Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022



Μέσα στο αστικό, ακούγοντας μουσική,

Επιστρέφοντας στο σπίτι από τη δουλειά,

Είναι βράδυ. Νιώθω 

Σα να είμαι μέρος μιας ταινίας

Και μόλις φτάσει στην κορύφωση το τραγούδι 

Θα συμβεί κάτι- δεν ξέρω τι, κάτι-

Μα δεν συμβαίνει.

Θα αλλάξω το τραγούδι-

Θα αλλάξω πάλι τραγούδι.

Θα κατέβω από το αστικό κάποια στιγμή,

Θα μπω στο σπίτι και θα αλλάξω ρούχα,

Θα κάνω μπάνιο και θα καθίσω στον υπολογιστή.

Θα φάω κάτι και θα χαλαρώσω,

Θα διαβάσω, θα γράψω 

Ενώ η ώρα θα περνάει και θα πρέπει να πάω για ύπνο.

(5-6/7)

Δεν είναι που με πειράζει τόσο αυτό, ίσα-ίσα

Δεν το θεωρώ τόσο κακή ρουτίνα,

Μα είναι που το χέρι της πριγκίπισσας το κρατάει κάποιος άλλος και

Τα μετάλλια στον αγώνα τα παίρνουν άλλοι

Για την ώρα.

Ζωή σαν ροκ σταρ, χωρίς το σταρ 

Σαν βράχος που κουτρουβαλά όπου βρει-

Μα δεν με πειράζει.

Και ας μείνω αυτός ο βράχος για πάντα

Αρκεί κάποτε η πορεία του

Να γίνει αντίστροφη

Και αντίστοιχη

Των ονείρων του.

- Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)





Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2022

 



Ξέχασα για πολύ καιρό να κάτσω και να υπολογίσω όλες τις μέρες μου- 

Και νόμιζα πως μπορούσα να έχω όσες ήθελα, είτε έτσι είτε αλλιώς.

Έτσι, αμέλησα πάρα πολλά ή μάλλον θεώρησα

Πως δεν ήταν ανάγκη

Να κάτσω να τα βάλω κάτω, να δω, μεταξύ άλλων, πως η ζωή είναι

Και μεγάλη και μικρή και πως όσο μεγαλώνεις 

Αλλάζουν τόσα πολλά, μα που να το φανταστώ

Εγώ;

(Που να το φανταστώ, εγώ;).

Συνήθως έδινα βάρος στα ασήμαντα

Και τα ασήμαντα μας καταστρέφουν συνήθως σε αυτή τη ζωή

Επειδή τα μετατρέπουμε σε σημαντικά, ενώ δεν πρέπει-

Τι σημασία έχει πια;

Τώρα περπατάω με άλλα παπούτσια , εκείνα είναι στην αποθήκη 

Και δεν είμαι τόσο χαζός,έτσι νομίζω-

Αλλά παραμένω αφελής.

Και επειδή είμαι όπως είμαι φοβάμαι αρκετά

Γι'αυτό παλεύω όσο μπορώ 

Μην έρθει η μέρα που θα φύγω για πάντα 

Και δεν βρεθώ εγώ ο ίδιος στην κηδεία μου,

Έχοντας συνηθίσει να είμαι

Κάποιος άλλος.

-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022




Σαν τι θα κάνεις με τις τόσες μέρες
που σου περισσεύουν, και πάνω απ' όλα
τις τόσες μέρες που σου λείπουν;
-Μονόλογος στην ομίχλη, Πάμπλο Νερούδα


Πρέπει να είχα κεφάλι καμιά τέσσερις μέρες σερί. Ήμουν σε μια κατάσταση σοκ εκείνο τον καιρό, σε μια φαντασμαγορία εγωιστικού ξεφαντώματος, σε μια φάση αναζήτησης εκείνου που δεν φαίνεται, του πραγματικού μου εαυτ-, πολλές ηλίθιες και ίσως ασυνάρτητες λέξεις για να περιγράψω το πολύ απλό και ίσως να ξεφύγω ενδόμυχα από το θέμα, πως ήμουν, δηλαδή, στα χαμένα. Δεν με ένοιαζε τίποτα και κανείς και, παράλληλα, με ένοιαζαν όλα και οι πάντες. Ήξερα πως, για να συνεχίσω,  έπρεπε να φτάσω στα άκρα, στα όρια μου και λίγο πιο πέρα από όλα αυτά και ας μετάνιωνα την άλλη μέρα για πράγματα που έκανα ή είπα την προηγούμενη, για όσα υπήρξαν και θα ανήκαν, πια, στο παρελθόν. Ήταν ένας κίνδυνος που τον είχα αποδεχθεί ως αναγκαίο για να συνεχίσω να ζω. Οπότε, αυτό που θα περιγράψω, ίσως φανεί αδιάφορο ή ακόμα και ηλίθιο, αλλά ήταν ουσιώδες για εμένα, σαν κόκκος που πέφτει σε μια κλεψύδρα, για να γεμίσει το κάτω μέρος. Κάποια στιγμή, θα γεμίσει.
Καθόμουν στο σπίτι μου και διάβαζα το ''Γυναίκες'' του Bukowski, ενώ δίπλα μου είχα ένα ποτήρι βότκα με Sprite και πάγο. Κόντευε να βραδιάσει και είχαμε κανονίσει με τους φίλους μου να βγούμε. Είχα ξεκινήσει να πίνω και να διαβάζω από το μεσημέρι και πρέπει να είχα πιεί κοντά στα τρία ποτά, όταν είδα πως ήταν ώρα να ετοιμαστώ. Σηκώθηκα γεμάτος ζωντάνια και ευφορία και πήγα προς το μπάνιο. Μια ώρα και ένα  ποτό μετά ήμουν έξω. Ευτυχώς ήμουν ακόμα σε εκείνο το σημείο που δεν φαινόταν πως είχα πιει και δεν γέμισα υποψίες στον Ιάκωβο, τον Σάββα και τον Θανάση. Συναντηθήκαμε στην Ροτόντα και κατευθυνθήκαμε προς το Ακαπούλκο, πέντε λεπτά πιο πάνω με τα πόδια, ένα μαγαζί που αράζαμε τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. 
Η ώρα ήταν εννιάμισι και εγώ ήμουν μέσα στην τρελή έξαψη και τον ενθουσιασμό. Τόσο που βγήκα με τους φίλους μου, αλλά και γιατί το μαγαζί ήταν παραπάνω από εντάξει και η μπύρα ήταν σχετικά φθηνή και θα πίναμε μέχρι όσο πήγαινε. Μόλις κάτσαμε, παραγγείλαμε όλοι μεγάλες βαρελίσιες μπύρες. Τις ήπιαμε σχεδόν κατευθείαν, παραγγέλνοντας ακόμα μια γύρα.
<<Τι ωραίο πράγμα η μπύρα!>>, είπε ο Σάββας, ακουμπώντας το ποτήρι στο τραπέζι.
<<Να μην με γαμούσε μόνο με την αφυδάτωση το πρωί>>, παραπονέθηκε ο Ιάκωβος
<<Χαχαχα>>, γέλασα εγώ στα ξεκάρφωτα και με κοίταξαν όλοι με απορία. <<Τι κοιτάτε ρε; Σκέφτηκα ένα χαζό αστείο>>.
<<Μάλιστα...>>, είπε ο Θανάσης και έβγαλε να στρίψει ένα τσιγάρο. <<Σήμερα, μάγκες, έριξα το->>.
<<Λοιπόν, μπαίνουν δύο δένδρα- όχι σιωπή!, δύο δένδρα σε ένα μπαρ και κάθονται. Τα ρωτάει ο μπάρμαν, τι θα πάρετε, λένε, τρία ουίσκι, μα είστε δύο λέει ο μπάρμαν, όχι είμαστε trees...ΠφφφφφφφφΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ>>.
<<....>>.
<<Ψόφα ρε!>>
<<Αυτοκτόνα!>>
Μετά τις ευχές των φίλων μου, συνεχίσαμε να πίνουμε και να μιλάμε. Τρεις ώρες μετά, είχα φτάσει ήδη στην έκτη μπύρα και, ενώ οι άλλοι είχαν κάνει κεφάλι, εγώ είχα μεθύσει. Παρ' όλα αυτά, συνέχιζα να πίνω, γιατί δεν ήξερα τί άλλο να κάνω. Είχα φτάσει στη ζωή μου σε εκείνο το σημείο που, όντως, δεν είχα ιδέα τι μπορούσα ή τι έπρεπε να κάνω, λες και ήμουν κανένας  τελειωμένος πενηντάχρονος που χώρισε και τον απέλυσαν από την δουλειά του. Ίσως αν έπεφτα τέρμα χαμηλά, σκεφτόμουν, ίσως εκεί κάτω να ανακάλυπτα τον πραγματικό μου εαυτό. Ίσως ήμουν απλά ένας δειλός που φοβόταν να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Σίγουρα ήμουν μπερδεμένος.
Έτσι, αφού περίμενα στην τουαλέτα κάποια στιγμή για δέκα λεπτά μέχρι να κατουρήσω, βγαίνοντας έξω είδα μια κοπέλα που μου φάνηκε ωραία. Δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε καν βλέμματα όλο το βράδυ, πρώτη φορά την έβλεπα,  αλλά το μεθυσμένο μου κεφάλι μου έλεγε να κάνω κάτι που σπάνια τολμούσα στα είκοσι δύο  χρόνια που ζούσα : να μιλήσω σε κοπέλα έξω, σε μαγαζί.
Καθόταν στο μπαρ, μαζί με μια φίλη της, έπιναν  ήρεμα το ποτό τους και τα έλεγαν.  Και εκεί, σαν τον μπαμπουίνο, έκανα την λαμπρή μου εμφάνιση και στάθηκα δίπλα της.
<<Συγγνώμη>>, της είπα. Θεωρούσα πως το είπα κάπως λάγνα, αλλά πιστεύω φαινόταν περισσότερο λες και ήθελα να ξεράσω και πιθανότατα αυτό θα ήταν.
<<Παρακαλώ;>>, μου απάντησε. Δεν θυμάμαι πως αντέδρασε ακριβώς.
<<Είσαι η... Έλα το έχω...Γνωριζόμαστε από...>>.
<<Α, όχι, μάλλον λάθος κάνεις. Με συγχωρείς, δεν έχουμε γνωριστεί ποτέ>>, είπε ευγενικά και γύρισε προς την φίλη της. Όμως ο Δον Μπαμπουινάν δεν έκανε πίσω.
<<Αααα, τι κρίμα! Τι θα έλεγες να...να γνωριστούμε τώρα, ε;>>
<<Λυπάμαι, είμαι με την φίλη μου, ίσως κάποια άλλη φορά>>, απάντησε κάπως μαζεμένη.
Πήγα να μιλήσω ξανά, αλλά η φίλης της με διαολόστειλε. Για κάποιο λόγο ένιωσα προσβεβλημένος, τις χαιρέτησα και έφυγα.
<<Τι έκανες τόση ώρα ρε, έχεζες;>>, μου είπε ο Θανάσης όταν κάθισα στο τραπέζι.
<<Μπα όχι. Μιλούσα με μια μέσα>>.
<<Λέγε ρε παίχτη. Για πες!>>.
Έσκυψαν προς το μέρος μου γεμάτοι ενθουσιασμό.
<<Τίποτα ρε. Γυρνούσα από τις τουαλέτες και την είδα και πήγα γιατί μου άρεσε και μίλησα και δεν απάντησ-, όχι, απάντησε, αλλά της είπα, σε ξέρω από κάπου, πφφφφ, τρομερή ατάκα, και μου λέει όχι και εγώ της λέω να γνωριστούμε και μετά κάτι άλλο και η φίλη της άρχισε να λέει κάτι και έφυγα>>.
Πρέπει να τους προκάλεσα ένα μικρό ανεύρυσμα. Με κοίταζαν γεμάτοι απορία.
<<Δεν...δεν κατάλαβα τίποτα, μπρο>>, είπε ο Θανάσης.
<<Δεν...δεν...>>, συμπλήρωσε ο  Σάββας.
Ο Ιάκωβος, ωστόσο, με γνώριζε λίγο καλύτερα από όλους και το επεξεργάστηκε λίγο παραπάνω.
<<Κάτσε, νομίζω κάτι έπιασα>>, είπε. << Διόρθωσε με αν κάνω λάθος. Βγήκες από την τουαλέτα και είδες μια τύπισσα να κάθεται μέσα στο μαγαζί με μια φίλη της, σωστά;>>.
<<Ναι>>.
<<Και σου άρεσε και είπες να πας να της μιλήσεις>>.
<<Σωστά>>
<<Και πήγες τελείως στο ξεκάρφωτο, σαν τον ηλίθιο, και την ρώτησες αν την γνωρίζεις από κάπου και σου είπε όχι. Και μετά της είπες να γνωριστείτε και ουσιαστικά η φίλη της σε έδιωξε. Σωστά;>>.
<<Ναι!>>.
<<Πας καλά ρε μα-;>>.
<<Ει! Μην βρίζεις!>>.
<<ΘΑΣ-. Πόσο ήπιες ρε;>>
<<Δεν έχω ιδέα...>> 
<<Κόψε! Θα γίνουμε ρεζίλι και δεν θα μπορούμε να ξαναρθούμε. Έλεος ρε μαλάκα, κάθε φορά τα ίδια, σαν μωρό παιδί, μπεκρούλιακα>>.
Πήγα να ανοίξω το στόμα μου και το έκλεισα. Για λίγο σταμάτησα να μιλάω και κοίταξα κάτω, ενώ οι άλλοι σχολίαζαν το περιστατικό. Μου τα έσκασε το ποτό και άρχισα να σκέφτομαι πολλά και διάφορα. Τραγουδούσα από μέσα μου το Perfect Day του Lou Reed και σκεφτόμουν τα λάθη μου. Τις επιλογές μου. Πόσο αδύναμος ήμουν και πως κατέληξα έτσι, γιατί κατέληξα έτσι, ποιος με έκανε έτσι και τι έφταιγε. Τελικά, κόντεψα να βάλω τα κλάματα και, για να ηρεμήσω, ήπια μια γουλιά από την μπύρα μου. 
<<Τι έγινε τώρα; Γιατί είσαι έτσι τώρα;>>, είπε ο Ιάκωβος, που ήξερε πάντα να επιλέγει τις κατάλληλες λέξεις.
<<Τίποτα ρε... Όλα καλά...>>
<<Σόρρυ ρε μπρο που αρπάχτηκα. Δεν έκανες κάτι τρομερό, αλλά και εσύ κάπου βάλε ένα όριο. Τι το πίνεις αφού σε χαλάει; Τσίλαρε τώρα, έλα να περάσουμε ωραία>>.
Χαμογέλασα και έτριψα τα μάτια  με τα δάχτυλα μου. Τουλάχιστον για την ώρα είχα τους φίλους μου. Και την μπύρα μου. Είχα πολλά περισσότερα από όσα πίστευα πως είχα.
Στο δίπλα τραπέζι είχαν ένα σκυλί. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ράτσα ήταν. Κάποια στιγμή, εκεί που καθόταν κάτω, σηκώθηκε στα τέσσερα πόδια του και κοίταζε γύρω του. Το φώναξα να έρθει και το χάιδεψα. Η ιδιοκτήτριά του με είδε και της χαμογέλασα. Ανταπέδωσε το χαμόγελο και γύρισε στην παρέα της.
<<Έι, σκύλε>, ψιθύρισα << όλα καλά; Πάμε κάνα κωλόμπαρο μετά;>>.
Γέλασα και συνέχισα να πίνω την μπύρα μου. Ίσως ήταν μια ακόμα χαμένη μέρα. Αλλά τουλάχιστον ήταν ακόμα μια μέρα.
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)



  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...