Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

     Μια κάπως ασυνήθιστη γνωριμία

 

Έβλεπα ένα όνειρο πριν ξυπνήσω, αλλά δεν θυμάμαι τι ακριβώς συνέβαινε. Θυμάμαι, πάντως, πως ένιωθα ωραία μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, αλλά αλήθεια, δεν θυμάμαι ακριβώς τι ακριβώς συνέβαινε. Ξέρω μόνο πως, όταν άνοιξα τα μάτια μου ,πετάχτηκα πάνω, γιατί αμέσως κοίταξα το κινητό μου και, Σκατά!, μουρμούρισα, πάλι έκλεισα το ξυπνητήρι.  Είχα περίπου τρία τέταρτα  για να συμμαζέψω το σπίτι μέχρι να έρθει ,συν του οτι έπρεπε να κάνω μπάνιο και να αλλάξω ρούχα. Ευτυχώς είμαι γρήγορος με αυτά.

Ημέρα: Χριστούγεννα. Εννοώ, Παραμονή. Τέλοσπαντων, στην αλλαγή, όχι ανήμερα. Ποιος θα ερχόταν  σπίτι μου; Το γένος του καλεσμένου ήταν θηλυκό, άρα καλεσμένη.  Την συνάντησα τυχαία, κάνα δύο μήνες, ίσως και λίγο παραπάνω, πριν τα Χριστούγεννα. Τόπος: δανειστική βιβλιοθήκη. Είχα πάει να επιστρέψω κάτι βιβλία και να δανειστώ κάποια άλλα, χωρίς να έχω αποφασίσει  από πριν ποια θα ήταν αυτά, γιατί το να τριγυρνάω στην δανειστική βιβλιοθήκη, να αγγίζω, να βγάζω, να σηκώνω, να μυρίζω, να ξεφυλλίζω βιβλία ήταν κάτι σαν υπέροχη διέξοδος από την πραγματικότητα για μένα, μια ευχάριστη απόλαυση. Έτσι, σεργιάνιζα αμέριμνος ανάμεσα στους διαδρόμους. Είχα ήδη επιλέξει τρία, αλλά επειδή μου δινόταν η δυνατότητα να δανειστώ μέχρι τέσσερα, έψαχνα το τελευταίο. Στάθηκα σε ένα τυχαίο σημείο, στο διάδρομο με τα μυθιστορήματα, και για ένα πεντάλεπτο εξερευνούσα με τα μάτια, ενίοτε και με τα χέρια. Τότε μου ήρθε μια αναλαμπή, ένα βιβλίο του Saramago που ήθελα από καιρό να διαβάσω.

Την ίδια στιγμή, ήρθε και στάθηκε εκείνη δίπλα μου. Σίγουρα δεν το σχεδίαζε, σίγουρα έψαχνε και αυτή κάτι να διαβάσει, σίγουρα εγώ δεν ήμουν  γι’ αυτήν κάτι παραπάνω από μια μύγα ανάμεσα σε έναν σωρό από μελλοθάνατες μύγες. Ωστόσο, κάτι πάνω της με μαγνήτισε. Με γρήγορες κινήσεις, αλλά πάντα διακριτικά, σα να μη συνέβαινε τίποτα το σπουδαίο, πήγα, άρπαξα εκείνο που ήθελα , κι γύρισα  πίσω, για να κάνω πως ψάχνω και καλά στο ίδιο σημείο. Αλλά και που ήταν εκεί και ήμουν και εγώ εκεί, τι θα μπορούσε να συμβεί; Καμάκι στην βιβλιοθήκη ας πούμε; Μπα, αποκλείεται. Ωστόσο, θα μπορούσε να γίνει μια αρχή, σκέφτηκα.

Την έβλεπα καθώς ταλαιπωριόταν να διαλέξει. Έτσι τόλμησα να ξεστομίσω ένα "αυτό", τόσο σιγανά και δειλά που ούτε καν με άκουσε. Εντούτοις, επέλεξε όντως εκείνο το βιβλίο - ήταν το Άρωμα , του Ζίσκιντ - και έφυγε δίχως να μου δώσει σημασία.  Πήγα με τη σειρά μου να δανειστώ τα βιβλία μου, ενώ εκείνη είχε ήδη δανειστεί το δικό της και την έκανε με γρήγορο βήμα. Δεν πειράζει, σκέφτηκα, άλλωστε δεν θα είχε νόημα.

Δε βαριέσαι!

Τρεις εβδομάδες μετά πήγα να τα επιστρέψω  και να δανειστώ κάποια άλλα και, ω Θεοί!, να την πάλι, στο ίδιο σημείο. Η χαρά μου, απερίγραπτη, αλλά γιατί; Εδώ σε άλλα μέρη δεν πλησίαζα γυναίκες , γιατί να το έκανα στη βιβλιοθήκη; Φαντάζομαι μου δημιουργήθηκε αυτή η επιθυμία λόγω του μέρους που την πέτυχα. Μια κοπέλα ,να δανείζεται βιβλία και από ότι φαινόταν αρκετά συχνά, ε, ήταν μια καλή αρχή, μια κοπέλα με ενδιαφέροντα, μια λίγο διαφορετική από τις άλλες, άσε που ήταν και όμορφη. Ακολούθησα την προηγούμενη τακτική, ωστόσο έχασκα απλά σαν τον ηλίθιο, στα κρυφά, και έκανα πως έψαχνα . Ώσπου , από το πουθενά, μια φωνή με επανέφερε στην πραγματικότητα.

<<Θα πρότεινα την Πείνα, του Κνουτ Χάμσουν, ενδιαφέρον βιβλίο>>.

Ήταν η δική της φωνή. Γλυκιά, γυναικεία φωνή. Ένευσα καταφατικά και κόλλησα. Έκανε να φύγει.

<<Εεεε....>>, είπα.
Γύρισε.
<<Χμμμ;>>.
<< Ωραίο βιβλίο το Άρωμα;>>.
Παραξενεύτηκε.
<< Εσύ δεν ήσουν που την προηγούμενη φορά το δανείστηκες;>>.
<<Ν...ν....ι, ναι εγώ ήμουν;....>> ψέλλισε διστακτικά.
<<Μην με παρεξηγείς, δεν είμαι κανένας περίεργος. Απλώς ήμουν δίπλα σου και.... βλέπεις, να...>>.

Κάπως έτσι πήγε και τελικά ανταλλάξαμε Facebook. Εγώ της το ζήτησα , με την δικαιολογία πως ήθελα να έχω κάποιον να μιλάμε για βιβλία, αν το επιθυμούσε και αυτή.

Και έπιασε, θεοί!

Την έλεγαν Μάχη, από το Ανδρομάχη. Συνομιλούσαμε για καιρό. Στην αρχή μόνο για βιβλία, για συγγραφείς και τα σχετικά, λίγα διάσπαρτα μηνύματα μέσα στη μέρα. Ωστόσο, δεν αργήσαμε να  πιάσουμε κουβέντα σε πιο προσωπικό επίπεδο.

Κάποια στιγμή μου εκμυστηρεύτηκε πως έλειπαν οι περισσότεροι φίλοι της, κάποιοι είχαν κανονίσει, δεν ήξερε τι θα έκανε την παραμονή των Χριστουγέννων και δεν ήθελε να μείνει στο σπίτι της, λόγω της ημέρας. Το σκέφτηκα λίγο. Τι λίγο δηλαδή, για κάνα δίωρο κοιτούσα το μήνυμά της δίχως να το ανοίξω. Μάζεψα όσο θάρρος είχα ,τελικά,  και την προσκάλεσα στο δικό μου σπίτι, μιας και εγώ , λόγω δουλειάς, θα έπρεπε να μείνω στην Θεσσαλονίκη , και δεν είχα κάτι άλλο  να κάνω εκείνη την μέρα, επίσης, μιας και όλοι μου οι φίλοι θα έφευγαν. Τώρα θα με χαρακτηρίσετε παράξενο, αλλά δεν ξέρω πώς μου βγήκε. Ήταν όντως μυστήριο και το μετάνιωσα τη στιγμή που το έγραψα. Αλλά παραδόξως, το σκέφτηκε και, τρείς ώρες μετά μου απάντησε θετικά.

Ολοκληρώνω αυτή τη μικρή αναδρομή γιατί ακούω το θυροτηλέφωνο να χτυπάει -ντριιιιιν. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και της ανοίγω. Λίγα δευτερόλεπτα μετά εμφανίζεται πάνω. Αέρινη, φοράει ένα κόκκινο φόρεμα, απλό, φαντάζομαι λόγω της επισημότητας της ημέρας που επιβάλει να είμαστε τρόπον τινά καλοντυμένοι, μαύρα παπούτσια ένα δερμάτινο μπουφάν. Τα μαλλιά τα έχει λυτά, πίσω από την πλάτη, ίσια, μαύρα. Δεν είναι πολύ κοντύτερη από μένα, κανένα κεφάλι, κοντά στο 1,70 υπολόγισα. Από το περίγραμμα του ρούχου της φαντάστηκα πως είχε λυγερό κορμί. Το βλέμμα μου , ωστόσο, έπεσε στους αστραγάλους της.

<<Χρόνια πολλά Νίκο!>>.

Ανταπέδωσα το χαιρετισμό. Έτεινε το χέρι της και μου έδωσε μια ωραία, μικρή , χριστουγεννιάτικη σακουλίτσα. Είχε κονιάκ. Το ίδιο ποτό που είχα αγοράσει και εγώ.  Την προσκάλεσα να περάσει μέσα.

Δεν χρειάζεται να βγάλεις παπούτσια. Κάθισε στον καναπέ και έρχομαι σε λίγο.
Και να' μαι ,με ποτήρια άδεια και το κονιάκ.

Πάγο ήθελες; Όχι; Ούτε εγώ, εντάξει.

Τσουγκρίσαμε για την επικείμενη γέννηση του Θεανθρώπου. Η κουβέντα μας κυλούσε ήρεμα και ομαλά, αν και η ίδια μιλούσε περισσότερο, εγώ ήμουν κομματάκι αγχωμένος, καθώς ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμασταν ουσιαστικά. Το είχε καταλάβει και προσπαθούσε να σπάσει τον πάγο όσο πιο γρήγορα γινόταν. Κάποια στιγμή πήγε στην τουαλέτα και, όταν γύρισε, στάθηκε για λίγο μπροστά από την βιβλιοθήκη μου.

<< Βλέπω έχεις και δυο γεμάτα ράφια. Νόμιζα τα δανείζεσαι όλα όσα διαβάζεις>>.

<<Όχι όλα. Κάποια που μου αρέσουν πολύ τα έχω αγοράσει.>>.
Σηκώθηκα όρθιος και άρπαξα ένα τυχαία.
<< Στον δρόμο, του Κέρουακ, πολύ καλό>>.
<<Βαμβουνάκη έχεις διαβάσει;>>, με ρώτησε.
<<Όχι ακόμη, αλλά θέλω κάποια στιγμή>>.

Κάθισα πάλι στον καναπέ. Η Μάχη κάθισε στη θέση της και ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι της. Φάνηκε ότι την έκαψε λίγο τον λαιμό, γιατί έβηξε. Έπειτα, κοίταξε για λίγο το δωμάτιο αμήχανα και γύρισε προς το μέρος μου, παίζοντας με τα δάχτυλα της. Τα χείλη της συσπάστηκαν αλλά δεν έβγαλαν ήχο. Είχαμε φτάσει σε ένα μικρό αδιέξοδο στη συζήτηση μας. Τελικά μίλησε πάλι εκείνη πρώτη.

<< Δεν σε ρώτησα ποτέ. Μένεις μόνος εδώ;>>

<<Μα όχι, έχω και συγκάτοικο. Κάθεται δίπλα μου, ο φανταστικός μου φίλος Ηλίας>>.

Κακή απόπειρα αστείου, αλλά τουλάχιστον απέσπασα ένα μειδίαμα. Ωστόσο, η απάντησή της με ξάφνιασε.

<< Είχες ποτέ φανταστικό φίλο; Εννοώ , σοβαρά....>>.

<<Κάπως. Δηλαδή, όχι ακριβώς φανταστικό, αλλά για κάποια χρόνια ένιωθα πως οι καλύτεροι μου φίλοι ήταν κάτι λούτρινα αρκουδάκια που είχα στο σπίτι μου>>.

<<Ένιωσες ποτέ την μοναξιά να σε κατακλύζει σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και ένα φιλικό καλημέρα από έναν περαστικό να σε γεμίζει με ζεστασιά;>>.

<<Είμαι μοναχικός, όχι μόνος. Οπότε όχι. Αλλά έχω περάσει φάσεις που ένιωθα τόσο ξένος μέσα στο ίδιο μου το δέρμα που ήθελα να το ξεσκίσω με τα δόντια μου και να κάτσω κάτω από τον ήλιο μέχρι να ξεραθώ και να αναγεννηθώ σε κάτι άλλο>>.

<<Έναν φοίνικα ας πούμε;>>.

<<Πολύ κοινότυπο. Σε κουνέλι θα ήθελα….ή γάτα. Ένα σκυλάκι; Κάτι χνουδωτό και χαριτωμένο, τέλοσπάντων>>.

<< Να σε χαϊδεύουν, να σε ταίζουν, να σε φροντίζουν και να σου λένε πως είσαι το καλύτερο παιδί του κόσμου;>>.

<Έτσι δεν μας κάνουν όταν είμαστε μικροί;>>.

<<Και μετά τα παίρνουν όλα πίσω και μας κλωτσάνε στην πλάτη μέχρι να σπάσει και μας τιμωρούν επειδή φτύνουμε αίμα>>.

<<Θες να πετάξουμε;>>.
<<Jenny?>>.
<<Πως;>>.

<< Κάτι δικά μου. Αν πιούμε όλο αυτό το μπουκάλι και το επόμενο, πάντως, θα είναι ένα παρόμοιο συναίσθημα, σίγουρα>>.

<<Γιατί να πρέπει να καταφεύγουμε στις ουσίες όταν θέλουμε να ξεφύγουμε;>>.

<<Δεν το ξέρεις; Δεν τις έφτιαξε και άνθρωπος, γι' αυτό. Έχουν μαγικές ικανότητες>>.
<<Τότε ποιος;>>.

<<Κάτσε αναπαυτικά και πιες τρεις γερές γουλιές πρώτα>>.

Γκλουκ, γκλουκ, γκλουκ .

<<Ήταν μάγισσες και ξωτικά , από τους δράκους πήραν αίμα και φωτιά από τα πνευμόνια τους και τα ανακάτεψαν μέσα σε ένα τσουκάλι>>- άρχισα να πηγαίνω κοντά της.

<<Δεν σε πιστεύω!>>.
<<Και όμως, έτσι έγινε!>>- πιο κοντά.

<<Μήπως ήμαστε όλοι μας ξωτικά του δάσους που έτσι εκδικούμαστε το γένος μας για την κατάντια του;>> -πιο κοντά.

<<Ή ίσως ήμαστε μια φωλιά σπουργιτιών που πασχίζει να μεταμορφωθεί σε αετούς>>.
Ήρθαμε σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο. Χαμογελούσε, στόμα πλατύ,ένιωθα την ανάσα της βαριά πάνω μου, μύριζε κονιάκ και είχε μια υπόνοια τσιγάρου.

<<Θες να προσευχηθούμε;>>, με ρώτησε αναπάντεχα.

Τραβήχτηκα λίγο πίσω.

<<Πως; Προσευχή; Έχω πάψει να το κάνω από καιρό , αλλά λόγω ημέρας και για σένα θα κάνω μια εξαίρεση>>.

Έτσι πέσαμε στα γόνατα, ενώσαμε τις παλάμες αναμεταξύ τους, ο καθένας τις δικές του, και κοιτάξαμε ψηλά. Ξεκίνησε πρώτη.

<<Θεέ μου->>. Με κοίταξε. <<Μπορώ να τα πω από μέσα μου; Ντρ-...ντρέπομαι λίγο>>.

Δεν είχα θέμα. Περίμενα καρτερικά μέχρι να τελειώσει. Έβγαλε έναν συμπαθητικό ήχο που υποδήλωνε πως ήταν σειρά μου.

<<Εχμμμ....γεια σου Θεέ! Χρόνια πολλά , να ζήσεις. Συγγνώμη, δεν είσαι κάποιος φίλος μου να σου μιλάω έτσι. Έχω πολύ καιρό να σου μιλήσω , συγχώρεσέ με για την ασέβεια μου. Ελπίζω να είσαι καλά. Ελπίζω να μας έχεις όλους καλά. Ελπίζω. Το ξέρεις πως ελπίζω. Εγώ... δεν ήμουν καλό παιδί έτσι; Έχω κάνει λάθη ,μα με ξέρεις δεν είμαι κακός άνθρωπος. Το ξέρεις έτσι; Τόσες φορές προσευχήθηκα, θα το ξέρεις, Συνέχεια τα ίδια ζητούσα. Ίσως με βαρέθηκες και με παράτησες. Σε παρακαλώ, φρόντισε τους όλους. Την οικογένεια μου, τους φίλους μου, όλους. Δεν....δεν μπορώ να τους βοηθήσω εγώ όλους, μα εσύ μπορείς, έστω όσους πιστεύουν σε σένα ακόμη. Και αν μπορείς να πραγματοποιήσεις τις επιθυμίες μου. Έστω κάποιες. Εγώ...εγώ...>>.

Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια μου. Διπλώθηκα. Εκείνη με κοιτούσε με μάτια γεμάτα απορία, το διαισθανόμουν. Κοίταζα ψηλά, αλλά, στην πραγματικότητα, απευθυνόμουν σε εκείνη.

<<Δεν είμαι κακός άνθρωπος. Φταίω, αλλά δεν το θέλω πάντα. Και δεν ζητάω πολλά, μονάχα τα ανθρώπινα. Το είπε και ο Μπουκόβσκι, Δεν ζητάμε καν την ευτυχία, μονάχα μονάχα λίγο λιγότερο πόνο. Και εγώ δεν.. αξίζω.....δεν αξίζω! Γιατί ο πόνος να χτυπάει πάντα τους λάθος ανθρώπους;>>.

Ένιωσα δύο χέρια να αγκαλιάζουν τον κορμί μου και μαλλιά να χαϊδεύουν το πρόσωπό μου. Μια ντροπή διαπέρασε την υπόσταση μου. Σηκώθηκα και σκουπίστηκα με τα μανίκια μου. Ποιος άνδρας κλαίει μπροστά σε μια γυναίκα, πόσο μάλλον άγνωστη;

<<Συγγνώμη. Βλέπεις τον λόγο που έπαψα να προσεύχομαι τόσο συχνά. Πάντα ξεσπάω . Σου χάλασα τη βραδιά. Μπορείς να φύγεις>>.

<<Δεν πειράζει. Δεν έκανες κάτι άσχημο. Ξέσπασες. Καλύτερα έτσι , παρά σε κάποιον άλλον.  Μα δεν ήξερα πως είσαι τόσο δυστυχισμένος. Τι έχεις;>>.

<<Αν σου πω, θα το κρατήσεις μυστικό;>>.

<<Θα προσπαθήσω.>>.

<<Αρκεί.>>.
<<Θέλεις πρώτα να χορέψουμε;>>.

<<Να χορέψουμε; Τι;>>.

<<Τσάμικο>>.
Γελάσαμε πάλι. Γιατί να μην γελάνε οι άνθρωποι τόσο συχνά; Έβαλα The National, Pink
Rabbits. Με το βλέμμα μου ρώτησα τη γνώμη της. Δεν μίλησε. Ήρθε κοντά μου και έβαλε τα χέρια της στους ώμους μου. Πέρασα τα δικά μου στη μέση της και εκείνη κούρνιασε πάνω μου, αγκαλιάζοντας με από τους ώμους. Και έτσι συνεχίσαμε μέχρι το τέλος του τραγουδιού, και για αρκετά τραγούδια ακόμα.

Και ήμουν, πραγματικά, ευτυχισμένος.

….

Δύο ώρες μετά, έβαλε το μπουφάν της και με φίλησε στο δεξί μάγουλο- υγρό φιλί.

<<Να προσέχεις, έτσι;>>.

<<Πάντα το κάνω. Συγγνώμη αν σου δημιούργησα λάθος εικόνα. >>.

<<Μην ζητάς συγγνώμη. Χαίρομαι μόνο που είσαι καλά!>>.

Ήταν στην πόρτα, έτοιμη να φύγει. Άπλωσα το δεξί μου χέρι και την ακούμπησα στον αριστερό της ώμο.

<<Θα…..θα τα ξαναπούμε έτσι; Εννοώ....τέλοσπαντων. Καλή ξεκούραση Μάχη!>>.

<<Καλή ξεκούραση Νίκο!>>.

<<Σε ευχαριστώ, Ανδρομάχη. Πέρασα πολύ ωραία σήμερα>>.

<<Και εγώ. Ήταν υπέροχα!>>.

Και με αποχαιρέτησε με το υπέροχο χαμόγελο της.

 Ήταν η τελευταία φορά που την είδα.

Ήταν η τελευταία φορά που άκουσα τη φωνή της.

Ήταν η πρώτη ημέρα ενός νέου μου ξεκινήματος.

Δεν μπόρεσα ποτέ να την ευχαριστήσω όπως θα έπρεπε

και να της πω ότι....

Γαμώτο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...