Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021



Η άμμος θα έκαιγε σίγουρα το μεσημέρι, λόγω του ήλιου,  μόνο που είχε πια απογευματιάσει και όλα άρχισαν να γίνονται πιο δροσερά. Η παραλία ήταν σχεδόν έρημη.  Εκείνη τη στιγμή πάρκαραν το αμάξι τους, κάτω από κάτι δένδρα, και κατέβηκαν. 
<<Τι λες Κώστα;>>.
<<Φαίνεται ωραία παραλία. Μεγάλη>>.
<<Σου το είπα πως άξιζε να έρθουμε απόγευμα>>.
Φορούσαν ήδη τα μαγιό τους. Δεν θα έστηναν ούτε ομπρέλες ούτε τίποτα. Απλά θα έκαναν μια βουτιά, μια μεγάλη βουτιά, για αρκετή ώρα, και θα επέστρεφαν στο σπίτι που είχαν νοικιάσει για το βράδυ.
<<Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σταματήσαμε στην Πρέβεζα, όμως. Θα μπορούσαμε να πάμε απευθείας Λευκάδα>>, είπε ο άλλος καθώς περπατούσαν. 
<<Μπορεί λόγω του Καρυωτάκη>>.
<<Αμάν με τον Καρυωτάκη. Δεν βαρέθηκες;>>.
<< Κάργια, χτύπα σε κάνα κεραμίδι>>.
<<Έλα, κόψου. Ένα μπάνιο σαν άνθρωποι σε αυτό το ταξίδι δεν μπορούμε να κάνουμε;>>.
<<Σόρρυ, σόρρυ. Αύριο πρέπει να φύγουμε νωρίς για Λευκάδα πάντως>>.
<<Δεν μπορούμε να κοιμηθούμε φυσιολογικά μια μέρα; Είπαμε να γυρίσουμε αρκετά μέρη, αλλά νιώθω πιο κουρασμένος από όταν ξεκινήσαμε. Θα πάω δουλειά την άλλη βδομάδα και θα είμαι χάλια>>.
<<Ωχού, ξενέρωτε! Απόλαυσε λίγο τη ζωή σου>.
Έβγαλαν τις μπλούζες τους και τις άφησαν να πέσουν κάτω, δίπλα από τις πετσέτες τους. Μετά, περπάτησαν μέχρι το σημείο που η θάλασσα άρχισε να βρέχει την άμμο. Άφησαν τα πόδια τους να βουλιάξουν όσο πήγαινε και κοίταζαν το ηλιοβασίλεμα.
<<Λάμπρο;>>.
<<Χμ;>>.
<<Μπορώ να σε λέω τώρα Θάλασσα;>>.
Για μια στιγμή, σιωπή.
<<Ναι. Ναι μπορείς>>.
<<Εσύ να με λες Φεγγάρι. Εντάξει;>>.
Χαμογέλασαν στο κενό και έτρεξαν μέσα. Βούτηξαν με την μια ολόκληρο το σώμα τους και ένιωσαν το κρύο νερό να διαπερνά ολόκληρο το σώμα τους. Έμειναν μέσα μέχρι να το συνηθίσουν. Τώρα ήταν μόνο με τα κεφάλια τους έξω και επέπλεαν. 
<<Είναι λίγο βρώμικη, ε;>>.
<<Πρέπει να έβρεξε χθες>>.
<<Δε βαριέσαι; Τουλάχιστον δροσιστήκαμε>>.
<<Θάλασσα;>>.
<<Έλα Φεγγάρι>>.
<<Λες να κρατήσει αυτή η στιγμή για πάντα;>>
<<Ποια στιγμή λες;>>.
<<Αυτή που έχω στο μυαλό μου>>.
<<Τι έχεις στο μυαλό σου;>>.
Αντί να απαντήσει, βούτηξε μέσα ολόκληρος και άνοιξε τα μάτια του. Παντού θολούρα. Σαν τη ζωή μου, σκέφτηκε. Και ήθελε να μείνει εκεί μέσα, περιτριγυρισμένος από το απέραντο θολό, από τα φύκια, από το κρύο, από όλα. Τότε, ένιωσε κάτι να ακουμπάει το δεξί του χέρι. Πετάχτηκε πάνω τρομαγμένος.
<<ΑΣΤΟΔΙΑΛΟ>>.
<<Τι έπαθες;>>.
<<Κάτι με ακούμπησε!>>.
Ο Λάμπρος τότε χαμογέλασε. Ο Κώστας ένιωσε πάλι κάτι να ακουμπάει το χέρι του. Μα αυτή την φορά δεν τρόμαξε. Το αντίθετο, γαλήνεψε. 
Δύο ψάρια κάνουνε γύρες κυκλικές, το ένα δίπλα στο άλλο.
<<Ευτυχώς δεν έχει κόσμο>>,  είπε ο Λάμπρος και τίναξε τα μαλλιά του.
<<Κάποτε θα πρέπει να μην μας νοιάζει ο κόσμος>>.
<<Για την ώρα, όμως, δεν γίνεται αλλιώς>>.
<<Δεν γίνεται αλλιώς... Τι κοιτάς;>>.
<<Να ξυρίζεσαι πιο συχνά. Σου πάει το ξυρισμένο>>.
Έπλεαν και οι δύο μέσα στη θάλασσα σα να χόρευαν ένα βαλς. Με ήρεμες και αργές κινήσεις, ίσα- ίσα για να μη βυθιστούν. Μέσα στη θάλασσα δεν ήταν κανείς άλλος. Μόνο δύο-τρεις παρέες έξω, έπιναν μπύρα, καφέ, ποτό, και δύο κοπέλες έπαιζαν ρακέτες. Έδωσαν δύναμη με τα χέρια τους και χάθηκαν μέσα στη θάλασσα.
Δυο ψάρια έρχονται κοντά, πολύ κοντά, το ένα δίπλα στο άλλο.
Ένιωθαν σα να έμειναν κάτω για ώρες.  Ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει όταν έβγαλαν τα κεφάλια τους. Η μια παρέα ετοιμαζόταν να φύγει.
<<Μήπως ήρθε η ώρα να φύγουμε, Θάλασσα;>>.
<<Και που να πάμε; Καλά δεν είναι εδώ;>>.
<<Ξέρω ' γω; Στο σπίτι;>>.
<<Και τι να κάνουμε εκεί;>>.
<<Ξέρεις...>>.
<<Χαλάρωσε λίγο ακόμα.  Έχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας. Θα είναι κρίμα να τη χάσουμε από τώρα>>.
<<Δεν ξέρω. Και αύριο στη θάλασσα θα είμαστε>>.
<<Φοβάσαι;>>.
<<Γίνεται να μην φοβάμαι;>>.
<<Γίνεται. Αλλά δεν γίνεται να ξεχάσεις. Πάμε αν θες>>.
<<Πάμε>>.
Ξεκίνησαν να κολυμπάνε προς την ακτή.
<<Περίμενε!>>, είπε ο Λάμπρος.
<<Τι έγινε;>>.
<<Μείνε για λίγο ακόμα. Όπως είμαστε. Ας μην βγούμε ακόμα>>.
<<Σίγουρα;>>.
<<Σίγουρα>>.
Το λίγο κράτησε μέχρι να νυχτώσει για τα καλά. Εν τέλει ,βγήκαν. Τότε είδαν μια παρέα ανάμεικτη, αγόρια και κορίτσια, που είχαν έρθει με την κιθάρα τους. . Σκουπίστηκαν με τις πετσέτες τους, φόρεσαν τις μπλούζες τους και κίνησαν προς το αμάξι. Πριν μπουν μέσα, γύρισαν να δούνε τα παιδιά. Τους ζήλεψαν λίγο, και ας μην το παραδέχθηκαν. Αναστέναξαν. Εκείνος που ήταν στη μέση έπαιζε το Να μ' αγαπάς, του Σιδηρόπουλου.  Στη θέση του οδηγού κάθισε ο Κώστας. Έβαλε μπροστά. Τότε ο Λάμπρος του έπιασε το χέρι.
<<Μην φύγεις ακόμα...>>.
<<Γιατί;>>
<<Γιατί είναι ωραία εδώ. Είναι πολύ ωραία εδώ. Εδώ δεν μας βλέπει κανένας>>.
<<Και πίσω στο δωμάτιο δεν μας βλέπει κανένας>>.
<<Μα αν πάμε εκεί, εμένα θα με πάρει κάποια στιγμή ο ύπνος και ξέρω πως δεν μπορείς να κοιμηθείς αλλά κάνεις πάντα πως κοιμάσαι μέχρι να με πάρει για τα καλά. Και θα σηκωθείς και θα καθίσεις στο μπαλκόνι και απλά θα κοιτάς το φεγγάρι>>.
<<Είναι ωραίο το φεγγάρι. Δες τα αστέρια, πως λάμπουν. Δες τα , πόσο ελεύθερα μοιάζουν>>.
<<Ας μείνουμε εδώ για λίγο τότε. Ας δούμε μαζί το φεγγάρι. Έτσι, ξύπνιοι. Τι λες;>>.
<<Ας μείνουμε εδώ>>.
Το αμάξι έμεινε εκεί για λίγο.  Και, μετά, ανέβασε στροφές και έφυγε. Και το φεγγάρι φάνταζε λες και θα έμενε για πάντα ψηλά.
-Ο.Γ.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...