Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021




Έχει πάει 00:27. Δεν έχω ύπνο. Βασικά έχω ύπνο, αλλά δεν θέλω να κοιμηθώ ακόμη. Είναι Τετάρτη. Θα κοιμηθώ καλά την Παρασκευή. Και ας έχω ξύπνημα αύριο, νωρίς το πρωί. Τώρα δεν θέλω να κοιμηθώ γιατί, νιώθω πως, αν κοιμηθώ, θα χαθεί η ουσία. Αλλά ποια είναι η ουσία; Τι να σας πω και 'γω τώρα; Λες και είμαι κανένας ειδικός ή κανένας κατατοπισμένος. Κινούμαι με το συναίσθημα, με το τι λέει η καρδιά. Και ξέρω πως αύριο θα νυστάζω. Με το ζόρι θα σηκωθώ από το κρεβάτι. Όμως βλέπω τον καπνό να ανεβαίνει , κάτι έχει πάρει φωτιά, και πρέπει να καταφέρω κάτι, προτού πάρει το μέρος ολοκληρωτικά φωτιά. 
Σας έλεγα για τον Παύλο. Δεν σας είπα για τον Παύλο; Δεν τον ανέφερα έστω; Νόμιζα πως τον είχα αναφέρει, αλλά φαίνεται έκανα λάθος. Δεν πειράζει, ξεκινάω τώρα.
Ο Παύλος είναι παιδικός μου φίλος. Είχε ξεκινήσει να παίζει κιθάρα από όταν ήμασταν ήδη στην Πρώτη Δημοτικού και , μέχρι να τελειώσουμε το Δημοτικό, ήξερε να παίζει πολλά τραγούδια. Κυρίως ξένα, ροκ. Στο Γυμνάσιο έμαθε λίγο Πυξ Λαξ, Χατζηγιάννη και κανένα έντεχνο της πλάκας, για να ρίξει καμία κοπέλα. Ωστόσο, ο Παύλος ήταν άσχημος και κοινωνικά άγαρμπος. Ωστόσο, είχε πάθος με την μουσική. Πολύ μεγάλο πάθος. Ακόμα και όταν ήμασταν στο σχολείο, είχε στο μυαλό του πότε θα πάει σπίτι για να παίξει κιθάρα. Είχαμε αράξει σπίτι του μερικές φορές και τον άκουγα να παίζει. Και έπαιζε τόσο ωραία....
Όταν ξεκινήσαμε το Λύκειο, ο Παύλος μου εκμυστηρεύτηκε, άκρως εμπιστευτικά, πως σκεφτόταν να το παρατήσει για να κυνηγήσει μια καριέρα στη μουσική. Τον κοίταξα και γέλασα. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Σαν τι να έκανα δηλαδή; Μου φαινόταν λίγο χαζό αυτό που είπε. Αφού το συζητήσαμε λίγο και, αφού του έδωσε και λίγο σκέψη, αποφάσισε να περάσει σε κάποιο Μουσικό Πανεπιστήμιο. Έστω, να έχω κάποιο χαρτί, είπε. Να κάνω και τους δικούς μου περήφανους οτι ο γιος τους σπουδάζει.
Στο Πανεπιστήμιο χαθήκαμε λίγο. Περάσαμε σε διαφορετικές πόλεις, εγώ και ο Παύλος. Μιλούσαμε μέσω Facebook και με κλήσεις στο κινητό. Μου έστελνε συχνά- πυκνά βίντεο που έπαιζε κιθάρα, δικά του κομμάτια, για να του πω την γνώμη μου. Ήθελε δουλειά, αλλά σε γενικές γραμμές, έβλεπα ένα μέλλον, αν συνέχιζε και δεν τα παρατούσε.  Και ήξερε πως έλεγα αλήθεια και όχι κάτι για να του γλυκάνω τα αυτιά και πείσμωνε ακόμα περισσότερο.
Κάπου στα μισά του τρίτου έτους, ο Παύλος βρήκε κοπέλα. Μου είπε τα καλά νέα όταν βρεθήκαμε στην πόλη μας. Την έλεγαν Ελπίδα. Σπούδαζε στην ίδια σχολή με αυτόν, έναν χρόνο μικρότερη. Είχαν συναντηθεί τυχαία, σε ένα μάθημα δικό της, που ο Παύλος χρωστούσε. Εκείνη έπαιζε βιολί, άρεσαν και στους δύο οι Tindersticks και, ένα απόγευμα, την κάλεσε σπίτι του για να παίξουν μερικά τραγούδια και το καλό έγινε. Εσύ ρε Μιχάλη πως πας; Έχεις βρει καμία; , με ρώτησε. Δεν ήταν ξεκάρφωτη ερώτηση ή τάχα ειρωνική, που έκρυβε μια αλαζονεία. Με ρωτούσε γιατί ήθελε να μάθει. Και η αλήθεια είναι πως δεν είχα βρει ούτε μία. Ψέματα. Παραλίγο θα την έβρισκα, αλλά την έχασα μέσα από τα χέρια μου. Γιατί άργησα πολύ, άργησα πάρα πολύ και πέρασα στο Friendzone. Περίμενα την κατάλληλη στιγμή, την κατάλληλη ευκαιρία, την κατάλληλη καταλληλότητα για να της πω τι ένιωθα και, πριν το καταλάβω, άρχισε να μου μιλάει για τον Δημήτρη, ένα αγόρι που είχαν αρχίσει να μιλάνε και της άρεσε πολύ και με ρωτούσε τι να κάνει και εγώ της χαμογελούσα και της έλεγα μαλακίες για να μην πετύχει, αλλά τελικά είχαν τα αντίθετα αποτελέσματα. 
Έτσι, έμεινα μόνος.
Έπεσα. Έπεσα. Έπεσα. Έπεσα τόσο, που τα παράτησα όλα, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και κοιμήθηκα τελικά. 6 γεμάτες ώρες.  7:14. Τελικά δεν έχω να πάω κάπου. Είναι Σάββατο, μπέρδεψα τις μέρες, αν και πετάχτηκα όρθιος, γιατί νόμιζα πως ήταν καθημερινή και άργησα. Έτσι,  έτριψα τα μάτια μου. Έριξα μια κλεφτή ματιά δίπλα μου, βεβαιώθηκα πως η άλλη πλευρά ήταν ακόμα κενή και σηκώθηκα και κάθισα αμέσως στην άκρη του κρεβατιού μου.
Ο Παύλος τώρα είναι μαζί με την Ελπίδα επτά χρόνια. Μου είπε πως σκέφτεται να τη ζητήσει σε γάμο. Και δεν θα μπορούσα να είμαι πιο χαρούμενος για τον φίλο μου και να μην τον ζηλέψω λίγο.  Συν τοις άλλοις, είναι καθηγητής σε ωδείο και διδάσκει και ιδιαίτερα. Έχει μάθει να παίζει πλέον και μπάσο και ντραμς. Ορίστε, κυρίες και κύριοι, ένας άνθρωπος που έχει πετύχει στη ζωή του. Κάνει αυτό που θέλει στη ζωή του.
Ακούω τρομπέτες.
Ακούω βιολιά.
Ακούω κιθάρα και ντραμς.
Ακούω μουσική και σημαίνει πως είμαι ζωντανός.
Που και που γράφω τίποτα απλά για να ξεχνιέμαι.  Δεν είναι και τόσο ευχάριστο να θες να ξεχαστείς απλά για να ξεχαστείς , ενώ πολλές φορές ξεχνιέσαι να ζεις τη στιγμή και τότε να ξεχαστείς . Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε. Με καταλαβαίνω, όμως, εγώ και αυτό είναι αρκετό για να ελπίζει κανείς. Αν τουλάχιστον καταλαβαίνεις εσύ τον ίδιο σου τον εαυτό, αρκεί ως ένα βαθμό.
Ξημέρωσε για τα καλά. Θα βγω να περπατήσω. Δεν έχω κάποιο σκοπό, το περπάτημα μου δεν έχει κάποιο νόημα, απλά θα κουνάω μπρος- πίσω τα πόδια μου για να πάω κάπου που, ένας από τους χιλιάδες θεούς, ξέρει. Εγώ δεν ξέρω τίποτα, αν και επιθυμώ να μάθω τόσα πολλά. Το να μάθεις αποτελεί έναν αυτοσκοπό , ο οποίος όμως δεν είναι με την στενή σημασία της έννοιας. Είναι αυτοσκοπός που σε βοηθάει στους άλλους σκοπούς της ύπαρξης. Π.χ. στον έρωτα. Ο Παύλος ερωτεύτηκε την Ελπίδα όταν έμαθε πως , παρά το γεγονός οτι ο πατέρας της εγκατέλειψε την οικογένεια τους όταν αυτή ήταν μόλις δύο χρονών, με τα χρόνια βρήκε τη δύναμη να τον συγχωρέσει. Οτι ήταν δυνατή κοπέλα, κοπέλα που δεν άφηνε τα φαντάσματα του παρελθόντος να στοιχειώνουν το παρόν της και να κατατρώνε το μέλλον της. Η γνώση είναι δύναμη, θαρρώ. Η άγνοια που θεωρείς ως γνώση, όμως, μπορεί να γίνει πολύ πιο ισχυρή δύναμη, αν ξέρεις πως να την χρησιμοποιήσεις και να την επικοινωνήσεις σωστά.
Περπάτησα. Περπάτησα πολύ στη ζωή μου, αλλά έχω την εντύπωση πως για το μεγαλύτερο μέρος της, είχα απλά την εντύπωση, δεν περπατούσα πραγματικά.
Μα ξεχάστηκα. Έλεγα για τον Παύλο. Τι άλλο να πω , ωστόσο, γι' αυτόν. Σας τα είπα όλα. Νιώθω πως νυστάζω πάλι. Κάτι σαν μούδιασμα στον εγκέφαλο. Ίσως να είναι και εγκεφαλικό. Ελπίζω πως όχι. Εννοώ, ακόμα είναι νωρίς. Το βρήκα. Θα καθίσω και θα ζωγραφίσω ένα σπίτι. Ένα όμορφο σπίτι, σε ένα χωριό και δίπλα θα έχει κήπο, ένα σκυλάκι, τον ήλιο πάνω να φωτίζει και μέσα θα είμαι εγώ. Εκεί μέσα θα είμαι εγώ.
-Ο.Γ.Θ. 

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2021




Ξάπλωνα στο κρεβάτι, όταν άκουσα το θυροτηλέφωνο να χτυπάει. Πετάχτηκα αμέσως πάνω, αλλά κατευθείαν πάγωσα. 
<<Μα δεν περιμένω κανέναν>>, μουρμούρισα.
Πήγα στο θυροτηλέφωνο και το σήκωσα.
<<Ποιος είναι;>>.
<<Μοιράζω φυλλάδια. Θα μου ανοίξετε;>>.
<<Λυπάμαι, δεν μπορώ>>, απάντησα. 
Ωστόσο, κρατώντας το θυροτηλέφωνο στο χέρι, είχα αρχίσει να μετανιώνω την προηγούμενη μου δήλωση. Γιατί θα μπορούσα να του ανοίξω, τι κακό θα μπορούσε να συμβεί στον καημένο αυτό που απλά μοιράζει φυλλάδια; Και αν το είχε ανάγκη εκείνη την μέρα; Πόσες τέτοιες απορρίψεις να είχε όσο καιρό μοίραζε φυλλάδια; Πως θα αισθανόμουν εγώ, εάν ήμουν στη θέση του; Τέτοια σκεφτόμουν, όταν άρχισα να μιλάω πάλι στο θυροτηλέφωνο.
<<Με ακούτε; Με ακούτε;>>.
Αλλά δεν έλαβα καμία απάντηση. Μετανιωμένος, το τοποθέτησα στην θέση του και πήγα πάλι να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου.
Πρέπει να είχα να σηκωθώ τρεις μέρες από εκεί. Σίγουρα είχα τρεις μέρες κλεισμένος σπίτι. Είχα πάει στο Σούπερ Μάρκετ, είχα προμηθευτεί με εφόδια για καμιά βδομάδα, δηλαδή κυρίως ξηρά τροφή που δεν θέλει μαγείρεμα, μπύρες και κρασιά, και όλη μέρα την έβγαζα στο κρεβάτι. Α, δεν είχα ανάγκη για λίγο καιρό! Με είχαν απολύσει από την ασφαλιστική που δούλευα, μου είχαν δώσει και την αποζημίωση μου, είχα μερικά, ελάχιστα, στην άκρη, είχα κάνει μπει και στη λίστα για να απολαύσω τα κρατικά επιδόματα, και αποφάσισα επιτέλους να κάνω πραγματικότητα κάτι που σκεφτόμουν για καιρό: να καθίσω. Εννοώ, πραγματικά να καθίσω και να ηρεμήσω, δίχως να κάνω τίποτα, δίχως να σκέφτομαι τίποτα, δίχως να είμαι κάτι, χωρίς ιδιότητες, μια μάζα οστών και λίπους και νεύρων και μυών. 
Το τηλέφωνο το σήκωνα για να μην ανησυχήσω τον κόσμο. Και στα μηνύματα απαντούσα. Προφασιζόμουν μια αρρώστια απλή. Όχι κορονοϊό, εκεί θα είχαμε άσχημα ξεμπερδέματα. Γαστρεντερίτιδα απλή. Αν και , ένας θείος μου που με πήρε, γιατί ήθελε να με ρωτήσει πως μου φαινόταν το Οικονομικό του ΠΑΜΑΚ που σπούδασα και αν θα το πρότεινα για έναν ξάδερφο μου, μακρινό, μου είπε ,  άκρως εμπιστευτικά, πως από έρευνα που έκανε ο ίδιος στο Internet έμαθε πως η γαστρεντερίτιδα είναι μια άσχημη παρενέργεια του ιού αυτού και μετά συνέχισε μια λογοδιάρροια για κάνα δίλεπτο. Τον ευχαρίστησα για τον ενδιαφέρον του, ενώ σκούπιζα το στόμα μου από την λαδίλα με το χέρι μου.
Η τελευταία μου έξοδος, πριν κλειστώ οικειοθελώς στη γλυκιά μου απομόνωση ήταν ένα ''σχολείο''. Μπήκα μέσα με πέντε ευρώ, ή και λιγότερα. Όχι, περισσότερα ήταν. Γιατί αγόρασα ένα Σκράτς των πέντε, που το πέταξα μόλις το έξυσα και ένα των δύο ευρώ. Πήρα πίσω τέσσερα από το τελευταίο. 200% κέρδος. Συνολικά στην τσέπη μου είχα τέσσερα ευρώ σίγουρα. Δεν θυμάμαι πόσα ακόμα. Πριν εξαργυρώσω και πάρω τα κέρδη μου, ένας κύριος, κοντά στα 50, με τζιν και πόλο μπλούζα, πήγε να δώσει να του χτυπήσουν μερικά δελτία Κίνο.
<<40 ευρώ είναι σύνολο>>, του είπε η ταμίας.
<<Ορίστε. Ακριβώς. Ξέρεις, το έχω κόψει αρκετά. Παλιά έπαιζα περισσότερα. Τώρα το έχω ελαττώσει>>.
Η ταμίας τον κοίταζε αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω την έκφραση του προσώπου της, γιατί φορούσε μάσκα. Σίγουρα θα ήταν μια έκφραση προσποιητής συμπόνιας, από αυτήν που δείχνουμε σε ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε, όταν μας εξιστορούν τον πόνο τους ή μέρος του πόνου τους και δεν μας νοιάζει και τόσο, αλλά δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, δεν μπορείς να είσαι και αγενής και να τους πεις, ξέρεις, δεν με νοιάζει, χέστηκα. Καλά, μπορείς, αλλά εμένα δεν μου πάει η καρδιά και τόσο. Βέβαια, δεν μπορώ να κάνω το αντίστροφο. Δηλαδή να κάθομαι να λέω δεξιά και αριστερά τον πόνο μου, λες και είναι προϊόν που πουλάω στην λαϊκή. Βέβαια, γενικά δεν μπορώ να το κάνω. Ήταν ένας ακόμη λόγος αυτός, πολύ σημαντικός, που αποφάσισα να κλειστώ σπίτι μερικές μέρες. Να ξεφύγω, από όλους και από όλα, να ξεσπάσω από όσα με προβλημάτιζαν όπως ήξερα καλύτερα. Από την άλλη, έπρεπε να δείτε το θέαμα, πόσο αστείο και θλιβερό είναι, ένας μαντράχαλος να κάθεται με το μποξεράκι του στο κρεβάτι του, να πίνει μπύρα, και να κλαίει.
Μετά από πέντε μέρες, δηλαδή δύο μέρες αφού είχε έρθει το παλικάρι με τα φυλλάδια, αποφάσισα επιτέλους να κάνω μπάνιο. Πλέον δεν άντεχα ούτε εγώ ο ίδιος την μπόχα μου. Οπότε, σηκώθηκα, μάζεψα το σεντόνι, έβγαλα τις μαξιλαροθήκες, πήρα ένα μποξεράκι και πήγα στο μπάνιο. 
Άνοιξα το νερό για να ζεσταθεί και με κοίταζα στον καθρέφτη. Έπρεπε να περιποιηθώ τον εαυτό μου. Οι τρίχες στο πρόσωπο μου πετούσαν δεξιά και αριστερά, τα μάτια μου είχαν σακούλες , το δέρμα μου ήταν λιπαρό. Έβαλα το χέρι κάτω από το νερό. Ήταν στην ιδανική θερμοκρασία. Έμεινα για ώρα κάτω από το νερό, τρίβοντας τα πάντα πάνω μου, μέχρι να ξεπλυθεί κάθε βρωμιά. Ίσως έτσι να ήθελα να ξεπλύνω - και να αποβάλλω- τους φόβους, τα άγχη, τις ανασφάλειες , τις σκέψεις από πάνω μου. Αν ήταν βέβαια τόσο εύκολο αυτό, δεν θα έβλεπες κανέναν βρώμικο έξω. Όλοι θα έλαμπαν, θα μοσχομύριζαν και θα ήταν πάντα χαμογελαστοί.
Όταν βγήκα από το μπάνιο, έριξα την πετσέτα πάνω μου και άρχισα να σκουπίζομαι. Με την πετσέτα πάνω στους ώμους μου, πήρα την οδοντόκρεμα, έβαλα λίγη πάνω στην οδοντόβουρτσα και άρχισα να πλένω τα δόντια μου. Όλη αυτή την ώρα κοιταζόμουν στον καθρέπτη. Τα μάτια μου άνοιγαν ίσα-ίσα και ήταν κόκκινα. Χαμογέλασα. Δαγκώνοντας την οδοντόβουρτσα, σήκωσα το δεξί μου χέρι, τέντωσα τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο και τα έφερα στην αντανάκλασή μου, στο ύψος των ματιών και άρχισα να πιέζω. Σκέφτηκα πως θα ήταν τόσο εύκολο, να γυρίσω απευθείας το χέρι, να κρατήσω τα δύο αυτά δάχτυλα τεντωμένα και να τα χώσω στα μάτια μου, να τυφλωθώ, να μην βλέπω τίποτα, να μην βλέπω απολύτως τίποτα. Να κάνω και μια αίτηση μετά για αναπηρική σύνταξη και να με πληρώνει το κράτος. Αλλά από την άλλη, γιατί να το έκανα αυτό; Ποιο σκοπό θα εξυπηρετούσε, δηλαδή, μακροπρόθεσμα, εκτός από το να με απαλύνει λίγο εκείνη τη στιγμή, να πάρει τον πόνο που νιώθω μέσα μου και δεν φαίνεται και να του δώσει μια μορφή και μια πρόσκαιρη εξήγηση; Άσε που, την όραση μου την θέλω. Γιατί, πες πως ένας φίλος σου πετυχαίνει κάτι ή αγοράζει κάτι όμορφο, πως θα το δεις ;, Πες πως έρχεται η οικογένεια σου για επίσκεψη ή πας εσύ σε αυτούς και θες να τους δεις, πως θα το κάνεις; Ή ερωτεύεσαι κάποιον και εκεί όλες οι αισθήσεις σου είναι αναγκαίες για να ζήσεις μέσα, έξω και μαζί του. Ή μήπως για να μην έβλεπα πια όλα τα σκατά και τη δυστυχία που κυριαρχεί στον κόσμο; Αλίμονο! Δεν είναι μόνο αυτά. Υπάρχουν πράγματα που αξίζει να δούμε , που προσμένουμε να δούμε, τόση ομορφιά, γιατί, αν δεν υπήρχαν αυτά, τότε δεν θα προσπαθούσαμε να ζήσουμε για να δούμε την επόμενη μέρα. 
Οπότε, όχι, είπα στον εαυτό μου. Για ό,τι σκατό συνέβη στη ζωή σου, για ό,τι σκατό θα συμβεί, τουλάχιστον κράτησε τα μάτια σου. Κράτησε την καρδιά σου. Κράτησε το είναι σου και την ψυχή σου.
Με αυτή την πανηγυρική δήλωση ολοκλήρωσα την μικρή μου περιποίηση. Αλλά η απομόνωση μου δεν είχε τελειώσει. Οπότε, φόρεσα το μποξεράκι μου και κατευθύνθηκα για το κρεβάτι μου. Μόλις ξάπλωσα και ηρέμησα, συνειδητοποίησα πως είχε αρχίσει να ψιχαλίζει και μετά να φουντώνει και να το γυρνάει σε βροχή. Σηκώθηκα, άνοιξα λίγο το παντζούρι, έβαλα σε ανάκληση την μπαλκονόπορτα και χουχουλιάστηκα κάτω από μια κουβέρτα. Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα τη μουσική της φύσης να με κοιμίσει, μέχρι που με πήρε ένας πολύ γλυκός ύπνος, χωρίς καμία σκέψη να τριγυρίζει στο κεφάλι μου, και ας ήταν μόλις πέντε το απόγευμα. Και, αλήθεια, έτσι θα ήθελα να μπορούσα να κοιμάμαι κάθε μέρα.
Βαθιά.
Στοργικά.
Γαλήνια.

-Ο.Γ.Θ.




Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2021





Πατούσε διάφορα πλήκτρα στο πιάνο, με πάθος.
<<ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΗΞΕΡΑ ΝΑ ΠΑΙΖΩ>>, φώναξε.
<<ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΝΤΟ ΔΙΕΣΗ. ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ, ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΟΥ ΔΕΙΞΩ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ>>, φώναξε ο φίλος του από την τουαλέτα.
<<Μπααααα>>, ψιθύρισε, σα να το έλεγε στον εαυτό του. <<Μεγάλωσα τώρα. Έπρεπε να μάθω πιο μικρός, όταν είχα την ευκαιρία. Να παίζω τώρα Chopin, να παίζω Beethoven και Bach και Litz>>.
Ακούστηκε ένα καζανάκι και μια βρύση να ανοίγει και να κλείνει και βήματα προς το πιάνο.
<<Για όσο είμαι Ελλάδα, μπορώ να σου δείξω μερικά πράγματα πάντως>>.
<<Μπα. Μετά θα φύγεις και εγώ δεν έχω πιάνο στο σπίτι>>.
<<Σε λίγους μήνες θα επιστρέψω πάλι. Μπορείς να πάρεις αρμόνιο αν θες>>.
<<Γάμησε το. Μεγάλωσα. Θα βγούμε τελικά;>>.
<<Πάμε, ναι>>.
Φόρεσαν τα παπούτσια τους και βγήκαν έξω. Είχε βγάλει κρύο, αλλά όχι τόσο που να χρειάζονται μπουφάν. Μια ζακέτα αρκούσε.
<<Η δικιά σου που είπε πως είναι;>>.
<<Στο Casper >>.
<<Η φίλη της καλή;>>.
<<Ναι ρε. Μια χαρά. Θες να πάμε τελικά να τις βρούμε;>>.
<<Πάμε μωρέ>>.
<<Σίγουρος;>>.
<<Ναι. Άντε,  προχώρα>>.
<<Πόδια;>>.
<<Ναι ρε. Δεν είναι μακριά τα Λαδάδικα>>.
Περπάτησαν την Αγίου Δημητρίου και μετά άρχισαν να κατηφορίζουν.
<<Από το μπουκάλι πόσο έμεινε;>>.
<<Κάνα ποτήρι βότκα >>.
<<Καλή φάση>>.
<<Εγώ έκανα κεφάλι πάντως>>.
<<Εγώ καλά είμαι>>.
<< Σταματάμε να πάρουμε καμία μπύρα;>>.
<<Έλα μωρέ τώρα, κροκόδειλε. Θα πιούμε εκεί>>.
<<Άντε καλά>>.
Ένα τέταρτο μετά, βρέθηκαν έξω από το μαγαζί. Είχε ουρά. Ένα τέταρτο μετά έφτασε και η σειρά τους. Τους καλωσόρισε ένας τύπος, που φορούσε καπαρντίνα και είχε κουρεμένο γουλί το κεφάλι. Έμοιαζε με Ρωσσοπόντιο.  
<<Καλησπέρα παιδιά!>>.
<<Χαίρετε! Έχουμε παρέα μέσα>>.
<<Λυπάμαι, δεν μπορείτε να μπείτε>>.
<<Μα έχουμε παρέα μέσα>>.
<<Είμαστε γεμάτα>>.
<<Μα....Έλα, Θεόφιλε, πάμε να φύγουμε>>.
Γύρισαν και άρχισαν να περπατάνε. Μια παρέα πέντε κοριτσιών ήταν οι επόμενες, και , ύστερα από δύο κουβέντες, μπήκαν μέσα. Ένα ξεφύσημα ακούστηκε από την παρέα των δύο αγοριών.
<<Και τώρα που πάμε;>>.
<<Που ξέρω; Όπου θες>>.
<<Που ξέρω; Κάπου να πιούμε>>.
Γέλασαν. Έστειλε μήνυμα στην κοπέλα του να την ενημερώσει. Του απάντησε αμέσως να την  περιμένει. Βγήκε έξω, τους έδειξε στον πορτιέρη και μπήκαν μέσα.
Το μαγαζί ήταν σχεδόν τίγκα, κάπως ασφυκτικά. Με τα χίλια ζόρια, έφτασαν στον πάνω όροφο, και βρέθηκαν σε ένα τραπέζι, ανάμεσα από άλλα τραπέζια. Εκεί περίμενε η φίλη της κοπέλας. Κάπνιζε ένα τσιγάρο και έπινε τζιν με τόνικ.
<<ΚΑΛΑ ΕΙΣΤΕ ΒΛΑΚΕΣ; ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΝΑ ΒΓΩ!>>, φώναξε η κοπέλα για να ακουστεί και στους δύο.
<<ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ >>.
<<ΑΜΑΝ ΡΕ ΑΛΕΞΗ. ΤΕΛΟΣΠΑΝΤΩΝ. ΠΑΙΔΙΑ, ΑΠΟ ΕΔΩ Η ΦΙΛΗ ΜΟΥ, Η ΒΑΣΩ>>.
<<ΑΛΕΞΗΣ, ΧΑΡΗΚΑ!>>.
<<ΘΕΟΦΙΛΟΣ, ΧΑΡΗΚΑ!>>.
Κουνούσαν ρυθμικά το κεφάλι τους. Ήρθε ένας σερβιτόρος για να παραγγείλουν και, για να μην τα μπερδέψουν, πήραν βότκα με λεμονάδα. Τα ποτά έφτασαν μετά από πέντε λεπτά και ήπιαν την πρώτη γουλιά.
Ο Θεόφιλος δεν ένιωθε άνετα. Σπάνια ένιωθε άνετα σε τέτοια μέρη. Και δίπλα του είχε μια κοπέλα, που ο φίλος του  του είπε να χωθεί, γιατί ήταν ελεύθερη. Και ο ίδιος το ήθελε. Γιατί, δεν ήταν πως φοβόταν την μοναξιά ή κάτι τέτοιο, αλλά , όπως και να έχει, είχε κάποιες βασικές ανάγκες που έπρεπε να ικανοποιηθούν.  Βέβαια, πολύ πιο εύκολα θα έτρεχε γυμνός στο δρόμο, φωνάζοντας ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ. Έτσι ένιωθε. Παρατηρούσε κυρίως τον κόσμο, πως διασκέδαζε. Ή , μάλλον, πως έδειχνε πως διασκέδαζε. Γιατί ήξερε πως οι περισσότεροι είχαν βγει λόγω του οτι ήταν Παρασκευή. Προτιμούσε να βγαίνει καθημερινές. Τότε ήξερε που να πάει και ήξερε πως ο κόσμος που ήταν έξω ήταν εκεί επειδή το ήθελε.
Πέρασαν πέντε λεπτά. Ο Αλέξης χόρευε με την κοπέλα του. Η Βάσω έπινε σιωπηλή το ποτό της και λικνιζόταν ρυθμικά, αλλά διακριτικά. Ο Θεόφιλος ήπιε μια γερή γουλιά και αποφάσισε να της μιλήσει. 
<<Ωραίο  μέρος, ε;>>.
<<Ντάξει, καλό είναι>>, του απάντησε αδιάφορα.
<<Από που είσαι;>>.
<<Από την Βέροια>>.
<<Εγώ από την Κατερίνη. Δεν έχω έρθει ποτέ Βέροια. Πως είναι;>>.
<<Καλά είναι>>.
Δείξε λίγο ενδιαφέρον, τουλάχιστον, σκέφτηκε.
<< Με τι ασχολείσαι;>>.
<<Είμαι νοσηλεύτρια>>.
Σκέφτηκε να κάνει κανένα αστείο, για να σπάσει κάπως περισσότερο τον πάγο. Μα αισθανόταν πως το παγόβουνο όλο και μεγάλωνε.
<<Εγώ είμαι προγραμματιστής>>.
<<Ωραία!>>, του απάντησε και συνέχισε να πίνει το ποτό της.
Ο Θεόφιλος είχε αρχίσει να ξενερώνει. Είχε σπαστεί και λίγο. Ωστόσο, δεν είπε τίποτα. Τα παράτησε και προσηλώθηκε στο ποτό του και συνέχισε νιώθει άβολα.
Μετά από λίγο, τα κορίτσια πήγαν στην τουαλέτα. Ο Αλέξης τον πλησίασε.
<<Τι έγινε;>>.
<<Τίποτα. Δεν ψήνεται>>.
<<Μαλακία>>.
<<Έστω να έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον. Να προσποιούνταν. Δεν ξέρω>>.
<<Τι της είπες;>>.
<<Τίποτα. Τα βασικά. Προσπάθησα να κάνω κουβέντα αλλά δεν...>>.
<<Θες να φύγουμε ρε;>>.
<<Μπα. Άραξε>>.
<<Σίγουρα;>>.
<<Ναι ρε. Έλα, έρχονται>>. 
Τα κορίτσια έφτασαν. Η  κοπέλα του Αλέξη του ψιθύρισε κάτι στο αυτί, πήρε την τσάντα της, του έδωσε κάτι και μετά τη φόρεσε. Πλησίασε τον Θεόφιλο.
<<Εμείς πρέπει να φύγουμε. Καλά να περάσετε!>>.
<<Αντίοοοο>>.
Τις αποχαιρέτησαν και τα δύο αγόρια έμειναν μόνα τους.
<<Τι φάση;>>.
<<Μου είπε οτι είχαν πολύ ώρα εδώ και θα πάνε κάπου αλλού να βρούνε κάποιες φίλες τους και κάτι τέτοια>>.
<<Μάλιστα. Πάμε πουθενά αλλού λες;>>.
<<Που;>>.
<<Πάμε κωλόμπαρο;>>.
<<Τζάμπα λεφτά>>.
<<Καλά, υπερεκτιμημένα είναι , ναι , σύμφωνοι, πας, πίνεις ποτό, σου τρίβονται και μετά πηγαίνεις σπίτι και τον παίζεις κλαίγοντας που χαράμισες τα λεφτά σου>>.
<<Άσε που τα ρούχα σου θέλουν κάψιμο μετά>>.
<<Πάμε;>>.
<<Δε γαμιέται, πάμε!>>.
<<Θα το πεις στη δικιά σου;>>.
<<Τρελός είσαι; Θα μου κόψει τα πόδια>>.
<<Μακάρι να είχα μια να μου έκοβε και μένα τα πόδια>>.
<<Κάνε νόημα να πληρώσουμε καταθλιπτικέ. Αν ήθελες, θα είχες ήδη βρει>>.
<<Λες και είναι εύκολο>>.
<<Πιο εύκολο από όσο νομίζεις>>.
<<Είναι επειδή δεν έχεις τη ρετσινιά του καλού παιδιού>>.
<<Εσύ έχεις και τη ρετσινιά του μαλάκα φαίνεται. Συγκεντρώσου. Απλά φοβάσαι>>.
<<Δεν.... Ορίστε..... Ευχαριστώ>>.
Φόρεσαν τις ζακέτες τους και βγήκαν έξω. 
<<Μην σε ρίχνει ρε>>, είπε ο Αλέξης και πέρασε το δεξί του χέρι πάνω στους ώμους του φίλου του. <<Θα βρεις μια κάποια μέρα. Το ξέρω>>.
<<Δεν με ρίχνει ρε. Αλλά τι να σου πω. Μακάρι>>.
<<Άσε τις ηττοπάθειες. Άντε, πάμε τώρα>>.
-Ο.Γ.Θ.

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021



Η άμμος θα έκαιγε σίγουρα το μεσημέρι, λόγω του ήλιου,  μόνο που είχε πια απογευματιάσει και όλα άρχισαν να γίνονται πιο δροσερά. Η παραλία ήταν σχεδόν έρημη.  Εκείνη τη στιγμή πάρκαραν το αμάξι τους, κάτω από κάτι δένδρα, και κατέβηκαν. 
<<Τι λες Κώστα;>>.
<<Φαίνεται ωραία παραλία. Μεγάλη>>.
<<Σου το είπα πως άξιζε να έρθουμε απόγευμα>>.
Φορούσαν ήδη τα μαγιό τους. Δεν θα έστηναν ούτε ομπρέλες ούτε τίποτα. Απλά θα έκαναν μια βουτιά, μια μεγάλη βουτιά, για αρκετή ώρα, και θα επέστρεφαν στο σπίτι που είχαν νοικιάσει για το βράδυ.
<<Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σταματήσαμε στην Πρέβεζα, όμως. Θα μπορούσαμε να πάμε απευθείας Λευκάδα>>, είπε ο άλλος καθώς περπατούσαν. 
<<Μπορεί λόγω του Καρυωτάκη>>.
<<Αμάν με τον Καρυωτάκη. Δεν βαρέθηκες;>>.
<< Κάργια, χτύπα σε κάνα κεραμίδι>>.
<<Έλα, κόψου. Ένα μπάνιο σαν άνθρωποι σε αυτό το ταξίδι δεν μπορούμε να κάνουμε;>>.
<<Σόρρυ, σόρρυ. Αύριο πρέπει να φύγουμε νωρίς για Λευκάδα πάντως>>.
<<Δεν μπορούμε να κοιμηθούμε φυσιολογικά μια μέρα; Είπαμε να γυρίσουμε αρκετά μέρη, αλλά νιώθω πιο κουρασμένος από όταν ξεκινήσαμε. Θα πάω δουλειά την άλλη βδομάδα και θα είμαι χάλια>>.
<<Ωχού, ξενέρωτε! Απόλαυσε λίγο τη ζωή σου>.
Έβγαλαν τις μπλούζες τους και τις άφησαν να πέσουν κάτω, δίπλα από τις πετσέτες τους. Μετά, περπάτησαν μέχρι το σημείο που η θάλασσα άρχισε να βρέχει την άμμο. Άφησαν τα πόδια τους να βουλιάξουν όσο πήγαινε και κοίταζαν το ηλιοβασίλεμα.
<<Λάμπρο;>>.
<<Χμ;>>.
<<Μπορώ να σε λέω τώρα Θάλασσα;>>.
Για μια στιγμή, σιωπή.
<<Ναι. Ναι μπορείς>>.
<<Εσύ να με λες Φεγγάρι. Εντάξει;>>.
Χαμογέλασαν στο κενό και έτρεξαν μέσα. Βούτηξαν με την μια ολόκληρο το σώμα τους και ένιωσαν το κρύο νερό να διαπερνά ολόκληρο το σώμα τους. Έμειναν μέσα μέχρι να το συνηθίσουν. Τώρα ήταν μόνο με τα κεφάλια τους έξω και επέπλεαν. 
<<Είναι λίγο βρώμικη, ε;>>.
<<Πρέπει να έβρεξε χθες>>.
<<Δε βαριέσαι; Τουλάχιστον δροσιστήκαμε>>.
<<Θάλασσα;>>.
<<Έλα Φεγγάρι>>.
<<Λες να κρατήσει αυτή η στιγμή για πάντα;>>
<<Ποια στιγμή λες;>>.
<<Αυτή που έχω στο μυαλό μου>>.
<<Τι έχεις στο μυαλό σου;>>.
Αντί να απαντήσει, βούτηξε μέσα ολόκληρος και άνοιξε τα μάτια του. Παντού θολούρα. Σαν τη ζωή μου, σκέφτηκε. Και ήθελε να μείνει εκεί μέσα, περιτριγυρισμένος από το απέραντο θολό, από τα φύκια, από το κρύο, από όλα. Τότε, ένιωσε κάτι να ακουμπάει το δεξί του χέρι. Πετάχτηκε πάνω τρομαγμένος.
<<ΑΣΤΟΔΙΑΛΟ>>.
<<Τι έπαθες;>>.
<<Κάτι με ακούμπησε!>>.
Ο Λάμπρος τότε χαμογέλασε. Ο Κώστας ένιωσε πάλι κάτι να ακουμπάει το χέρι του. Μα αυτή την φορά δεν τρόμαξε. Το αντίθετο, γαλήνεψε. 
Δύο ψάρια κάνουνε γύρες κυκλικές, το ένα δίπλα στο άλλο.
<<Ευτυχώς δεν έχει κόσμο>>,  είπε ο Λάμπρος και τίναξε τα μαλλιά του.
<<Κάποτε θα πρέπει να μην μας νοιάζει ο κόσμος>>.
<<Για την ώρα, όμως, δεν γίνεται αλλιώς>>.
<<Δεν γίνεται αλλιώς... Τι κοιτάς;>>.
<<Να ξυρίζεσαι πιο συχνά. Σου πάει το ξυρισμένο>>.
Έπλεαν και οι δύο μέσα στη θάλασσα σα να χόρευαν ένα βαλς. Με ήρεμες και αργές κινήσεις, ίσα- ίσα για να μη βυθιστούν. Μέσα στη θάλασσα δεν ήταν κανείς άλλος. Μόνο δύο-τρεις παρέες έξω, έπιναν μπύρα, καφέ, ποτό, και δύο κοπέλες έπαιζαν ρακέτες. Έδωσαν δύναμη με τα χέρια τους και χάθηκαν μέσα στη θάλασσα.
Δυο ψάρια έρχονται κοντά, πολύ κοντά, το ένα δίπλα στο άλλο.
Ένιωθαν σα να έμειναν κάτω για ώρες.  Ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει όταν έβγαλαν τα κεφάλια τους. Η μια παρέα ετοιμαζόταν να φύγει.
<<Μήπως ήρθε η ώρα να φύγουμε, Θάλασσα;>>.
<<Και που να πάμε; Καλά δεν είναι εδώ;>>.
<<Ξέρω ' γω; Στο σπίτι;>>.
<<Και τι να κάνουμε εκεί;>>.
<<Ξέρεις...>>.
<<Χαλάρωσε λίγο ακόμα.  Έχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας. Θα είναι κρίμα να τη χάσουμε από τώρα>>.
<<Δεν ξέρω. Και αύριο στη θάλασσα θα είμαστε>>.
<<Φοβάσαι;>>.
<<Γίνεται να μην φοβάμαι;>>.
<<Γίνεται. Αλλά δεν γίνεται να ξεχάσεις. Πάμε αν θες>>.
<<Πάμε>>.
Ξεκίνησαν να κολυμπάνε προς την ακτή.
<<Περίμενε!>>, είπε ο Λάμπρος.
<<Τι έγινε;>>.
<<Μείνε για λίγο ακόμα. Όπως είμαστε. Ας μην βγούμε ακόμα>>.
<<Σίγουρα;>>.
<<Σίγουρα>>.
Το λίγο κράτησε μέχρι να νυχτώσει για τα καλά. Εν τέλει ,βγήκαν. Τότε είδαν μια παρέα ανάμεικτη, αγόρια και κορίτσια, που είχαν έρθει με την κιθάρα τους. . Σκουπίστηκαν με τις πετσέτες τους, φόρεσαν τις μπλούζες τους και κίνησαν προς το αμάξι. Πριν μπουν μέσα, γύρισαν να δούνε τα παιδιά. Τους ζήλεψαν λίγο, και ας μην το παραδέχθηκαν. Αναστέναξαν. Εκείνος που ήταν στη μέση έπαιζε το Να μ' αγαπάς, του Σιδηρόπουλου.  Στη θέση του οδηγού κάθισε ο Κώστας. Έβαλε μπροστά. Τότε ο Λάμπρος του έπιασε το χέρι.
<<Μην φύγεις ακόμα...>>.
<<Γιατί;>>
<<Γιατί είναι ωραία εδώ. Είναι πολύ ωραία εδώ. Εδώ δεν μας βλέπει κανένας>>.
<<Και πίσω στο δωμάτιο δεν μας βλέπει κανένας>>.
<<Μα αν πάμε εκεί, εμένα θα με πάρει κάποια στιγμή ο ύπνος και ξέρω πως δεν μπορείς να κοιμηθείς αλλά κάνεις πάντα πως κοιμάσαι μέχρι να με πάρει για τα καλά. Και θα σηκωθείς και θα καθίσεις στο μπαλκόνι και απλά θα κοιτάς το φεγγάρι>>.
<<Είναι ωραίο το φεγγάρι. Δες τα αστέρια, πως λάμπουν. Δες τα , πόσο ελεύθερα μοιάζουν>>.
<<Ας μείνουμε εδώ για λίγο τότε. Ας δούμε μαζί το φεγγάρι. Έτσι, ξύπνιοι. Τι λες;>>.
<<Ας μείνουμε εδώ>>.
Το αμάξι έμεινε εκεί για λίγο.  Και, μετά, ανέβασε στροφές και έφυγε. Και το φεγγάρι φάνταζε λες και θα έμενε για πάντα ψηλά.
-Ο.Γ.Θ.

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...