Σάββατο 31 Ιουλίου 2021



Το κεφάλι του πονούσε, αλλά έπρεπε να σηκωθεί. Αν δεν σηκωνόταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, θα αργούσε να ετοιμαστεί, πράγμα που σήμαινε πως θα αργούσε να φύγει από το σπίτι,  πράγμα που σήμαινε πως θα αργούσε να πάει στη δουλειά και αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε. Είχε το κακό συνήθειο πάντα να σηκώνεται την τελευταία στιγμή, γιατί αργούσε να κοιμηθεί.
΄Άνοιξε το κινητό του για να βάλει μουσική. Είναι κάποιο καιρό που θαρρώ... . Πήγε στο μπάνιο να πλυθεί και, όταν τελείωσε από εκεί, πήγε στο δωμάτιο του για να ντυθεί.  Όσο ντυνόταν, κοίταζε δεξιά και αριστερά τους σκοτεινούς τοίχους, το κρεβάτι του, την ντουλάπα του, όλο τον χώρο. Όλα φωτίζονταν από το πρωινό φως που έμπαινε μέσα από τα στόρια. Κάθισε στο κρεβάτι για να βάλει τις κάλτσες του και έτριψε και κεφάλι του με το δεξί του χέρι. Σηκώθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τώρα ήταν έτοιμος. Πήγε στο σαλόνι του σπιτιού που είχε την τσάντα του. Είδε πως είχε όλα τα απαραίτητα μέσα και την φόρεσε. Τέλος, φόρεσε τα παπούτσια του. Όταν έπιασε το κλειδί για να ξεκλειδώσει, του πέρασε η σκέψη να τα αφήσει όλα στην άκρη, να πάει μέχρι τον κοντινότερο σταθμό ΚΤΕΛ, να πάρει εισιτήριο για τον πιο μακρινό προορισμό και να μην κοιτάξει πίσω του. Χαμογέλασε, ωστόσο, και ξεκλείδωσε.
Βρισκόταν στο δρόμο και κατηφόριζε για να πάει στην στάση που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του και να πάρει αστικό. Όπως τα υπολόγιζε, θα έφθανε περίπου πέντε λεπτά νωρίτερα. Άναψε ένα τσιγάρο, καθώς το αστικό θα έφθανε σε επτά λεπτά. Και μετά έξι. Και μετά πέντε. Πάντα περιμένουμε το επόμενο αστικό, το επόμενο λεπτό, την επόμενη μέρα να περάσει. Οι άνθρωποι πάντα περιμένουμε κάτι να έρθει.
Όταν έφτασε στα δύο λεπτά, πέταξε κάτω το τσιγάρο και το έσβησε με το παπούτσι του. Παρατηρούσε τις κινήσεις του παπουτσιού του καθώς τριβόταν με το πάτωμα. Όταν σήκωσε το κεφάλι του, είδε μια πεταλούδα να πετάει μπροστά από τα μάτια του. Ήταν μια μικρή πεταλούδα, με γαλάζια φτερά. Έκανε ένα μικρό βήμα μπροστά και άπλωσε το χέρι του για να την πιάσει, αλλά η πεταλούδα σα να του ξεγλίστρισε το τελευταίο δευτερόλεπτο. Πέταξε γρήγορα και άρχισε να απομακρύνεται προς τα αριστερά. Εκείνη τη στιγμή, το αστικό έφτασε. Πήγε να μπει μέσα, αλλά η πεταλούδα πέρασε πάλι από μπροστά του χτυπώντας τα φτερά της και πέταξε προς τα δεξιά. Έστεκε εκεί, να την κοιτάζει. Η πόρτα του αστικού ήταν ακόμα ανοιχτή.
<<Θα μπεις μέσα ή όχι;>>, ακούστηκε μια αγριεμένη φωνή.
<<ΤΕΛΕΙΩΝΕ ΡΕ ΦΙΛΕ>>, μια άλλη.
Επανήλθε στη πραγματικότητα. Το ένα πόδι του πατούσε πάνω στο αστικό και το άλλο ακόμα κάτω στην άσφαλτο,
<<Θα μπεις μέσα;>>.
<<Ό... όχι. Συγγνώμη>>.
<<Άντε, κατέβα>>.
Κατέβηκε.
<<Μαλάκα>>.
Τώρα ήταν μόνος στη στάση. Το αστικό μόλις είχε φύγει. Οι άνθρωποι περπατούσαν γύρω του, παιδιά πήγαιναν με τους γονείς τους στο σχολείο ή μόνα τους. Τα μαγαζιά, τα βενζινάδικα, οι φούρνοι, τα συνεργεία, όλα είχαν ανοίξει ή θα άνοιγαν. Τι σκατά κάνω;, σκέφτηκε. Θα αργήσω στη δουλειά. Ηλίθιε, έχασες το αστικό. Τώρα πρέπει να.... . Όσο σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει, η πεταλούδα πέταξε πάλι από μπροστά του. Άπλωσε το χέρι και έκλεισε την γροθιά του απότομα. Ήταν σίγουρος πως την είχε πιάσει. Μα, όταν άνοιξε την παλάμη του, δεν υπήρχε τίποτα μέσα. Και, τότε, η πεταλούδα ήρθε και στάθηκε πάνω στον δείκτη του  χεριού του. Μετά, πέταξε πάλι.
Την κοίταζε καθώς απομακρυνόταν. Αυτή την φορά, δεν την έχασε από το οπτικό του πεδίο. Την παρακολουθούσε καθώς πετούσε και άρχισε να την ακολουθεί. Βήμα δεξί. Μετά αριστερό. Μετά δεξί πόδι μπροστά. Μετά αριστερό. Άκουσε μια κόρνα. Ένα αμάξι είχε παγώσει. Είδε τον οδηγό να τον κοιτάζει οργισμένος και να κορνάρει. Χαμογέλασε και συνέχισε να προχωράει αμήχανα, ενώ τα χείλη του ψιθύριζαν ένα συγγνώμη που και ο ίδιος ήξερε πως δεν θα είχε κάποια σημασία.
Συνέχισε να ακολουθεί την πεταλούδα μέχρι που βρέθηκε σε μια παιδική χαρά. Του φάνηκε περίεργο γιατί, εκεί κοντά, δεν υπήρχε καμία παιδική χαρά. Και όμως, του φαινόταν γνώριμη αυτή η παιδική χαρά. Είχε κούνιες, είχε τραμπάλα, μια μικρή και μια μεγάλη τσουλήθρα και ένα μονόζυγο και γρασίδι και χώμα και τα σπίτια γύρω ήταν.... . Δεν υπήρχε κανένας. Η πεταλούδα πέταξε πάλι μπροστά από τα μάτια του και στάθηκε πάνω στις κούνιες. Τώρα δεν τον ένοιαζε και τόσο η πεταλούδα. Άφησε κάτω την τσάντα του και κάθισε πάνω στην κούνια. Ήταν λίγο άβολη. 
<<Έχω μεγαλώσει γι' αυτά>>, σκέφτηκα και, πατώντας κάτω στο γρασίδι, πίεσε τα πόδια του προς τα πίσω. Και μετά, στον αέρα, τα πήγαινε μπρος και πίσω.  Μετά από πολύ καιρό, αισθανόταν μια γαλήνη μέσα του. Έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να μουρμουρίζει ένα τραγούδι, μα δεν θυμόταν ποιο ήταν. Και έτσι, συνέχιζε να πάει μπρος πίσω, όπως πήγαινε όταν ήταν μικρό παιδί.
<<Πρόσεξε πως τρέχεις, παιδί μου, θα πέσεις!>>.
Ξαφνικά, η παιδική χαρά γέμισε με παιδιά. Και γονείς. Και είχε την αίσθηση πως τους γνώριζε όλους. Άνοιξε απότομα τα μάτια του. Άκουγε φωνές, χαχανίσματα, παιδιά έτρεχαν δεξιά και αριστερά. Χαιρόταν με αυτό το σκηνικό, ενώ κουνούσε τα πόδια του μπρος και πίσω. 
Κάποια στιγμή, εκεί που βρισκόταν πίσω, στο πιο ψηλό σημείο, αποφάσισε, όταν θα ερχόταν πάλι μπροστά, να πεταχτεί από την κούνια. 
Τρία, δύο... ένα!
Τώρα βρισκόταν στον αέρα. Και, όσο έπεφτε, έτοιμος να προσγειωθεί στα πόδια του, σε στάση νικητή, ξαφνικά, μεταφέρθηκε στο σώμα ενός παιδιού. Ήταν πάνω στην μεγάλη τσουλήθρα και κατέβαινε τα σκαλιά και στη μέση γλίστρησε και έπεσε κάτω και-.
Επανήλθε, και τώρα ήταν ο εαυτός του πάλι, και πατούσε με τα πόδια του στο έδαφος και είχε τεντώσει τα χέρια του στον αέρα. Κοίταξε προς την τσουλήθρα. Δεν ήταν κανένας. Ούτε στην παιδική χαρά ήταν κάποιος. Βρισκόταν στο δρόμο.  Η πεταλούδα πέρασε πάλι από μπροστά του. Άπλωσε το χέρι του να την πιάσει και χάθηκε.
Πήγε στο γραφείο με δεκαπέντε λεπτά καθυστέρηση. Το αφεντικό του τον περίμενε.
<<Αντωνιάδης! Που ήσουν; Και γιατί δεν απαντάς στο τηλέφωνο;>>.
<<Συγγνώμη κ. Παπαναστασίου, με... εγώ.... άργησα λίγο να ξυπνήσω>>.
<<Άργησες λίγο να ξυπνήσεις; Ε πες το! Αν είναι να αργούμε όλοι να ξυπνήσουμε, να το κάνουμε μπουρδέλο εδώ μέσα, να κλείσουμε το μαγαζί! Με έχεις δει εμένα ποτέ να αργώ να....>>.
Άφησε το αφεντικό του να βγάλει όσα είχε μέσα του μέχρι να ξεθυμάνει και να τον αφήσει να αρχίσει τη δουλειά του.
Και , μετά από πολύ καιρό, χαμογέλασε ενώ άνοιξε το λάπτοπ του.
- Ο.Γ.Θ. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...