Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021




Κάθε βράδυ, κατά τις 3, ο Ηρακλής έβγαινε στο μπαλκόνι του για να κάνει ένα τσιγάρο. Όχι πως του το απαγόρευε κανένας μέσα στο σπίτι του. Ωστόσο, του άρεσε αυτή η γαλήνη, αυτή η ηρεμία που αισθανόταν έξω. Έμενε σε μια ήσυχη σχετικά γειτονιά, στον τέταρτο όροφος μιας παλιάς αλλά κάπως όμορφης πολυκατοικίας, με την αρραβωνιαστικιά του. Το συνήθειο αυτό το είχε αποκτήσει τους τελευταίους μήνες, κατά τύχη. Ένα βράδυ είχε γυρίσει κάπως μεθυσμένος, βγήκε να πάρει λίγο αέρα και , βάζοντας τα χέρια του στα κάγκελα, με το τσιγάρο στο στόμα ένιωσε λες και ανακάλυψε ένα νέο κόσμο για τον ίδιο.
Η πόλη θα ήταν πάντα ήσυχη εκείνη την ώρα, εκτός αν ήταν Παρασκευή ή Σάββατο, όταν και έβγαινε ο περισσότερος κόσμος και, αν τύχαινε να έχει γυρίσει νωρίς ή να μην έχει βγει καθόλου, παρατηρούσε όσους γυρνούσαν απ' έξω. Χαρούμενοι, σκεπτικοί,  συνοφρυωμένοι, θλιμμένοι, ανυπόμονοι να γυρίσουν σπίτι τους, κάποιοι μεθυσμένοι. Κάμποσα βράδια είχε δει αρκετούς να κατουράνε σε δένδρα , είχε ακούσει κάνα δυο να ξερνάνε και ένας σκόνταψε πάνω σε έναν κάδο και μετά του ζήτησε συγγνώμη.
Ήταν Τρίτη. Η νύχτα εκείνη του έμεινε χαραγμένη. Είχε μόλις στρίψει το τσιγάρο του και αγνάντευε, όταν , από κάπου, άκουσε κάτι που δεν ήταν ο συνηθισμένος θόρυβος της πόλης. Κράτησε για λίγο την αναπνοή του για να μπορέσει να συγκεντρωθεί.... Ω, λαλαλαλαλα....λαλαλαλα. Παραξενεύτηκε. Με το βλέμμα του έψαξε την πηγή. Μα, όσο και να προσπάθησε, δεν κατάφερε να την ανακαλύψει. Έτσι, μπήκε μέσα για ύπνο λίγο απορημένος.
Το επόμενο βράδυ που βγήκε έξω, το άκουσε πάλι.... Λαλαλαλα.....Ω, λαλαλαλα. Τι στο καλό;, σκέφτηκε. Ο αναπτήρας άναψε και τράβηξε μια γερή τζούρα. Άφησε το τσιγάρο στο τασάκι και μπήκε μέσα για να πάρει τα γυαλιά του.
<<Δεν μπορεί. Τι σκατά είναι αυτό;>>.
Του πήρε πέντε μέρες μέχρι να ανακαλύψει αυτό που τον ''ταλαιπωρούσε''. Ήταν σίγουρος πως ήταν ένα τραγούδι, πως αυτά ήταν λόγια ή μελωδία ή ό,τι ήταν αυτό τελοσπάντων που άκουγε. Βέβαια, όσο και να το έψαξε στο Youtube, δεν μπόρεσε να το βρει. Είχε απογοητευτεί. Άρα, σκέφτηκε, πρέπει πάση θυσία να βρω από που προέρχεται αυτό, δεν πάει άλλο.
Την πέμπτη μέρα, λοιπόν, ήταν Σάββατο. Γυρνούσε απ' έξω και είχε πιει αρκετά. Έψαχνε τα κλειδιά του, ενώ τρέκλιζε προς την πολυκατοικία του, όταν άκουσε τον πλέον γνώριμο ήχο. Εκστασιασμένος, σήκωσε το κεφάλι του και άρχισε να γυρνάει γύρω από τον εαυτό του. Ωστόσο, πάλι βρέθηκε σε αδιέξοδο. Έτσι, ξεκίνησε να φωνάζει.
<<ΠΕΣ ΜΟΥ. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ; ΠΕΣ ΜΟΥ>>.
Δεν έλαβε καμία απάντηση. Επανέλαβε την ερώτηση του, αλλά πάλι τίποτα. Έχοντας χάσει τον προηγούμενο ενθουσιασμό του, περπάτησε τα τελευταία βήματα πριν φτάσει την πόρτα της πολυκατοικίας του. Πριν βάλει το κλειδί στην κλειδαριά, άκουσε μια φωνή να λέει CROCODILE ROCK.
Δεν κατάλαβε αμέσως πως σε αυτόν απευθυνόταν.
<<ΜΕ ΑΚΟΥΣ;>>, ρώτησε η ίδια φωνή.
Άφησε τα κλειδιά στην πόρτα πάνω και έτρεξε στη μέση του δρόμου.
<<ΝΑΙ>>, είπε ο Ηρακλής.
<<CROCODILE ROCK>>, είπε η φωνή και ακούστηκε ένα παντζούρι να κλείνει. Ο Ηρακλής γύρισε εκσταστιασμένος για να ξεκλειδώσει και είδε μια γάτα να προσπαθεί να φτάσει το κλειδί του για να παίξει. Την έδιωξε ευγενικά και παραλίγο να σπάσει το κλειδί για να ξεκλειδώσει. Όταν η πόρτα έκλεινε πίσω του, μια φωνή ακούστηκε.
<<ΣΚΑΣΤΕ ΡΕ ,ΚΟΙΜΟΜΑΣΤΕ>>.
Πάτησε το κουμπί για να κατέβει το ασανσέρ, ενώ κουνούσε νευρικά το δεξί του πόδι. Έβλεπε πως το ασανσέρ αργούσε και έτσι έτρεξε με τα πόδια στις σκάλες. Ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος του και έσπευσε να ανοίξει το laptop του. Από την φασαρία, ξύπνησε η αρραβωνιαστικιά του.
<<Τι έγινε;>>, τον ρώτησε νυσταγμένα, τρίβοντας τα μάτια της. Ωστόσο, δεν της έδωσε σημασία. Τα μάτια του γυάλιζαν. Όσο πατούσε τα κουμπιά του πληκτρολογίου, κάτι μέσα του ένιωθε σαν μικρό παιδί που ανοίγει δώρα. 
<<Υπάρχει...ΓΕΩΡΓΙΑ, ΥΠΑΡΧΕΙ!>>, φώναξε και πάτησε το βίντεο. Η μελωδία ξεκίνησε να παίζει.... μετά ήρθαν τα λόγια... και μετά ....la....oh, lalalala....
Εντωμεταξύ,  είχε σηκωθεί όρθιος και άρχισε να κουνιέται ρυθμικά. Στα μισά του τραγουδιού, πήρε την αρραβωνιαστικιά του από το χέρι και άρχισε να χορεύει.
<<Τι σε έπιασε;>>, τον ρωτούσε γελώντας. Όμως εκείνος δεν απαντούσε. Απλά χόρευε. Όταν τέλειωσε το τραγούδι, το έβαλε πάλι από την αρχή. Και ξανά. Και ξανά, για την επόμενη μισή ώρα. 
Από όταν ξύπνησε το επόμενο μεσημέρι , περίμενε ανυπόμονα να έρθει το βράδυ. Να πάει κοντά τρεις και να βγει στο μπαλκόνι. Είχε ακούσει εκείνη την μέρα το ίδιο τραγούδι πάνω από 30 φορές. Όταν βγήκε, ανυπομονούσε να ακούσει το νέο του ''φίλο'' και να μιλήσει μαζί του. Πέρασαν πέντε...μετά δέκα....μετά δεκαπέντε λεπτά, αλλά τίποτα. Δεν εμφανίστηκε. Στεναχωρήθηκε λίγο. 
Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο. Τέσσερις μέρες πέρασαν και τίποτα. Είχε αρχίσει να ανησυχεί. Την πέμπτη μέρα, είχε θυμώσει λίγο.
Την έκτη μέρα είχε απαυδήσει. Που είναι, που είναι, σκεφτόταν. Είχε βάλει το τραγούδι να παίζει, κάπως δυνατά μήπως το άκουγε από όπου ήταν , αλλά τίποτα. Είχε αρχίσει να βρέχει. Ωστόσο, δεν τα παρατούσε. Του ήρθε ασυναίσθητα μια τρελή ιδέα. Πήρε θέση μπροστά από τα κάγκελα και χτυπούσε πάνω τους τα δάχτυλα του σα να ήταν ένα μεταλλικό πιάνο.
Λα.... ω, λαλαλαλα.....
Στα μισά του τραγουδιού, μια φωνή ακούστηκε. Μια γνώριμη φωνή, που προερχόταν από ένα σώμα που δεν γνώριζε που βρισκόταν, αλλά είχε γίνει πια απαραίτητη. Ο Ηρακλής χαμογέλασε και συνέχισε. Όταν το τραγούδι τελείωσε, είχε λαχανιάσει.
Ακούστηκαν γέλια.
<<ΠΟΥ ΗΣΟΥΝ ΤΟΣΟ ΚΑΙΡΟ;ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ;>>, φώναξε ο Ηρακλής, ενώ η βροχή τον είχε μουσκέψει από πάνω μέχρι κάτω.
<<ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ;>>.
<<ΠΟΙΟ;>>.
<<ΟΤΑΝ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΠΩΣ ΟΛΑ ΕΧΟΥΝ ΧΑΘΕΙ, ΝΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ ΚΑΙ ΝΑ ΣΕ ΕΚΠΛΗΣΣΟΥΝ; ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΩΡΑΙΑ;>>.
<<ΕΙΝΑΙ. Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ. ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΟΜΩΣ;ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΔΩ>>.
<<ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΝΑ ΧΤΥΠΑΣ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΣΟΥ. ΚΟΥΝΑ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ. ΜΗΝ ΤΑ ΠΑΡΑΤΑΣ. ΟΣΟ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΛΗ ΜΟΥΣΙΚΗ, ΜΗΝ ΤΑ ΠΑΡΑΤΑΣ ΚΑΙ ΧΤΥΠΑ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΣΟΥ ΟΣΟ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ ΜΠΟΡΕΙΣ>>.
Έμοιαζε σα σκηνικό ταινίας. Δύο μορφές, βροχή να πέφτει, σκοτάδι, να κουνιούνται στο ρυθμό, διάλογοι σουρεαλιστικοί. 
Βέβαια, δεν ήταν ταινία. Ένα παράθυρο άνοιξε απότομα.
<<ΣΚΑΣΤΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ, ΑΥΡΙΟ ΔΟΥΛΕΥΟΥΜΕ!>>.
-Ο.Γ.Θ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...