Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021




<<ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ! >>.
<<ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ; >>.
Μια τόσο δυνατή τσιρίδα ακούστηκε στο δρόμο εκείνο, που έκανε μέχρι και τους απαθείς κατοίκους της πόλης, όσους ήταν τουλάχιστον ξύπνιοι, να βγούνε από τα διαμερίσματα τους για να δούνε τι γινόταν στη γειτονιά τους. 
<<ΜΑΚΡΙΑ! ΜΑΚΡΙΑ!>>.
Στο δρόμο, ένα μικρό αγόρι κρατούσε τη μαμά του από το χέρι.
<<Μαμά, τι κάνει ο κύριος;>>, την ρώτησε και εκείνη αμέσως έκρυψε τα μάτια του με τα χέρια της.
<<Μην τον κοιτάς παιδί μου, είναι ανώμαλος>>, τον συμβούλεψε και τον πήρε αμέσως για να φύγουν.
-Μια φιγούρα- 
-Ένας άντρας- 

Τρέχει τώρα. Δεν είναι πολύ μεγάλος μα ούτε και πολύ μικρός στην ηλικία. Φοράει τα καλά του ρούχα, ή τουλάχιστον καλά για τα χρήματα που μπορεί να διαθέσει και για το γούστο που έχει : Ένα μαύρο, σκισμένο τζιν, ένα λευκό πουκάμισο και αθλητικά παπούτσια. Τα μαλλιά του κολλάνε πάνω στο μέτωπο του. Έχει βάλει ζελέ για να τους δώσει σχήμα και με το τρέξιμο, τη ζέστη και τον ιδρώτα έχουν χαλάσει και τον ενοχλούν. 
Παρόλα αυτά, συνεχίζει να τρέχει.
Φτάνει τελικά στην πολυκατοικία του. Με γρήγορες κινήσεις ξεκλειδώνει την πόρτα, ανεβαίνει τα σκαλιά και τρέχει μέσα στο διαμέρισμα του. Δεν τον νοιάζει αν τον ακολούθησαν. Δεν τον νοιάζει αν θα τον βρουν. 
Μόλις κλείσει την πόρτα πίσω του, παίρνει δύο βαθιές ανάσες.  Χωρίς να σταματήσει πουθενά στο ενδιάμεσο, με αργό και σταθερό βήμα, πηγαίνει στον καθρέπτη του μπάνιου του. Κοιτάζεται. Τα μούσια του έχουν επιτέλους το μάκρος που επιθυμεί. Παίρνει μια χτένα και αρχίζει να φτιάχνει τα μαλλιά του πάλι. Όσο το κάνει αυτό, σφυρίζει και χαμογελάει. Όταν το μαλλί του έχει το σχήμα που θέλει, αφήνει την χτένα κάτω και τεντώνεται.

Άνοιξε το νερό της ντουζιέρας αλλά δεν μπήκε από κάτω. Αντ' αυτού, πήγε στο δωμάτιο του. Άνοιξε το Laptop του και έβαλε  Tom Waits. Silent night, holy night... Hey Charlie...
Άνοιξε το ημερολόγιο του. Πήρε ένα στυλό και ξεκίνησε να γράφει.

<<Αγαπητό μου ημερολόγιο.
Σήμερα είναι Κυριακή. Έχω γενέθλια, οπότε χρόνια μου πολλά, χαχαχα. Η αλήθεια είναι πως δεν με πολυενδιαφέρει κιόλας. Ίσως να με πήραν και τηλέφωνο ή να μου έστειλαν κανένα μήνυμα, δεν ξέρω. Απενεργοποίησα το κινητό μου πριν τα μεσάνυχτα. Τώρα κοντεύει έντεκα το πρωί. Ίσως να νομίζουν πως κοιμάμαι ακόμη. Χθες μου είπαν οι άλλοι να βγούμε αλλά τους είπα πως ένιωθα λίγο άρρωστος. Πως περνάνε οι ώρες ε;  Πως περνάνε τα λεπτά, οι μέρες, τα χρόνια. Πριν 26 χρόνια ήρθα στη ζωή. Πριν 8 πέρασα στο πανεπιστήμιο. Αν το καλοσκεφτείς , ο χρόνος είναι κάτι το σχετικό, ε; Και λέω σχετικό γιατί εμένα μου φαίνονται αιώνες. Σα να με έχουν κλείσει σε μια φυλακή με αόρατες αλυσίδες, δίχως φύλακα, και όμως, νιώθω πως αν κάνω να φύγω, θα με σκοτώσουν μόλις πατήσω το πόδι μου στο ελεύθερο έδαφος και εδώ ο χρόνος περνάει τόσο αργά. Στον παράδεισο... Στον παράδεισο; Αγαπητό μου ημερολόγιο, λες να υπάρχει παράδεισος ή κόλαση; Δεν ξέρω. 
Για χρόνια πορευόμουν με την σκέψη πως όσα περνάμε είναι μια δοκιμασία. Πως, ό,τι και να γίνει, γίνεται για έναν σκοπό και πως, στους καλούς συμβαίνουν μόνο καλά, και μετά το άλλαξα και έγινε, στους καλούς πρέπει να συμβαίνουν τουλάχιστον μερικά καλά. Ίσως να είχα άδικο. Ίσως να μην λειτουργεί έτσι. Δεν ξέρω. Πέρασα τόσες ταπεινώσεις από μικρός, τόσα βάσανα από τους άλλους , τόση κακία χωρίς να φταίω, που έλεγα πως, δεν βαριέσαι, κάνε υπομονή. Και έκανα, αγαπητό μου ημερολόγιο, έκανα όσο λίγοι σε αυτό τον κόσμο. Έκλαιγα, λύγιζα, αλλά στεκόμουν στα πόδια μου. Πάντα στεκόμουν στα πόδια μου. Και, παρόλα αυτά, όσο και να προσπαθούσα, όσο και να το πάλευα, εκείνοι τα κατάφερναν πάντα καλύτερα. Δεν λέω πως όλα μου πήγαν σκατά, όμως. Μα τους έβλεπα και έλεγα, γιατί, γιατί να συμβαίνουν τα καλά σε αυτούς; Τα καλά που θα ήθελα να συμβαίνουν σε εμένα; Θεέ ; Δεν είδες τι μου έκαναν, γιατί τους ευλογείς; Και όμως! Πίστευα πως ήμουν ξεχωριστός, πως ήμουν διαφορετικός, πως ήμουν καλύτερος από εκείνους. Γιατί εγώ ήξερα τι άνθρωποι ήταν πραγματικά και ας μην το ήξεραν οι ίδιοι. Αλλά δεν έμαθα ποτέ πραγματικά τι άνθρωπος είμαι εγώ και έχει πάψει να με ενδιαφέρει εδώ και καιρό.
Η αλήθεια, αγαπητό μου ημερολόγιο, είναι πως έχω κάνει λάθη. Αρκετά λάθη. Τόσα πολλά που έχω χάσει το μέτρημα. Και το χειρότερο είναι που τα επαναλαμβάνω. Έχω πειστεί πια πως  για ένα σωστό που κάνω, δύο λάθη ξετρυπώνουν. Βαρέθηκα να κάνω τόσα λάθη. Και το χειρότερο είναι όταν τα λάθη αυτά αφορούν άλλους, οι οποίοι σε εμπιστεύονται, σε αγαπάνε, σε λαμβάνουν υπόψιν, αλλά εσύ απλά κάνεις το λάθος και επανέρχεσαι πάλι στο μηδέν.  Και τι να τους πεις και αυτούς; Χαχα. Λες να ήταν λάθος που γεννήθηκα; Λες να υπάρχω καταλάθος;
I'm so tired. I'm so sick and tired and...
Οι γονείς μου με αγαπάνε το δίχως άλλο. Ο αδερφός μου δεν μας μιλάει πλέον, αλλά πως να τον κατηγορήσεις; Πόσοι γονείς άραγε μπορούν να το πάρουν εντάξει όταν το παιδί τους τούς ανακοινώνει πως είναι γκέι;  Τι φωνές, τι κλάματα, τι συγκινήσεις! Και ήμουν μόλις δεκατεσσάρων, πως να ήξερα ποιανού την μεριά έπρεπε να πάρω; Έχουμε να μιλήσουμε δέκα χρόνια. Τι να κάνει άραγε; 
Και μέσα σε όλα αυτά, σκέφτομαι συνέχεια το ίδιο. Πως, αν είχα τουλάχιστον μια κοπέλα δίπλα μου, κάποια να με καταλαβαίνει και να την παιδεύω, να με αγαπάει και να την φροντίζω, θα ήμουν σε πολύ καλύτερη μοίρα. Θα είχα τουλάχιστον κάποιον ώμο να ακουμπήσω το κεφάλι μου. Έχω τους φίλους μου βέβαια, αλλά , όπως και να έχει, το άγγιγμα μιας γυναίκας είναι κάτι διαφορετικό, κάτι μαγικό. Ειδικά αν εμπεριέχει και συναίσθημα. Και προσπάθησα, αγαπητό μου ημερολόγιο, το προσπάθησα με τον δικό μου τρόπο όλα αυτά τα χρόνια, στοχεύοντας σε αστέρια που τα φώτιζε ο ήλιος τελικά, αλλά ήταν τόσο λαμπερά! Και άπλωνα το χέρι μου να τα πιάσω και καιγόμουν, αλλά όχι από την φωτιά τους, αλλά από την ίδια μου την φωτιά. Μα δεν ήθελα να αλλάξω τους τρόπους μου. Έλεγα, όποια είναι να με αγαπήσει, θα με αγαπήσει γι' αυτό που είμαι. Ξέρεις πως είναι να περνάς χρόνια ολόκληρα ανέγγιχτος και μόνος; Δεν το ξέρεις, γιατί γράφω συχνά. 
Αγαπητό μου ημερολόγιο, σου έχω πει τόσες φορές πως λαχταρώ να νιώσω την αγκαλιά μιας γυναίκας. Οι πληρωμένες κυρίες δεν μετράνε. Αν δεν νιώσεις μια αγκαλιά που προέρχεται από ευγενικά συναισθήματα, τότε ποιο το νόημα; Το επανέλαβα νομίζω. Δε βαριέσαι; Ξέρεις τι έκανα σήμερα; Βγήκα έξω με τα καλά μου, λίγο αφού τελείωσε η εκκλησία και όταν ο κόσμος θα άρχιζε να πηγαίνει για καφέ, έχοντας πάρει την απόφαση να αγκαλιάσω μια γυναίκα. Δεν ζήτησα πολλά. Απλά να νιώσω τη ζεστασιά του κορμιού, την γαλήνη της καρδιάς. Και έτσι, βγήκα και αγκάλιασα την πρώτη γυναίκα που είδα. Φυσικά, δεν το πήρε και πολύ καλά. Θα μου πεις, πως αλλιώς περίμενες να αντιδράσει. Φώναξε. Ούρλιαξε, Με είδε κόσμος. Έπρεπε να τρέξω για να ξεφύγω, όχι από εκείνους, αλλά από μένα. Να ξεφύγω; Να τρέξω; Τι κάνω τόσα χρόνια; Δεν ξεφεύγω από κάτι, από κάποιον; Από τον ίδιο μου το εαυτό; Μονάχα να έβρισκα μια γυναίκα να με αγαπήσει γι' αυτό που είμαι. Και θα ήμουν πιο γαλήνιος, πιο εντάξει με εμένα. Βέβαια, ίσως να ζητούσα πολλά. Σα να ζητούσα από κάποια να με σώσει, ουσιαστικά. Λες και δεν έχουν οι άλλοι προβλήματα, θα τους έβαζα και εγώ παραπάνω στην πλάτη  τους να κουβαλάνε. Δεν ξέρω. Έχω κάνει στην άκρη από καιρό την σκέψη πως μπορώ να σώσω τον εαυτό μου. Γιατί να μην το κάνει κάποιος άλλος για μένα; Ίσως να ζητάω πολλά. Δεν ξέρω. Βαρέθηκα.
Αγαπητό μου ημερολόγιο, έχω σηκωθεί εδώ και λίγη ώρα και γράφω όρθιος. Είμαι στο μπάνιο. Σε αφήνω για λίγο. Πρέπει να >>.

Άφησε το ημερολόγιο πάνω στο πλυντήριο ρούχων. Εκεί, λίγο πιο πέρα, βρισκόταν ένα πλαστικό πράσινο  μπουκάλι. Πάνω έγραφε " Ποτό γενεθλίων". Ήταν με δικά του γράμματα. Το σήκωσε για να το πιει. Ήταν ένα μπουκάλι γεμάτο χλωρίνη. Ωστόσο, λίγο πριν το φέρει στο στόμα του, το πέταξε κάτω. Μετά, όπως ήταν, πήγε και κάθισε κάτω από το νερό που είχε αφήσει να τρέχει. Αγκάλιασε τα γόνατα του, έσκυψε το κεφάλι του και παρέμεινε εκεί για ώρα, με το νερό να τρέχει πάνω του. Παρέμεινε στην ίδια θέση για λίγα λεπτά, μέχρι που σηκώθηκε. Χωρίς να κλείσει το νερό, πήγε στην κουζίνα, άνοιξε ένα συρτάρι και πήρε ένα κεράκι. Κρατώντας το στο δεξί του χέρι, σα λαμπάδα το Πάσχα, περπάτησε μέχρι το δωμάτιο του. 
Στο Laptop έπαιζε ακόμα μουσική. Κάθισε στην καρέκλα, κρατώντας ακόμη το κεράκι ψηλά. Με το ποντίκι πήγε στις αποθηκευμένες εικόνες. Έπειτα από λίγο ψάξιμο, βρήκε εκείνη που έψαχνε. Έτσι, άναψε το κεράκι και άρχισε να μουρμουρίζει.....Να ζήσεις......Μεγάλος να γίνεις .....και όλοι να λένε......  Χα χα χα. Μα....μα. Μπα....μπας.
Πίσω από το κεράκι η εικόνα συνέχιζε να υπάρχει και το κεράκι έκαιγε και το λιωμένο κερί έπεφτε πάνω στο γραφείο του.
Ήταν αυτός, με τα καλά του ρούχα,  στα πρώτα του γενέθλια, που πιπίλιζε τον αριστερό του αντίχειρα και πόζαρε άβολα στην κάμερα.

-Ο.Γ.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...