Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

Θείε, τί γυρεύεις εδώ;



Ξύπνησα με το χειρότερο κεφάλι που είχα ποτέ μετά από μεθύσι. Ένιωθα μια αφόρητη ζέστη να με κατακλύζει, μια άπνοια να κυριαρχεί, αλλά δεν μπορούσα να ανοίξω ακόμη τα μάτια μου, και η πλάτη μου 
πονούσε. Έτσι, χουζούρεψα για μερικά λεπτά και έπειτα πήρα την μεγάλη απόφαση. 
Προς μεγάλη μου έκπληξη , βρισκόμουν έξω. Τότε συνειδητοποίησα πως καθόμουν σε μια καρέκλα. Γύρω μου γρασίδι με δένδρα- μια αυλή. Δεξιά ένα σπίτι, μπροστά μου ένα τραπέζι, δύο θέσεις δεξιά-. Ποιος; Ο θείος Δημήτρης, φαλακρός, λεπτός, με μούσι μεγάλο και σχετικά πυκνό, ένα μαύρο κοντομανικο και ένα βιβλίο στο χέρι. 
Πήρε αμέσως χαμπάρι πως είχα ξυπνήσει, έβγαλε τα γυαλιά μυωπίας που φορούσε, έτριψε τα μάτια του και άρχισε να γελάει σαν παλαβός. Νομίζω δακρύσε λίγο. Κόντεψε να πνίγει. Όταν ηρεμήσε, άνοιξα το στόμα μου.
<<Θείε, τι κάνω εδώ;>>.
<<Α, δεν θυμάσαι τίποτα! Ευτυχώς είπα στον πατέρα σου πως θα κοιμηθείς σε μένα και να μην ανησυχούν>>.
Οι γονείς μου.....
<<Θες τσιγάρο ρε;>>
<<Δεν καπνίζω...>>
<<Ελα, μεταξύ μας είμαστε. Άλλα είδα χθες. Μην ντρέπεσαι>>.
<<Τόσο χάλια ε;>>
<<Ε, λίγο!>>
Πήρα ένα και το άναψα. 
<<Πριν κάνα μισάωρο ξύπνησες και είπες πως ήθελες να πάρεις καθαρό αέρα. Βγήκαμε εδώ αλλά σε πήρε ο ύπνος στην καρέκλα και σε άφησα να χαλαρώσεις λίγο ακόμη. Όταν είσαι κομπλέ, θα σε πάω με το αμάξι στην πόλη, στο σπίτι>>.
<<Α, με έφερες και μέχρι το χωριό!>>.
<<Εσύ έπεσες πάνω στο αμάξι μου και ήθελες να σε πάω σπίτι. Σιγά μην σε γυρνούσα σε τέτοια χάλια στην μάνα σου>>.
Σιωπή.
<<Θα μπω στο μεσεντζερ λίγο, να δω αν, και θα, σε λίγο....>>.
Μπήκα στην ομαδική που έχουμε εγώ και οι φίλοι μου στο Messenger. 99+ μυνήματα, και τα περισσότερα αφορούσαν εμένα και αν ζούσα. Και τι ωραίες φωτογραφίες....και τι ωραία βίντεο....μμμμμμ. 
Μετά από λίγη ώρα, τα κομμάτια του παζλ ενωθηκαν. 
<<Θες να μάθεις τι έγινε, θείο;>>.
<<Το μισό το ξέρω, αλλά θέλω να ακούσω όσα θυμάσαι από την δική σου οπτική.>>
Ορίστε λοιπόν τι έγινε.
Ο Λάμπρος είχε γενέθλια και αποφασίσαμε να βγούμε να  γιορτάσουμε. Στην πόλη ήταν άλλοι δύο φίλοι, ο Άλκης και ο Παναγιώτης. Πρώτα μαζευτηκαμε στο σπίτι του Άλκη - έλειπαν οι δικοί του έξω. Είχαμε πάρει ένα μπουκάλι ουίσκι και εκείνος ένα ακόμη. 
<<Για να μπουν καλά τα γενέθλια>>. Άντε βιβες, άντε σφηνάκια, άντε το ένα και το άλλο, πάνω κάτω σε 3 ώρες τα ήπιαμε. Είχαμε κάνει καλό κεφάλι, σημάδι του ότι δεν θα μας σταματούσε τίποτα. Βγήκαμε κατά τη μία και θα ακολουθούσαμε το πλάνο του Λάμπρου. Είχε πολλές στάσεις στο μυαλό του. Πρώτα, το αγαπημένο μας μαγαζί, το "Bolivia", όπου ρουφήξαμε περίπου έξι μπύρες ο καθένας και τρία σφηνάκια.  Ο Άλκης είχε γίνει κομμάτια, προσπάθησε να την πέσει στη σερβιτόρα όταν ήρθε να πάρει τα ποτήρια με την ατάκα , πρώτα θα μου πεις το όνομα σου και μετά θα στα δώσω, και για να αποφύγουμε να ρεζιλευτούμε περισσότερο γιατί ήμασταν συχνοί θαμώνες, πληρώσαμε, γελάσαμε και φύγαμε.
Ο Παναγιώτης πήγε σε ένα δένδρο μέσα σε ένα στενό και ξερασε. Όλοι τον κοιτούσαμε λες και ήταν κάνας μάγος που έκανε το πιο εντυπωσιακό κόλπο. Σκουπίστηκε και τον ρωτήσαμε αν ήταν καλά. Φυσικά ξέραμε πως ήταν κομπλέ,συχνά το έκανε αυτό, αλλά για τα τυπικά έπρεπε να τον ρωτήσουμε.
Ήμασταν στο ζενίθ μας. Στη συνέχεια αποφασίσαμε να μπούμε δε ένα κλαμπ. Ούτε την επόμενη μέρα θυμόταν κάνεις γιατί το επιλέξαμε. Ήταν πολύ περίεργη επιλογή. 
Παντού χρώματα. Ο κόσμος ήταν λίγο περίεργος για τα δεδομένα μας, διαφορετικός από τα συνηθισμένα. Οι άνδρες φασωνονταν με άνδρες και οι γυναίκες με γυναίκες και τα σχετικά. Είχαμε μπει στο "Queer" αλλά δεν πτοήθηκαμε. Ήμασταν τόσο χάλια που ίσα ίσα το χάρηκαμε. Κάποια στιγμή βρήκα μια κοπέλα μόνη της και την πλησίασα.
<<Σόρρυ αγόρι, είμαι λεσβία>>.
<<Έχεις πάει ποτε με άνδρα, λεσβία;>>.
<<Όχι>>>.
<<Αν δεν δοκιμάσεις πως θα ξέρεις;>> , και της έπιασα το χέρι. Το αστείο ήταν πως με ακολούθησε και το πιο αστείο ήταν πως την ίδια στιγμή μας έκοψε το δρόμο μια άλλη γυναίκα, καρέ μαλλί, αμάνικο, τζιν, και άγρια χαρακτηριστικά.
<<Τι κάνεις μωρη μαλάκω; Μαζί μου είσαι>>.
Την πήρε και έφυγαν. Εγώ προσπάθησα να εστιάσω για να έχω όσο το δυνατόν λιγοτερο θολή εικόνα γινόταν. Πήγα στους άλλους, που απλά κρατούσαν τις μπύρες τους αμίλητοι και τους είπα να φύγουμε.
Είχε ασανσέρ και, κατεβαίνοντας, μας ήρθε η υπέροχη ιδέα , με εμένα πρωτοστάτη, να κατουρησουμε το πόμολο. Τις βγάλαμε  και όταν τελειώσαμε ήρθε ένας τύπος- που πιθανότατα μας είδε από τις κάμερες και έτρεξε- και με κάπως τσιριχτή φωνή μας απείλησε.
<<Τι κάνετε εκεί; Ντροπή σας! Μην ξαναπατησετε εδώ αλλιώς->>.
<< Τι θα κανείς; >>, φώναξε ο Άλκης, << θα πάρεις φόρα με τον κώλο;>>.
Πεθάναμε στα γέλια καθώς τρέχαμε εξω. Μας κόπηκε η ανάσα .
Με διέκοψε τότε ο θειος μου.
<<Την συνέχεια την ξέρω. Πέσατε πάνω. Δηλαδή δεν πέσατε, εμείς οι δυο βρεθήκαμε τυχαία. Μέσα στο " Red velvet".  Ναι, πήγατε σε κωλομπαρο, και αμφιβάλλω αν το θυμάται κανείς σας. Α το θυμάται ένας; Χαχαχαχα. Και άρχισες να φωνάζεις σαν βλαμμένο, ότι θα έπαιρνες πριβέ την ίδια που πήρα και εγώ, πως είμαι ο πιο γαμάτος θείος και τέτοια. Ώρες ώρες μου θυμίζεις τόσο πολύ εμένα στα νιάτα μου. Τελικά ,οι φίλοι σου έφυγαν, εγώ είπα να σε κάνω λίγο παραπάνω χαρούμενο, αλλά δεν ήσουν για τίποτα. Και έτσι κατέληξες εδώ. Ωραία ιστορία, ε;>>.
Δεν ήξερα τι να πω και απλά κοίταζα το πράσινο χορτάρι.
<<Ξέρεις θείο....>>
<< Αν για κάποιο λόγο θέλεις να απολογηθείς ή οτιδήποτε, ξέχνα το. Ό,τι έγινε έγινε. Βρες τους φίλους σου, κοροιδευτείτε, γελάστε και συνεχίστε όπως ξέρετε καλύτερα. Είστε στην καλύτερη ηλικία και ας μην το καταλαβαίνετε. Στην καλύτερη ηλικία φορτωμένοι με τις χειρότερες προσδοκίες από εμάς. Δε βαριέσαι.>>.
Χαμογέλασα και έφερα το τσιγάρο στα χείλη μου. Απότομα έβγαλε το κινητό του και με τράβηξε φωτογραφία.
<< Αυτο πάει στη μάνα σου να ξέρεις. Ε ρε γέλια!>>.

- Ο.Γ.Θ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...