Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023




Προσπαθούσα να διαβάσω ένα βιβλίο, αλλά δεν με άφηναν. Δεν εννοώ οτι με κρατούσαν αιχμάλωτο και με βασάνιζαν ή κάτι τέτοιο, ούτε είμαι κανένας παράξενος με ιδιαίτερες απαιτήσεις, αλλά, όπως κάθε άνθρωπος, έχω και εγώ μερικές απαιτήσεις όταν κάνω κάποια πράγματα. Μέσα στο σπίτι εκείνη τη στιγμή είχε πολύ φασαρία και, όσο και να γυρνούσα τις σελίδες, έπρεπε να πάω πίσω πάλι, καταλήγοντας να διαβάζω τις ίδιες παραγράφους, ξανά και ξανά. Αναστατώθηκα. Δεν μου είχαν κάνει κάτι συγκεκριμένα, η μαμά και τα αδέρφια μου εννοώ, ίσα-ίσα, η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη, αλλά εγώ απλά ήθελα να διαβάσω τον ΜακΚάρθυ μου και να ηρεμήσω. Ακόμα και όταν πήγα στο δωμάτιό μου και νόμιζα πως ήμουν εντάξει, οι ψίθυροι από το σαλόνι πάλι με αποσυντόνιζαν. Ήθελα να σηκωθώ, να πάω μέσα και να φωνάξω ένα ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ, αλλά δεν το έκανα. Αντ' αυτού, άφησα το βιβλίο κάτω, πήρα το μπουφάν από το  δωμάτιο μου και είπα πως θα πήγαινα μια βόλτα. 
Ήταν περασμένες δέκα. Χιόνιζε και μου άρεσε όταν ήμουν στο χωριό και χιόνιζε, με γαλήνευε. Άνοιξα το κινητό μου, είδα τη ώρα και το έβαλα πάλι στην τσέπη. Είχα τα ακουστικά μαζί μου, αλλά δεν τα φόρεσα. Αποζητούσα την απόλυτη σιωπή, την ιδανική ηρεμία.
Φυσούσε, ένα απαλό αεράκι. Οι χιονονιφάδες στροβιλίζονταν σα να χόρευαν χωρίς ρυθμό μπροστά μου, για να χαθούν αμέσως από το οπτικό μου πεδίο και να εμφανιστούν άλλες στη θέση τους. Παρατηρούσα αυτό το θέαμα και γαλήνευα όλο και περισσότερο. Έβγαλα το αριστερό μου χέρι από την τσέπη και το τέντωσα στον αέρα, να αιωρείται, με τις χιονονιφάδες να ακουμπάνε πάνω και να λιώνουν αμέσως. Ένιωθα λες και ήμουν πάλι εφτά χρονών και ήταν πρωί Χριστουγέννων και έβγαινα με τον πατέρα μου για να παίξουμε με το χιόνι και να φτιάξουμε χιονάνθρωπο. Το χέρι μου είχε μικρύνει και το σώμα μου είχε μικρύνει και η ηλικία μου είχε μικρύνει και η αντίληψή μου είχε μικρύνει και όλα φαινόντουσαν πιο μικρά και πιο απλά και-
ένα κορνάρισμα- και ο μπαμπάς πέθανε κάποια στιγμή, τα αδέρφια μου μεγάλωσαν και εγώ βγήκα μια βόλτα, γιατί δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ να διαβάσω το βιβλίο μου. Στεκόμουν στην άκρη του δρόμου και έτσι δεν κατάλαβα για ποιο λόγο με κόρναραν. Ωστόσο, όταν το αμάξι πλησίασε και άνοιξε το παράθυρο, είδα πως ήταν ο <<...Λάζο; Εσύ είσαι;>>.
<<Που' σαι ρε Μήτσο; Μπες μέσα!>>
Άνοιξα την πόρτα, κάθισα στη θέση του συνοδηγού και την έκλεισα. 
Με τον Λάζο είχαμε ένα χρόνο διαφορά. Εκείνος δεν είχε φύγει ποτέ από το χωριό, είχε αναλάβει τα χωράφια των δικών του και κάτι εκατοντάδες ζωντανά που είχαν. Δεν κάναμε ακριβώς παρέα, αλλά τα βρίσκαμε σε γενικές γραμμές και είχε τύχει να αράξουμε αρκετές φορές σε κοινή παρέα και μερικές φορές μόνοι μας. Είναι από εκείνα τα άτομα που δεν σου έρχονται κατευθείαν στο μυαλό αν σε ρωτήσουν, ας πούμε, ποιοι είναι οι φίλοι σου, ούτε μιλάτε συχνά, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο, μια στο τόσο θα βρεθείτε και θα μάθετε ο ένας τι συμβαίνει με τη ζωή του άλλου. Έτσι, του έδωσα το χέρι και χαμογέλασα.
<<Τι λέει ρε;>>
<<Είχα κάτι δουλειές και τώρα πάω σπίτι. Ήρθες στο χωριό;>>
<<Ναι, πριν δύο μέρες>>.
<<Και ένα τηλέφωνο δεν πήρες! Πλάκα κάνω. Εσύ για που το έβαλες;>>
<<Ξέρω και 'γω...ήμουν σπίτι και βαρέθηκα και είπα να βγω καμιά βόλτα να περπατήσω>>.
<<Μάλιστα, μάλιστα...>>
<<Έχεις να κάνεις τίποτα τώρα;>>
<<Μπααα>>.
<<Θες να πιούμε κάνα τσίπουρο;>>
<<Χμμμ... Δεν είναι κακή ιδέα. Πάμε στου Ηλία;>>
<<Φύγαμε>>.
Ο Ηλίας είχε το μοναδικό τσιπουράδικο στο χωριό. Το όνομα του μαγαζιού δεν ήταν σημαντικό, σημασία είχε ο ιδιοκτήτης, γι' αυτό και το λέγαμε ''στου Ηλία''. Ο Λάζος πάρκαρε απ' έξω, βγήκαμε από το αμάξι και, χωρίς να κλειδώσει, μπήκαμε μέσα. Δεν είχε πολύ κόσμο, τρείς παρέες μόνο. Ήταν ζεστά, όμως και είχε ωραίο τσίπουρο και μεζέ. Εγώ χαιρέτησα με νεύμα τους πάντες και κάθισα στο τραπέζι, ενώ ο Λάζος στάθηκε πάνω από ένα τραπέζι και έπιασε κουβέντα.
<<Που' σαι  ρε Μήτσο; Τι λέει;>> μου είπε ο Ηλίας, φέρνοντας νερό και δύο ποτήρια.
<<Καλά ρε Ηλία. Εσύ; Πως πάει εδώ;>>
<<Πως να πάει...Ξέρεις πως είναι η κατάσταση. Προσπαθούμε να επιβιώσουμε. Πότε γύρισες;>>
<<Έχει τρείς μέρες, νομίζω. Μεθαύριο φεύγω πάλι, τελειώνει η άδεια και επιστρέφω στα ένσημα>>.
Φλυαρήσαμε λίγο ακόμα, ήρθε ο  Λάζος και παραγγείλαμε ένα καραφάκι μεγάλο χωρίς γλυκάνισο. Λίγο μετά μας τα έφερε ο Ηλίας, βάλαμε παγάκια στα ποτήρια, τα γεμίσαμε μέχρι πάνω και τσουγκρίσαμε. 
<<Αααααχ. Καιρό είχα να πιώ ωραίο τσίπουρο>> είπα.
<<Εμμμμ. Εκεί που είσαι, να πούμε, τι περίμενες; Τι έλεγες πριν παρκάρουμε;>>
<<Χμ;>>
<<Κάτι για...Για κάτι έλεγες>>.
<<Χμμμμ...Το ξέχασα!>>
<<Δεν γαμιέται! Αν το θυμηθείς, πες το μετά>>.
Ήπια μια γουλιά από το τσίπουρό μου.
<<Για πες... Τι λέει εδώ; Πως είσαι;>>
<<Ήρεμα ρε. Τα ξέρεις πως είναι στο χωριό. Δουλειά κυρίως. Τώρα τελευταία βγαίνω και με μία...>>
<<Λέγε! Ποια είναι; Την ξέρω;>>
<<Μπορεί. Ιωάννα Λογοθετίδου, πήγαινε στο δεύτερο Λύκειο, ίδια ηλικία με σένα>>.
<<Για δείξ'την...Μπααα, δεν την ξέρω. Καλό όμως. Μπράβο ρε Λάζο! Πόσο καιρό πάει η φάση;>>
<<Έχει κάνα δίμηνο. Τραβιόμαστε, μην φανταστείς οτι έχουμε σχέση ή κάτι τέτοιο. Εσύ τι λέει; Είσαι με καμία;>>.
<<Ουυυυυυ....Μπααα. Δεν έχει τύχει>>.
<<Τι θα γίνει με σένα ρε Μήτσο; Τόσα χρόνια είσαι Θεσσαλονίκη, τόσες κοπέλες εκεί...>>
<<Τι να σου πω...Απλά δεν έτυχε>>.
<<Άστα αυτά! Σε ξέρω. Απλά δεν προσπαθείς αρκετά. Αλλιώς κάτι θα έβρισκες>>
<<Μπορεί...Τι να σου πω...Φταίω και εγώ, αλλά και αυτές είναι βλαμμένες>>.
<<Εννοείς->>.
<<Ναι, ναι, αυτό εννοώ. Μαλάκα!>>
<<Χαχαχαχα. Σε πειράζω, σε πειράζω. Για πες, τι άλλα;>>
<<Τι άλλα ε;>>
Αλήθεια, τι άλλα; Τι άλλο είχα να πω; Το πιο σημαντικό εκείνη τη στιγμή, οτι ήθελα να διαβάσω το βιβλίο μου και δεν μπορούσα, ήταν όχι απλά ασήμαντο, αλλά και αδιάφορο, μιας και αφορούσε αποκλειστικά εμένα και δεν εξυπηρετούσε κανέναν άλλον. Έτσι, φλυάρησα λίγο, ήπια από το τσίπουρό μου, ήπιε και ο Λάζος και παραγγείλαμε ένα ακόμα. Και μετά ένα ακόμα. Ήπιαμε τρία καραφάκια και κάναμε καλό κεφάλι. Κέρασε ο Λάζος και τον ευχαρίστησα. Όταν βγήκαμε έξω, μας έπιασε το χαζό μας και παίξαμε λίγο χιονοπόλεμο. Δώσαμε τα χέρια και είπαμε καληνύχτα.
Άρχισα να περπατάω προς το σπίτι και για μια στιγμή σταμάτησα και κοίταξα πάνω, τον μαύρο και χιονισμένο ουρανό, χωρίς ίχνος σύννεφου, χωρίς τίποτα, ένα αχανές μαύρο, σαν ολοκληρωμένος πίνακας εκατομμυρίων ευρώ. Έβγαλα τη γλώσσα μου έξω και ένιωθα το χιόνι να πέφτει πάνω της. Έγινα πάλι επτά χρονών. Και έτσι, έφτασα στο σπίτι, χτύπησα για να μου ανοίξουν την πόρτα, όλοι ήταν ξύπνιοι, το δέντρο ήταν στολισμένο, η τηλεόραση ανοιχτή, το τζάκι φώτιζε το σαλόνι, κανείς δεν με ρώτησε που ήμουν τέτοια ώρα, φόρεσα τις πιτζάμες μου, ξάπλωσα στον καναπέ και-
έβαλα το κλειδί στην πόρτα και ξεκλείδωσα. Ησυχία στο σπίτι. Σκοτάδι. Άνοιξα τον φακό του κινητού μου. Πήγα στο δωμάτιο μου, άνοιξα το φως και άλλαξα. Ησυχία, επιτέλους. Πήρα το βιβλίο για να διαβάσω, αλλά κάτι μου αποσπούσε την προσοχή. Το άφησα πάλι στο γραφείο πάνω και πήγα στο σαλόνι. Το τζάκι είχε μια απαλή φωτιά, έτοιμη σχεδόν να σβήσει. Πήρα το τηλεκοντρόλ, άνοιξα την τηλεόραση και ξάπλωσα. Και, έτσι, απλά, γαλήνια, έκλεισα τα μάτια μου και με πήρε ο ύπνος.
-Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...