Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021




Είχε ένα μικρό λουλούδι στο διαμέρισμα του και το έβλεπε κάθε μέρα να μεγαλώνει λίγο-λίγο.  Όποτε γυρνούσε στο σπίτι του -είτε ήταν από την δουλειά είτε από βόλτα ακόμα και μετά το σούπερμαρκετ-  πριν κάνει το οτιδήποτε, θα καθόταν στον καναπέ του και θα το παρατηρούσε, εκεί, πάνω στο τραπέζι, μέσα στο γλαστράκι, να μεγαλώνει, το παρατηρούσε να μεγαλώνει, ευλαβικά, όπως ένα παιδί κοιτάει το χιόνι να πέφτει και ανυπομονεί να το στρώσει για να βγει έξω να παίξει. Δεν έβλεπε κάποια αισθητή διαφορά έτσι όπως το παρατηρούσε κάθε μέρα είναι η αλήθεια, αλλά ήξερε πως υπήρχε, πως πλανιόταν στον αέρα η ιδέα της αλλαγής, όπως πλανιούνται καθημερινά μέσα στο μυαλό μας οι τόσες και διάφορες σκέψεις, όπως η ελπίδα, η ελπίδα πως είμαστε κοντά μέρα με τη μέρα στο να πραγματοποιήσουμε τα μεγαλύτερα όνειρα μας. Δεν ήταν ο φίλος που του έλειπε, είχε αρκετούς είναι η αλήθεια. Ούτε εκείνο το κάτι που όλοι μας ψάχνουμε μπας και συμπληρώσει εκείνο το κενό που όλοι ή σχεδόν όλοι νιώθουμε πως έχουμε. Όχι. Απλά το είχε δει, του άρεσε και το αγόρασε. Βέβαια, δεν θυμόταν καν πότε το πήρε, ένιωθε σα να υπήρχε εκεί από πάντα, αλλά δεν είχε σημασία. Ήταν μια μανόλια, μια όμορφη άσπρη μανόλια. 
Με τους φίλους του ένα βράδυ αποφάσισαν να κάνουν ένα πάρτι και πρότεινε το σπίτι του να χρησιμοποιηθεί ως χώρος. Έτσι, την μέρα εκείνη  αγόρασαν τα απαραίτητα για το πάρτι και περίμεναν τους καλεσμένους. Δεν είχαν φωνάξει πολλούς και διάφορους, φίλους και κοντινούς μονάχα και αυτοί να έφερναν κάνα δύο-τρεις ακόμη. Ήταν ένα σπίτι περίπου εβδομήντα τετραγωνικών και, στο πικ του πάρτι είχε μέσα περίπου 45 άτομα. Η Εύη- γιατί αυτό το διήγημα αφορά μια  κοπέλα, αλλά μέσα της ένιωθε αγόρι, μόνο που δεν το είχε πει σε κανέναν, μονάχα εδώ το αποκαλύπτουμε, για να χρησιμοποιηθεί σωστά η κατάληξη των λέξεων που έχουν γένος, οπότε τηρείστε όρκο σιωπής- αισθανόταν λίγο περίεργα και λίγο ανήσυχα. Το πρώτο οφειλόταν στο γεγονός πως πάντα ένιωθε κάπως αμήχανα να βρίσκεται ανάμεσα σε τόσο κόσμο και γι' αυτό το λόγο το ποτήρι του δεν ήταν ποτέ άδειο. Το δεύτερο προερχόταν από το γεγονός πως δεν ήξερε αν είχε φυλάξει σε σωστό μέρος ή πολύ καλά το γλαστράκι και δεν θυμόταν ακριβώς που το είχε κρύψει. Εκείνη τη στιγμή ο φίλος του ο Λάζος τον σκούντηξε και είπε <<Πολύ καλό το πάρτι. Κάναμε καλή δουλειά>> και η Εύη τον κοίταξε και του χαμογέλασε, <<Τι έχεις ρε;>>, τον ρώτησε ο Λάζος και η Εύη απάντησε <<Τίποτα, απλά έχω πιεί αρκετά>>,  <<Πρόσεξε μην γίνει σαν την προηγούμενη φορά>>, είπε ο Λάζος. <<Χαχαχαχαχα. Μην αγχώνεσαι, αυτή την φορά θα θυμάμαι που ξύπνησα>>, απάντησε τάχα αμήχανα, γιατί η αλήθεια είναι πως θυμόταν, βλέπετε έκαναν πάλι πάρτι, στο σπίτι της φίλης του της Κατερίνας αυτή την φορά και εκεί βρήκε, εντελώς στην τύχη μα για καλή του τύχη  μια λεσβία και αφού έκαναν υπομονή μέχρι να ζωηρέψουν αρκετά τα πράγματα και, μόλις ήρθε η κατάλληλη στιγμή, έφυγαν για να πάνε σπίτι της όπου έπαιξαν ψαλίδι μολύβι χαρτί και ψαλίδι για ώρες. Ωστόσο, αποφάσισε να αφήσει κάθε ενδοιασμό και φοβία στην άκρη, ή να το προσπαθήσει έστω, και να το διασκεδάσει, άλλωστε ήταν σπίτι του και έκαναν πάρτι- αυτό προσπαθούσε να κάνει πάντα, άλλωστε, είτε ήταν πάρτι είτε έξοδος, ακόμη και καφές. Μύριζε τα ξερατά στην τουαλέτα αλλά ευτυχώς όλοι στόχευαν μέσα στην λεκάνη και έτσι δεν ήταν πολύ βρώμικα. Έβαλε χαρτί στο καπάκι και έκανε την ανάγκη του. Όταν βγήκε, το πάρτι συνεχιζόταν κανονικά. Η Εύη κοίταξε γύρω του και παρατηρούσε όλα τα πρόσωπα, πόσο ελεύθεροι φαίνονταν, πόσο ανέμελοι φαινόντουσαν και καλά έκαναν, σκεφτόταν. Πήγε στο μπαρ για να βάλει ένα ποτό. Τα καθήκοντα του μπαρμαν τα είχε αναλάβει ο φίλος της ο Σταύρος. <<ΠΠΠΠΠΠΠΠΟΟΟΥΥΥ ΣΑΙ ΡΕΕΕΕ ΕΥΗΗΗΗΗΗΗ>>,  φώναξε και <<Αν φωνάξεις λίγο παραπάνω νομίζω θα σε ακούσω καλύτερα>>, είπε η Εύη. <<ΑΧΑΧΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΑΧΧΑΧΑ. Είμαι χάλια>>, της απάντησε και <<Μήπως να φύγεις λίγο από εδώ να ηρεμήσεις;>>, του πρότεινε η Εύη, αλλά <<Πας καλά; Εδώ ανήκω..... ΕΔΩ ΑΝΉΚΩ!>>, κραύγασε.<<Καλά, καλά. Βάλε μου μια βότκα με σπραιτ>>, του είπε. <<ΑΜΈσως!>> απάντησε και ρεύτηκε. Η Εύη μειδίασε. Κράτησε το ποτήρι του και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Τότε ο Σταύρος σοβάρεψε λίγο, όσο σοβαρή έκφραση μπορεί να πάρει ένας μεθυσμένος δηλαδή. <<Περνάς καλά; Σε βλέπω λίγο κάπως>>, τον ρώτησε και η Εύη απάντησε <<Μπα έχω πιει λίγο, μην αγχώνεσαι. Τσέκαρε την Κατερίνα που φασώνεται με εκείνον τον τύπο>>.
<<Με γλώσσα η τρελή μου. Σίγουρα δεν θα το μετανιώνει αύριο>>.
<<Εμένα όμως θα παίρνει τηλέφωνο και θα λέει πως είναι η τελευταία φορά που πίνει>>.
<<Μιας και είπες πίνει->>.
<<Όχι. Σας είπα όχι σήμερα. Έχω περίεργους γείτονες και δεν θέλουν πολύ για να καλέσουν την αστυνομία. Ας μην του δώσουμε παραπάνω κίνητρα>>.
<<Και εκείνη η σπασμένη γλάστρα στο μπαλκόνι;>>.
Το ποτήρι έπεσε από τα χέρια της Εύης και ο χρόνος άρχισε να κυλάει πιο αργά.
<<Ποια γλάστρα;>>.
<<Εκείνη με τη Μανόλια. Ξέρεις τώρα. Την άφησες απροστάτευτη;>>
Η Εύη έτρεξε στο μπροστά μπαλκόνι ενώ το ποτήρι ακόμη έπεφτε στο πάτωμα, κάνοντας στην άκρη όποιον έβρισκε μπροστά του αλλά δεν είδε κάτι. Μετά πήγε στο πίσω μπαλκόνι, που έβλεπε στον ακάλυπτο και εκεί νόμιζε πως είδε την γλάστρα. Έπεσε τα γόνατα να την πιάσει, αλλά δεν ήταν γλάστρα και η οφθαλμαπάτη διαλύθηκε αμέσως στα μάτια της. Άρχισε να γελάει, όχι σαν υστερική, αλλά με εκείνο το γλυκό γέλιο, όταν νομίζεις πως έχουν έρθει τα χειρότερα αλλά τα γλύτωσες, όταν έχει περάσει ο πιο σοβαρός κίνδυνος. Οι φίλοι του είχαν σπεύσει πίσω του και τον κοίταζαν.
<<Είσαι καλά Εύη;>>, ρώτησε ο Σταύρος με συμπόνια.
<<Δεν έσπασαν την γλάστρα μου. Το φυτό μου είναι καλά. Δεν έσπασαν την γλάστρα μου!>>.
<<Ποια γλάστρα ρε Εύη; Έλα μέσα να χαρείς!>>.
<<Θα χαρώ, γιατί δεν την έσπασαν. Δεν χάλασαν το λουλούδι μου. Πάλι-. Θα αλλάξω παιδιά. Θα αλλάξω σας το ορκίζομαι, δεν θα μείνω για πάντα το ίδιο άτομο που είμαι, εγώ θα
Τότε ο Σταύρος λύγισε τα γόνατα του και της ψιθύρισε.
<<Δεν τα έμαθες; Δεν θα αλλάξεις ποτέ. Θα μείνεις για πάντα η ίδια, όσο και να το προσπαθείς γιατί έτσι έχεις μάθει και σε βολεύει, να είσαι πάντα το θύμα μιας πλεκτάνης που έστησες μόνη σου, να πέφτεις πάντοτε στη φωτιά σου, που επιμένεις να μην την σβήνεις, γιατί βαριέσαι την ζωή σου και νομίζεις πως έτσι θα την κάνεις πιο ενδιαφέρουσα. Θα επιμένεις στα ίδια λάθη. Έχεις συνηθίσει τόσο στο σκοτάδι που όταν εκτίθεσαι στο πολύ φως πάντα σε πιάνει μια ανησυχία και πιστεύεις πως κάτι θα πάει στραβά, και όταν πάει εν τέλει, ξεκινάς πάλι τον φαύλο κύκλο σου. Είσαι πυγολαμπίδα. Και οι πυγολαμπίδες θα λάμπουν για πάντα στο σκοτάδι>>.

Η Εύη ξύπνησε. Μόλις ξύπνησε έτρεξε στο σαλόνι. Έτρεξε στο σαλόνι όπου δεν είχε γίνει κανένα πάρτι. Δεν είχε γίνει κανένα πάρτι γιατί απλά έβλεπε όνειρο. Πήρε το γλαστράκι στην αγκαλιά της και κούρνιασε στον καναπέ. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της, τα μάτια του συγγνώμη, μα δεν έχει σημασία, τίποτα δεν έχει σημασία, σκεφτόταν, καθώς τα δάκρυα από τα μάτια της γλιστρούσαν στα μάγουλα του και έπεφταν κάτω, το φυτό μου είναι εντάξει, η γλάστρα μου είναι εντάξει, δεν θα αφήσω κανέναν να σε πειράξει, συγγνώμη, συγγνώμη. Όσο και αν προσπαθούν, όσο και να προσπαθώ, θα σε φροντίζω για πάντα όσο καλύτερα μπορώ. Και κάποια μέρα, όσο όμορφο είσαι εσύ, άλλο τόσο θα γίνω και εγώ. Γιατί είμαι όσο όμορφο είσαι εσύ, αλλά δεν φαίνεται ακόμη, δεν μπορούν να το δουν ακόμη και εγώ με δυσκολεύω δίχως λόγο. 
Η Εύη ήξερε πως η γλάστρα και το φυτό δεν ήταν αληθινά. Μα ο καθένας θέλει να δώσει σε όλο αυτό μια όμορφη μεταφορά γιατί αλλιώς θα αρχίσει να ουρλιάζει.  Ποιο αυτό; Η Εύη ήξερε τι ήταν αυτό. Η Εύη ήξερε πολλά περισσότερα από όσα έδειχνε. Γι' αυτό σηκώθηκε όρθια και έκλαψε.
Και ήταν το κλάμα αυτό που τελικά την ξύπνησε από τον παραλίγο αιώνιο ύπνο της.
Η Εύη ξύπνησε μέσα σε ένα δωμάτιο που της μύριζε περίεργα. Ήταν ξαπλωμένη, το κεφάλι της το ένιωθε βαρύ και δεν ένιωθε τους καρπούς της.
Ωστόσο, όταν κοίταξε δεξιά της, είδε το γλαστράκι με την μανόλια μέσα
Όταν κοίταξε δεξιά της, υπήρχε ακόμα το γλαστράκι με την μανόλια μέσα... .
-Ο.Γ.Θ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...