Κυριακή 5 Μαρτίου 2023




Από το μπαλκόνι μου κοίταζα κάτω στο δρόμο, χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Ο καιρός μόλις είχε αρχίσει να φτιάχνει και, όταν πήγα να κλείσω τα παντζούρια, αποφάσισα να βγω έξω και να εισπνεύσω λίγο καθαρό αέρα, μιας και ήμουν κλεισμένος στο σπίτι για δύο μέρες. Δεν είχε κίνηση κάτω, μονάχα ένα παλικάρι είδα με το σκύλο του και ένα αμάξι να παρκάρει. Αφουγκραζόμουν, αλλά τίποτα το ιδιαίτερο. Η γειτονιά μου είναι ήσυχη. Έτσι, έκλεισα τα μάτια μου και άνοιξα εκείνα της φαντασίας μου. 
Στο παρασκήνιο έπαιζε ένα τραγούδι, το On Melancholy Hill των Gorillaz, σε ακουστική διασκευή. Ο ουρανός είχε γίνει μωβ, γιατί και ο ήλιος ήταν μωβ και μάλιστα είχε μάτια και χαμόγελο, όπως τον ζωγραφίζαμε μικρά παιδιά στο σχολείο. Την θέση των πολυκατοικιών είχαν πάρει λόφοι γεμάτοι δέντρα, που εκτείνονταν ως εκεί που έφτανε το μάτι σου και ακόμη παραπέρα. Πουλιά πετούσαν στον ουρανό δεξιά και αριστερά και ο δρόμος είχε αντικατασταθεί από ένα ήρεμο ποτάμι, που κυλούσε πέρα, πέρα μακριά, χωρίς να καταλήγει κάπου.
Όταν κοίταξα πίσω, το σπίτι μου δεν υπήρχε. Τη θέση του είχε πάρει μια σπηλιά, στη μέση ενός τεράστιου βουνού και μέσα στην σπηλιά υπήρχαν τα απολύτως απαραίτητα για την επιβίωσή μου - δεν τα έβλεπα, αλλά το διαισθανόμουν- και, επίσης, μέσα υπήρχε μια γυναίκα, η οποία τραγουδούσε ήρεμες μελωδίες που με γαλήνευαν- δεν την έβλεπα, αλλά την άκουγα. Χαμογελούσα και δεν μπορούσα να πάρω άλλη έκφραση. Λες και όλα τα άλλα συναισθήματα που δεν προκαλούν χαμόγελο είχαν εξαλειφθεί και μόνο το χαμόγελο υπήρχε, λες και ήμουν βλαμμένος ή τρελός ή τελείως χαρούμενος. Κοίταξα πάλι κάτω στο ποτάμι και είδα ανθρώπους να κολυμπάνε μέσα, γνωστές φυσιογνωμίες- οι οικογένειές μου, φίλοι μου που χάθηκαν και δεν ήθελα να χαθούν, άλλους που χάθηκαν και δεν ήθελαν να χαθούν- αλλά είδα και ανθρώπους δυστυχισμένους από τη ζωή, που το βάρος των επιλογών τους δημιουργούσε μια πίκρα στα μάτια τους, που τους γνώριζα επίσης και αυτή τη φορά χαμογελούσαν σαν μικρά παιδιά, όλοι χαμογελούσαν, χαμογελούσαν, χαμογελούσαν όπως και εγώ. Φώναξα από το μπαλκόνι μου για να τους χαιρετήσω και όλοι μαζί γύρισαν και κούνησαν τα χέρια τους, σα να ήταν ομάδα ρυθμικής γυμναστικής.
<<Έλα κάτω, το νερό είναι πολύ ωραίο>> , μου είπαν με μια φωνή.
<<Χαίρομαι πολύ γι' αυτό!>> είπα.
<<Είναι υπέροχα εδώ μέσα. Είναι γαλήνια. Τα λεφτά δεν έχουν σημασία, η δουλειά δεν έχει σημασία, τίποτα δεν έχει σημασία. Ούτε σήμερα μάλωσε κάποιος, ούτε σήμερα νευρίασε κάποιος, ούτε σήμερα στενοχωρήθηκε κάποιος, ούτε κάποιος πέθανε>> είπαν.
<<Πόσος καιρός πάει από την τελευταία φορά που έγινε αυτό;>> είπα.
<<Πολλά χρόνια, ούτε που θυμόμαστε από πότε!>> είπαν.
Συνέχισα να χαμογελάω. Πήρα μια βαθιά ανάσα και, όταν την άφησα ελεύθερη, πεταλούδες εμφανίστηκαν εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να εμφανιστεί τίποτα, ορατό στο ανθρώπινο μάτι τουλάχιστον αν δεν έχει κρύο, και πέταξαν μακριά. Έμεινα να παρατηρώ την κίνηση των φτερών τους, τόσο απλή, τόσο μαγική, τόσο συντονισμένη, δεκάδες και μετά εκατοντάδες και μετά μου φάνηκε λες και χιλιάδες πεταλούδες απλώθηκαν στον ουρανό και απλά πέταξαν μακριά, πολύ μακριά, θαρρείς κάπου τυχαία, αλλά είχα την εντύπωση και μετά τη σιγουριά πως ήξεραν που ακριβώς πήγαιναν. 
Και είχα δίκιο. Γιατί, αφού εξαφανίστηκαν για λίγο, ή για πολύ, δεν ξέρω, ο χρόνος ήταν η τελείως διάχυτη έννοια που είναι, μα εκεί δεν είχε κανένα απολύτως νόημα, επέστρεψαν πίσω και κατευθύνθηκαν κάτω στο ποτάμι και γράπωσαν κατά δεκάδες από τους ώμους όλους όσους ήταν κάτω και τους σήκωσαν στον αέρα. Μόλις σηκώθηκε και ο τελευταίος, όλοι μαζί πάλι, στον αέρα, σαν αερικά, με μια φωνή μού φώναξαν, <<ΈΛΑ ΜΑΖΙ ΜΑΣ!>>
Τότε, χωρίς να το σκεφτώ, έκανα μερικά βήματα πίσω, πήρα φόρα και πήδηξα ψηλά, με τα χέρια μου τεντωμένα να γραπωθούν από εκείνο που δεν υπήρχε, αλλά το ένιωθα τόσο αληθινό μέσα μου.

Λίγες ώρες μετά, θα έγραφαν στο Internet πως ένας νέος άνδρας έκανε, αργά το απόγευμα της τάδε μέρας, απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά ευτυχώς, προσγειώθηκε πάνω σε ένα αμάξι και την γλίτωσε με ένα σπασμένο χέρι και μερικά ραγισμένα πλευρά. Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω. Δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Εγώ απλά άνοιξα τα μάτια της φαντασίας μου και προσπάθησα να γραπωθώ σε έναν κόσμο που δεν υπήρχε, αλλά με την φαντασία μου τον έκανα αληθινό και λαχταρούσα να ζήσω μέσα του, όσο περίεργος, όσο σουρεάλ και αν φαινόταν.
Εγώ απλά προσπάθησα να πετάξω.
-Θεόδωρος Ορφανίδης(Ο.Γ.Θ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Σε κανέναν δεν χωράνε Και σε κανέναν δεν πηγαίνουν  Τα δικά μου παπούτσια. Είναι ένα και μοναδικό ζευγάρι  Που όμοιο του δεν έχει φτιαχτεί...