Κυριακή 28 Μαρτίου 2021




Ξεκλείδωσε την πόρτα της πολυκατοικίας του, ενώ μασούσε πατατάκια. Κάλεσε το ασανσέρ και, όσο το περίμενε να κατέβει, μάσησε μερικά ακόμη πατατάκια. Μέχρι να μπει στο διαμέρισμα του, είχε φάει σχεδόν τα μισά. Έβγαλε τα παπούτσια του με δυσκολία, πέταξε την σακούλα με τα πατατάκια πάνω στον πάγκο της κουζίνας του, άφησε την τσάντα του και μια σακούλα με κόκκινο ξηρό κρασί στο δωμάτιο του δίπλα από το γραφείο του και πήγε να βάλει τροφή στα δύο του χρυσόψαρα, στη  γυάλα που βρισκόταν στο τραπέζι του σαλονιού. Όταν η τροφή ακούμπησε την επιφάνεια του νερού, λύγισε τα γόνατα του για να παρατηρήσει τα ψάρια όσο έτρωγαν. 
<<Πέρασε και αυτή η μέρα μάγκες. Τέλος η χαρτούρα για σήμερα. Αύριο με το καλό τώρα, στις 9 το πρωί ξανά, σεεεεε 15 ώρες και 24 λεπτά. Το ξέρατε πως σε μια βδομάδα κλείνω τα έξι χρόνια στο γραφείο του Παύλου; Έξι χρόνια γραμματέας. Όχι, που να το ξέρατε, πριν δύο μήνες σας αγόρασα. Βασικά χεστήκατε κιόλας. Ελπίζω ο Παύλος να το θυμηθεί και να μου δώσει κάνα μπόνους. Ναι, φυσικά, θα μου πει, έλα μια χειραψία, πάρε τα τρία μου και ξεκίνα τη δουλειά, γιατί σήμερα πνιγόμαστε. Κάθε μέρα πνιγόμαστε. Χα! >>.
Όταν φάνηκε πως χόρτασαν, χαμογέλασε, σηκώθηκε, ξεντύθηκε και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Όσο περίμενε το νερό να ζεσταθεί, έψαχνε τραγούδι στο Youtube για να ακούει όσο θα έκανε μπάνιο. Όταν το βρήκε, άφησε το κινητό πάνω στο πλυντήριο ρούχων και, με δύο κινήσεις, βρέθηκε κάτω από το ζεστό νερό. 
(Did you ever want it?
Did you want it bad?
Oh, my, it tears me apart...)
Τον νερό έπεφτε πάνω στα κοντά, μαύρα μαλλιά και στο άτριχο σώμα του. Έκλεισε τα μάτια του  και φαντάστηκε πως ήταν μέσα στη θάλασσα, απόγευμα καλοκαιριού, ενώ ο ήλιος έδυε και δεν ήταν κανένας μέσα στην θάλασσα εκτός από τον ίδιο. Και κολυμπούσε, και κολυμπούσε, και κολυμπούσε, ενώ ξέπλενε το αφρόλουτρο και το σαμπουάν από τα μαλλιά και το σώμα του. Αναδύθηκε νοητά όταν τέλειωσε, έκλεισε την παροχή και βγήκε έξω να σκουπιστεί. Μόνο τότε άνοιξε τα μάτια του, όταν η πετσέτα ακούμπησε την παλάμη του.
(Maybe this time, i can be strong
But since i know who i am
I'm propably wrong...)
Σχεδόν είχε ντυθεί όταν το τραγούδι τελείωσε και το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει. Κοίταξε την οθόνη. Δεν ήταν αποθηκευμένος αριθμός, αλλά κάτι του θύμιζε. Το σήκωσε γιατί φαντάστηκε οτι ήταν από την δουλειά.
<<Παρακαλώ;>>, ρώτησε. Δεν έλαβε καμία απάντηση. Επανέλαβε την ερώτηση.
<<Αλέξανδρε; Εσύ είσαι;>>. Ήταν μια γυναικεία φωνή, γνώριμη.
<<Ο ίδιος. Ποιος είναι;>>, ρώτησε ευγενικά.
<<Εγώ είμαι. Δεν με κατάλαβες;>>.
<<Ε-. Ναι , ναι, σας κατάλαβα. Τι κάνετε;>>.
<<Καλά, αλλά γιατί μου μιλάς στον πληθυντικό;>>.
<<Εγώ-. Λάθος μου τότε. Συγγνώμη. Η αλήθεια είναι πως δεν κατάλαβα ποιος είναι>>.
<<Εγώ είμαι καλέ. Τι έπαθες; Τέλοσπαντων. Πως είσαι; Τι κάνεις;>>
<<Δεν-. Συγγνώμη, αλλά ποιος είναι;>>.
<<Αμάν καλέ, εγώ είμαι. Τώρα πες μου, πως είσαι;>>.
<<Κα-. Καλά είμαι. Εσύ;>>. 
Ήθελε να πει πως έκαναν λάθος και να το κλείσει, όμως κάτι σε αυτή την φωνή τον έκανε να επιμένει.
<<Φανταστικά. Δεν ενοχλώ ε; Ακούω το νερό να τρέχει, οπότε είσαι σπίτι>>.
<<Δεν τρέχει το->>.
<<Αχ, άκου τι έγινε σήμερα στο μαγαζί. Που λες...>>
Κρατώντας το κινητό στο αυτί του, ο Αλέξανδρος κοίταξε γύρω του. Τελικά, ελλείψει χώρου, βγήκε έξω και, ακουμπώντας στον τοίχο, κάθισε κάτω.
<<...και τον βοηθούσα να διαλέξει ένα τζιν και τότε ήρθε η γυναίκα του, που ήταν μαζί του και είχε κάτι στο βλέμμα της, ξέρεις, σα να έλεγε, δεν θα αφήσω άλλη γυναίκα να διαλέξει ρούχα για τον άνδρα μου. Μόνο εγώ θα διαλέγω τα ρούχα του. Έτσι τον έκανε να αγοράσει τον χειρότερο συνδυασμό ρούχων, μόνο και μόνο για να αποδείξει κάτι που δεν χρειαζόταν απόδειξη. Τον έβλεπα τον καημένο πόσο δεν του άρεσαν αλλά και πόσο δεν ήθελε να της χαλάσει το χατίρι. Τελικά τα αγόρασαν και, ενώ πλήρωνε, το είδα στο βλέμμα της πόσο ικανοποιημένη ένιωθε. Και μετά έφυγαν>>.
Ο Αλέξανδρος χαμογελούσε και έτριβε το δεξί του γόνατο με το αριστερό του χέρι. Ήταν ένα χαμόγελο σαν ευγενική χειρονομία, σα να βρισκόταν σε μια κατάσταση που, παρόλο που ένιωθε μια κάποια αμηχανία, δεν ήθελε να φανεί αγενής.  
<<Δεν είναι απίστευτο πόσο εύκολα χειραγωγούνται οι άνθρωποι;>>.
<<Ναι , είναι>>.
<<Εσένα πως ήταν η μέρα σου; Ξέρω, τα γνωστά, μην μου πεις. Ομιλητικός όπως πάντα. Άντε άνοιξε την πόρτα τώρα. Βαρέθηκα να περιμένω έξω>>.
 Παρόλα αυτά, δεν χρειάστηκε να κάνει καμία κίνηση. Γιατί, την ίδια στιγμή, μια γυναίκα εμφανίστηκε και κάθισε δίπλα του.
<<Άσε τώρα το κινητό. Είμαι εδώ>>.
Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε να βουρκώνει.
<<Τι έπαθες; >>.
<<Δεν θέλω να κλείσω το κινητό. Μπορώ να μην κλείσω το κινητό;>>.
<<Όπως νομίζεις>>.
<<Λοιπόν;>>, είπε τρίβοντας τα μάτια του. Έπειτα κοίταξε ψηλά και πάνω, αφηρημένα, με το κινητό να κολλάει όλο και πιο έντονα στο αυτί του. Απέφευγε ωστόσο να κοιτάξει την γυναίκα εκείνη που είχε καθίσει δίπλα του.
<<Τι λοιπόν;>>.
<<Γιατί μου το κάνεις αυτό; Δεν βαρέθηκες να εμφανίζεσαι;>>.
<<Μα δεν φταίω εγώ. Εσύ το προκαλείς. Είμαι στην φαντασία σου, ποιος ξέρει που βρίσκομαι τώρα. Αν το θελήσεις, θα χαθώ αμέσως>>.
<<Τι νόημα έχει; Αφού πάλι θα εμφανιστείς>>.
<<Τότε;>>.
<<Αλήθεια, δεν ξέρω. Μακάρι να ήξερα. Είχα δύσκολη μέρα και-. Τι κάθομαι και λέω. Σάμπως νοιάζεσαι; Αν νοιαζόσουν, θα έμενες, δεν θα έφευγες....Γιατί έφυγες Μάρθα;>>.
<<Πόσες φορές θα το ρωτήσεις αυτό; Σου απάντησα τότε, και έκτοτε αναπαράγεις την ίδια απάντηση στο μυαλό σου. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Σμίγουν και χωρίζουν και κανένας δεν μπορεί να κάνει κάτι γι' αυτό.>>.
<<Εσύ το επέλεξες>>.
<<Επέλεξα τα συναισθήματά μου; Ποιος επιλέγει τι αισθάνεται και τι όχι>>.
<<Εγώ σε αγαπούσα>>.
<<Και εγώ και στο είπα πρώτη γιατί εσύ ντρεπόσουν. Δεν ήταν διαγωνισμός. Δεν ήσουν μόνος σε αυτό. Κατάλαβε το επιτέλους>>.
<<Αν δεν σε είχα συναντήσει ποτέ, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα>>.
<<Και όμως με συνάντησες. Γιατί προσπαθείς να αλλάξεις κάτι που συνέβη; Δεν μπορείς να αλλάξεις το παρελθόν>>.
Τα μάτια του ήταν ανήσυχα, υγρά και σκοτεινά. Το κεφάλι του άρχισε να πονάει. Δάγκωνε τα χείλη του. Σηκώθηκε όρθιος και πήγε μέσα στο μπάνιο. Κοιταζόταν τώρα στον καθρέπτη. Πίσω του, πάνω στο πλυντήριο, καθόταν εκείνη, με τα χέρια της να ακουμπάνε πάνω στην επιφάνεια του πλυντηρίου και τα  πόδια της στον αέρα να κουνιούνται πέρα δώθε. Ακόμη απέφευγε να την κοιτάζει. Τώρα κοίταζε τον νιπτήρα.
<<Πάνε πέντε χρόνια. Γιατί έρχεσαι ακόμα>>.
<<Γιατί η ζωή προχωράει αλλά οι αναμνήσεις μένουν>>.
<<Εσύ φταις που->>.
<<Ωρίμασε επιτέλους. Δεν φταίω εγώ για το πως είσαι τώρα. Προχώρα μπροστά. Όλοι το ίδιου σου είπαν. Το ξέρεις και ο ίδιος. Για πόσο ακόμα θα τυραννάς έτσι τον εαυτό σου; Σχεδόν 30 είσαι. Προχώρα μπροστά!>>.
<<Δεν μπορώ. Γαμώτο, δεν μπορώ!  >>.
<<Δεν θέλεις. Όχι δεν μπορείς. Μια χαρά μπορείς. Όπως έκανα και εγώ. Τι νόημα θα είχε να κολλήσω στα παλιά, εκτός από το να κρατήσω μόνο όσα ζήσαμε, τα καλά και τα άσχημα;>>.
<<Για σένα ήταν εύκολο. Πάντα ήταν όλα εύκολα για σένα Ξέρεις πόσο καιρό λαχταρούσα ένα τηλέφωνο σου ή ένα μήνυμα σου  για να μου πεις πως όλα είναι εντάξει και θα γυρίσεις πάλι; Και το τηλέφωνο μου ποτέ δεν χτύπησε. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι για εμένα όλο αυτό;>>.
<<Για κανέναν δεν είναι εύκολο. Και το ξέρεις πως δεν έχει νόημα να μαλώνεις με κάτι που δεν υπάρχει παρά μόνο στην φαντασία σου, έτσι; >>.
Έμεινε για λίγο αμίλητος.
<<Ωραία ήταν>>, είπε χαμογελώντας.
<<Ήταν ωραία. Αλλά δεν είμαι η μοναδική. Ζήσε τη ζωή σου>>.
<<Για εμένα ήσουν όμως. Για εμένα ήσουν....>>.
<<...........>>.
<<Μπορώ τουλάχιστον να σου μιλήσω; Για λίγο ακόμα;>>.
<<Φυσικά>>.
<<............>>.
<<Τι έγινε τώρα:>>.
<<Αν σε πάρω τηλέφωνο και ακούσεις την φωνή μου, θα πιστέψεις πάλι σε εμάς;>>.
<<Το δοκίμασες κάποτε και δεν ωφέλησε. Δεν ωφελεί να κολλάς στις->>.
Άφησε κάτω το κινητό του και κοιτάχτηκε καλύτερα στον καθρέπτη. Του χαμογέλασε και σκούπισε τα μάτια του. Για μια στιγμή ένιωσε κάτι απαλό να του χαϊδεύει τον ώμο, αλλά αυτή την φορά δεν γύρισε να δει τι ήταν. 
Άνοιξε τα μάτια του. Το νερό ακόμα έτρεχε. Καθόταν κάτω στην ντουζιέρα. Κούνησε το κεφάλι του, σηκώθηκε προσεκτικά, έκλεισε την παροχή και βγήκε έξω.
Πήγε μέσα στο δωμάτιο του γυμνός όπως ήταν. Άνοιξε το laptop του και έβαλε μουσική να παίζει.
(Operator, number please, it's been so many years.
Will she remember my old voice while i fight the tears?...).
Πήγε στην κουζίνα και πήρε μια κούπα από το ντουλάπι. Άνοιξε το μπουκάλι με το κρασί και το γέμισε μέχρι πάνω.  Σήκωσε την κούπα σα να την τσούγκριζε με κάποιον και την ήπιε μονορούφι. Σκούπισε το στόμα του, σήκωσε πάλι την κούπα στον αέρα και την πέταξε κάτω με δύναμη. Κοίταζε τα κομμάτια. Δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή να τα μαζέψει. Απλά άρχισε να πίνει από το μπουκάλι και, όταν χρειάστηκε να σηκωθεί, απλά τα προσπέρασε για να μην κοπεί. 
Και , όταν το κεφάλι του ήταν πια βαρύ, άφησε τη μουσική να παίζει και ξάπλωσε στα πλάγια. Είχε μαζέψει τα γόνατα του στην κοιλιά του και βαριανάσαινε. Δεν άργησε να τον πάρει ο ύπνος. 
Η μουσική έπαιζε ακόμα. Και, στην οθόνη, στο Word που είχε ανοίξει και έτσι το άφησε μέχρι το πρωί, μια φράση ήταν γραμμένη.

Ποιος ξέρει γιατί συμβαίνουν όσα συμβαίνουν σε ανθρώπους που δεν το ζήτησαν ποτέ; 

Αnd i remember quite evenings
Trembling close to you.

-Ο.Γ.Θ.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...