Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021



Ένα βράδυ γυρνούσα στο σπίτι μου, εκείνον τον καιρό που τα μαγαζιά ήταν ακόμα ανοιχτά και τις μάσκες τις φορούσαν μόνο οι επαγγελματίες. Είχα πιει αρκετά- επτά μπύρες, τρία σφηνάκια ένα ποτό και μετά στο Πολυτεχνείο που είχε πάρτι άλλες 4. Αν και ήμουν σε υπερένταση από το ποτό, ήμουν παράλληλα στο σημείο λίγο πριν να θέλω να κάνω εμετό εσκεμμένα για να ηρεμήσω και τόσο ώστε να μην μπορώ να περπατήσω κανονικά. Τέτοιες στιγμές την ανηφορίτσα για το σπίτι μου την κάνω, αντί για δέκα δευτερόλεπτα, πέντε λεπτά.
Ενώ περπατούσα, δεν σκεφτόμουν κάτι. Είναι από τις στιγμές που το κεφάλι δεν σκέφτεται τίποτα, μονάχα πότε θα φτάσει το σώμα στο κρεβάτι, για να κοιμηθεί. Επειδή είχα πιει αρκετά, κάποια στιγμή μαύρισαν όλα και βρέθηκα δυο στενά πάνω από το σπίτι μου, να προσπαθώ να ξεκλειδώσω μια άλλη εξώπορτα πολυκατοικίας. Μέχρι να το καταλάβω, κόντεψα να σπάσω το κλειδί. Έτσι, με αργές, πολύ αργές, κινήσεις έκανα μεταβολή και παραλίγο να πέσω. Κατάφερα, ωστόσο, να μείνω όρθιος. Χαμογελούσα δίχως λόγο. Ίσως το αυτό είναι ωραίο όταν μεθάς , αν δεν φρικάρεις, είσαι σε έναν δικό σου κόσμο που τουλάχιστον χαμογελάς δίχως λόγο και σου φαίνεται πως είσαι ο νικητής των πάντων, τουλάχιστον μέχρι να ξυπνήσεις και να μετανιώσεις για την προηγούμενη, Ω εσύ τρανέ νικητή!
Στα δεξιά μου έχει μια εκκλησία, τον άγιο Φανούριο. Την κοιτάζω και ασυναίσθητα κάνω τον σταυρό μου. Κάνω να φύγω και τότε ακούω μια φωνή. Παραξενεύομαι και μένω στη θέση μου. Είναι μια γυναίκα. Όχι πολύ μεγάλη, λίγο πιο μεγάλη από εμένα. Μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά της γιατί όπως εσείς, έτσι και εγώ δεν το κατάλαβα ότι ξημέρωσε. Είχε ξανθά μαλλιά σγουρά και....και.... Βασικά δεν θυμάμαι κάτι άλλο, δυσκολεύομαι να θυμηθώ κάτι παραπάνω, τελικά λάθος έκανα στην αρχή. Δε βαριέσαι, ας την ονομάσουμε Μαρία και σκεφτείτε εσείς μια Μαρία που γνωρίζετε και βάλτε την στη θέση αυτής. Φαινόταν ταλαιπωρημένη πάντως, αυτό το θυμάμαι καλά. Επίσης δάγκωνε ένα τσιγάρο. Πρέπει να την κοιτούσα επίμονα, γιατί με κατάλαβε και άρχισε να έρχεται τρεκλίζοντας προς τα έμενα. Είχα σκαλώσει, αλλά συνέχιζα να χαμογελάω. Με πλησίασε σε απόσταση αναπνοής και φύσηξε τον καπνό στη μούρη μου.
<<Ξέρεις,>> μου είπε -και μύρισα το τζιν στην αναπνοή της και διέκρινα το παράπονο στη φωνή της- << θα μπορούσα να έχω όλο τον κόσμο δικό μου. Αλλά φταίει το γαμημένο το κεφάλι μου>>.
Το στόμα μου είχε μουδιάσει αλλά κατάφερα να αρθρώσω μια πρόταση.
<<Ξέρεις, εγώ είμαι συγγραφέας. Ο πιο μεγάλος συγγραφέας που θα έχει υπάρξει τα τελευταία χρόνια. Αλλά, σσσσσσ μην το μάθει κανείς, ακόμη δεν το ξέρουν>>.
<< Είσαι συγγραφέας;>>.
<<Ναι αλλά αν με ακούσεις να μιλάω δεν θα το καταλάβεις. Δεν είμαι καλός με τις λέξεις>>.
<<Τότε πως είσαι καλός συγγραφέας;>>.
<<Πολύ καλή ερώτηση.  Όταν γράφεις είναι διαφ-. Μήπως είσαι αστυνομικός; Ή ψυχολόγος; Θα μου ήταν χρήσιμη μια ψυχολόγος τώρα>>.
<<Μπα. Εγώ είμαι απλά μια μπερδεμένη>>.
<<Και εγώ ένας βλαμμένος και ανειλικρινής που δεν πιστεύει στον εαυτό του. Σε νίκησα>>.
<<Είναι ωραίο να νιώθεις νικητής έστω μια στιγμή έτσι;>>.
<<Ναι ,φανταζ->>.
Μας διέκοψε ένα κορνάρισμα. Ήμασταν στην μέση του δρόμου. Σήκωσα το χέρι μου με τρόπο σα να ζητούσα συγγνώμη με το στόμα μου.
Κατεβήκαμε μαζί με την Μαρία και έφτασα μπροστά από την πόρτα της πολυκατοικίας μου.
<<Εγώ εδώ μένω.>>, της είπα.
<<Οπότε θα πούμε αντίο>>.
<<Αν ήμασταν ταινία, όμως, θα σε καλούσα πάνω και θα ερχόσουν και.....>>.
<<Μα δεν είναι ταινία>>.
Από μέσα μου άρχισα να τραγουδάω το La Vie En Rose από τον Louis Armstrong.
<<Τι ωραία θα ήταν να ήμασταν σε ταινία>>.
<<Μου λείπει, ξέρεις>>.
<<Τι;>>.
<<Ο εαυτός μου πριν γίνω έτσι όπως είμαι>>.
<<Θα το διορθώσεις. Πάνε πέσε για ύπνο. Χρειάζεσαι ξεκούραση>>.
<<Ξεκουράστηκα πολύ αυτά τα χρόνια. Χρειάζομαι μια μπύρα και ένα τετράδιο και θα δεις, εγώ.....είμαι πολλά περισσότερα από όσα δείχνω να ξέρεις. Δεν είμαι αυτό που δείχνω μόνο, να ξέρεις. Εγώ.....εγώ θα γίνω ο μεγαλύτερος συγγραφέας που πέρασε τα τελευταία χρόνια και μετά θα.... Εγώ θα τους δείξω. Και θα πάρω όσα μου αξίζουν ,όσα τα άφησα να μου γλιστρήσουν από τα χέρια. Εγώ.....εγώ απλά θέλω να......>>
<<Ξέρω τι θέλεις>>, με διέκοψε και η χροιά της φωνής της φανέρωνε συμπόνια.
<<Πως το ξέρεις;>>
<<Απλά το ξέρω. Δεν έχουν όλα εξήγηση. Απλά το ξέρω>>, είπε στο τέλος. Με φίλησε στο μάγουλο και έφυγε.
Ενώ ξεκλείδωνα, σκεφτόμουν τι να σημαίνει όλο αυτό. Ωστόσο η πόρτα πάλι δεν ξεκλείδωνε. Παραπάτησα πίσω και συνειδητοποίησα  ότι ήμουν πάλι σε λάθος πολυκατοικία.
Που σκατά έμενα;

-Ο.Γ.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...