021





Ήταν μεσημέρι Αυγούστου, το καλοκαίρι προτού πάει στην Τετάρτη Δημοτικού. Είχε μόλις γυρίσει  στο σπίτι του από έξω. Εκείνη την ημέρα με τους φίλους του συνέχιζαν να παίζουν ''Ρολόι'' στην μπασκέτα του Δημοτικού του χωριού του για τρίτη συνεχόμενη μέρα.  Αύγουστος, λοιπόν, και εκείνο το μεσημέρι κατεβαίνει από το ποδήλατο του για να ανοίξει την καγκελωτή πόρτα, που βρίσκεται στην μπροστινή όψη του σπιτιού του, για να να μπει μέσα στην αυλή.  Ανοίγει την πόρτα, ενώ σκέφτεται πότε θα μεγαλώσουν επιτέλους οι τρίχες στα πόδια του, γιατί ζηλεύει τους μεγάλους που έχουν τόσες τρίχες. Την σκέψη αυτή διακόπτει  ένα κοπάδι αδέσποτων κόπρων, καμιά 5-6, οι οποίοι τότε ήταν πολυπληθείς στο χωριό του, που κατεβαίνουν την κατηφόρα έξω από το σπίτι του. Τους κοιτάζει με χαρά και λίγο απόγνωση, γιατί πάντα ήθελε αυτός και τα αδέρφια του να πάρουν ένα σκυλάκι για κατοικίδιο αλλά οι γονείς του και η γιαγιά του, η οποία έμενε στο δίπλα ακριβώς σπίτι, έχουν άλλη άποψη. Λένε πως είναι μεγάλη ευθύνη, σα να φροντίζεις άνθρωπο ,και τέτοια. Η γιαγιά του επίσης φοβόταν τα σκυλιά. Κάθε Κυριακή που πήγαινε μαζί της στα μνήματα για να φροντίσουν τον τάφο του παππού του, η γιαγιά του πάντα έσκυβε, γράπωνε μια πέτρα και την κρατούσε γερά στο δεξί της χέρι. Η γιαγιά του ήταν μια μεγάλη γυναίκα που φοβόταν τα σκυλιά, γιατί είχε μεγαλώσει σε μια άλλη εποχή.
Τοποθέτησε το ποδήλατο του σε θέση που θα μπορούσε να το βγάλει το απόγευμα εύκολα, προκειμένου να πάει να ξαναπαίξει. Χτύπησε την πόρτα για να μπει μέσα. Του άνοιξε ο πατέρας του, με το άσπρο φανελάκι του, το μουστάκι του και το δασύτριχο στήθος του. <<Δημήτρη, πέταξε τα σκουπίδια πρώτα>>, του είπε και ο μικρός Δημήτρης υπάκουσε. 
Έσκυψε για να σηκώσει την σακούλα και, ενώ γυρνούσε για βγει έξω, παρατήρησε πως ένα σκυλί, μικρό, μαύρο, χωρίς πολύ τρίχωμα και με την γλώσσα έξω, είχε σταθεί έξω από την πόρτα , σα να μύριζε κάτι, σαν να του είχε κινήσει κάτι το ενδιαφέρον. Ο πατέρας του νόμιζε πως ο μικρός Δημήτρης το φοβήθηκε, οπότε άρχισε να το τρομάζει για να φύγει, χτυπώντας το πόδι του δυνατά κάτω και φωνάζοντας <<ΣΙΟΥΤ, ΦΕΥΓΑ ΑΠΌ ΕΔΏ>>.  Το σκυλί εν τέλει απομακρύνθηκε αλλά όχι πολύ μακριά, πήγε λίγο πιο πέρα από το δένδρο που υπήρχε ακριβώς έξω από το σπίτι τους, δίπλα από το γκαράζ, πέντε βήματα μακριά.
Την επόμενη ημέρα, το σκυλάκι ήταν πάλι απ' έξω. Οι γονείς του Δημήτρη είχαν πέσει για ύπνο, όπως και τα αδέρφια του. Έτσι, με ήσυχα βήματα, άνοιξε το ψυγείο, έκοψε λίγο σαλάμι και άνοιξε την πόρτα. Χαμογέλασε στο σκυλί και του το πέταξε για να το φάει. Το ίδιο έκανε και τις επόμενες ημέρες με το φαγητό που περίσσευε, δεν το πετούσε όλο στην πίσω μεριά, όπου μάχονταν οι γάτες της γειτονιάς για να το καταβροχθίσουν,  αλλά κρατούσε και λίγο για τον φίλο του.  Το κρατούσε σφιχτά στην παλάμη του και  το πετούσε κρυφά, δίπλα από εκείνο το δένδρο, λίγο πριν μπει στην αυλή,  και ο φίλος του, κάθε μεσημέρι, πιστά , ερχόταν την ίδια ώρα περίπου και έτρωγε.
Είχε περάσει λίγος καιρός, καμιά εβδομάδα περίπου, όταν ένα πρωί,  ενώ έτρωγε τα δημητριακά του μπροστά από την τηλεόραση,  είδε την μητέρα του,  που είχε βγει για να καθαρίσει το μπαλκόνι, να κρατάει στο δεξί της χέρι ένα ξύλο και στην κορυφή αυτού ένα σουτιέν. Φαινόταν απορημένη και πήγε στο κάδο για να το πετάξει. Ο Δημήτρης δεν έδωσε άλλο σημασία και συνέχισε να τρώει τα δημητριακά του.
Ήταν Σάββατο μεσημέρι. Ο Δημήτρης έβλεπε Φιλαράκια στην τηλεόραση. Καθόταν στο σαλόνι, στην πολυθρόνα, η οποία ήταν δίπλα στο παράθυρο. Όταν το κανάλι έβαλε διαφημίσεις, κοίταξε προς τα έξω, στον δρόμο. Τότε, είδε το σκυλί να αφήνει κάτι μαύρο μπροστά από το σπίτι τους και να φεύγει. Βγήκε έξω και είδε πως ήταν ένα εσώρουχο- το ίδιο απόγευμα η μητέρα του , που είχε βγει για δουλειές στην αυλή, μιλούσε με την γειτόνισσα από τον πάνω δρόμο, η οποία της είπε πως κάποιος της είχε κλέψει ένα σουτιέν και ένα βρακί από τα απλωμένα ρούχα. Ο Δημήτρης χαζογέλασε όταν το άκουσε. Ο νέος του φίλος του τους άφηνε δωράκια για να τους ευχαριστήσει για την φιλοξενία και την θαλπωρή που του έδειχνα
Ώσπου ένα πρωί, ο Δημήτρης βρισκόταν δίπλα από τον κήπο που είχαν στην αυλή του σπιτιού τους και βαρούσε σουτάκια στην αυτοσχέδια μπασκέτα που  είχε φτιάξει ο πατέρας του. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και ο νέος του φίλος μπήκε μέσα. Ήταν έτοιμος να ρίξει σουτ, όταν ένιωσε κάτι μαλλιαρό στο πόδι του και τρόμαξε. Κοίταξε κάτω και χαμογέλασε πάλι. Άρχισε να παίζει μαζί του και να το χαϊδεύει την κοιλιά με το πόδι του. Έπειτα από λίγο, το σκυλί έτρεξε στο γρασίδι για να τρέξει. Ο Δημήτρης το άφησε να πάει εκεί αλλά είναι μια απόφαση που την μετανιώνει οικτρά. Γιατί η γιαγιά του είχε γυρίσει από την βόλτα της. Είδε το σκυλί αυτό και φοβήθηκε. Έβγαλε σιγά-σιγά την παντόφλα της, το πλησίασε τόσο ώστε να μην φύγει, σημάδεψε και το πέτυχε στο κεφάλι. Ακούστηκαν αλυχτίσματα και ο Δημήτρης γύρισε αμέσως το κεφάλι του. Το σκυλί έτρεχε να ξεφύγει και βγήκε κακήν κακώς από την πόρτα που μπήκε και η γιαγιά του είχε πάρει μια έκφραση ικανοποίησης. Ο Δημήτρης άφησε την μπάλα και πήγε κοντά στην γιαγιά του, η οποία φορούσε την παντόφλα της.
<<Γιατί το χτύπησες γιαγιά;>>.
<<Είναι αρρωστιάρικα αυτά. Μακριά.>>.
<<Δεν πείραζε κάποιον>>.
<<Αυτά δαγκώνουν. Δεν είναι καλά>>.
<<Εντάξει γιαγιά>>. 
<<Άντε έλα να καθίσεις μαζί μου>>.
<<Θέλω να παίξω λίγο μπάσκετ>>.
<<Ο Σταύρος απέναντι πάντα κάθεται με την γιαγιά του. Όλη μέρα είναι σε αυτήν. Είναι καλό παιδί αυτό>>, του είπε επικριτικά,  προσπαθώντας να τον γεμίσει τύψεις και έφυγε. Η γιαγιά του ήταν μια γυναίκα μόνη για πολλά χρόνια. Η γιαγιά του φοβόταν τα σκυλιά. Η γιαγιά του είχε μεγαλώσει σε μια άλλη εποχή.
Ωστόσο ο Δημήτρης συνέχισε να ρίχνει σουτάκια.
-Ο.Γ.Θ.

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021



Όταν ο Δημήτρης γύρισε πλευρό, ξύπνησε. Ευχόταν να μην είχε ξυπνήσει, βέβαια, αλλά μιας και είχε ξυπνήσει, τουλάχιστον να μην έχει πάει ακόμα επτά και μισή, να μην άκουγε σε λίγα δευτερόλεπτα το ξυπνητήρι να χτυπάει-  ένας γαλήνιος και ηλίθιος γενικός ήχος κιθάρας- ή , το χειρότερο, να είχε αργήσει να ξυπνήσει. Ανοίγοντας τα μάτια του, τρόμαξε- μια φιγούρα τον κοιτούσε. Άργησε να καταλάβει ποιος, ή καλύτερα ποια, ήταν.
<<Όλη την βδομάδα  το περίμενα αυτό. Καλημέρα ηλιαχτίδα>>, ψιθύρισε η φιγούρα χαχανίζοντας. Δύο δευτερόλεπτα μετά είχε ανοίξει το φως.
<<Στο καλό σου Τάνια, με τρόμαξες >>.
<<Όταν το κάνεις εσύ είναι καλά;>>.
<<Αποφασίσαμε πως ένας από εμάς θα είναι ο αστείος σε αυτή την σχέση και το καπάρωσα από την αρχή>>.
<<Μόνος σου τα λες, αλλά όσο είσαι χαρούμενος, δεν λέω κάτι>>.
<<Πότε γύρισες;>>.
<<Δεν έχω πολύ ώρα>>.
<<Τι ώρα πήγε;>>.
<<Οκτώ;>>.
<<ΟΚ->>.
Ο Δημήτρης πετάχτηκε πάνω και έτρεξε προς την τουαλέτα. Ένας γδούπος ακούστηκε. Η Τάνια έτριψε τα μάτια της και κατευθύνθηκε αργά προς τον γδούπο . Ο Δημήτρης είχε πέσει κάτω.
<<Σάββατο είναι ε;>>, την ρώτησε με τη μούρη του να ακουμπάει το έδαφος.
<<Τουλάχιστον να έχεις τα γυαλιά σου δίπλα από το κρεβάτι ή να τα φοράς όσο κοιμάσαι. Θα γλυτώνεις το χτύπημα>>.
<<Εγώ φταίω που αγχώνομαι;>>.
<<Ε, λίγο>>.
<<Κάθε βδομάδα είναι σα να ζω το ίδιο πράγμα>>.
Ο Δημήτρης είχε σηκωθεί στο μεταξύ και έπλενε τα δόντια του.
<<Γιατί πλένεις τα δόντια σου; Αφού θα κοιμηθούμε τώρα>>.
Ο Δημήτρης σταμάτησε και την κοίταξε.
<<μπρνθςνφιιιιουμ>>.
<<Πως;>>.
Ξέπλυνε την οδοντόβουρτσα και το στόμα του με νερό.
<<Λέω, μπορεί να θες να φιληθούμε και το στόμα μου βρωμάει>>.
<<Άχου μωρέ το καβουράκι μου με σκέφτεται>>.
Τον πλησίασε και τον φίλησε.
<<Πως πήγε η δουλειά;>>.
<<Νέκρα. Ειδικά με αυτόν τον Covid δεν πατάει σχεδόν κανένας στο μαγαζί. Τώρα το πρωί μόνο είχαμε κάτι. Εσύ έκανες πρόοδο με το βιβλίο σου;>>.
<<Ναι, σκέφτηκα πολύ σοβαρά και κατέληξα στο οτι πρέπει να το βγάλω φωτοτυπία και να το βάλω  φωτιά. Είναι χάλια>>.
<<Γιατί το λες αυτό;>>.
<<Γιατί είναι. Μέχρι τις τέσσερις παιδευόμουν και έγραψα μόλις δύο σελίδες. Και η πλοκή είναι ηλίθια>>, είπε με απόγνωση και έξυσε το καραφλό κεφάλι του. Πήγε μέσα στο δωμάτιο , όπου είχε το γραφείο του. Κάθισε στην καρέκλα του και σταύρωσε τα χέρια του. Η Τάνια πήγε και στάθηκε στην πόρτα. Έμεινε για λίγη ώρα σιωπηλή, κατσουφιασμένη. Έπειτα, προχώρησε και τον πλησίασε. Άρχισε να του χαϊδεύει το κεφάλι, αφού τον φίλησε στο μάγουλο.
<<Μην στεναχωριέσαι. Έχεις ωραίες ιδέες. Μην τα παρατάς>>.
<<Ναι γιατί οι ιδέες είναι που σε ταίζουν. Τι έχω καταφέρει ως τώρα Τάνια; Μου λες; Είμαι 28, τα άφησα όλα γιατί είχα ένα όνειρο, οι γονείς μου δεν μου μιλάνε, οι φίλοι μου προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα και δεν θέλω να τους γίνομαι βάρος, δουλεύω για να βγάζω τα προς το ζην και για να μην γίνομαι βάρος κανενός και τίποτα από αυτά δεν φαίνεται να λειτουργεί. Όλα όσα έχω κάνει και όλα όσα έχω σχεδιάσει θα πάνε στράφι. Ίσως να έπρεπε να μείνω στο γραφείο του πατέρα μου. Ίσως θα έπρεπε να μην με απασχολούν ανόητα παιδικά όνειρα. Ζούμε σε έναν κόσμο μεγάλων και εγώ έχω κολλήσει ακόμη στην εποχή που πίστευα στον Άι- Βασίλη>>.
<<Ακόμα πιστεύεις στον Αι- Βασίλη>>.
<<Βλέπεις; Εγώ- .Μα τι κάνω; Συγγνώμη. Είσαι κουρασμένη. Συγγνώμη. Σκατά, σκατά. Έλα εδώ>>, της είπε και αγκαλιάστηκαν.
(Και η αγκαλιά τους, αν και για μερικά δευτερόλεπτα, ήταν αρκετή, τουλάχιστον γι' αυτόν)
Εντελώς ξαφνικά, κάτι τράβηξε την προσοχή του Δημήτρη προτού σταματήσουν την αγκαλιά και τον έκανε να ανοίξει τα μάτια του. Η Τάνια κατάλαβε αμέσως πως κάτι πήγαινε λάθος, πλέον τον ήξερε πολύ καλά
<<Τι είναι;>>, τον ρώτησε  προβληματισμένη.
<<Νόμιζα πως κάτι άκουσ-. Να' το, ξανά!>>.
<<Τι ακούς;>>.
<<Από που έρχεται ο θόρυβος;>>.
Σαν σκύλος που μύριζε κάτι που του τράβηξε την προσοχή, βγήκε έξω από το δωμάτιο του.
<<Το ακούω Τάνια, το ακούω!>>
<<Με τρομάζεις Δημήτρη. Τι ακούς;>>.
<<Δεν το ακούς και εσύ;>>, είπε και με τα χέρια του της έκανε νόημα να χαμηλώσουν τον τόνο των φωνών τους. 
<<Να' το πάλι. Έρχεται από....>>, και έτρεξε στην κουζίνα.  Και μετά στο σαλόνι. Και μετά στο δωμάτιο του. Έτρεχε σαν παλαβός εδώ και εκεί και η Τάνια τον ακολουθούσε, μέχρι αυτός να σταματήσει πάνω στο κρεβάτι του. Αγκάλιασε τα γόνατα του και <<Δεν είμαι εδώ, αυτό δεν συμβαίνει, δεν είμαι εδώ, αυτό δεν συμβαίνει, δεν είμαι εδώ, αυτό δεν συμβαίνει...>>, μουρμούριζε, ενώ πήγαινε το σώμα του μπρος πίσω.
<<Κάν'τα να σταματήσουν. Καν' τα να σταματήσουν. Τα γέλια, καν' τα να σταματήσουν Τάνια!>>. 
<<Σσσσσσ, όλα θα πάνε καλά. Όλα θα πάνε καλά Δημήτρη. Ηρέμησε. Ηρέμησε. Είμαι εγώ εδώ για σένα>>, τον παρότρυνε κολλημένη πάνω του.
Σταδιακά, ο Δημήτρης σταμάτησε να τρέμει. Γύρισε και την κοίταξε.
<<Είναι, είναι αυτά τα γέλια, τα ίδια γέλια πάντα. Όπως ακούγονταν στα Φιλαράκια. Κάποιος γελάει με εμένα Τάνια, κάποιος γελάει εμένα>>.
<<Κανένας δεν γελάει με εσένα Δημήτρη Στο μυαλό σου είναι όλα>>.
<<Ο αόρατος εχθρός. Πως να νικήσεις κάτι που δεν μπορείς να δείς; Ο εαυτός μου γελάει με εμένα και όλοι γελάνε μεταξύ τους. Είναι βάναυσο!>> .
Τότε η Τάνια σηκώθηκε όρθια, πιάνοντάς του το χέρι. Ο Δημήτρης σήκωσε το κεφάλι του αργά και την κοίταξε.
<<Έλα σήκω>>, του είπε, <<πάμε μια βόλτα>>.
<<Μα είσαι κουρασμένη. Τώρα γύρισες>>.
<<Θα κοιμηθώ μισή ώρα αργότερα, χαλάλι>>.
<<Όχι, πρέπει να ξεκουραστείς. Άστο, νιώθω καλύτερα. Πάνε άλλαξε και έλα να ξαπλώσεις.>>.
Λίγα λεπτά μετά η Τάνια είχε φορέσει τις πυτζάμες της. Ο Δημήτρης την περίμενε ξαπλωμένος, με ένα βιβλίο στο χέρι.
<<Τι διαβάζεις;>>, τον ρώτησε ενώ έμπαινε κάτω από το πάπλωμα.
<<Το Καμασούτρα>>.
<<Μμμμμ, αστείε>>
<<Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, του Λειβαδίτη>>.
<< Διάβασε μου το σημείο που είσαι τώρα>>.
<<Μισό. Ωραία:                                           Πολύτιμος Στίχος.
                           Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον, είμαστε κιόλας νεκροί.>>.
<<Ενδιαφέρον>>.
<<Έλα να κοιμηθούμε τώρα>>.
<<Έχω λίγη υπερένταση ακόμη. Θες να μου τραγουδήσεις κάτι;>>.
<<Είσαι σίγουρη; Ξες οτι δεν έχω καλή φωνή>>.
<<Δεν πειράζει. Ό, τι θέλεις. Οκ;>>.
<<Άντε καλά (πλησιάζει στο αυτί της και μειδιάζει)Ι WANNA SLIT YOUR THROAT AND FUCK THE WOUND>>, γρύλισε σαν αδέξιος Corey Taylor
Η Τάνια πετάχτηκε πάνω και τον χτύπησε στη μύτη με το κεφάλι της καταλάθος, φωνάζοντας:  <<ΕΙΣΑΙ ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣ>>. Ωστόσο δεν του θύμωσε.
Λίγα λεπτά μετά, η αιμορραγία έχει σταματήσει και είναι πάλι στην ίδια θέση.
<<Αυτή την φορά σοβαρά ε;>>.
<<Αυτή την φορά σοβαρά. Πάμε. 
Now, the night is coming to an end/ The sun will rise and we will try again/ Ohhhh, ohhhh,ohhhhhh/ Stay alive, stay alive for me/ you will die, but now your life is free/Take pride in what is sure/ to die>>.
Η Τάνια, που είχε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του, ένιωσε την κορυφή του κεφαλιού της υγρή. Σήκωσε το βλέμμα της. Ο Δημήτρης κοίταζε το κενό, με υγρά μάτια.
<<Τι έπαθες; Κλαις;>>.
<<Όχι. Άρχισε να βρέχει>>.
<<Άρχισε να βρέχει;>>.
<<Ναι. Περίεργο ε; Άρχισε να βρέχει μέσα στο σπίτι>>
<<Τουλάχιστον σταμάτησαν;>>>
<<Για την ώρα ναι>>.
<<Πέσε κοιμήσου τώρα. Το χρειάζεσαι περισσότερο από εμένα>>.
<<Καληνύχτα Τάνια>>.
<<Καληνύχτα Δημήτρη>>.
Και έτσι η Τάνια κοιμήθηκε μέχρι να ξυπνήσει πάλι κατά το μεσημέρι, δίχως ξυπνητήρι όμως γιατί δεν δούλευε. Ο Δημήτρης ξύπνησε νωρίτερα από αυτήν και χουζούρεψε. Τελικά αναγκάστηκε να σηκωθεί γιατί τον έπιασαν κατουρόκαυλες και μετά κάθισε να γράψει. 
Και, ενώ ήταν στην περισυλλογή του, θαύμαζε, παράλληλα,  την φιγούρα της Τάνιας, της κοπέλας του και ό, τι αυτή αντιπροσώπευε, πόσο γαλήνια φαινόταν όπως κοιμόταν, ενώ λίγο χαριτωμένο, κατά την άποψη του, σαλάκι, έπεφτε από το στόμα της στο μαξιλάρι και πόσο γαλήνιο τον έκανε. Και σκέφτηκε, πόσο φυσιολογικά μοιάζουν όλα τώρα, πόσο ωραίο θα ήταν να έμοιαζαν όλα φυσιολογικά για πάντα.
-Ο.Γ.Θ.
 



  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...