Σάββατο 2 Απριλίου 2022





Είχα μόλις κατέβη από την σκάλα, κρατώντας στα χέρια μου τις κουρτίνες που είχα στο σαλόνι, έτοιμος να πάω να τις βάλω στο πλυντήριο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ωστόσο, όταν είδα το όνομα, το άφησα κάτω. Έβαλα τις κουρτίνες στο πλυντήριο, έριξα απορρυπαντικό, πάτησα έναρξη και γύρισα πάλι στο σαλόνι. Το κινητό ξαναχτύπησε, αλλά δεν το σήκωσα. Ούτε που θυμόμουν πόσες φορές είχε χτυπήσει. Ήξερα τι θα άκουγα και δεν μπορούσα να τα ακούσω ακόμα. Απλά ήθελα λίγη ηρεμία, ήταν Δευτέρα πρωί, είχα άδεια και ήθελα απλά λίγη ηρεμία
Άνοιξα το ψυγείο για να δω τι υπήρχε μέσα. Ήταν σχεδόν άδειο, μόνο μια σάλτσα ντομάτας ανοιχτή, μια μουστάρδα και μερικές φέτες κασέρι. Άνοιξα ένα ντουλάπι και βρήκα ένα πακέτο μακαρόνια μέσα. Σκέφτηκα πως τουλάχιστον θα είχα κάτι να φάω το μεσημέρι. Όσο για το πρωινό μου, άνοιξα ένα άλλο ντουλάπι, έβγαλα τον καφέ, έριξα δύο κουταλιές στο shaker, παγάκια και λίγο νερό, άρχισα να το κουνάω πάνω-κάτω και ,σε λίγα δευτερόλεπτα, είχα έναν φραπέ σκέτο στο ποτήρι μου και είχα το ποτήρι στο χέρι μου και πήγα και κάθισα στον καναπέ και έβαλα τα πόδια μου πάνω στο τραπέζι και χύθηκα πίσω, σα να είχα περάσει μια πάρα πολύ κουραστική μέρα. Άνοιξα το YouTube, έβαλα λίγη μουσική για να γαληνέψει η ψυχή μου και ρούφηξα τον καφέ μου. Με την πρώτη γουλιά, ένιωσα αμέσως να ξυπνάω. Με την πρώτη νότα, ένιωσα αμέσως να γαληνεύω. Δύο-τρία τραγούδια μετά, πήρα την Έλλη τηλέφωνο. Το σήκωσε σχεδόν αμέσως.
<<ΕΙΣΑΙ ΒΛΑΚΑΣ;>>.
<<Καλημέρα και σε σένα>>.
<<ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΤΟ ΣΗΚΩΝΕΙΣ ΑΠΟ ΧΘΕΣ;>>.
<<Ηρέμησε λίγο. Μπορείς να ηρεμήσεις;>>.
Σιωπή.
<<Έλλη; Είσαι εκεί; Που είσαι;>>.
<<Σπίτι είμαι. Εσύ που είσαι;>>.
<<Σπίτι>>.
<<Μην φύγεις. Έρχομαι!>>, είπε και μου το έκλεισε. Κανονικά θα έμενα στη θέση μου και θα την περίμενα να έρθει, ωστόσο δεν είχα όρεξη να μείνω μέσα γι' αυτό που θα ακολουθούσε, οπότε άλλαξα  ρούχα και την περίμενα κάτω από την πολυκατοικία μου. Όπως ακριβώς τα είχα υπολογίσει, έφτασε περίπου δέκα λεπτά αφού μου έκλεισε το τηλέφωνο. Κοιτούσα προς τα αριστερά και την είδα να κατεβαίνει την κατηφόρα. Περπατούσε ήδη γρήγορα και ,όταν με είδε, επιτάχυνε περισσότερο το βήμα της. Λίγο πριν με φτάσει, γύρισα προς τα δεξιά και άρχισα να περπατάω. Την άκουγα που φώναζε το όνομα μου, αλλά δεν είχε σημασία, σταμάτησα ,άλλωστε, λίγα μέτρα πιο πέρα, στο αμάξι μου. Η Έλλη με έφτασε. Έπαιρνε κοφτές ανάσες. Σήκωσα το αριστερό μου χέρι για να την χαιρετήσω και χαμογέλασα.
<<Δεν με άκουγες που σε φώναζα;>>.
<<Σε άκουγα. Τι κάνεις Έλλη, πως είσαι;>>.
Πιστεύω ήθελε να μου ρίξει σφαλιάρα, αλλά συγκρατήθηκε.
<<Μπες μέσα στο αμάξι>>, της είπα σοβαρά, προτού προλάβει να ξαναμιλήσει.
<<Στο αμάξι;>>.
<<Ναι. Πάμε μια βόλτα>>.
<<Τι βόλτες και->>.
<<Σε παρακαλώ. Απλά μπες μέσα. Θα μιλήσουμε μετά>>.
Ήξερε πως δεν μπορούσε να πει κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή, οπότε μπήκε στη θέση του συνοδηγού. Για όση ώρα οδηγούσα, είμασταν αμίλητοι. Είχα βάλει μουσική, μια λίστα που είχα βρει με ήρεμα indie και folk τραγούδια. Είχα το αριστερό μου χέρι στο τιμόνι και το δεξί στον λεβιέ και που και που έριχνα κλεφτές ματιές στα δεξιά μου. Η Έλλη κοίταζε έξω από το παράθυρο και ένιωσα για λίγο σα να ήμασταν οι πρωταγωνιστές μιας μέτριας ταινίας σε μια καθοριστική στιγμή. 
Μετά από λίγη ώρα, φτάσαμε στη Σχολή Δικαστών και πάρκαρα με την φάτσα του αυτοκινήτου στη θάλασσα. Έβγαλα τη ζώνη μου, άνοιξα την πόρτα, σηκώθηκα και ,χωρίς να την κλείσω, για να ακούγεται η μουσική, πήγα και κάθισα στο καπό του αυτοκινήτου. Η Έλλη έκανε το ίδιο, μόνο που έκλεισε την πόρτα της όταν βγήκε έξω. Ο καιρός ήταν καλός, μόνο λίγα σύννεφα είχε στον ουρανό.
<<Γιατί ήρθαμε μέχρι εδώ;>>.
<<Με γαληνεύει η θάλασσα. Δεν ήθελα να μείνω σπίτι>>.
<<Μάλιστα... Λοιπόν;>>
<<Χμ;>>.
<<Μην μου κάνεις χμ εμένα. Τι έχεις να πεις για προχθές;>>.
<<Τα ίδια. Βγήκαμε, ήπιαμε, περάσαμε καλά. Δεν κατάλαβα γιατί ταράχτηκες>>.
Η Έλλη ήθελε στα αλήθεια να με σφαλιαρίσει αλλά συγκρατιόταν. Το έβλεπα στα μάτια της, αλλά κάτι μέσα μου το ευχαριστιόταν. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε.
<<Το είχα κόψει μια χαρά έξι μήνες και με έκανες και πήρα πακέτο πάλι. Παλιομαλάκα>>.
<<Συγγνώμη που σου καταστρέφω την υγεία. Δεν θα το ξανακάνω>>.
<<Δεν σε παίρνει να ειρωνεύεσαι>>.
<<Συγγνώμη. Ήθελες να μιλήσουμε για ό,τι έγινε  έτσι;>>.
<<Ναι... Λοιπόν; Μίλα>>.
Όταν κάποιος μου λέει να μιλήσω για κάτι με τέτοιο τρόπο, σα να με προστάζει, δεν ξέρω γιατί αλλά με κάνει να κλείνομαι λίγο και ό,τι και να ήθελα να πω εκείνη τη στιγμή, δεν μπορεί να βγει από τα χείλη μου εύκολα. Ωστόσο, έκλεισα τα μάτια μου για ένα δευτερόλεπτο ακριβώς και κοίταξα την θάλασσα. Δεν μπορούσα να την κοιτάξω στα μάτια εκείνη τη στιγμή.
<<Καταρχάς, ό,τι και να πεις έχεις δίκιο. Ξέρω πως το συγγνώμη δεν θα κάνει κάποια διαφορά τώρα, αλλά παρόλα αυτά, θα στο πω. Συγγνώμη. Δεν ξέρω τι με έπιασε. Νόμιζα ήμουν καλύτερος, αλλά φαίνεται τελικά πως υπάρχουν μερικά συναισθήματα ακόμη κρυμμένα και βγήκαν στην επιφάνεια. Όχι αναγκαστικά για σένα, αλλά δικές μου παπαριές που δεν έχω ξεπεράσει ακόμα>>.
Να τι είχε γίνει.
Δύο βράδια πριν, ο φίλος μου ο Κώστας μας είχε βγάλει έξω γιατί είχε γενέθλια. Ήμασταν πέντε άτομα σύνολο και είχε κλείσει σε ένα μαγαζί στο κέντρο για κρασί. Είχαμε όλοι καλή διάθεση εκείνο το βράδυ και ήπιαμε αρκετά. Πρέπει να είχε πάει δύο, όταν φύγαμε από το μαγαζί και ,περνώντας έξω από το 8ball, αποφασίσαμε με ένα βλέμμα να μπούμε μέσα. Πληρώσαμε στην είσοδο και πήγαμε κατευθείαν στο μπαρ για να πάρουμε μπύρες, οι οποίες έγιναν γρήγορα βότκα με πορτοκάλι για μένα. Είχε πάει 4 το πρωί και ήμουν αρκετά μεθυσμένος. Περιμένοντας έξω από την τουαλέτα των ανδρών, γιατί είχε κόσμο, χτυπώντας το δεξί μου πόδι στο ρυθμό, είδα μια γνώριμη φάτσα να μπαίνει μέσα και να περπατάει προς το μπαρ. Δεν φορούσα τα γυαλιά μου, οπότε έπρεπε να πλησιάσει αρκετά για να καταλάβω πως ήταν η Έλλη. Με την Έλλη είχαμε χωρίσει έξι μήνες πριν. Ήταν μια κοινή απόφαση, γιατί βλέπαμε πως η σχέση μας δεν τραβούσε άλλο μετά από δύο χρόνια, ωστόσο εμένα μου είχε αφήσει μια πικρή επίγευση αυτός ο χωρισμός. Μόλις με είδε, χαμογέλασε και με αγκάλιασε για να με χαιρετήσει.
<<Τι κάνεις Λάμπρο;>>, είπε φωναχτά.
<<Μια χαρά! Εσύ, πως είσαι;>>.
<<Μια χαρά και εγώ!>>.
<<Πως και από εδώ; Θυμάμαι δεν σου άρεσε και τόσο αυτό το μαγαζί>>.
<<Χαχαχα. Εεεε, θέλαν τα παιδιά να έρθουμε και δεν μου πήγαινε να χαλάσω την παρέα. Εσύ κλασσικά εδώ;>>.
<<Μπααα. Είχα καιρό να έρθω, αλλά βγήκαμε για τα γενέθλια του Κώστα και είπαμε να έρθουμε εδώ>>.
<<Μια χαρά! Λοιπόν, χάρηκα που σε είδα, δώσε χαιρετισμούς στα παιδιά από εμένα!>>.
<<Και εγώ χάρηκα. Καλά να περάσεις!>>.
Όταν απομακρύνθηκε, το χαμόγελό μου κόπηκε και πρέπει να πήρα μια πολύ σοβαρή έκφραση. Βγήκα από την τουαλέτα και είπα στους φίλους μου ποια είδα και πως είχαν χαιρετίσματα.
<<Εσύ είσαι καλά;>>, με ρώτησε ο Ιάκωβος, που ήξερε, ή, μάλλον, είχε καταλάβει οτι ο χωρισμός με είχε πληγώσει περισσότερο από ό,τι παραδεχόμουν.
<<Ναι ρε, μια χαρά>>.
<<Σίγουρα, έτσι;>>.
<<Ναι, μην ανησυχείς>>, είπα και άρχισα να χορεύω σαν τον χαζό. Γελούσαμε και πίναμε και προσπάθησα να την πέσω σε δύο κοπέλες, αλλά χωρίς επιτυχία. Όλη αυτή την ώρα, προσπαθούσα να εντοπίσω την Έλλη, αλλά χωρίς επιτυχία. Όλη εκείνη την θολή-από-το-ποτό ώρα σκεφτόμουν που μπορεί να ήταν και τι να έκανε. Όλη εκείνη την ώρα, το παρελθόν είχε ανοίξει πάλι την πόρτα και με προσκαλούσε να μπω μέσα. 
Τελικά, στις 5:30,  αποφασίσαμε να φύγουμε. Καθόμασταν λίγο πιο πέρα από το μαγαζί, μιλώντας και γελώντας, όταν είδα την Έλλη να βγαίνει με την παρέα της και, εκείνο που δεν έπρεπε να δω, κρατούσε αγκαζέ έναν τύπο. Το ποτό είχε πάρει τον έλεγχο πλέον. Έβλεπα θολά, παραπατούσα και με το ζόρι άρθρωνα σωστές προτάσεις, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν σα να ξεμέθυσα για λίγο. Χωρίς να το σκεφτώ, όσο πλησίαζαν προς τα εμάς για να πάνε δεν ξέρω και εγώ που, άρχισα να τους πλησιάζω. Η Έλλη όταν είδε πώς ήμουν, ελευθέρωσε το χέρι της και ήρθε προς το μέρος μου αλλά μάταια, γιατί την έκανα στην άκρη και στάθηκα μπροστά από τον τύπο. Δεν μιλούσα. Δεν ήξερα τι να ήθελα να πω. Δεν ήξερα καλά-καλά γιατί το έκανα αυτό, δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος και όμως, ήμουν εκεί, στεκόμουν μπροστά από έναν άγνωστο ο οποίος μπορεί αν ήταν το καλύτερο παιδί του κόσμου. Οι φίλοι μου εκείνη τη στιγμή κατάλαβαν πως κάτι κακό έπαιζε και ήρθαν προς το μέρος μου. Και όχι επειδή ήμουν βίαιος ως άνθρωπος, απλά είχα πιει και ήμουν συναισθηματικός . Ένιωσα, τότε, ένα χέρι να με ακουμπάει στο μπράτσο και, ως αντίδραση, το τράβηξα και με τα δύο μου χέρια έσπρωξα τον καημένο τον τύπο από το στήθος. Με κοίταξε απορημένος. Πριν προλάβει, όμως, να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, τον έσπρωξα πάλι, με αποτέλεσμα να παραπατήσει και να πέσει και εγώ να χάσω την ισορροπία μου και να πέσω δίπλα του. Από κει και πέρα δεν θυμάμαι τίποτα, ξύπνησα απλά στο κρεβάτι μου και ο Ιάκωβος και ο Κώστας που έμεναν κοντά σε μένα κοιμήθηκαν στον καναπέ. Όσο μου έλεγαν τι είχε συμβεί - με έκραζαν, για την ακρίβεια- εγώ κοίταζα το πάτωμα και δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο πέραν από το πόσο ηλίθιος και ανώριμος ήμουν. 
Η Έλλη με κοίταζε. Το έβλεπα με την άκρη του ματιού μου πως με κοίταζε αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι συναισθήματα ένιωθε εκείνη τη στιγμή.
<<Είσαι βλάκας>>, μου είπε. <<Ένας βλαμμένος βλάκας>>.
<<Το ξέρω>>.
<<Ήταν φίλος μου. Τον είχες γνωρίσει πιο παλιά. Τώρα τι; Δεν δικαιούμαι να έχω φίλους τώρα; Δεν δικαιούμαι να έχω τίποτα πια;>>.
<<Μπορείς να έχεις ό,τι θες>>.
<<Δηλαδή αν είχα βρει κάποιον και μας έβλεπες...πιο κοντά.... τι θα έκανες; Θα τον σκότωνες;>>.
<<....>>.
<<Πες μου, τι θα έκανες;>>.
<<Εγώ....δεν... Δεν....>>.
Την άκουσα να ρουφάει το τσιγάρο και να φυσάει τον καπνό.
<<Δεν άλλαξες καθόλου. Μα καθόλου. Αλλά δεν ήσουν έτσι, δεν σε είχα δει ποτέ έτσι. Είσαι καλά;>>.
<<Από ό,τι φαίνεται, όχι και τόσο όσο νόμιζα>>.
<<Τι συμβαίνει; Νόμιζα πως είχαμε καταλήξει κάπου όταν χωρίσαμε και πως όλα ήταν καλά>>.
<<Όχι κάτι συγκεκριμένο. Δεν φταις εσύ, ούτε ο χωρισμός ακριβώς. Καταλήξαμε κάπου και όλα είναι καλά. Αλλά δεν ξέρω τι με έπιασε. Κάτι ανησυχίες που έχω τον τελευταίο καιρό και ξέσπασα λάθος, τελείως λάθος.. Και νομίζω εσύ με βοηθούσες να τις ξεχνάω όσο ήμασταν μαζί. Αλλά από όταν χωρίσαμε, σιγά-σιγά άρχισαν να επανέρχονται. Χθες το σκέφτηκα αρκετά πως τελικά δεν μπορώ να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου μόνος. Βρήκα το τηλέφωνο μιας ψυχολόγου και θα πάρω αύριο να κλείσω ραντεβού. Χρειάζομαι την γνώμη ενός αντικειμενικού παρατηρητή>>.
Η Έλλη αναστέναξε.
<<Νόμιζα πως ήσουν κατά των ψυχολόγων. Τζάμπα λεφτά. Έτσι μου έλεγες παλιά>>.
<<Φαίνεται ο άνθρωπος αλλάζει. Θέλοντας και μη, πρέπει να αλλάξει. Όχι μόνο για μένα, αλλά και για τους άλλους. Το είπες μόνη σου, τι θα γινόταν αν.... . Δε νομίζω να ξαναγίνει κάτι τέτοιο, το εύχομαι δηλαδή, αλλά δεν θέλω να το ρισκάρω κιόλας. Ποιος μου το εγγυάται; Δεν θέλω να φοβάσαι να μην με δεις έξω από δω και πέρα. Δεν θέλω οι φίλοι μου να φοβούνται τι θα κάνω και αν θα κάνω καμιά βλακεία. Θέλω να.... θέλω να ηρεμήσω επιτέλους. Αυτό είναι όλο>>.
Για πρώτη φορά μετά από ώρα, την κοίταξα. Η Έλλη ήταν σοβαρή. Θα ήθελα να χαμογελάσει, έστω να δείξει κάποιο συναίσθημα που να έλεγε πως είναι περήφανη για όσα της έλεγα, πως καταλάβαινε, κάτι. Αλλά δεν το έκανε. Ίσως επίτηδες. Να μην μου δημιουργήσει ψευδαισθήσεις. Με ήξερε πολύ καλά και  καλά έκανε. Έτσι, την ρώτησα αν τελείωσε το τσιγάρο της και μπήκαμε μέσα στο αμάξι για να γυρίσουμε πίσω. 
-Ο.Γ.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...