Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Μια τίγρης τα Χριστούγεννα

Συνέβη τον καιρό που φτιάχναμε με την μητέρα μου ένα παζλ.
Ήταν Χριστούγεννα, το σχολείο είχε κλείσει και εγώ απολάμβανα τις διακοπές μου. Τότε το χιόνι έπεφτε στην ώρα του, ο καιρός ήταν όσο κρύος έπρεπε να είναι και ο Άγιος Βασίλης ακόμη ερχόταν από την καμινάδα.
Είχα ανακαλύψει στην αποθήκη μας ένα παζλ με μία τίγρη να κουρνιάζει πάνω σε μια πέτρα, φαντάζομαι ήταν στην Αφρική. Πίσω της ξερά δέντρα, κάτω άμμος. Σαβάνα. Τα μάτια της έκρυβαν κάτι το απειλητικό, αλλά σε μαγνήτιζαν.
Το ξεκινήσαμε στην αρχή των διακοπών. Η μαμά δεν δούλευε, ασχολούνταν με τα οικιακά και έτσι, όταν δεν σκούπιζε ή μαγείρευε ή έπλενε πιάτα, ασχολούνταν μαζί μου. Εγώ  ήμουν πιτσιρικάς, ούτε δέκα χρόνων. Μη νομίζετε , όμως, πως ήμουν άεργος, είχα και εγω ασχολίες. Πως ,πως! Να δω παιδικά, να βγω να κάνω χιονάνθρωπο, να σπάσω τα νεύρα των γονιών μου.
Λίγο πριν πέσει ο ηλιος  την πρώτη μέρα, Τρίτη ήταν, ξεκινήσαμε να το φτιάχνουμε, στο τραπέζι που βρισκόταν στο σαλόνι μας.
<<Κάνε εσύ τις άκρες, Πέτρο , και εγώ θα  κάνω το μέσα. Όταν τελειώσεις , με βοηθάς>>.
<< Ναι μαμά>>.
Αφήσαμε την τηλεόραση να παίζει, τα ξύλα καίγονταν στο τζάκι , το φως ήταν ανοιχτό και τα φωτάκια στο δένδρο αναβόσβηναν ρυθμικά και αρμονικά. Μαγική η ατμόσφαιρα.
Ο μπαμπάς γύρισε ,λίγο πιο μετά, από την δουλειά του , τη στιγμή που είχαμε ανοίξει το κουτί.
<< Τι φτιάχνετε Μαρίνα;>>.
<<Ένα παζλ με τον Πετράκη. Δεν βλέπεις;>>.
<<Ααααα..... μπράβο, μπράβο!>>.
<Μπαμπά θες να βοηθήσεις και εσύ; >>, τον ρώτησα.
<< Μπα αγόρι μου, θα κάτσω να ξεκουραστώ λίγο >>.
<< Εντάξει μπαμπά>>.
Με φίλησε στο μέτωπο και κάθισε στον καναπέ να δει τηλεόραση , όσο εγώ και η μαμά είχαμε καταπιαστεί με το παζλ.
Η λευκή νύχτα, η ζέστη από το τζάκι, η αγάπη των γονιών. Όλα έβγαζαν νόημα τότε.
Ωστόσο, το επόμενο πρωί που ξύπνησα το παζλ δεν ήταν στη θέση του.  Η μαμά μαγείρευε φακές στην κουζίνα.
Αναστατώθηκα.
<<Μαμά που είναι  το παζλ;>>.
<< Ο μπαμπάς σου θα μάζεψε αγόρι μου>>.
<<Γιατί;>>
<<Δεν ξέρω. Θα τον ρωτήσουμε όταν έρθει>>.
Γύρισε το μεσημέρι. Άλλαξε ρούχα και ήρθε μέσα.
<<Μπαμπά, μπαμπά, εσύ μάζεψες το παζλ;>>.
Έγνευσε καταφατικά. Τον ρώτησα γιατί.
<<Γιατί μπορεί να έρθει κάποιος καλεσμένος και δεν πρέπει να το δει εκεί πάνω, πρέπει να είναι συμμαζεμένα, όμορφα>>.
Η μαμά το άκουσε.
<<Τί είπες; Συμμαζεμένα; Και όταν σου λέω να μαζέψεις τίποτα , εσύ τον χαβά σου. Τίποτα! Όλα μόνη μου τα κάνω! Μόνο για τους άλλους πάντα. Αυτό σε πείραξε;>>.
<<Άσε μας ρε Μαρίνα και είμαι και κουρασμένος!>>.
<< Κουρασμένος; Εμ βέβαια! Εγώ είμαι ξεκούραστη δηλαδή, που εδώ μέσα αν δεν ήμουν εγώ.....θα φύγω να δω τι θα κάνετε....γιατί σε παντρεύτηκα ήθελα να ήξερα....ίδιος η μάνα σου...>>...... καυγάς...
<< Άσε το παιδί να παίξει τουλάχιστον, να χαρεί λίγο. Αν έρθει κόσμος το μαζεύω εγώ αμέσως .Τι σε πειράζει;>>.
Σιωπή.
Η σιωπή των μεγάλων είναι χειρότερη από την σιωπή των παιδιών.
Το ίδιο βράδυ το ξαναρχίσαμε με την μαμά και φτάσαμε σε ένα καλό σημείο. Ομως, το άλλο πρωί είχε εξαφανιστεί πάλι.
Φωνές πάλι.
Ο πατέρας μου το είχε πάρει προσωπικά για κάποιο λόγο. Δεν ξέρω γιατί έκανε σαν παιδί ώρες ώρες. Αυτός δεν είχε την δικαιολογία της ηλικίας πως εγώ. Τον θαύμαζα για πολλά πράγματα αλλά όχι για τα κολλήματα του.
Το ίδιο μοτίβο συνεχίστηκε για άλλη μια μέρα. Την τέταρτη ημέρα αφότου το ξεκινήσαμε με την μαμά, την ώρα που θα πήγαινε για υπνο,  της είπα πως θα καθόμουν λίγο ακόμη ξύπνιος γιατί είχε παιδικά και ήθελα να δω. Με καληνύχτησε και πήγε να ξαπλώσει.
Το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή.
Με το φως της τηλεόρασης κατάφερνα και έβλεπα. Τα χέρια μου είχαν πάρει φωτιά. Το κεφάλι μου δούλευε σε ταχύτητες ασύλληπτες. Ενα κομματι εδώ, ένα εκεί,γιατί δεν κολλάει αυτό εδώ, πφφφφ....
Τελικά, μέσα σε δύο ώρες κατάφερα να το λύσω- ήταν μεγάλο παζλ, δυσκολουτσικο. Ήμουν περήφανος για το κατόρθωμα μου, πραγματικά.  Έπεσα πίσω στον καναπέ πανευτυχής και έκλεισα για λίγο τα μάτια μου.
Με πήρε ο ύπνος. Γλυκός, γαλήνιος ύπνος.
Αυτό που ακολούθησε ήταν πέρα για πέρα αληθινό και ίσως να μην με πιστέψετε. Θα σας εξηγήσω γιατί.
 Κάποια στιγμή ξύπνησα από έναν θόρυβο. Άνοιξα σιγά σιγά τα νυσταγμένα μου μάτια και στη συνέχεια τα γούρλωσα. Η τίγρης που ήταν απεικόνισμενη πάνω στο παζλ είχε αποκτήσει υπόσταση,  μάζα και οστά και λίπος και νύχια και δόντια και μουστάκια, και, στην ίδια στάση που ήταν απεικόνισμενη, καθόταν και κουνούσε την ουρά της νωχελικά. Έμεινα λίγο να την κοιτάζω και στη συνέχεια, δειλά δειλά, άπλωσα το δεξί μου χέρι.  Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Η περιέργεια η παιδική, η εξερεύνηση του άγνωστου κόσμου. Η τίγρης δεν μου έδωσε σημασία. Δεν είχε παρά το μέγεθος ενός λουτρινου αρκούδου που μπορείς να τον πιάσεις εύκολα με το ένα χέρι. Είχε απαλό δέρμα. Γουργούριζε σαν γατί.
Ώσπου , δίχως προειδοποίηση , σηκώθηκε στα πόδια της, με κοίταξε, άνοιξε το στόμα της και χάθηκε μέσα στα καμμένα ξύλα του τζακιού, ό,τι είχε απομείνει από αυτά.
Αφού ξεπέρασα το μικρό σοκ που έπαθα, έτρεξα να ξυπνήσω την μητέρα μου.
<<Μαμά, μαμα...>>.
<<Μμμμμμ....>>.
<<Μαμά!>>
<< Τί θες;>>.
<< Η τίγρης....ζωντάνεψε.....>>.
<< Η ποιά; >>.
<<Στο παζλ. Η τίγρης. Ζωντάνεψε και έφυγε >>.
<< Μη λες χαζομάρες. Θα το είδες στον ύπνο σου. Πάνε κοιμήσου, αύριο είναι Χριστούγεννα. Έχουμε να ξυπνήσουμε νωρίς .Καληνύχτα Πέτρο>>.
<<Κα-....καλό βράδυ μαμά >>.
Κίνησα προς το κρεβάτι μου , απογοητευμένος που δεν με πίστεψε
,που δεν ενδιαφέρθηκε έστω λίγο. Πιθανόν έχει δίκιο , σκέφτηκα, σιγά μην ζωντάνεψε.
Πήρα το τηλεκοντρόλ να κλείσω την τηλεόραση. Πριν την κλείσω έριξα ένα τελευταίο βλέφαρο στο παζλ. Η τίγρης ήταν εκεί. Εντούτοις, κάτι ήταν διαφορετικό. Έσκυψα και τότε κατάλαβα : η ουρά της κουνιόταν.
Ώστε δεν το είχα φανταστεί. Ώστε πράγματι συνέβη. Η μαγεία των Χριστουγέννων. Η μαγεία μπροστά στα μάτια μου.
Έκλεισα την τηλεόραση και έπεσαν γρήγορα για ύπνο. Τα Χριστούγεννα είχαν αρχίσει και ήθελα να τα απολαύσω όσο πιο ξεκούραστος γινόταν.

- Ορφανίδης Γ. Θεόδωρος



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...