Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022





Είχα αρχίσει να γράφω ένα διήγημα , το οποίο κατέληξε αρκετά μεγάλο, αλλά το έσβησα λίγο πριν το τελειώσω, γιατί είδα πως δεν έβγαζε πουθενά. Μου θύμισε λίγο εκείνους τους ανθρώπους που μιλάνε πολύ αλλά στην ουσία δεν λένε τίποτα, ούτε καν το τίποτα βασικά, θα ήταν καλύτερο να μην είχαν ανοίξει καθόλου το στόμα τους, γιατί ακόμα και το τίποτα μπορείς να το πεις με επιτυχία και το να πω ότι δεν λένε στην ουσία τίποτα θα ήταν προσβολή για το τίποτα.
Έτσι, αποφάσισα να αφήσω το γράψιμο για λίγο στην άκρη. Χύθηκα πίσω στην καρέκλα και κοίταζα το ταβάνι, λες και στο ταβάνι πάνω κρυβόντουσαν οι ιδανικές λέξεις. Μα το ταβάνι είναι άσπρο και το φως το έκανε ακόμα πιο άσπρο, οπότε αποφάσισα να αλλάξω καταστάσεις, να αλλάξω ρούχα δηλαδή και να βγω μια βόλτα για να ξεσκάσω λίγο. Λίγος καθαρός αέρας ίσως μου έκανε καλό, μιας και είχα κλεισμένος στο σπίτι ένα πενταήμερο σχεδόν και η αλήθεια είναι πως έχω καθίσει πολύ περισσότερο καιρό κλεισμένος μέσα στο σπίτι και τότε με πείραζε αυτή η κλεισούρα για τελείως διαφορετικούς λόγους.
Με τις φόρμες και τα αθλητικά μου παπούτσια, κατηφόρισα μέχρι την παραλία. Πήρα μια βαθιά ανάσα, για να γεμίσω τα πνευμόνια μου με την σαπίλα του Θερμαϊκού, που καλύπτει με μαεστρία την σαπίλα των ανθρώπων και ξεκίνησα να περπατάω αμέριμνος. Δεν είχα βάλει κάποιο στόχο, σα να είχα πάει για τρέξιμο, απλά ήθελα να περπατήσω για λίγη ώρα και να γυρίσω σπίτι μετά.
Είχε πάει 10 το βράδυ. Δεν είχε πολύ κόσμο έξω. Για μέσα Νοεμβρίου, είχε αρκετό κρύο. Έφτασα μέχρι τις ομπρέλες και κοντοστάθηκα απέναντί τους. <<Η πιο ερωτική πόλη του Σύμπαντος ολόκληρου>>, σκέφτηκα και γέλασα μόνος μου. Ευτυχώς φορούσα μάσκα και δεν με είδε κανείς, να αναρωτηθεί γιατί γελάω μόνος μου. 
Η αλήθεια είναι πως με είχε πιάσει μια μικρή μελαγχολία εκείνες τις μέρες. Ήταν εκείνη η μελαγχολία που έρχεται στα ξαφνικά, λόγω ενός τυχαίου γεγονότος, μιας εικόνας, ενός ήχου, μιας μυρωδιάς, μια γενική μελαγχολία, σαν ομίχλη, που όλο και συμπυκνώνεται μέχρι που γίνεται καπνός και εισβάλει  μέσα σου από κάθε πόρο του σώματος σου.
Διαβάσαμε με ενδιαφέρον το μυθιστόρημά σας, αλλά δυστυχώς, παρά....
Υπάρχουν καταστάσεις στη ζωή ενός ανθρώπου που τον κάνει να πεισμώνει περισσότερο, να προσπαθεί περισσότερο να γίνεται όλο και καλύτερος, αλλά, από την άλλη, αυτός ο κόσμος όλο και ζητάει, όλο και σου ζητάει πράγματα. Συνέχιζα να περπατάω και, πριν καλά- καλά το καταλάβω, βρέθηκα στην Αριστοτέλους. Λίγο οι σκέψεις, λίγο η μουσική από τα ακουστικά, λίγο το ένα , λίγο το άλλο, περισσότερο ζωή, λιγότερο σκέψη, περισσότερο περισσότερο και λιγότερο λιγότερο. Σκέφτηκα να γυρίσω σπίτι με κάνα αστικό ή με κανένα ταξί, μα άλλαξα γνώμη και το έκοψα πάλι πίσω με τα πόδια. Άλλωστε, ήταν η ώρα που η οικογένεια δίπλα θα άρχιζε να μαλώνει για τα ίδια πράγματα, ο γείτονας από δύο πολυκατοικίες δεξιά θα ήταν μεθυσμένος και θα φώναζε στο μπαλκόνι του τα ίδια πράγματα και τελικά καταλαβαίνεις πως, όσο και να αλλάζει ο κόσμος, τα περισσότερα πράγματα μένουν ίδια και πολλές φορές δεν είναι πως δεν θες να τα αλλάξεις, απλά καταλήγεις στο συμπέρασμα πως δεν έχει νόημα.
<<Καλό αυτό>>, σκέφτηκα και έβγαλα το κινητό μου για να το σημειώσω.
Βρισκόμουν κάτω από τον Λευκό Πύργο. Κοίταξα ψηλά, εκεί που βρίσκεται η σημαία. Στιγμιαία, μου πέρασε η σκέψη από το μυαλό να μπορούσα να ανέβω εκεί πάνω, να πάρω μια πολύ βαθιά αναπνοή και να φωνάξω ένα ηχηρό ΓΑΜΙΕΣΤΕ και όποιος με άκουσε με άκουσε. Αλλά δεν άξιζε τον κόπο. Τι να το κάνεις; Μα αν κάποιος είχε το θάρρος να ανέβει μέχρι εκεί, ενώ ήταν κλειστή η είσοδος, μόνο και μόνο για να φωνάξει αυτό το ηχηρό ΓΑΜΙΕΣΤΕ, ίσως να άλλαζε μέχρι και η ροή αυτής της πραγματικότητας και να μπαίναμε σε ένα άλλο σύμπαν και αυτό που ζούμε για την ώρα να γινόταν το παράλληλο εκείνης της πραγματικότητας που πλέον θα ήταν η καινούργια.
Έτσι, περπατούσα αμέριμνος στην παραλία πάλι. Από την απέναντι πλευρά είδα κάποιον να προχωράει που μου θύμισε κάποιον που είχα δει κάποτε. Όταν πέρασε από δίπλα μου, παρατήρησα πως φορούσε και αυτός ακουστικά. Είχε φράντζα. Φορούσε κάτι απλές, μαύρες φόρμες και ένα μαύρο μπουφάν. Μα το βλέμμα του... το βλέμμα του έμοιαζε τόσο χαμένο, τόσο θολό. Έμοιαζε λες και είχε να δει ήλιο μέρες. Από τα ακουστικά του άκουσα έναν γνώριμο ήχο να βγαίνει. Ήταν το Best of You από τους Foo Fighters. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και τότε γύρισα απότομα το κεφάλι μου. Το παιδί συνέχιζε να περπατάει, με τα χέρια στις τσέπες, κοιτάζοντας ευθεία, τόσο ευθεία, έμοιαζε λες και αυτό το βλέμμα θα έσκιζε την πραγματικότητα της ευθείας αυτής και θα του αποκάλυπτε, σαν θαύμα, μια άλλη πραγματικότητα, εκείνη που φαινόταν πως ποθούσε. Χαμογέλασα. Πως γίνεται να μην χαμογελούσα; Δεν ήταν όμως ένα χαμόγελο ευχαρίστησης, αλλά μιας γλυκόπικρης μελαγχολίας. Έβαλα τα χέρια μου βαθιά μέσα στις τσέπες μου και κοίταξα ψηλά, στον ουρανό. Και ο ουρανός έγινε ένα τεράστιο ταβάνι και τα σύννεφα έγιναν λέξεις και οι λέξεις αυτές έγιναν.
Οι λέξεις αυτές έγιναν
Και ό,τι γίνεται, μένει για πάντα μέσα σου
Και ό,τι έγινε, δεν μπορείς να το ξεχάσεις
Και όσα ξέχασες, θα γίνουν για πάντα εσύ
Έβγαλα το κινητό μου και το σημείωσα. Λίγο κλισέ, σκέφτηκα, λίγο χιλιοειπωμένο. 
Δεν πειράζει.
-Ο.Γ.Θ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...