Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2021





Πατούσε διάφορα πλήκτρα στο πιάνο, με πάθος.
<<ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΗΞΕΡΑ ΝΑ ΠΑΙΖΩ>>, φώναξε.
<<ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΝΤΟ ΔΙΕΣΗ. ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ, ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΟΥ ΔΕΙΞΩ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ>>, φώναξε ο φίλος του από την τουαλέτα.
<<Μπααααα>>, ψιθύρισε, σα να το έλεγε στον εαυτό του. <<Μεγάλωσα τώρα. Έπρεπε να μάθω πιο μικρός, όταν είχα την ευκαιρία. Να παίζω τώρα Chopin, να παίζω Beethoven και Bach και Litz>>.
Ακούστηκε ένα καζανάκι και μια βρύση να ανοίγει και να κλείνει και βήματα προς το πιάνο.
<<Για όσο είμαι Ελλάδα, μπορώ να σου δείξω μερικά πράγματα πάντως>>.
<<Μπα. Μετά θα φύγεις και εγώ δεν έχω πιάνο στο σπίτι>>.
<<Σε λίγους μήνες θα επιστρέψω πάλι. Μπορείς να πάρεις αρμόνιο αν θες>>.
<<Γάμησε το. Μεγάλωσα. Θα βγούμε τελικά;>>.
<<Πάμε, ναι>>.
Φόρεσαν τα παπούτσια τους και βγήκαν έξω. Είχε βγάλει κρύο, αλλά όχι τόσο που να χρειάζονται μπουφάν. Μια ζακέτα αρκούσε.
<<Η δικιά σου που είπε πως είναι;>>.
<<Στο Casper >>.
<<Η φίλη της καλή;>>.
<<Ναι ρε. Μια χαρά. Θες να πάμε τελικά να τις βρούμε;>>.
<<Πάμε μωρέ>>.
<<Σίγουρος;>>.
<<Ναι. Άντε,  προχώρα>>.
<<Πόδια;>>.
<<Ναι ρε. Δεν είναι μακριά τα Λαδάδικα>>.
Περπάτησαν την Αγίου Δημητρίου και μετά άρχισαν να κατηφορίζουν.
<<Από το μπουκάλι πόσο έμεινε;>>.
<<Κάνα ποτήρι βότκα >>.
<<Καλή φάση>>.
<<Εγώ έκανα κεφάλι πάντως>>.
<<Εγώ καλά είμαι>>.
<< Σταματάμε να πάρουμε καμία μπύρα;>>.
<<Έλα μωρέ τώρα, κροκόδειλε. Θα πιούμε εκεί>>.
<<Άντε καλά>>.
Ένα τέταρτο μετά, βρέθηκαν έξω από το μαγαζί. Είχε ουρά. Ένα τέταρτο μετά έφτασε και η σειρά τους. Τους καλωσόρισε ένας τύπος, που φορούσε καπαρντίνα και είχε κουρεμένο γουλί το κεφάλι. Έμοιαζε με Ρωσσοπόντιο.  
<<Καλησπέρα παιδιά!>>.
<<Χαίρετε! Έχουμε παρέα μέσα>>.
<<Λυπάμαι, δεν μπορείτε να μπείτε>>.
<<Μα έχουμε παρέα μέσα>>.
<<Είμαστε γεμάτα>>.
<<Μα....Έλα, Θεόφιλε, πάμε να φύγουμε>>.
Γύρισαν και άρχισαν να περπατάνε. Μια παρέα πέντε κοριτσιών ήταν οι επόμενες, και , ύστερα από δύο κουβέντες, μπήκαν μέσα. Ένα ξεφύσημα ακούστηκε από την παρέα των δύο αγοριών.
<<Και τώρα που πάμε;>>.
<<Που ξέρω; Όπου θες>>.
<<Που ξέρω; Κάπου να πιούμε>>.
Γέλασαν. Έστειλε μήνυμα στην κοπέλα του να την ενημερώσει. Του απάντησε αμέσως να την  περιμένει. Βγήκε έξω, τους έδειξε στον πορτιέρη και μπήκαν μέσα.
Το μαγαζί ήταν σχεδόν τίγκα, κάπως ασφυκτικά. Με τα χίλια ζόρια, έφτασαν στον πάνω όροφο, και βρέθηκαν σε ένα τραπέζι, ανάμεσα από άλλα τραπέζια. Εκεί περίμενε η φίλη της κοπέλας. Κάπνιζε ένα τσιγάρο και έπινε τζιν με τόνικ.
<<ΚΑΛΑ ΕΙΣΤΕ ΒΛΑΚΕΣ; ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΝΑ ΒΓΩ!>>, φώναξε η κοπέλα για να ακουστεί και στους δύο.
<<ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ >>.
<<ΑΜΑΝ ΡΕ ΑΛΕΞΗ. ΤΕΛΟΣΠΑΝΤΩΝ. ΠΑΙΔΙΑ, ΑΠΟ ΕΔΩ Η ΦΙΛΗ ΜΟΥ, Η ΒΑΣΩ>>.
<<ΑΛΕΞΗΣ, ΧΑΡΗΚΑ!>>.
<<ΘΕΟΦΙΛΟΣ, ΧΑΡΗΚΑ!>>.
Κουνούσαν ρυθμικά το κεφάλι τους. Ήρθε ένας σερβιτόρος για να παραγγείλουν και, για να μην τα μπερδέψουν, πήραν βότκα με λεμονάδα. Τα ποτά έφτασαν μετά από πέντε λεπτά και ήπιαν την πρώτη γουλιά.
Ο Θεόφιλος δεν ένιωθε άνετα. Σπάνια ένιωθε άνετα σε τέτοια μέρη. Και δίπλα του είχε μια κοπέλα, που ο φίλος του  του είπε να χωθεί, γιατί ήταν ελεύθερη. Και ο ίδιος το ήθελε. Γιατί, δεν ήταν πως φοβόταν την μοναξιά ή κάτι τέτοιο, αλλά , όπως και να έχει, είχε κάποιες βασικές ανάγκες που έπρεπε να ικανοποιηθούν.  Βέβαια, πολύ πιο εύκολα θα έτρεχε γυμνός στο δρόμο, φωνάζοντας ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ. Έτσι ένιωθε. Παρατηρούσε κυρίως τον κόσμο, πως διασκέδαζε. Ή , μάλλον, πως έδειχνε πως διασκέδαζε. Γιατί ήξερε πως οι περισσότεροι είχαν βγει λόγω του οτι ήταν Παρασκευή. Προτιμούσε να βγαίνει καθημερινές. Τότε ήξερε που να πάει και ήξερε πως ο κόσμος που ήταν έξω ήταν εκεί επειδή το ήθελε.
Πέρασαν πέντε λεπτά. Ο Αλέξης χόρευε με την κοπέλα του. Η Βάσω έπινε σιωπηλή το ποτό της και λικνιζόταν ρυθμικά, αλλά διακριτικά. Ο Θεόφιλος ήπιε μια γερή γουλιά και αποφάσισε να της μιλήσει. 
<<Ωραίο  μέρος, ε;>>.
<<Ντάξει, καλό είναι>>, του απάντησε αδιάφορα.
<<Από που είσαι;>>.
<<Από την Βέροια>>.
<<Εγώ από την Κατερίνη. Δεν έχω έρθει ποτέ Βέροια. Πως είναι;>>.
<<Καλά είναι>>.
Δείξε λίγο ενδιαφέρον, τουλάχιστον, σκέφτηκε.
<< Με τι ασχολείσαι;>>.
<<Είμαι νοσηλεύτρια>>.
Σκέφτηκε να κάνει κανένα αστείο, για να σπάσει κάπως περισσότερο τον πάγο. Μα αισθανόταν πως το παγόβουνο όλο και μεγάλωνε.
<<Εγώ είμαι προγραμματιστής>>.
<<Ωραία!>>, του απάντησε και συνέχισε να πίνει το ποτό της.
Ο Θεόφιλος είχε αρχίσει να ξενερώνει. Είχε σπαστεί και λίγο. Ωστόσο, δεν είπε τίποτα. Τα παράτησε και προσηλώθηκε στο ποτό του και συνέχισε νιώθει άβολα.
Μετά από λίγο, τα κορίτσια πήγαν στην τουαλέτα. Ο Αλέξης τον πλησίασε.
<<Τι έγινε;>>.
<<Τίποτα. Δεν ψήνεται>>.
<<Μαλακία>>.
<<Έστω να έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον. Να προσποιούνταν. Δεν ξέρω>>.
<<Τι της είπες;>>.
<<Τίποτα. Τα βασικά. Προσπάθησα να κάνω κουβέντα αλλά δεν...>>.
<<Θες να φύγουμε ρε;>>.
<<Μπα. Άραξε>>.
<<Σίγουρα;>>.
<<Ναι ρε. Έλα, έρχονται>>. 
Τα κορίτσια έφτασαν. Η  κοπέλα του Αλέξη του ψιθύρισε κάτι στο αυτί, πήρε την τσάντα της, του έδωσε κάτι και μετά τη φόρεσε. Πλησίασε τον Θεόφιλο.
<<Εμείς πρέπει να φύγουμε. Καλά να περάσετε!>>.
<<Αντίοοοο>>.
Τις αποχαιρέτησαν και τα δύο αγόρια έμειναν μόνα τους.
<<Τι φάση;>>.
<<Μου είπε οτι είχαν πολύ ώρα εδώ και θα πάνε κάπου αλλού να βρούνε κάποιες φίλες τους και κάτι τέτοια>>.
<<Μάλιστα. Πάμε πουθενά αλλού λες;>>.
<<Που;>>.
<<Πάμε κωλόμπαρο;>>.
<<Τζάμπα λεφτά>>.
<<Καλά, υπερεκτιμημένα είναι , ναι , σύμφωνοι, πας, πίνεις ποτό, σου τρίβονται και μετά πηγαίνεις σπίτι και τον παίζεις κλαίγοντας που χαράμισες τα λεφτά σου>>.
<<Άσε που τα ρούχα σου θέλουν κάψιμο μετά>>.
<<Πάμε;>>.
<<Δε γαμιέται, πάμε!>>.
<<Θα το πεις στη δικιά σου;>>.
<<Τρελός είσαι; Θα μου κόψει τα πόδια>>.
<<Μακάρι να είχα μια να μου έκοβε και μένα τα πόδια>>.
<<Κάνε νόημα να πληρώσουμε καταθλιπτικέ. Αν ήθελες, θα είχες ήδη βρει>>.
<<Λες και είναι εύκολο>>.
<<Πιο εύκολο από όσο νομίζεις>>.
<<Είναι επειδή δεν έχεις τη ρετσινιά του καλού παιδιού>>.
<<Εσύ έχεις και τη ρετσινιά του μαλάκα φαίνεται. Συγκεντρώσου. Απλά φοβάσαι>>.
<<Δεν.... Ορίστε..... Ευχαριστώ>>.
Φόρεσαν τις ζακέτες τους και βγήκαν έξω. 
<<Μην σε ρίχνει ρε>>, είπε ο Αλέξης και πέρασε το δεξί του χέρι πάνω στους ώμους του φίλου του. <<Θα βρεις μια κάποια μέρα. Το ξέρω>>.
<<Δεν με ρίχνει ρε. Αλλά τι να σου πω. Μακάρι>>.
<<Άσε τις ηττοπάθειες. Άντε, πάμε τώρα>>.
-Ο.Γ.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...