Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022



Ήθελε από όποιον την γνώριζε να την φωνάζει Μάιρα και όχι Μαρία. Δεν μου εξήγησε ποτέ ακριβώς τον λόγο, απλά μου το ανακοίνωσε και, θέλοντας να το σεβαστώ αυτό, θα την λέω Μάιρα από εδώ και πέρα.
Την Μάιρα την γνώρισα πριν μερικά χρόνια στις αρχές του τέταρτου έτους της σχολής. Ήμασταν συμφοιτητές, διαφορετικά τμήματα, αλλά έτυχε εκείνο το εξάμηνο να παρακολουθήσουμε το ίδιο μάθημα επιλογής. Πρώτη φορά την παρατήρησα στο δεύτερο μάθημα, όταν και έκατσε δίπλα μου. Μαύρα μαλλιά καρέ, έντονα χείλη, πράσινα μάτια. Ένα τετράδιο και ένα στυλό και μια τσάντα. Ήταν αθλήτρια στίβου μέχρι το λύκειο και αυτό φαινόταν στο σώμα της. 
Στο επόμενο μάθημα έτυχε να κάτσει πάλι δίπλα μου. Λίγο πριν το διάλειμμα, ο καθηγητής μας έκανε ένα και καλά αστείο και, στο διάλειμμα, θέλοντας να το σχολιάσει  με κάποιον και μην έχοντας, όπως και εγώ, παρέα μέσα στην αίθουσα, γύρισε προς το μέρος μου. Από ό,τι θυμάμαι, ο καθηγητής αυτός έκανε ένα συσχετισμό αυτού που έλεγε με κάποια συμπεριφορά των γυναικών και φυσικά, με τη σειρά μας,  όλοι  γελάσαμε, γιατί θέλαμε να πάμε στα προφορικά και θα θυμόταν τις φάτσες μας. Δεν λέω, αν είχα κανέναν φίλο μου εκεί, θα γελούσαμε σαρκαστικά  και καλά θα συμφωνούσαμε, αλλά, κατά τα άλλα, δεν... 
Η Μάιρα ήταν άτομο που μιλούσε αρκετά, εγώ όχι τόσο. Ίσως γι'αυτό δέσαμε τόσο γρήγορα. Πιθανότατα της άρεσε το γεγονός πως μπορούσε να μιλάει όσο θέλει και εγώ να την ακούω, να κουνάω το κεφάλι μου, να χαμογελάω και να πετάω μερικές λέξεις εδώ και εκεί, απλά για να συνεχίσει η κουβέντα. Όχι πως εγώ δεν έλεγα τίποτα, αλλά είχε ωραία χροιά η φωνή της και δεν με πείραζε καθόλου. Η Μάιρα, επίσης, είχε ωραίο χαμόγελο, το οποίο κολάκευε τα μάτια της. Και αναφέρω ξανά το πρόσωπό της, γιατί μου έκανε ωραία εντύπωση το γεγονός πως δεν βαφόταν. Όσες φορές βρεθήκαμε έπειτα από εκείνο το μάθημα, είτε τυχαία είτε επειδή ήταν η συγκεκριμένη μέρα είτε την μια φορά που πήγαμε για καφέ γιατί δεν είχαμε άλλο μάθημα μετά,  ήταν απόλυτα φυσική. Ή μπορεί εμένα να μου φαινόταν απλά έτσι και να έβαζε κάτι ελάχιστο. Όπως και να έχει, η Μάιρα ήταν γοητευτική εκ του φυσικού της και αρκετά ενδιαφέρον άτομο, πάνω από όλα.
Πέρασε κοντά ένας μήνας που μιλούσαμε κατά κύριο λόγο στο μάθημα και στο Facebook, όταν αποφασίσαμε να βγούμε βράδυ. Επειδή υπήρχε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα μεταξύ μας - και, ο βασικός λόγος, είχε αρχίσει να μου αρέσει- της το πρότεινα και δέχθηκε με χαρά, χωρίς να το σκεφτεί. Μιας και γνωριζόμασταν , έστω και αυτό τον λίγο καιρό, η αμηχανία είχε φύγει από τη μέση και αποφασίσαμε να πάμε σε ένα μαγαζί που μας άρεσε και τους δύο, το Στέρεο, στην Αριστοτέλους κοντά. Δώσαμε απευθείας συνάντηση εκεί.
Έφτασα δέκα λεπτά νωρίτερα και κάθισα σε ένα τραπέζι έξω, γιατί ο καιρός είχε αρχίσει να μαλακώνει. Η Μάιρα έφτασε πέντε λεπτά αργότερα και ήταν σα να μην είχε φτάσει η ίδια. Γιατί τα πάντα φώναζαν Μάιρα, εκτός από το πρόσωπο: είχε βαφτεί. Για κάποιο λόγο, αποφάσισε να βαφτεί, να παστώσει το πρόσωπό της με διάφορα καλλυντικά και ό,τι άλλο φοράνε οι γυναίκες. Τρόμαξα να την αναγνωρίσω- τώρα που το σκέφτομαι, αντέδρασα υπερβολικά, μα έτσι ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Μαύρο τζιν ,μαύρη μπλούζα,  έντονο κόκκινο κραγιόν, μια χλωμάδα, μαύρο γύρο από τα μάτια της. Δεν ήταν η Μάιρα αυτή. Ήταν μια εκδοχή της η οποία δεν μου άρεσε και δεν ένιωθα άνετα να βρίσκομαι κοντά της. Τουλάχιστον όχι εκείνη τη στιγμή, όχι έτσι αναπάντεχα... Της έκανα νόημα με το χέρι, με είδε, ήρθε στο τραπέζι, αγκαλιαστήκαμε και κάθισε.

<<Ωραία ήταν, ε; Εγώ πέρασα πολύ ωραία!>>, είπε η Μάιρα, αφού πληρώσαμε και κάναμε την βόλτα μας. Δεν έχω ιδέα πόση ώρα καθίσαμε στο μαγαζί και συγκράτησα ελάχιστα από όσα είπαμε. Προσπαθούσα πάρα πολύ να μην φανερώσω την αμηχανία μου.
<<Ναι, ναι. Ήταν μια χαρά...>>, της απάντησα, ίσως κάπως αδιάφορα.
<<Τι έχεις; Είσαι καλά; Μου φαίνεσαι κάπως όλο το βράδυ>>.
<<Όχι καλέ, μια χαρά είμαι. Μην αγχώνεσαι. Λίγο κουρασμένος, αυτό είναι όλο>>.
<<Μμμμ... Ναι, ναι, λίγο κουρασμένος! Σε έχω μάθει λίγο πλέον, κάτι έχεις. Και θα σε κάνω να μου το πεις!>>, μου είπε, έκανε μια αστεία γκριμάτσα και με χτύπησε απαλά στο μπράτσο με την δεξιά γροθιά της. Και όπως γύρισα, για λίγο, είδα πάλι την Μάιρα που γνώριζα, αλλά κατευθείαν επανήλθα στην πραγματικότητα. Και τότε κατάλαβα πως βρισκόμουν σε δίλλημα: να της έλεγα την αλήθεια ή να άφηνα το βράδυ να κυλήσει όμορφα; 
Φτάσαμε μέχρι το Λιμάνι. Είχαμε πει πριν καιρό πως μας άρεσε να αράζουμε εκεί μια στο τόσο και, μιας και ο καιρός ήταν καλός, αποφασίσαμε να πάμε και μαζί. Μπήκαμε μέσα και περπατήσαμε όλο ευθεία, μέχρι το σημείο που τελειώνει η πέτρα  και συνεχίζει η θάλασσα. Σε όλη τη διαδρομή αυτή, από το μαγαζί μέχρι εκεί, μπορούσα να της μιλάω πιο άνετα, γιατί δεν χρειαζόταν να την κοιτάζω απευθείας στα μάτια. Και σκεφτόμουν, Τι μαλάκας, απλά τι μαλάκας είμαι!
Καθίσαμε κάτω, όχι δίπλα- δίπλα, αλλά με μια απόσταση μεταξύ μας μικρή και για μερικά δευτερόλεπτα δεν μιλούσαμε, απλά αγναντεύαμε. Δεν είχε πολύ κόσμο, ήταν γαλήνια και όμορφα. 
<<Ωραία είναι εδώ. Καλά που ήρθαμε>>, είπα.
<<Ναι μαγικά. Είχα αρκετό καιρό να έρθω. Τι ωραία θα ήταν να μπορούσαμε να βουτήξουμε κιόλας μέσα>>.
<<Αυτό σκέφτομαι κάθε φορά που έρχομαι εδώ!>>
<<Φαντάσου πόσο τέλειο θα ήταν να μπορούσες απλά να πέσεις μέσα και να κάνεις ένα μακροβούτι και να αρχίσεις να κολυμπάς και μετά να αναδυθείς πάλι στην επιφάνεια και ξανά και ξανά, μέχρι να βαρεθείς>>.
<<Και-. Και να->>.
Δούλεψε στόμα, δούλεψε γαμημένο, δούλεψε! Όχι, σήκωσε το κεφάλι, μην το έχεις κατεβασμένο κάτω, μην παίρνεις αυτό το βλέμμα, θα σε καταλάβει και-. Σκατά!
<<Δημήτρη; Σίγουρα κάτι έχεις... Θα μου πεις τι έχεις;>>
Έκλεισα τα μάτια μου, πήρα μια βαθιά ανάσα και τα άνοιξα πάλι. Γύρισα το βλέμμα μου προς την Μάιρα και της χαμογέλασα. 
<<Είναι ηλίθιο... Είναι τελείως ηλίθιο και ζητάω συγγνώμη. Απλά... Έπρεπε να στο πω από την αρχή, αλλά το ξέρω πως είναι ηλίθιο και δεν μου πέφτει λόγος και εγώ...>>.
<<Πες μου, Δημήτρη. Τι είναι;>>.
<<Δεν ξέρω πως... Ok! Είναι... είναι το βάψιμο σου>>
<<Το βάψιμο μου;>>
<<Δεν λέω πως είναι κακό ή.... εγώ δεν είναι πως... απλά αναρωτιέμαι τόση ώρα γιατί πάστωσες έτσι το πρόσωπό σου, Μάιρα... έχεις τόσο ωραίο πρόσωπο και φαίνεται λες και...>>
Θα μου άρεσε να είμαι λίγο πιο ετοιμόλογος. Να μπορώ να σταθώ πιο καλά στο λόγο, να μην τα βγάζω μισά, να είναι όσα σκέφτομαι πιο ατόφια. Να γινόμουν πιο κατανοητός με το σώμα μου. Η έκφραση της Μάιρα πάγωσε. Έγινε κάπως πικρή, φαινόταν ενοχλημένη, ίσως και προσβεβλημένη.
<<Το βαψ-... Κάτσε λίγο, μισό λεπτό! Δηλαδή θες να-. Σε ενοχλεί που βάφτηκα; Που περιποιήθηκα τον εαυτό μου; Που ήθελα να είμαι ωραία σήμερα για σένα; Και στην τελική, ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις τι θα κάνω και τι όχι; Αλλά και να σε ρωτούσα θα απαντούσες; Απλά θα κουνούσες το κεφάλι και θα χαμογελούσες>>.
Σηκώθηκε όρθια και έτσι σηκώθηκα και εγώ. 
<<Δεν εννοούσα κάτι τέτοιο. Απλά μου φαίνεται περίεργο, αυτό είναι όλο. Έχεις τόσο ωραίο πρόσωπο και μου φαίνεται σα να το χαλάς έτσι. Είσαι πολύ όμ-, μια χαζομάρα δική μου είναι, ξέχνα το>>.
<<Να το ξεχάσω; Να το ξεχάσω; Πας καλά; Θεέ μου! Τι κάθομαι και εγώ και ελπίζω πως θα βρω κάποιον φυσιολογικό στη ζωή μου! Ο ένας χειρότερος από τον άλλον είναι!>>
<<Δεν είναι έτσι, Μάιρα, και το ξέρεις!>>
<<Το ξέρω; Τι ξέρω; Νομίζεις σε ξέρω; Ανάθεμα και αν μου είπες πέντε πράγματα για σένα όλο αυτό τον καιρό. Ήταν λες και έγραφα στο ημερολόγιο μου. Και εσύ πας και μου λες για το βάψιμο μ->>.
<<Δεν είναι το βάψιμο το θέμα! Συγγνώμη... Νιώθω πως είναι κάτι πιο εσωτερικό. Και θέλω να το μάθω και αν κάνω λάθος, συγγνώμη. Πίστεψε με θέλω. Και θέλω να με μάθεις και εσύ->>.
<<Είχες την ευκαιρία σου και την έχασες. Τώρα θέλω να πάω σπίτι. Καλό σου βράδυ!>.
Ο μόνος θόρυβος που άκουγα ήταν τα παπούτσια της, ενώ απομακρυνόταν. Ήθελα να τρέξω από πίσω της, να της πιάσω το χέρι, να της εξηγήσω τα πάντα, αλλά δεν είχε σημασία- δεν είχε πια σημασία. Είχα μείνει μόνος και παρεξηγημένος και τίποτα από όλα όσα ένιωθα ή σκεφτόμουν για εκείνη δεν είχαν σημασία, καμία λέξη, τίποτα. Θα ήταν πιο εύκολο αν μπορούσα να της τα δείξω όλα με το σώμα μου. Να μην χρειαστεί να κουνήσω τα χείλια και να σχηματίσω λέξεις, απλά να κάνω δύο-τρείς κινήσεις και όλα να ξεκαθαρίσουν. Μα δεν πάει έτσι. Το σώμα μιλάει, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, το σώμα είναι απλά ένα σώμα.
Ευτυχώς είχα φέρει τα ακουστικά μου. Τα σύνδεσα στο κινητό μου, άνοιξα το Spotify, έκανα μια αναζήτηση και πάτησα το Play.
Και ξεκίνησα να περπατάω, μόνος και παρεξηγημένος.
Rolling around like a big rubber ball....trying to stand like a big strong tough man... all i got is nothing but a little bit of love...gonna give it to the people then they'll see...
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...