Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2021



Είχε φέρει τα χέρια του στην κοιλιά του και έπαιζε με τα δάχτυλα του, ενώ κοίταζε το ταβάνι, ξαπλωμένος ανάποδα στον καναπέ του, που ήταν βαμμένο άσπρο, επομένως μπορούσε να φανταστεί ό,τι ήθελε, κάτι σαν μεγάλος καμβάς για την φαντασία του. Βέβαια, όταν άκουσε  κλειδιά να  ξεκλειδώνουν την πόρτα, δεν σκεφτόταν τίποτα. Απλά μουρμούριζε στίχους από ένα τραγούδι.... maybe i' ll just place my hands over you.....and close my eyes real tight... .
<<Τι έπαθες τώρα;>>, τον ρώτησε η κοπέλα του, όταν τον είδε σε αυτή την στάση.
<<Τίποτα>>, μουρμούρισε τάχα αδιάφορα.
Άφησε την τσάντα της στο τραπεζάκι της κουζίνας και πήρε δύο κουτάκια μπύρας από το ψυγείο. Άνοιξε την μια και, κρατώντας την άλλη κλειστή,  πήγε πάλι στο σαλόνι. Ακούμπησε με τον ώμο της τον τοίχο
<<Τι σε έπιασε;>>.
<<Άνοιξες μπύρα;>>.
<<Ναι>>.
<<Θα μου φέρεις και μένα μία;>>.
Τότε, του πέταξε την κλειστή, το οποίο, σα να ήταν βολή παγκόσμιου πρωταθλητή, έσκασε απαλά δίπλα του. 
<<Σε ευχαριστώ!>>, της είπε και την άνοιξε. Άρχισε να πίνει, με το κεφάλι ανάποδα.
<<Θα πνιγείς, πρόσεχε>>.
Έκανε να καταπιεί, αλλά δυσκολεύτηκε. Άφησε την μπύρα προσεκτικά στο τραπέζι και, με ένα σάλτο, τα έβλεπε όλα πάλι κανονικά.
<<Πως ήταν η μέρα σου;>>, την ρώτησε.
<<Το αφεντικό μου είναι μαλάκας>>.
<<Τι έκανε πάλι;>>.
<<Πως σου φαίνεται αυτό που φοράω;>>.
Έκανε μια σβούρα γύρω από τον εαυτό της. Φορούσε ένα μαύρο, απλό  φόρεμα.
<<Πολύ ωραίο>>.
<<Και όμως! ''Ναταλία, ο Λαζούδης είπε για το ντύσιμο σου μπλα μπλα''. Βέβαια, ο ίδιος το αρνήθηκε. Τον πείραξε τον μπάρμπα που η πλάτη φαινόταν λίγο παραπάνω. Τον->>.
<<Έλα εδώ>>, της είπε και ήπιε μια γουλιά από την μπύρα του. <<Ξέρεις πως αν δεν σου αρέσει αυτό το γραφείο, μπορείς να βρεις αλλού να συνεχίσεις την άσκηση>>.
<<Δεν είναι αυτό ρε Παντελή. Απλά ώρες-ώρες είναι λίγο μαλάκες εκεί μέσα>>,του είπε ενώ βολευόταν δίπλα του.
<<Όλοι οι άνθρωποι είναι λίγο μαλάκες ώρες-ώρες. Δες το σαν προετοιμασία για το μετά>>.
<<Ωραία τα λες. Πάντα ωραία τα λες>>.
<<Πήγα στρατό. Κάτι έμαθα από μαλάκες>>.
Κάθισαν για λίγο αμίλητοι, απολαμβάνοντας τις μπύρες τους. Δεν ήθελαν κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή. Απλά να καθίσουν ήρεμα για λίγο και να απολαύσουν την μπύρα τους. Τελικά ο Παντελής έσπασε την σιωπή.
<<Σήμερα απέρριψε και ο τελευταίος εκδοτικός το μυθιστόρημα μου>>.
Η Ναταλία τον κοίταξε και, κρατώντας την μπύρα με το δεξί της χέρι, πέρασε το αριστερό στον ώμο του.
<<Γι' αυτό είσαι έτσι;>>.
<<Μπα μωρέ. Δεν ξέρω. Μπορεί. Θες να ακούσουμε λίγη μουσική;>>.
<<Αμέ. Τι θες;>>.
<<Δώσ' μου μισό>>.
Σηκώθηκε όρθιος και πήγε στο Laptop. Κούνησε λίγο το ποντίκι και η οθόνη άνοιξε. Το Youtube ήταν επίσης ανοικτό. Πάτησε το space και επέστεψε στη θέση του.
Love of my life, you've hurt me....
Η Ναταλία τον κοίταζε. 
<<Ωραίο τραγούδι. Δεν συμφωνείς;>>, την ρώτησε ενώ κοίταζε το κενό.
<<Ωραίο ναι. Πράγματι, πολύ ωραίο>>.
<<Ξέρεις, θέλω να... πως το λένε.... ουσιαστικά, να δημιουργήσω κάτι τέτοιο κάποια στιγμή. Και κάτι τέτοιο. Κάτι τόσο όμορφο>>.
<<Έλα, μην είσαι έτσι. Θα έρθει η ευκαιρία σου. Το ξέρεις καλύτερα από εμένα. Απλά θέλει υπομονή. Κουράγιο, τύχη και υπομονή>>.
Ήπιαν λίγη ακόμα μπύρα. O Παντελής έπαιζε με τα δάχτυλα του.
<<Νιώθεις ποτέ πως η ζωή σου χρωστάει περισσότερα από όσα σου έχει δώσει;>>.
Η Ναταλία ξεφύσηξε.
<<Πάλι τα ίδια; Σαν τι δηλαδή; Φίλους που ήδη έχεις; Κοπέλα που ήδη έχεις; Μια οικογένεια εντάξει, που ήδη έχεις; Την υγεία σου, που ήδη έχεις; Σαν τι δηλαδή σου χρωστάει η ζωή;>>.
<<Ναι μωρέ, το ξέρω. Δεν είναι αυτό, αλλά.... δεν ξέρω. Είναι κάτι σαν ένα μικρό κενό. Σαν μια μικρή τρυπούλα, κάπου μέσα, που δεν λέει να κλείσει και απλά σου ρουφάει λίγο από την χαρά. Που όλο ζητάει παραπάνω. Μια αδηφάγα, τόσο δα καριόλα, που σου κάνει τη ζωή δύσκολη>>.
Η Ναταλία τα είχε ακούσει αυτά πολλές φορές. Ήξερε πως τα έλεγε όταν ένιωθε απογοητευμένος ή μπουχτισμένος. Γι' αυτό σηκώθηκε, πήγε στο δωμάτιο τους και γύρισε με ένα διάφανο σακουλάκι και μερικά σύνεργα. Τα άφησε όλα πάνω στο τραπέζι. Ο Παντελής την περίμενε αυτή τη στιγμή ώρα. Δεν ήθελε να χαθεί μόνος του. Δεν ήθελε να τα αφήσει όλα για λίγο μόνος του. Δεν φοβόταν τον εαυτό του ή πως θα γινόταν κάτι κακό. Το αντίθετο, ήξερε πως αυτό θα του έκανε καλό εκείνη τη στιγμή. Να τα αφήσει όλα για λίγο και να πέσει για ύπνο με το κεφάλι του άδειο.
Δεκαπέντε λεπτά μετά, είχαν αφεθεί και οι δύο πίσω στον καναπέ. Τα πάντα τους φάνταζαν τόσο απλά εκείνη τη στιγμή. Η Ναταλία είχε βάλει τα πόδια της πάνω στα δικά του και ο Παντελής της τα χάιδευε.
<<Πως είσαι;>>, τον ρώτησε.
<<Πιο ήρεμος>>.
<<Έτσι σε θέλω>>.
<<Μου αρκεί που είσαι εδώ>>.
<<Θες άλλο; >>.
<<Μπα. Καλά είμαι>>.
Τότε, η Ναταλία σηκώθηκε όρθια.
<<Θα μπω για μπάνιο. Να φύγει η κούραση της ημέρας>>.
<<Εγώ λέω να πέσω για ύπνο. Είμαι ξύπνιος δύο μέρες σχεδόν και αύριο δουλεύω πρωί>>.
<<Θα με περιμένεις πριν κοιμηθείς; Έτσι, να χουχουλιάσουμε λίγο πριν κοιμηθείς>>.
<<Και να μην έρθεις ποτέ, εγώ πάντα θα σε περιμένω>>.
Χαμογέλασαν. Τον φίλησε στο μέτωπο και πήγε μέσα. Ο Παντελής άκουσε το νερό να τρέχει. Θα μπορούσε τουλάχιστον αν είναι λίγο πιο γαλήνια, λίγο πιο συχνά, σκέφτηκε. Και σηκώθηκε.
-Ο.Γ.Θ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...