Τετάρτη 18 Αυγούστου 2021




Σύνθλιψε με τη δεξιά του παλάμη το κουτάκι με την μπύρα που είχε μόλις πιει και σηκώθηκε από το παγκάκι που καθόταν. Το φεγγάρι είχε ανέβει για τα καλά τώρα και θα παρέμενε εκεί για αρκετή ώρα ακόμη. 
Έσκυψε για να βάλει τα κορδόνια του, που είχαν βγει έξω, μέσα στα παπούτσια του. Όταν σηκώθηκε, τα μάτια του ήταν λίγο υγρά. Λίγο υγρά ήταν και τα μάγουλα του, που σκούπισε  με τα δάχτυλα του. 
Άρχισε να περπατάει. Δεξί πόδι μπροστά. Αριστερό πόδι μπροστά. Δεξί βήμα, αριστερό βήμα και , ξαφνικά , άνοιξε μια πόρτα και βρέθηκε μέσα σε ένα διαμέρισμα. Μικρό διαμέρισμα. Μπροστά του βρισκόταν το σαλόνι. Δεξιά του μια πόρτα που  οδηγούσε στην τουαλέτα. Αριστερά μια ακόμη πόρτα που οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα. Στο βάθος αριστερά, μια κουζίνα. 
Έβγαλε τα παπούτσια του. Πήγε στην τουαλέτα. Ακούστηκε μια βρύση να τρέχει. Βγήκε μετά από λίγο. Περπάτησε μέχρι το τραπεζάκι της κουζίνας. Πάνω στο τραπεζάκι υπήρχε ένα γκαζάκι σβηστό και πάνω στο γκαζάκι ένα μπρίκι, χωρίς νερό, με δύο αυγά μέσα, ραγισμένα. Σήκωσε το μπρίκι, αναποδογύρισε το γκαζάκι, τα αυγά έπεσαν κάτω στο έδαφος και έσπασαν. Πήγε στη βρύση της κουζίνας, την άνοιξε και γέμισε το μπρίκι με νερό. Μετά, το άφησε για λίγο πάνω στο τραπεζάκι, έψαξε τις τσέπες του για αναπτήρα, βρήκε έναν μικρό, μαύρο, άναψε το γκαζάκι και έβαλε πάνω το μπρίκι. Τότε, έσκυψε κάτω, πήρε τα απομεινάρια των αυγών  και τα έβαλε μέσα στο μπρίκι. Έγλειψε τα δάχτυλα του με τη γλώσσα του, έκλεισε τα μάτια του και ,όταν τα άνοιξε, περπατούσε πάλι έξω στο δρόμο, εκεί έξω που οι τρελοί θεωρούνται φυσιολογικοί και οι φυσιολογικοί προσπαθούν να κρύψουν την τρέλα τους. 
Πέτυχε ένα περίπτερο και αγόρασε μια μπύρα με πίστωση. Δηλαδή, δεν είχε λεφτά πάνω του, οπότε πήγε στο περιπτερά, του πέταξε μερικές τσίχλες στο πρόσωπο και του φώναξε, ΘΑ ΣΤΑ ΔΩΣΩ , ΣΤΟ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ, ενώ άρχισε να τρέχει. Κοίταζε πίσω του και, όταν κοίταξε πάλι μπροστά του, βρέθηκε πάλι στο ίδιο διαμέρισμα.
Παρατηρούσε τα αυγά να βράζουν. Χαμογελούσε πάνω από το μπρίκι. Σε μια έκρηξη φρενίτιδας, άρπαξε το μπρίκι, το σήκωσε και το πέταξε σε ένα καθρέφτη, που ράγισε. Έσβησε το γκαζάκι, έβγαλε ένα μαχαίρι, το έχωσε δυνατά στο γκαζάκι και λούστηκε με το υγρό. Τώρα γελούσε και φώναζε ΠΕΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΩΣ Η ΠΟΛΗ ΑΥΤΗ ΜΑΣ ΕΦΑΓΕ, ΠΩΣ ΓΙΝΑΝ ΟΙ ΕΝΗΛΙΚΟΙ ΠΟΥ ΘΕΛΑΝΕ*. Τέντωσε τα χέρια του δεξιά και αριστερά, σα να ήταν πάνω σε σταυρό και άρχισε να στριφογυρίζει, λες και χόρευε ένα πονεμένο ζεϊμπέκικο.
Όταν σταμάτησε, τον κοίταζε κόσμος. Περαστικοί, μέσα στα αμάξια, άνθρωποι που έτυχαν να βγουν στο μπαλκόνι. Αν μπορούσε, θα τους κοίταζε έναν- έναν. Ωστόσο ,απλά πέταξε στον αέρα το τρυπημένο κουτάκι με την μπύρα και φώναξε, ΕΣΕΙΣ ΤΟ ΚΑΝΑΤΕ ΑΥΤΟ, ΕΙΜΑΙ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ, ΔΕΝ ΕΙΣΤΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟΙ;
Έτρεχε πάλι. Σταμάτησε. Μετά έτρεξε σε άλλη κατεύθυνση. Ενώ έτρεχε, έτρεχε και στο διαμέρισμα και έσπαγε ό,τι έβλεπε και μπορούσε να το σπάσει. Όταν τελείωσε, αφέθηκε προς τα πίσω, με την πλάτη του, αλλά δεν έπεσε στο έδαφος. Ξάπλωνε σε ένα κρεβάτι. Δίπλα του την ένιωθε. Ξάπλωνε δίπλα του. Ήταν κόκκαλα και μύες και μυαλό και ελπίδα και μακριά μαλλιά όμορφα και ένα χαμόγελο που έσβηνε τα υπόλοιπα. Του χάιδευε το στήθος.
<<Πως είσαι;>>.
<<Προσπαθώ>>.
<<Προσπαθείς υπερβολικά>>.
<<Τι άλλο μπορώ να κάνω;>>.
<<Ζήσε και λίγο. Δεν κουβαλάς το βάρος όλων των ανθρώπων πάνω σου>>.
<<Εύκολα το λες>.
<<Δεν πρέπει να υπάρχουν και άνθρωποι που τα λένε εύκολα για εκείνους που τα έχουν δύσκολα;>>.
<<Κουράστηκα>>.
<<Όλοι κουραζόμαστε>>.
<<Πάλι έκανα λάθη>>.
<<Όλοι κάνουν λάθη>>.
<<Πάλι απογοήτευσα ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν>>.
<<Θα ζήσεις τις συνέπειες>>.
<<Γιατί μιλάς; Δεν υπήρξες ποτέ σου. Και σε περιμένω τόσο καιρό>>.
<<Γιατί δεν προσπάθησες αρκετά. Μονάχα ελπίζεις. Και φοβάσαι>>.
<<Δεν ξέρω να κάνω αλλιώς>>.
<<Πότε θα σταματήσεις τις δικαιολογίες;>>.
<<Όταν το φεγγάρι χάσει την μαγεία του>>.
<<Ξέρεις πως γίνεται πιο εύκολο αν το αρχίσεις έτσι;>>.
<<Τίποτα στη ζωή δεν είναι εύκολο>>.
<<Μπορεί να γίνει πιο υποφερτό όμως. Μπορείς να κάνεις την ύπαρξη πιο υποφερτή>>.
<<Βαρέθηκα τα πάντα. Σιχάθηκα τα πάντα. Θέλω να με αφήσουν όλοι ήσυχο>>.
<<Και εγώ;>>.
<<Εσύ όχι. Εσύ είσαι το φεγγάρι μου. Φεύγεις και έρχεσαι, αλλά ξέρω πως πάντα θα είσαι εδώ>>.
<<Με φοβάσαι και μένα;>>.
<<Ναι. Γιατί αν γίνεις αληθινή, τότε θα σε χάσω>>.
<<Μα ποτέ δεν με είχες>>.
<<Έχω την εικόνα σου. Η φαντασία είναι πιο δυνατή από την πραγματικότητα>>.
<<Μα στην πραγματικότητα ζεις>>.
<<Πρέπει να φύγω>>.
<<Θα επιστρέψεις πάλι. Κλείσε την βρύση στο μπάνιο τώρα. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα>>.
<<Καλό βράδυ>>.
<<Καλό βράδυ>>.

Άνοιξε τα μάτια του και βρισκόταν στο δωμάτιο του. Το κανονικό του δωμάτιο. Τα ρούχα του ήταν πεταμένα κάτω. Πετάχτηκε όρθιος. Βγήκε στο μπαλκόνι γυμνός. Το φεγγάρι σχεδόν είχε χαθεί, αλλά το έβλεπε να δύει. Δεν το είχε χάσει ούτε εκείνη την μέρα.
-Ο.Γ.Θ.

*Sponty- Northen lights

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...