Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2021




Ξάπλωνα στο κρεβάτι, όταν άκουσα το θυροτηλέφωνο να χτυπάει. Πετάχτηκα αμέσως πάνω, αλλά κατευθείαν πάγωσα. 
<<Μα δεν περιμένω κανέναν>>, μουρμούρισα.
Πήγα στο θυροτηλέφωνο και το σήκωσα.
<<Ποιος είναι;>>.
<<Μοιράζω φυλλάδια. Θα μου ανοίξετε;>>.
<<Λυπάμαι, δεν μπορώ>>, απάντησα. 
Ωστόσο, κρατώντας το θυροτηλέφωνο στο χέρι, είχα αρχίσει να μετανιώνω την προηγούμενη μου δήλωση. Γιατί θα μπορούσα να του ανοίξω, τι κακό θα μπορούσε να συμβεί στον καημένο αυτό που απλά μοιράζει φυλλάδια; Και αν το είχε ανάγκη εκείνη την μέρα; Πόσες τέτοιες απορρίψεις να είχε όσο καιρό μοίραζε φυλλάδια; Πως θα αισθανόμουν εγώ, εάν ήμουν στη θέση του; Τέτοια σκεφτόμουν, όταν άρχισα να μιλάω πάλι στο θυροτηλέφωνο.
<<Με ακούτε; Με ακούτε;>>.
Αλλά δεν έλαβα καμία απάντηση. Μετανιωμένος, το τοποθέτησα στην θέση του και πήγα πάλι να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου.
Πρέπει να είχα να σηκωθώ τρεις μέρες από εκεί. Σίγουρα είχα τρεις μέρες κλεισμένος σπίτι. Είχα πάει στο Σούπερ Μάρκετ, είχα προμηθευτεί με εφόδια για καμιά βδομάδα, δηλαδή κυρίως ξηρά τροφή που δεν θέλει μαγείρεμα, μπύρες και κρασιά, και όλη μέρα την έβγαζα στο κρεβάτι. Α, δεν είχα ανάγκη για λίγο καιρό! Με είχαν απολύσει από την ασφαλιστική που δούλευα, μου είχαν δώσει και την αποζημίωση μου, είχα μερικά, ελάχιστα, στην άκρη, είχα κάνει μπει και στη λίστα για να απολαύσω τα κρατικά επιδόματα, και αποφάσισα επιτέλους να κάνω πραγματικότητα κάτι που σκεφτόμουν για καιρό: να καθίσω. Εννοώ, πραγματικά να καθίσω και να ηρεμήσω, δίχως να κάνω τίποτα, δίχως να σκέφτομαι τίποτα, δίχως να είμαι κάτι, χωρίς ιδιότητες, μια μάζα οστών και λίπους και νεύρων και μυών. 
Το τηλέφωνο το σήκωνα για να μην ανησυχήσω τον κόσμο. Και στα μηνύματα απαντούσα. Προφασιζόμουν μια αρρώστια απλή. Όχι κορονοϊό, εκεί θα είχαμε άσχημα ξεμπερδέματα. Γαστρεντερίτιδα απλή. Αν και , ένας θείος μου που με πήρε, γιατί ήθελε να με ρωτήσει πως μου φαινόταν το Οικονομικό του ΠΑΜΑΚ που σπούδασα και αν θα το πρότεινα για έναν ξάδερφο μου, μακρινό, μου είπε ,  άκρως εμπιστευτικά, πως από έρευνα που έκανε ο ίδιος στο Internet έμαθε πως η γαστρεντερίτιδα είναι μια άσχημη παρενέργεια του ιού αυτού και μετά συνέχισε μια λογοδιάρροια για κάνα δίλεπτο. Τον ευχαρίστησα για τον ενδιαφέρον του, ενώ σκούπιζα το στόμα μου από την λαδίλα με το χέρι μου.
Η τελευταία μου έξοδος, πριν κλειστώ οικειοθελώς στη γλυκιά μου απομόνωση ήταν ένα ''σχολείο''. Μπήκα μέσα με πέντε ευρώ, ή και λιγότερα. Όχι, περισσότερα ήταν. Γιατί αγόρασα ένα Σκράτς των πέντε, που το πέταξα μόλις το έξυσα και ένα των δύο ευρώ. Πήρα πίσω τέσσερα από το τελευταίο. 200% κέρδος. Συνολικά στην τσέπη μου είχα τέσσερα ευρώ σίγουρα. Δεν θυμάμαι πόσα ακόμα. Πριν εξαργυρώσω και πάρω τα κέρδη μου, ένας κύριος, κοντά στα 50, με τζιν και πόλο μπλούζα, πήγε να δώσει να του χτυπήσουν μερικά δελτία Κίνο.
<<40 ευρώ είναι σύνολο>>, του είπε η ταμίας.
<<Ορίστε. Ακριβώς. Ξέρεις, το έχω κόψει αρκετά. Παλιά έπαιζα περισσότερα. Τώρα το έχω ελαττώσει>>.
Η ταμίας τον κοίταζε αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω την έκφραση του προσώπου της, γιατί φορούσε μάσκα. Σίγουρα θα ήταν μια έκφραση προσποιητής συμπόνιας, από αυτήν που δείχνουμε σε ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε, όταν μας εξιστορούν τον πόνο τους ή μέρος του πόνου τους και δεν μας νοιάζει και τόσο, αλλά δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, δεν μπορείς να είσαι και αγενής και να τους πεις, ξέρεις, δεν με νοιάζει, χέστηκα. Καλά, μπορείς, αλλά εμένα δεν μου πάει η καρδιά και τόσο. Βέβαια, δεν μπορώ να κάνω το αντίστροφο. Δηλαδή να κάθομαι να λέω δεξιά και αριστερά τον πόνο μου, λες και είναι προϊόν που πουλάω στην λαϊκή. Βέβαια, γενικά δεν μπορώ να το κάνω. Ήταν ένας ακόμη λόγος αυτός, πολύ σημαντικός, που αποφάσισα να κλειστώ σπίτι μερικές μέρες. Να ξεφύγω, από όλους και από όλα, να ξεσπάσω από όσα με προβλημάτιζαν όπως ήξερα καλύτερα. Από την άλλη, έπρεπε να δείτε το θέαμα, πόσο αστείο και θλιβερό είναι, ένας μαντράχαλος να κάθεται με το μποξεράκι του στο κρεβάτι του, να πίνει μπύρα, και να κλαίει.
Μετά από πέντε μέρες, δηλαδή δύο μέρες αφού είχε έρθει το παλικάρι με τα φυλλάδια, αποφάσισα επιτέλους να κάνω μπάνιο. Πλέον δεν άντεχα ούτε εγώ ο ίδιος την μπόχα μου. Οπότε, σηκώθηκα, μάζεψα το σεντόνι, έβγαλα τις μαξιλαροθήκες, πήρα ένα μποξεράκι και πήγα στο μπάνιο. 
Άνοιξα το νερό για να ζεσταθεί και με κοίταζα στον καθρέφτη. Έπρεπε να περιποιηθώ τον εαυτό μου. Οι τρίχες στο πρόσωπο μου πετούσαν δεξιά και αριστερά, τα μάτια μου είχαν σακούλες , το δέρμα μου ήταν λιπαρό. Έβαλα το χέρι κάτω από το νερό. Ήταν στην ιδανική θερμοκρασία. Έμεινα για ώρα κάτω από το νερό, τρίβοντας τα πάντα πάνω μου, μέχρι να ξεπλυθεί κάθε βρωμιά. Ίσως έτσι να ήθελα να ξεπλύνω - και να αποβάλλω- τους φόβους, τα άγχη, τις ανασφάλειες , τις σκέψεις από πάνω μου. Αν ήταν βέβαια τόσο εύκολο αυτό, δεν θα έβλεπες κανέναν βρώμικο έξω. Όλοι θα έλαμπαν, θα μοσχομύριζαν και θα ήταν πάντα χαμογελαστοί.
Όταν βγήκα από το μπάνιο, έριξα την πετσέτα πάνω μου και άρχισα να σκουπίζομαι. Με την πετσέτα πάνω στους ώμους μου, πήρα την οδοντόκρεμα, έβαλα λίγη πάνω στην οδοντόβουρτσα και άρχισα να πλένω τα δόντια μου. Όλη αυτή την ώρα κοιταζόμουν στον καθρέπτη. Τα μάτια μου άνοιγαν ίσα-ίσα και ήταν κόκκινα. Χαμογέλασα. Δαγκώνοντας την οδοντόβουρτσα, σήκωσα το δεξί μου χέρι, τέντωσα τον δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο και τα έφερα στην αντανάκλασή μου, στο ύψος των ματιών και άρχισα να πιέζω. Σκέφτηκα πως θα ήταν τόσο εύκολο, να γυρίσω απευθείας το χέρι, να κρατήσω τα δύο αυτά δάχτυλα τεντωμένα και να τα χώσω στα μάτια μου, να τυφλωθώ, να μην βλέπω τίποτα, να μην βλέπω απολύτως τίποτα. Να κάνω και μια αίτηση μετά για αναπηρική σύνταξη και να με πληρώνει το κράτος. Αλλά από την άλλη, γιατί να το έκανα αυτό; Ποιο σκοπό θα εξυπηρετούσε, δηλαδή, μακροπρόθεσμα, εκτός από το να με απαλύνει λίγο εκείνη τη στιγμή, να πάρει τον πόνο που νιώθω μέσα μου και δεν φαίνεται και να του δώσει μια μορφή και μια πρόσκαιρη εξήγηση; Άσε που, την όραση μου την θέλω. Γιατί, πες πως ένας φίλος σου πετυχαίνει κάτι ή αγοράζει κάτι όμορφο, πως θα το δεις ;, Πες πως έρχεται η οικογένεια σου για επίσκεψη ή πας εσύ σε αυτούς και θες να τους δεις, πως θα το κάνεις; Ή ερωτεύεσαι κάποιον και εκεί όλες οι αισθήσεις σου είναι αναγκαίες για να ζήσεις μέσα, έξω και μαζί του. Ή μήπως για να μην έβλεπα πια όλα τα σκατά και τη δυστυχία που κυριαρχεί στον κόσμο; Αλίμονο! Δεν είναι μόνο αυτά. Υπάρχουν πράγματα που αξίζει να δούμε , που προσμένουμε να δούμε, τόση ομορφιά, γιατί, αν δεν υπήρχαν αυτά, τότε δεν θα προσπαθούσαμε να ζήσουμε για να δούμε την επόμενη μέρα. 
Οπότε, όχι, είπα στον εαυτό μου. Για ό,τι σκατό συνέβη στη ζωή σου, για ό,τι σκατό θα συμβεί, τουλάχιστον κράτησε τα μάτια σου. Κράτησε την καρδιά σου. Κράτησε το είναι σου και την ψυχή σου.
Με αυτή την πανηγυρική δήλωση ολοκλήρωσα την μικρή μου περιποίηση. Αλλά η απομόνωση μου δεν είχε τελειώσει. Οπότε, φόρεσα το μποξεράκι μου και κατευθύνθηκα για το κρεβάτι μου. Μόλις ξάπλωσα και ηρέμησα, συνειδητοποίησα πως είχε αρχίσει να ψιχαλίζει και μετά να φουντώνει και να το γυρνάει σε βροχή. Σηκώθηκα, άνοιξα λίγο το παντζούρι, έβαλα σε ανάκληση την μπαλκονόπορτα και χουχουλιάστηκα κάτω από μια κουβέρτα. Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα τη μουσική της φύσης να με κοιμίσει, μέχρι που με πήρε ένας πολύ γλυκός ύπνος, χωρίς καμία σκέψη να τριγυρίζει στο κεφάλι μου, και ας ήταν μόλις πέντε το απόγευμα. Και, αλήθεια, έτσι θα ήθελα να μπορούσα να κοιμάμαι κάθε μέρα.
Βαθιά.
Στοργικά.
Γαλήνια.

-Ο.Γ.Θ.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...